Τελικά, έχει χαθεί κάθε ευαισθησία σε αυτή τη χώρα; Έχουν περάσει δέκα μέρες και πλέον και δεν έχει βγει μια φιλοζωική οργάνωση να τον καταγγείλει; Τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης, βεβαίως. Αφού οι δημόσιοι υπάλληλοι δεν φαίνονται διατεθειμένοι να υπερασπίσουν τους εαυτούς τους για τον χαρακτηρισμό «κοπρίτες», ας βγουν τουλάχιστον οι φιλοζωικές οργανώσεις να υπερασπίσουν τα ανυπεράσπιστα αδέσποτα τετράποδα τα οποία, αν ήξεραν τη γλώσσα του Θ. Πάγκαλου, προφανώς θα προσβάλλονταν για τη σύγκρισή τους με τα βραδυφλεγή όρθια δίποδα. Καθότι ο χαρακτηρισμός «κοπρίτης» αποδίδει μια χαρακτηριστική ιδιότητα σχεδόν όλων των έμβιων όντων, και δη των θηλαστικών: όλα τα ζωάκια κοπρίζουν, δηλαδή αποβάλλουν το περιττό προϊόν της κατανάλωσής τους. Μάλιστα, τα κόπρανά τους είναι κατά κανόνα ευθέως ανάλογα του μεγέθους τους και της ποσότητας τροφής που καταναλώνουν. Το περίφημο «πορδοβούλωμα» ουδέποτε αποδείχθηκε αποτελεσματικό και αποτελεί αστικό μύθο ότι υπάρχουν κάποια λίγα, ευγενή πλάσματα στη Γη τα οποία, παρά το μέγεθος του γαστέρος τους, έχουν βρει κάποιο μαγικό τρόπο να απαλλαγούν απ’ αυτή την δυσώδη πλην απαραίτητη έκφραση της αρχής διατήρησης της υλοενέργειας: δεν υπάρχουν άνθρωποι που δεν αφοδεύουν, δεν πέρδονται, δεν ρεύονται και τα συναφή. Αντιθέτως, υπάρχουν πολλοί που εκτός από όλα αυτά, στο εξής θα κάνουν και το σκατό τους παξιμάδι, χάρη στη μέριμνα της τρόικας, της κυβέρνησης, του Θ. Πάγκαλου, της Ευγενίας Μανωλίδου και όλου του «καστ» του master chef που στην επόμενη σεζόν θα πρέπει να εξαντλήσουν τη γαστριμαγική τους φαντασία ακριβώς σ’ αυτό. Στη γκουρμέ αξιοποίηση των κοπράνων. Καλή σας όρεξη!
Επομένως – για να επιστρέψουμε στο προκείμενο- αν ο Θ. Πάγκαλος είχε σκοπό να προσβάλλει, να προκαλέσει, να ερεθίσει, να εκνευρίσει κάποιους μιλώντας για «κοπρίτες δημοσίους υπαλλήλους», αυτοί δεν είναι άλλοι από τα συμπαθή σκυλάκια, αδέσποτα ή δεσποζόμενα, τα οποία είναι προορισμένα να τρώνε, να πίνουν, να γαβγίζουν, να δαγκώνουν, να γλύφουν, να κάνουν συντροφιά, να φυλάνε, να κυνηγάνε και, βεβαίως, και να κοπρίζουν. Πάντως, όχι για να δουλεύουν, και δη στο δημόσιο. Ούτε να ψηφίζουν, και δη εκπροσώπους σαν τον Θ. Πάγκαλο.
Φεύγοντας, ωστόσο, από την κυριολεξία του τελευταίου παγκάλειου βρυχηθμού και μένοντας στη μεταφορά του πράγματος, υποθέτουμε ότι ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης ήθελε με την διατύπωση αυτή να χαράξει την αδρή γραμμή που χωρίζει την ελληνική κοινωνία σε παραγωγικούς και μη, σε εργατικούς και τεμπέληδες πολίτες (περιλαμβάνοντας εαυτόν και όλη τη συνομοταξία του, για λόγους που μόνο ο ίδιος γνωρίζει, στην πρώτη κατηγορία). Ας υποθέσουμε, λοιπόν, ότι ο διαχωρισμός αυτός υπάρχει (και υπάρχει, αλλά όχι όπως τον εννοεί ο Θ. Πάγκαλος). Η διατύπωση του κ. Πάγκαλου ότι επί χρόνια στο δημόσιο μπαίνουν οι κοπρίτες υπό τον όρο οι ίδιοι και οι οικογένειές τους ψηφίζουν τους πολιτικούς που τους διορίζουν περιέχει μερικές ενδιαφέρουσες, όχι μόνο πολιτικά, αλλά και ποινικά, ομολογίες:
Πρώτον, ότι στο δημόσιο διορίζονται «κοπρίτες» ανεξαρτήτως των προσόντων και των όρων που περιγράφουν οι προκηρύξεις των διαγωνισμών και λοιπών διαδικασιών πρόσληψης. Ωστόσο, εδώ και 17 χρόνια (από το 1994), υποτίθεται πως ισχύει (με πολλές τροποποιήσεις) ο περίφημος Νόμος Πεπονή που υποτίθεται ότι θέσπισε μερικούς στοιχειώδεις όρους διαφάνειας και αξιοκρατίας στις προσλήψεις, ενώ δημιούργησε και ειδική ανεξάρτητη Αρχή, το ΑΣΕΠ, για τον έλεγχό τους. Ο Θ. Πάγκαλος, που υπήρξε σχεδόν ανελλιπώς μέλος των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ από το 1981 και εντεύθεν ομολογεί ότι ο νόμος Πεπονή, αλλά και οι αντίστοιχες συνταγματικές διατάξεις για την ισονομία των πολιτών που υπάρχουν προ του νόμου αυτού, παραβιάζονταν από τον ίδιο και τους συναδέλφους του συστηματικά προκειμένου να διοριστούν «κοπρίτες».
