Τρίτη 23 Ιουλίου 2013

ΞΥΠΝΑ ΡΕ ΜΑΛΑΚΑ! Η ΓΕΝΙΑ ΜΑΣ ΣΕ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ.

Του Τάσου Φούντογλου
 
Τελικά, είμαστε περίεργος λαός. Κρατάμε το δαιμόνιο της φυλής μονάχα για τις επιτυχίες και τις αποθεώσεις μας και, όταν έρχονται τα δύσκολα, τρέχουμε πανικόβλητοι στους κακούς μας δαίμονες για να μας νουθετήσουν και να μας δείξουνε το δρόμο.
«Θα σας κρεμάσουμε», φωνάζουν τα κοινοβουλευτικά μας σούργελα και από κοντά και οι ανεύθυνοι πολίτες. Να αποθεώσουνε την παρακμή, να επιβραβεύσουνε την υστερία και να επιβεβαιώσουνε -για πολλοστή φορά- το θεμελιώδες αξίωμα της στρατηγικής πως η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση.
Όταν δεν κατέχεις την απαραίτητη γνώση και οι πολιτικές σου ικανότητες φτάνουν μέχρι τα γουναράδικα του Άρη , άντε και τα τσιπουράδικα της τοπικής σου πελατείας, τότε ο καλύτερος τρόπος για να αμυνθείς απέναντι στα επιχειρήματα της άλλης πλευράς είναι η επίθεση του χύδην λόγου και του άρτζι μπούρτζι και λουλά.
Η συνταγή γνωστή. Δεν παίρνουμε θέση ποτέ πάνω στα νούμερα και τις βασικές έννοιες της Οικονομικής Επιστήμης (ισοζύγιο πληρωμών, δημοσιονομικά ελλείμματα, διαρθρωτική ανεργία, ελλείμματα παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας κ.α), καθυβρίζουμε από το πρωί μέχρι το βράδυ το μισητό Μνημόνιο και ό,τι άλλο ευχαριστεί τα αυτάκια του μέσου αγανακτισμένου πολίτη (μετανάστες, φορολογικό κ.α ), επικαλούμαστε πάντα τους ευσυνείδητους και εργατικούς υπαλλήλους του Δημοσίου, αποσιωπώντας επιμελώς τη λέρα που κρύβεται χρόνια τώρα από πίσω τους και δημιουργούμε υψηλές προσδοκίες στο μικρό μας στρουμφοχωριό πως η επόμενη επίθεση του λαομίσητου «Δρακουμέλ» θα αποκρουστεί με ένα ακόμα μαγικό ξόρκι του λαοφιλούς «Μπαμπαστρούμφ».
Και όλα αυτά ενδεδυμένα με τις γνωστές φράσεις -κλισέ του αντιμνημονιακού λεξιλογίου. Γκαουλάιτερ, δωσίλογοι, κατοχικές κυβερνήσεις, τοκογλύφοι και γκιλοτίνες.
Λέξεις ανεπίγνωστες, κραυγές φτηνών θεατρίνων που επιχειρούν να εντυπωσιάσουν το κοινό με ακροβατικούς συλλογισμούς και ασυλλόγιστες ακροβασίες. Και όμως.
Δεν με φοβίζουν  οι συγκεκριμένοι α-νόητοι. «Μήτε βαθείς στις σκέψεις ήτανε ποτέ τους, μήτε τίποτα. Τυχαίοι και αστείοι άνθρωποι που μιλάνε με βαρβαρισμούς δεινούς τα ελληνικά» και υποστηρίζονται από ομόγλωσσούς τους.
Δεινοπαθείς για λίγο, βλέποντας τις ζοχάδες του πισινού τους να κυματίζουν πλησίστιες στα πρόσωπά τους, αλλά συνηθίζεις γρήγορα στη θλιβερή τους παρουσία. Να ναι καλά αυτή η λυτρωτική προσαρμογή του υποδοχέα.
Με φοβίζουν, όμως, οι λέξεις των τυχαίων, που γίνονται σιγά σιγά οικείες στον Έλληνα πολίτη. Οι λέξεις που χώνονται αθόρυβα μέσα στη ψυχή του, δίχως κρότο και δίχως να κινούν την προσοχή των άλλων, και αρχίζουν μεθοδικά να ξεδιπλώνουν το καταχθόνιο των σχεδίων τους πάνω στις σκέψεις και τις γνώμες του. Συνηθίζει στην όψη της χούντας, εξοικειώνεται με την αισθητική της και σαν έρθει κάποτε η ώρα των πραγματικών δικτατορίσκων, αυτών των σημερινών ηλίθιων με το αποκρουστικό παρουσιαστικό και τον πτωχοντυμένο λόγο, δεν θα έχει πια λέξεις για να περιγράψει το δράμα του.
Χούντα είχε και χούντα θέλουνε και οι επόμενοι να του επιβάλλουν. Καμία διαφορά. Οπότε;
Με φοβίζουν οι λέξεις των αστείων, που σέρνονται σιγά σιγά στις φιλικές μας συζητήσεις  και ερήμην μας δηλητηριάζουνε τις μεταξύ μας σχέσεις. Τα εμπαθή και επικίνδυνα «ΕΑΜ ΕΛΑΣ Μελιγαλάς» και οι ανιστόρητες «Χούντες που δεν τελείωσαν το ’73».
Φωλιάζει ο διχασμός πάλι στις ζωές μας με υπαιτιότητα δική τους και δική μας. Μεγαλώσαμε πια, μορφωθήκαμε, αποκτήσαμε δεξιότητες και γνώσεις στα μεγάλα ιδρύματα του επιστητού, ταξιδέψαμε σε άλλους κόσμους, ανταμώσαμε αλλιώτικες σκέψεις και διαφορετικές συμπεριφορές και το «δεν ήξερα δεν άκουσα» δεν μπορεί να αποτελεί το άλλοθί μας.
Ξέρουμε πολύ καλά τι φταίει, ποιος ευθύνεται και γιατί το επιτρέψαμε. Ο καθένας ας επωμιστεί αυτό που του αναλογεί. Αλλά όχι ρε γαμώτο άλλους διχασμούς. Όχι άλλες διαιρέσεις για να κάνουνε καριέρες οι ανώνυμοι ρολίστες του διαδικτύου και οι επώνυμοι υποβολείς τους.
Ζούμε μια ακόμα χαμένη δεκαετία, σαν όλες εκείνες τις χαμένες δεκαετίες της πολιτικής μας ιστορίας που εγγράφονται μονότονα στο κακορίζικο και την κακοδαιμονία της φυλής μας και κινδυνεύουμε να δούμε το ανεξίτηλο σημάδι της να σφραγίζει και να χαρακτηρίζει και τη δική μας γενιά. Μια χαμένη γενιά. Δεν χρειάζονται υπότιτλοι για να καταλάβεις το δράμα και να συναισθανθείς το ιστορικό βάρος της πλήρους απουσίας μιας γενιάς από τη διαμόρφωση του μέλλοντός της.
Μεταναστεύουμε, παραιτούμαστε, μπαίνουμε οικειοθελώς στο περιθώριο και εγκαταλείπουμε το μέλλον μας στα χέρια των καθ΄ έξιν βιαστών μας. Εγκλωβισμένοι στα αδιέξοδα των λαϊκιστών και στις εμμονικές διεξόδους των φιλευρωπαϊστών βουβαθήκαμε και  πάψαμε να αντιδράμε.
Παρατηρούμε αποσβολωμένοι τους άχρηστους να απολύουν τους συμμαθητές μας και να περικόπτουν τα εργασιακά τους δικαιώματα και την ίδια στιγμή να διατηρούν εν ζωή την ξεφτιλισμένη αργομισθία του υπουργού Μακεδονίας και Θράκης και του Καναλιού της Βουλής, να ενδίδουν στις πιέσεις των βλαχοδημαρχαίων για αδιαφάνεια και μαύρα ταμεία και να αδυνατούν να δώσουν τον τόνο του εκσυγχρονισμού και το παράδειγμα της εκ βάθρων αλλαγής, μέσω της μείωσης του αριθμού τους και του περιορισμού της υπαλληλίας που κινείται γύρω τους (υπάλληλοι Βουλής, έμμισθοι σύμβουλοι, διοικητικά συμβούλια κ.α).
Βλέπουμε την ανικανότητα να προσπαθεί να διαχειριστεί την κρίση μέσα από οριζόντιες πολιτικές απόλυσης των πάντων και, αντί να ζητήσουμε εδώ και τώρα να ανοίξουν δημόσια οι φάκελοι πρόσληψης των υπό κατάργηση υπαλλήλων και να μας κοινοποιηθούν οι διαδικασίες που ακολουθήθηκαν κατά την πρόσληψη, τα κριτήρια επιλογής και τα προσόντα των ατόμων που απορρίφθηκαν, στεκόμαστε σιωπηλοί μπροστά στον αρχισυνδικαλιστή που απαιτεί να μην πειραχτεί κανένας και να παραμείνουν όλοι στις θέσεις τούς. Με το επιχείρημα πώς πλησιάζει και η δική μας ώρα.
Κάνουν τον φόβο επιχείρημα μήπως και τρομοκρατήσουν την κοινωνία και εξαναγκάσουν τον ευσυνείδητο υπάλληλο να συνταχθεί μαζί τους και να παλέψει και αυτός από τα ίδια μετερίζια. Υπερασπιζόμενος τι ακριβώς ρε γαμώτο;
Τη δημοκρατία της κολοβάρας και της ρεμούλας; Την ισοπολιτεία της πρόσληψης απτό παράθυρο; Την ισονομία των ημέτερων;
Πόση βλακεία πια να αντέξουμε;
Πόση ηλιθιότητα πρέπει να συσσωρευτεί σε αυτό το διαδίκτυο για να εκραγεί, επιτέλους, η φούσκα του εθισμού;
Ποια άλλη κοινωνία, στοιχειωδώς σοβαρή, θα ανεχόταν τη χούντα του Φωτόπουλου και του Μπαλασόπουλου να στρογγυλοκάθεται όλο νάζι στις πρώτες σειρές ιδρυτικών συνεδρίων;
Ποια άλλη κοινωνία, στοιχειωδώς συνειδητοποιημένη για το τι συμβαίνει, θα επέτρεπε στην κακομαθημένη δημοσιοϋπαλληλία να της βγάζει γλώσσα και να βάζει μια ζωή μπροστά τους ικανούς για να καλύψει τους ανίκανους;
Ποια άλλη κοινωνία, στοιχειωδώς αξιόγραφη, θα έκλεινε τα μάτια της μπροστά στα λαμόγια της επιχειρηματικής της τάξης, που αρνούνται  πεισματικά να επενδύσουν τα κέρδη των καλών εποχών σε νέες παραγωγικές δομές;
Ποια άλλη κοινωνία, στοιχειωδώς αξιοπρεπής και ευυπόληπτη, θα επέτρεπε στους εταίρους της να την ξεφτιλίζουν και να την απαξιώνουν και, την αμέσως επόμενη στιγμή, δεν θα έστελνε τις αξίες της να διαπραγματευτούν, όχι τα δανεικά όπως κραυγάζουν οι ψωριάρηδες και οι φτωχομπινέδες, αλλά τους όρους της αναπτυξιακής ανασυγκρότησης της χώρας;
Γιατί σπαταλάμε όλες μας τις δυνάμεις σε μάχες με τους ανεμόμυλους των κατ’ επάγγελμα ζητιάνων και δεν ετοιμαζόμαστε για τη μεγάλη μάχη της Ευρώπης, αναδεικνύοντας στα αξιώματα αυτούς που έχουν τις ικανότητες να διεκδικήσουν και να διαπραγματευτούν;
Τόσο πολύ χαλάσαμε; Τόσο πολύ ξεφτίλες γίναμε;
Πού είναι οι νεολαίες να αρθρώσουν λόγο;
Πού είναι οι παρέες των νέων ανθρώπων να διεκδικήσουν τους δήμους και τις περιφέρειες από τους αποτυχημένους καταχραστές του μέλλοντός μας;
Πού είναι τα φοιτητικά κινήματα να αποτινάξουν από πάνω τους τις κομματικές δουλείες και τις ταμπέλες της εμεσματικής κομματοκρατίας και να αναλάβουν τον ιστορικό τους ρόλο;
Χωρίς κομματικούς νταβατζήδες, χωρίς εμμονές και μαστουρωμένους λόγους, χωρίς παπαγαλάκια του τάδε και του δείνα γερμαναρά η αγγλοσάξωνα φιλοσόφου, να ανακαλύψουν νέα λεξιλόγια, να φτιάξουνε νέα οράματα και να αφυπνίσουν με τον λόγο τους και την αισθητική του νέου πανεπιστημιακού χώρου τις υγιείς κοινωνικές δυνάμεις.
Ως πότε το σκουπιδαριό, οι βρωμισμένοι τοίχοι και τα γεμάτα αποτσίγαρα πατώματα των ακαδημαϊκών μας χώρων θα αποτελούν τον κανόνα στα εκπαιδευτικά μας ιδρύματα;
Ως πότε η συναλλαγή της κομματικής πλέμπας με τις πρυτανικές αρχές θα γίνεται ανεκτή από τους νέους και μορφωμένους ανθρώπους που στέκονται σιωπηλοί στο περιθώριο;
Ως πότε η νέα γενιά θα δέχεται αδιαμαρτύρητα τον ιδεολογικό και πολιτικό της ευνουχισμό από τους ιεροκύρηκες του οπισθοδρομισμού και της συντήρησης και θα καταδέχεται να παίζει αμέριμνη ρακέτες και να επιδεικνύει τα τατού της στους απέναντι, την ίδια στιγμή που οι Παπουτσήδες επιστρέφουν και διορίζονται σε θέσεις ευθύνης;
Ως πότε θα καθόμαστε αραχτοί να πίνουμε τους ιταλικούς μας καπουτσίνους και να πληρώνουμε τα μπιτσόμπαρά μας από τα εφάπαξ και τις συντάξεις των γονιών μας; Και κυρίως.
Ως πότε θα εκλέγουμε α-νόητους και ά-κριτους;
Ως πότε ο Καραγκιόζης από φιγούρα παιδικής παράστασης θα αποτελεί το κοινοβουλευτικό μας πρότυπο; Ξύπνα ρε μαλάκα. Η γενιά μας σε χρειάζεται!!!
 

Τετάρτη 17 Ιουλίου 2013

ΜΙΣΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΑΥΤΑΡΧΙΣΜΟΣ

Του Ευάγγελου Γρ. Αυδίκου *
 
Τα τελευταία χρόνια η ψυχολογία, μαζί με την οικονομία, είναι από τις επιστήμες που πρωταγωνιστούν στον δημόσιο χώρο. Η οικονομία είναι το πεδίο όπου οι οικονομολόγοι και οι οικονομολογούντες διασταυρώνουν τα ξίφη τους με πολιτικούς και δημοσιογράφους, σε μια προσπάθεια να οικοδομήσουν μια «αντικειμενική» παρουσίαση της βαθιάς περιδίνησης στην οποία έχει περιπέσει η ελληνική οικονομία. Συχνά τα ξίφη όλων αυτών συστρατεύονται επιχειρώντας να δημιουργήσουν συνθήκες αναγκαιότητας για τις αδυσώπητες περικοπές που έχουν φέρει όλους τους Ελληνες σε κατάσταση παραζάλης, μόνιμης κατάθλιψης και στέρησης της αισιοδοξίας για τους μεγαλύτερους, που βλέπουν ότι ο ουρανός έχει μαζέψει πολλά και σκοτεινά σύννεφα, σε σημείο να μην ελπίζουν. Χάνουν την πίστη τους στο μέλλον, πως δηλαδή μπορούν να ονειρεύονται.
Σ’ αυτό το σημείο η ψυχολογία γίνεται η επιστήμη των παρενεργειών που προκαλούν οι αψυχολόγητες πράξεις της εξουσίας με την ταπείνωση και εξαθλίωση των Νεοελλήνων. «Δεν υπάρχει εξουσία χωρίς μίσος», υποστηρίζει ο Ευριπίδης. Προφανώς, αυτό είναι αληθές για τα αυταρχικά καθεστώτα, τα αντιδημοκρατικά αλλά και όσες κοινοβουλευτικές δημοκρατίες διολισθαίνουν σ’ αυτό. Η δημοκρατική εξουσία αντλεί δύναμη από το ενδιαφέρον για τον άλλο, ιδίως τον πιο αδύναμο αλλά και όλους τους πολίτες. Φροντίδα ενός δημοκρατικού καθεστώτος, που διαπνέεται από ανθρωπιστικά ιδανικά, είναι να θέσει κανόνες και να διαπαιδαγωγήσει τους πάντες στον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και στην αναλογικότητα της συνεισφοράς στα οικονομικά βάρη. Η δημοκρατία, συνεπώς, δεν μισεί. Αν το κάνει, είναι μια ένδειξη ότι έχει εκτροχιαστεί από τις βασικές δημοκρατικές αρχές.
Το μίσος είναι προϋπόθεση του «διαίρει και βασίλευε». Αποτελεί βασική επιλογή όσων ενδιαφέρονται για την ευημερία των αριθμών, ακόμη κι αν αυτό οδηγεί στον οικονομικό Καιάδα πολλούς συμπολίτες. Οπου η δημοκρατία δεν αναπνέει, παράγονται συναισθήματα δυσανεξίας και επιθετικότητας. Δημιουργούνται συνθήκες ανθρωπιστικής και πολιτικής κρίσης.
Ενα τέτοιο παράδειγμα είναι και η Ελλάδα της τελευταίας τριετίας. Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι υπάρχουν δομικές δυσπλασίες στην οικονομική και κοινωνική οργάνωση. Ωστόσο, μια δημοκρατική πολιτεία επιλέγει τον επιμερισμό των υποχρεώσεων. Αντίθετα, αυτό που συνέβη στην Ελλάδα -αποτελεί κοινό τόπο πλέον- είναι η ασυλία στους λίγους και η απομύζηση και της τελευταίας ικμάδας από τους πολλούς. Είναι η διαμόρφωση συνθηκών πολέμου με άπειρα θύματα, βιολογικά και ψυχολογικά.
Ο δρόμος όμως ώς τη δημιουργία συνθηκών «παγετώνων» χρειαζόταν σχεδιασμό. Κι εδώ η εξουσία που διολισθαίνει στον αυταρχισμό προσφεύγει στην ψυχολογία και την προπαγάνδα. Σπέρνει το μίσος. Στρέφει τη μια ομάδα εναντίον της άλλης. Είναι αυτό που αποδόθηκε με τη φράση που μπήκε στο λεξιλόγιο όλων μας στα χρόνια του Μνημονίου: κοινωνικός αυτοματισμός. Για να χειραγωγηθεί η πολιτική βούληση των πολιτών σπέρνεται ο διχασμός. Στοχοποιούνται κάθε φορά τα κοινωνικά στρώματα που αμφισβητούν τον πολιτικό αυταρχικό διεκδικώντας τα στοιχειώδη δημοκρατικά δικαιώματα. Η εξουσία είναι «μανούλα» στην πρόκληση του κοινωνικού αυτοματισμού. Στην Ελλάδα δε οι κυβερνώντες αναδείχτηκαν σε μάστορες της ψυχολογίας των πολιτών. Κάθε φορά ένα κοινωνικό στρώμα κατασυκοφαντούνταν, απαξιωνόταν, δινόταν βορά στα ανθρωποφαγικά ένστικτα που η ίδια η εξουσία είχε φροντίσει να καλλιεργήσει και να απελευθερώσει.
Η παραγωγή μίσους γίνεται τρόπος διακυβέρνησης στη μνημονιακή Ελλάδα. Ολοι εναντίον όλων. Ετσι, βήμα το βήμα διαμορφώνονται συνθήκες εμφυλίου πολέμου. Το βασικό γνώρισμα ενός εμφυλίου είναι ο διχασμός και η διάσπαση του κοινωνικού ιστού. Το μίσος, ως επίσημη ιδεολογία ή υφέρπουσα πρακτική. Και στις δύο περιπτώσεις το αποτέλεσμα είναι το ίδιο. Χάνεται η κοινωνική συνείδηση και επιστρέφουμε στα όσα είπε ο Δαρβίνος σχεδόν ενάμιση αιώνα πριν. Η εξουσία απεκδύεται τον κοινωνικό της ρόλο. Μεταβάλλεται σ’ έναν απλό διαχειριστή, που φροντίζει, σε τακτικό χρόνο, να τροφοδοτεί την αρένα με νέα θύματα.
Καιρός είναι να θυμηθούμε τα ανθρωπιστικά ιδανικά. Η κοινοβουλευτική μας δημοκρατία οφείλει να αναλάβει την ευθύνη της. Να υπερασπιστεί τα βασικά δικαιώματα των πολιτών. Και υπάρχουν πολλοί τρόποι να το πετύχει. Νόμιμοι. Αρκεί να το θελήσουν οι πολίτες.
 
* Καθηγητής Πανεπιστημίου Θεσσαλίας
 

Τρίτη 9 Ιουλίου 2013

ΔΙΑΣΡΤΕΒΛΩΣΗ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

Του Χρήστου Κάτσικα
 
Πριν από κάθε επίθεση προηγείται η προπαγάνδα, η οποία χρησιμοποιείται για να λιπάνει το έδαφος. Στόχος, η συκοφάντηση του αντιπάλου, η απομόνωσή του από σύμμαχες δυνάμεις, σε τέτοιο βαθμό που το θύμα να αποδεχθεί τη θυσία σαν να είναι θέλημα Θεού
 
Οποιος είχε στοιχειώδη εμπειρία από τους μάγιστρους της επικοινωνιακής πολιτικής της κυβέρνησης, είχε διακρίνει με γυμνό οφθαλμό τις αθέατες σκοπιμότητες: η όλη διαδικασία, με τη βοήθεια των ηλεκτρονικών μας γκουβερνάντων, με τα ατελείωτα άρθρα της δημοσιογραφίας της αυλής και με το βάρος των πρόθυμων διανοουμένων της οθόνης, ερχόταν να πριμοδοτήσει, να στερεώσει και να νομιμοποιήσει έναν από τους βολικότερους αστικούς μύθους για το «διογκωμένο συγκεντρωτικό κράτος με τους άπειρους, προνομιούχους και βαριεστημένους δημοσίους υπαλλήλους», ο αριθμός των οποίων «σχετίζεται αφενός με τα δημοσιονομικά ελλείμματα, αφετέρου με τις αναχρονιστικές αγκυλώσεις της κρατικής μηχανής».
Στη συνείδηση της κοινής γνώμης οι δημόσιοι υπάλληλοι παρουσιάστηκαν, τα τελευταία χρόνια, με αριστοτεχνικό τρόπο σαν «το βαρίδι στα πόδια μιας κοινωνίας και μιας οικονομίας που θέλουν να προχωρήσουν και δεν μπορούν».
Πριν από κάθε επίθεση προηγείται η προπαγάνδα, η οποία χρησιμοποιείται για να λιπάνει το έδαφος. Στόχος η συκοφάντηση του αντιπάλου, η απομόνωσή του από σύμμαχες δυνάμεις, σε τέτοιο βαθμό που το θύμα να αποδεχθεί τη θυσία σαν να είναι θέλημα Θεού. Να γίνει ξεκάθαρο: η συζήτηση για το μέγεθος του δημοσίου τομέα και για την έκταση της απασχόλησης σ’ αυτόν με τους όρους που έγινε και γίνεται είναι προφανές ότι λειτουργεί στην κατεύθυνση της νομιμοποίησης χιλιάδων απολύσεων και της απόσυρσης του κράτους από δραστηριότητες υπέρ των ιδιωτών.
Οι ίδιοι οι διαπρύσιοι κήρυκες του λιγότερου κράτους όταν πρόκειται για δικαιώματα και κατακτήσεις των εργαζομένων, υπερθεμάτιζαν για παρεμβατικές πολιτικές του κράτους προκειμένου να ενισχυθούν οι τράπεζες και το κεφάλαιο.
Οι επικοινωνιολόγοι της κυβέρνησης έχουν γίνει οι καλύτεροι νονοί της πιο διεστραμμένης διαστρέβλωσης των λέξεων, των εννοιών, της γλώσσας. Σπουδαίες, φωτεινές, ελπιδοφόρες λέξεις χρησιμοποιήθηκαν και χρησιμοποιούνται σαν παραπλανητικός επίδεσμος μιας πολιτικής που ισοπεδώνει κατακτήσεις και δικαιώματα.
Kαι συγγνώμη κιόλας που λέμε τις απολύσεις απολύσεις και όχι κινητικότητα. Tι εφεύρεση και αυτή. «Kινητικότητα». Kινητικότητα προς τα πού; Προς το Tαμείο Aνεργίας, προς τις ακίνητες ουρές του OAEΔ ή προς την αναζήτηση δουλειάς σε συνθήκες γαλέρας. Στην αρχαιότητα η χρήση ευχάριστου όρου στην ομιλία κάποιου, προκειμένου αυτός να αναφερθεί σε έναν στην πραγματικότητα δυσάρεστο όρο, ονομαζόταν ευφημισμός.
H χρήση του ευφημισμού (ευ+φημί = λέγω) γινόταν δεισιδαιμονικά, για να μην προκληθεί η θεϊκή οργή. Aπό τα πιο γνωστά παράδειγμα είναι ο Eύξεινος Πόντος, στη θέση του Αξε(ι)νου Πόντου, της θάλασσας (Mαύρη Θάλασσα) που έπνιγε τους ναυτικούς που έπλεαν σε αυτήν και ήταν άρα άξενη, δηλαδή αφιλόξενη, με τη χρήση τής ακριβώς αντίθετης έννοιας, δηλαδή του όρου «Eύ-ξεινος», δηλαδή φιλόξενος.
Kαι αυτός ο ευφημισμός έφτασε και μέχρι τους παππούδες μας, που αποκαλούσαν τον Διάβολο «οξαποδώ». Tον ευφημισμό χρησιμοποιούν και οι κυβερνώντες μας, όχι για να μη θυμώσουν οι θεοί, αλλά για να θολώσουν τα νερά και να μην αποδώσουν στις πράξεις τους την πραγματική τους διάσταση και να ξεγελάσουν τον λαό.
 
Μερικά παραδείγματα:
* «Kινητικότητα» ευφημισμός της λέξης Aπόλυση.
* «Eισφορά Aλληλεγγύης προς τους άνεργους». Ευφημισμός φόρου (της τάξης των 680 εκατ. ευρώ που αποδόθηκε στους δανειστές μας χωρίς να φτάσει ποτέ στον OAEΔ).
* «Ειδικό Τέλος Hλεκτροδοτούμενων Δομημένων Επιφανειών». Ευφημισμός φόρου πάνω στα ακίνητα που θα επιβαλλόταν μόνο για ένα χρόνο, και που επιβάλλεται ξανά για δεύτερο χρόνο με το ευφημιστικό επίθετο «Εκτακτο Ειδικό Τέλος».
* «Φόρος». Eυφημισμός της ληστείας των λαϊκών εισοδημάτων, ώστε οι λαϊκοί να νομίζουν ότι παίρνουν μεγαλύτερο μισθό, από ψίχουλα.
* Εξυγίανση ή εξορθολογισμός του συστήματος υγείας. Eυφημισμός της διάλυσης της δημόσιας υγείας
* Απελευθέρωση των αγορών. Eυφημισμός της ιδιωτικοποίησης τμημάτων του δημόσιου τομέα
* Και τέλος. «Yπουργός Kυριάκος» ευφημισμός της λέξης Mητσοτάκης.
 
Η λεγόμενη απελευθέρωση των αγορών, δηλαδή το ξεπούλημα των δημόσιων οργανισμών στους ιδιώτες, πρώτα πρώτα είναι ψευδεπίγραφη (απλά αντί για ένα κρατικό μονοπώλιο έχουμε ένα ιδιωτικό μονοπώλιο), δεύτερον αφορά τις πιο αποδοτικές και κερδοφόρες (ποιος άλλωστε ιδιώτης θα αγόραζε ζηµιογόνες;) και τρίτον μετά την ιδιωτικοποίησή τους τα πράγματα χειροτερεύουν όσον αφορά την προσφορά υπηρεσιών. Μετά την ιδιωτικοποίηση των βρετανικών σιδηροδρόµων Ρέιλτρακ συνέβησαν τα περισσότερα δυστυχήματα, καθώς οι ιδιώτες που ανέλαβαν δεν είχαν καμιά διάθεση να επιβαρυνθούν µε το κόστος του εκσυγχρονισµού του δικτύου τους. Πριν από την ιδιωτικοποίηση των ισπανικών ταχυδροµείων, ο ταχυδρόµος έφτανε µέχρι και το πιο µακρινό χωριό. Σήµερα δεν παραδίδει γράµµατα σε σπίτια που δεν βρίσκονται κοντά σε κεντρικό δρόµο.
Οταν κάποτε δηµοσιογράφοι ρώτησαν τον πρόεδρο της γαλλικής εταιρείας ηλεκτρικής ενέργειας ΕDF Φρανσουά Ρουσελί αν µπορούσε να εγγυηθεί πως µετά την ιδιωτικοποίησή της οι τιµές του ηλεκτρικού θα παρέµεναν φτηνές, εκείνος είχε απαντήσει αρνητικά. Η περίπτωση της ηλεκτρικής ενέργειας δείχνει ξεκάθαρα τα όρια των ιδιωτικοποιήσεων. Οι διακοπές που κάθε τόσο βυθίζουν στο σκοτάδι το Λονδίνο, την Ιταλία ή την Καλιφόρνια εξηγούνται από την απροθυµία των ιδιωτών να επενδύσουν στην ανανέωση των δικτύων, προκειµένου να διατηρήσουν την κερδοφορία τους.
Κάτι για το τέλος. Αλλη μια πράξη της θεατρικής παράστασης, με πρωταγωνιστές την τρόικα και την κυβέρνηση, τελειώνει και είναι σαφές για μια ακόμη φορά ότι οι δήθεν μεγάλες διαφωνίες και διαπραγματεύσεις καταλήγουν και πάλι σε νέες συμφωνίες και μέτρα για απολύσεις, κλείσιμο σχολείων και νοσοκομείων, σε νέους φόρους και μειώσεις μισθών.
Οσο οι εργαζόμενοι και οι άνεργοι, οι νέοι και οι συνταξιούχοι θα είναι θεατές αυτού του έργου, η τραγωδία θα βαθαίνει.
 

Κυριακή 7 Ιουλίου 2013

Ο ΔΟΥΡΕΙΟΣ ΙΠΠΟΣ ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ

Της Ιωάννας Χαρμπέα
 
Κάποτε για να εισέλθουν στην καρδιά του πολέμου, στην Τροία, χρησιμοποίησαν το Δούρειο Ίππο. Όμως σήμερα νομίζουμε ότι Δούρειος Ίππος είναι οι άλλοι, οι ξένοι , οι κακοί ,οι δανειστές που μας ξεγέλασαν και μπήκαν ύπουλα στη ζωή μας, με τη μορφή δανείων που εν τέλει μας αιχμαλώτισαν. Με σταδιακά βήματα ενταχθήκαμε στην υποτιθέμενη πρόοδο. Δεν σκεφτήκαμε στιγμή ότι αυτή η ανάπτυξη προϋποθέτει γερές βάσεις και ότι αυτές οι βάσεις χτίζονται από εμάς, δε δίνονται έτοιμες ως χάρισμα ή δάνειο.
Ελπίζω ο σύγχρονος δούρειος ίππος των ελλήνων να μην είναι κούφιος, να μην αποτελεί πράγματι μια δωρεά, ένα χάρισμα των όσων μας έχουν πλέον απομείνει … γιατί κάτι τέτοιο διακρίνω ότι θα συμβεί, οι οργανισμοί, θεσμοί ,δομές αποκεφαλίζονται ή ετοιμάζονται προς θυσία… στο βωμό των «θέλω» εκείνων που ελέγχουν. Μπήκαμε σε τροχιά όπου σε κάθε σταμάτημά της κατεβαίνουν άτομα, απολύεται κόσμος, άλλοι συνεχίζουν να υφίστανται ζαλισμένοι σαν σε μπαλαρίνα ή στο γύρο του θανάτου…
Ανοδική πορεία δεν υπάρχει, μόνο κυκλική… τι πρόκειται να απομείνει; Τι θα επιζήσει; Πώς μπορείς να βαδίζεις ανάμεσα σε τάφους συνανθρώπων σου και να είσαι χαρούμενος; Στο ναρκοπέδιο στη χώρα της κρίσης…. δεν γνωρίζεις πότε θα εκραγεί και η δική σου νάρκη. Εξυγίανση όλων των σαθρών και νοσηρών στοιχείων εδώ και τώρα… κίνητρα για καινούριες ασχολίες σε όσους μένουν άνεργοι… ισομερισμός επιστημόνων, εργατών , τεχνιτών με τις ανάλογες θέσεις… όχι να προάγουμε πολυάριθμο αριθμό επιστημόνων… άνεργων επιστημόνων, ρίχνοντας και τον πήχη των επιστημών… αλλά να εισέρχονται λίγοι και καλοί , άξιοι επιστήμονες, όχι μεγάλα ποσοστά που μπαίνουν στα πανεπιστήμια μα δε βρίσκουν την πόρτα εξόδου, γιατί τα βρίσκουν σκούρα.
Κάναμε λάθος, νομίζαμε ότι αν έχουμε πολλούς δασκάλους , καθηγητές η επιστήμονες θα πηγαίναμε μπροστά! Πώς είναι δυνατόν σε μια γεωργική – κτηνοτροφική χώρα να μη δίνουμε βάση στην πρωτογενή παραγωγή και να παροτρύνουμε τους νέους να γίνουν καθηγητές; Αντί να δώσουμε έμφαση στη βελτίωση των γεωργικών εργασιών, την υποτιμήσαμε… υποτιμήσαμε επίσης πολλά άλλα , ξεπουλήσαμε πράγματα. Όντως ανίκανοι να τα διαχειριστούμε οι ίδιοι… και τώρα παραπονούμαστε ότι μας ελέγχουν, μας κάνουν κουμάντο οι ξένοι, μα δεν είναι ξένοι είναι οι δικοί μας άνθρωποι… είναι εκείνοι που πιστέψαμε που εμπιστευτήκαμε… που μας δανειοδότησαν…. Τι φταίνε αυτοί αν εμείς κατασπαταλήσαμε τα δάνεια; Τι τους νοιάζει αν τα φάγαμε μαζί ή χώρια μεταξύ μας;
Σημασία έχει ότι τα φάγαμε, το αποτέλεσμα μετράει… ΑΝ μπορούσαμε να αναλογιστούμε ότι βαδίζαμε ξυπόλυτοι στα αγκάθια ή μήπως πιστέψαμε ότι θα έχουμε κόκκινα βελούδινα χαλιά στρωμένα και θα φτάναμε στο θρόνο; Όχι, βέβαια, πάτο θα πιάσουμε. Δεν δώσαμε σημασία στον Δούρειο ίππο, αρχίσαμε το γλέντι και το φαγοπότι… και τώρα άρχισε η μάχη. Μια μάχη όχι με αυτούς που λέμε ότι μας ελέγχουν….. αλλά με τον ίδιο μας εαυτό.. με τα λάθη τα δικά μας… δούρειος ίππος είναι τα λάθη μας, τα λάθη του παρελθόντος που γύρισαν μπούμερανκ. Είναι οι νάρκες που οι ίδιοι σπείραμε και ξεχάσαμε, που πατάμε πάνω τους.
Τίποτα δε γίνεται: συνεχόμενες πυρκαγιές των τελευταίων χρόνων και η μετέπειτα οικοπεδοποίηση, η έξαρση της παραπαιδείας με την πληθώρα φροντιστηρίων υποτίθεται πως θα έλυνε το πρόβλημα των άνεργων καθηγητών- μήπως, όμως, τους πολλαπλασίαζε; Βγάζοντας στην αγορά εργασίας άλλους τόσους; Ειρωνεία έτσι; Για να ξεφύγουμε από την κοινωνική βαθμίδα που κατέχουμε ψάχνουμε ένα καλύτερο επάγγελμα για τα παιδιά . Το καλύτερο επάγγελμα είναι, φυσικά, εκείνο που παρέχει χρήματα χωρίς να εργάζεται κάποιος. Το φυγόπονο, δηλαδή. Αντί να εξεύρουμε νέους τρόπους παραγωγής, αντί να αναπτύξουμε τους δύσκολους επαγγελματικούς κλάδους… επιζητούσαμε τα εύκολα… και τώρα ήρθαν τα δύσκολα. Δημόσιο το όνειρο των νέων… και τώρα ο εφιάλτης όσων μπήκαν… Έτσι είναι τα όνειρα, δεν κρατάνε για πάντα…. Όλα μια φούσκα είναι που έχει και αυτή τα όρια της, τα οποία αν ξεπεράσεις σπάει… και εμείς τα όρια τα ξεπεράσαμε προ πολλού. Δεν είναι, βέβαια, σωστό να ξεβολεύονται άνθρωποι, να αλλάζουν ριζικά τον τρόπο ζωής. Μήπως, όμως, ήταν σωστός ο τρόπος που μπήκαν; Οι μάσκες κάποτε βγαίνουν… και οι μασκαράδες σταματάνε να πετάνε χαρτοπόλεμο και να χαίρονται… Τα πανηγύρια κάποτε τελειώνουν και οι χοροί σταματούν…
Η Ελλάδα μου θυμίζει περιστατικό που χρειάζεται περίθαλψη και κοινωνική πρόνοια… Περιστατικό κοινωνικού λειτουργού που κάνοντας την κοινωνική του έκθεση για να το εντάξει σε Ίδρυμα, εφόσον δεν τηρεί τις προϋποθέσεις να αυτοεξυπηρετηθεί. Πώς γίναμε αδύναμοι με τόση δύναμη που είχαμε; Πώς από χώρα του φωτός που ήμασταν γίναμε η χώρα του σκότους; Υπάρχει διέξοδος σε αυτό το λαβύρινθο; Τι νότα αισιοδοξίας να δώσει κανείς; Ποιον από μηχανής Θεό να επικαλεστεί για να σωθούμε;
Μια απάντηση για να σωθούμε σε ό,τι μας προβληματίζει είναι να απαντήσουμε στα ατελείωτα «γιατί» που προκύπτουν. Γιατί φτάσαμε ως εδώ; Γιατί παρακάμπταμε το σωστό, γιατί σιωπούσαμε στα στραβά που βλέπαμε… Βέβαια, για να δώσουμε απάντηση στους προβληματισμούς, πρέπει πρώτα από όλα να προβληματιστούμε… Και, δυστυχώς, προβληματισμό δε διακρίνω. Βλέπω μόνο αγανάκτηση, μίση, διαφωνίες, αψιμαχίες, διαξιφισμούς. Γενικά διακρίνω διάσπαση της ελληνικής κοινωνίας σε μεν και δε.
Σε εκείνους που θα κατορθώσουν να αυτοσυντηρούνται και στους αγανακτισμένους… Δε βλέπουμε ότι στο θάνατό μας αυτόχειρες είμαστε εμείς οι ίδιοι. Κανείς δε σε σκοτώνει… αν εσύ παλέψεις… ίσως νικήσεις… κανείς δεν τα βάζει με έναν δυνατό.. Εμείς οι ίδιοι, εν τέλει, θα σκοτώσουμε τον εαυτό μας… και το χειρότερο θα πιστεύουμε μέχρι τέλους ότι ήμασταν και τα θύματα.
Η θυματοποίηση δεν πιάνει στις μέρες μας, τα κροκοδείλια δάκρυα δε συγκινούν κανέναν… Τι να μας κάνει και η μητέρα Ελλάδα, αν ακόμα δεν έχουμε αποκοπεί από τον ομφάλιο λώρο της; …ΠΟΣΑ ΠΑΙΔΙΑ ΝΑ ΤΑΪΣΕΙ ΟΤΑΝ ΟΛΑ ΣΧΕΔΟΝ ΖΟΥΝ ΕΙΣ ΒΑΡΟΣ ΤΗΣ; Μπορεί να μην τα φάγαμε μαζί όλοι μας, αλλά συναινέσαμε με τη σιωπή μας σε αυτό το τραπέζι… Το βλέπαμε όλοι… δε μιλούσαμε, θες από ωχαδερφισμό, θες από βόλεμα. Τώρα, όμως, όλοι θα πληρώσουμε το λογαριασμό και το πουρμπουάρ μαζί!
Και πάλι θα αναζητάμε, «τι είχε μέσα ο Δούρειος Ίππος»; Ήταν οι άλλοι , οι ξένοι ,οι κακοί που μας την έφεραν ύπουλα ή μήπως ήμασταν εμείς τα έξυπνα πουλιά που πιστέψαμε ότι θα τρώγαμε και θα πίναμε τζάμπα; Και τώρα δειλοί, μοιραίοι και άβουλοι αντάμα προσμένουμε, ίσως, ένα θαύμα!