Δεύτερον, ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης ομολογεί επίσης ότι η εκλογή των βουλευτών, άρα και οι κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες βάσει των οποίων διακυβερνήθηκε η χώρα των «κοπριτών» τις τελευταίες δεκαετίες, βασίζονταν στη συναλλαγή με τους διοριζόμενους «κοπρίτες» και τις οικογένειές τους. Άρα, εδώ ομολογείται εξαγορά ψήφων, ήτοι νοθεία.
Τρίτον, ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης- που «ξανακτύπησε» μέσω Οξφόρδης, ομολογώντας ότι το γραφείο του επισκέπτονται διεφθαρμένοι πολίτες (μαφιόζοι; Ντίλερ; Λαδιάρηδες; Μιζαδόροι; Φοροφυγάδες;) οι οποίοι προτείνουν στον ίδιο και άλλους αδιάφθορους συναδέλφους του κάποια διεφθαρμένη συναλλαγή. Το ερώτημα είναι: αυτός και οι συνάδελφοί του, πετάνε έξω από το γραφείο τους; Ή τελικά η συναλλαγή ολοκληρώνεται; Διότι το χέρι που δίνει προϋποθέτει κι ένα χέρι που παίρνει…
Εδώ, λοιπόν, ομολογείται η παραβίαση του μισού ποινικού κώδικα, του Συντάγματος και όλης της νομοθεσίας της διαφάνειας, της ισονομίας, της δημοκρατικής τάξης και άλλων μύθων με τους οποίους τράφηκε η λαϊκή αφέλεια εδώ και δεκαετίες. Αν δεν ήμασταν μπανανία, οι εισαγγελικές αρχές, οι αρμόδιες επιτροπές της βουλής, οι Ανεξάρτητες Αρχές θα έπρεπε να έχουν παρέμβει για να ερευνηθούν τα ομολογούμενα αδικήματα και να εντοπιστούν τα πρόσωπα που με πράξεις ή παραλείψεις τους βοήθησαν στην τέλεσή τους. Δεν υπάρχει, βέβαια, τέτοια ελπίδα…
Και υποθέτω πως και ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης δεν είχε σκοπό να ποινικοποιήσει τον δημόσιο βίο εν γένει. Μάλλον θέλει να μας εξοικειώσει με την ιδέα ότι η κόπρος και οι κοπρώνες είναι το περιβάλλον που μας ταιριάζει, αφού όλοι μαζί τα φάγαμε, αφού είμαστε διεφθαρμένοι, αφού είμαστε κοπρίτες γενικώς, είτε ως δημόσιοι είτε ως ιδιωτικοί υπάλληλοι. Ως εκ τούτου, είναι πιθανό ο στόχος του να είναι παιδευτικός. Του ιδίου, της κυβέρνησης, της τρόικας. Ακριβώς σαν τον γλωσσολόγο Χένρι Χίγκινς που βάζει στοίχημα ότι θα μεταμορφώσει σε καθωσπρέπει κυρία την ασήμαντη και αμόρφωτη ανθοπώλιδα Ελίζα Ντούλιτλ, στο «Ωραία μου Κυρία» του Τζορτζ Μπέρναρ Σο . Ή σαν τον μεσήλικα καθηγητή Φρανκ που αναλαμβάνει να εκπαιδεύσει την ακατέργαστη και άξεστη κομμώτρια Σούζαν, που ωστόσο συστήνεται ως Ρίτα, στο «Εκπαιδεύοντας τη Ρίτα». Αλλάξτε τη Ρίτα με την Κοπρίτα, και όλα παίρνουν τη θέση τους στην εγχώρια οπερέτα, με την πολιτική μας ελίτ σε ρόλο εκπαιδευτή σκύλου που χρησιμοποιεί μαστίγιο και καρώτο για τη μεταμόρφωσή μας από Κοπρίτες σε σκυλάκια του σαλονιού (αυτό δεν παίζει), κυνηγόσκυλα (που κυνηγούν το ένα το άλλο), τσομπανόσκυλα (που κατασπαράσσουν το κοπάδι πριν από τους λύκους) ή σκυλάκια του τσίρκου, που πηδούν μέσα από φωτιές και χορεύουν πάνω σε μπάλες (προς παραδειγματισμό όλης της σκυλοπαρέας των Ευρωπαίων πληβείων).
Να, λοιπόν, γιατί μας φτύνουν στα μούτρα οι αναμορφωτές μας κι εμείς είμαστε υποχρεωμένοι να προσποιούμαστε πως βρέχει. Είναι οι εκπαιδευτές μας, αλλά ταυτόχρονα οι Πυγμαλίωνές μας, ερωτευμένοι παράφορα με το αποκρουστικό τους δημιούργημα, τους κοπρίτες. Ο κίνδυνος που διατρέχουν, βεβαίως, είναι διπλός. Πρώτον, να πατήσουν στο βασικό προïόν των δημιουργημάτων τους- τους κοπρώνες τους ή, κατά το κοινώς λεγόμενον, να πέσουν μέσα σε μια μπλάνα σκατά. Πράγμα που δεν σημαίνει απαραίτητα τύχη. Δεύτερον, να ξυπνήσει τα άγρια (αλλά άσβεστα) ένστικτα και του Κοπρίτη και της Κοπρίτας. Η οποία, συχνάκις, αντί να μεταμορφωθεί σε ωραία κυρία, γίνεται άγριος λύκος. Και ζωή σε λόγου μας ο εκπαιδευτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου