Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2012

ΥΠΕΡΒΑΣΗ

Του Θανάση Κατερινόπουλου
 
Αναρωτιέμαι γιατί κάποια άλλα κράτη έκαναν την υπέρβασή τους και βρήκαν τρόπο να διαχωρίσουν τις τρεις εξουσίες της Δημοκρατίας, ενώ εμείς όχι. 
Το ιστορικό λάθος των συνταγματολόγων μας και των νομοθετών μας είναι ότι δεν έλαβαν υπόψη τους την απόλυτη υποκειμενικότητα του "ανθρώπου-εξουσία" για να προστατεύσουν τον "άνθρωπο-πολίτη".
Αντίθετα σχεδίασαν ένα διάτρητο Σύνταγμα, το οποίο λειτουργεί ως ένα "οχυρό προστασίας" των πάσης φύσεων καταχρήσεων των πολιτικών. 
Έγραψαν ένα Σύνταγμα στα μέτρα τους, ώστε να είναι εντελώς αδύνατον να παραπέμπεται ένας πολιτικός στη δικαιοσύνη. Αλλά ακόμα και αν βρεθεί τρόπος, θα βρεθεί μόνο και μόνο για τον καθησυχασμό της λαϊκής οργής.
Η ευθύνη ακέραιη ανήκει στους Έλληνες συνταγματολόγους, αυτούς που σήμερα διαμαρτύρονται για τους υπαίτιους που πτώχευσαν την Ελλάδα και υποθήκευσαν το ελληνικό κράτος στους δανειστές του.
Αυτοί ευθύνονται για την ατιμωρησία των πολιτικών. Σχεδίασαν λαβυρινθικές διαδικασίες, ώστε να είναι εξαιρετικά περίπλοκη, άρα αδύνατη η παραπομπή των υπαιτίων.
Ο εμπαιγμός σε όλο του το μεγαλείο. 
Το συμπέρασμα δυστυχώς, για τους απλούς πολίτες που δεν έχουμε πρόσβαση στην εξουσία, είναι ένα και μοναδικό: Ο ισχυρός σπάνια χάνει!
Οι αγορές ελέγχουν τη ζωή μας γιατί το επέτρεψαν οι πολιτικοί μας. Η ανεξάρτητη δικαιοσύνη δεν έχει αποκτηθεί ακόμα, τουτέστιν δεν μπορεί να δοθεί αληθινή δικαιοσύνη. 
Όσο όμως ο πολίτης αρνείται να κατανοήσει την πραγματικότητα, και όχι αυτό που του "πλασάρουν" τα μέσα μαζικής εξαθλίωσης, για να τον αποπροσανατολίσουν και να τον «ψυχοπλακώσουν», να τον φοβίσουν και στο τέλος να τον κάνουν έρμαιο όλων των απίθανων και πιθανών καταστάσεων που προκύπτουν, οι κραυγές θα παραμένουν κραυγές.
Δυνατός ή αδύναμος λοιπόν; Υπέρβαση ή όχι;
Επιτέλους για πόσες ακόμα γενεές θα επικυρώνουμε την καταστροφική πορεία της χώρας μας;
Πολιτικοί! Με ποιες βάσεις και αρχές.
Χιλιάδες νόμοι ψηφίστηκαν τα χρόνια που μας πέρασαν και έμειναν στα συρτάρια, χιλιάδες επίσης οι υπουργικές αποφάσεις που δεν εκτελούνται, ή ακυρώνονται.
Αυτοί λίγοι κι εμείς εκατομμύρια, Αυτοί κυνηγοί κι εμείς κυνηγημένοι από τη… σοφία των λωλών και καρεκλοκένταυρων, υπερφίαλων και μικρών πολιτικών υπάρξεων.
Ποιο είναι το εκτόπισμα τους; Ποιος μπορεί ξανά να τους σεβαστεί και να τους ακολουθήσει; Η αποτυχία έρχεται η μία μετά την άλλη, αλλά δεν νοούν να την αποδεχτούν.
Απέχουμε πολύ από εκείνη τη στιγμή που θα ξαναστηθεί το κράτος δικαίου, ένα κοινωνικό κράτος που θά ’χει σαν στόχο την εξυπηρέτηση του πολίτη, την ποιότητα παροχής υπηρεσιών, την αξιοκρατική διάκριση, την αλληλεγγύη, την προστασία του πολίτη, τη δυνατότητα ανάδειξης αξιών και ικανοτήτων των παιδιών μας (χωρίς να χρειάζεται να μεσολαβεί κάποιος από ψηλά), τη συμμετοχή του πολίτη σε αποφάσεις που τον αφορούν, μέσα από τη πραγματική κοινωνία των πολιτών, τη δυνατότητα ανάπτυξης της πραγματικής μας οικονομίας, μέσα από τις δικές μας δυνατότητες και τον δικό μας έλεγχο αλλά και την επιβράβευση των ικανών, των δίκαιων και των σωστών ως κίνητρο και παράδειγμα μιας κοινωνίας όχι ιδανικής, αλλά λειτουργικής και ανθρώπινης..
 

Δευτέρα 24 Σεπτεμβρίου 2012

ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΑΚΟ ΤΟΥ ΒΙΛΧΕΜ ΡΑΙΧ

Του Νίκου Βράντζη
 
Το ρούφηξα το βιβλίο αυτό, πραγματικά. Γιατί; Γιατί ο Ράιχ μου μιλάει στον β' ενικό σα να με ξέρει. Και με ξέρει. Μου δείχνει ,περιγραφικά και ολοκληρωμένα, σημάδια του εαυτού μου, που αρνούμαι να δω στον καθρέπτη. Μοιράζεται μαζί του το δράμα της ζωής του, εμπειρίες κάποιες από τις οποίες αισθάνομαι πως τις έζησα και εγώ.
Όλοι έχουμε έναν ανθρωπάκο μέσα μας, λέει. Έναν ζηλόφθονο, κουτσομπόλη, εσωστρεφή, συντηρητικό κακό εαυτό που επικρατεί και μας εμποδίζει να προοδεύσουμε, να μεγαλουργήσουμε. Όλοι έχουμε συναντήσει έναν ανθρωπάκο που μας έχει συκοφαντήσει, φθονήσει και λοιδορήσει άδικα.
Ένα δριμύ κατηγορώ είναι το "Άκου ανθρωπάκο" απέναντι σε όλα όσα μας κρατούν δεμένους στην οπισθοδρόμηση. Απέναντι στα πάθη. Ο Ράιχ μας προσφέρει μια ψυχανάλυση για να ταυτιστούμε αφ' ενός και να διορθωθούμε αφ' ετέρου. Μια ψυχανάλυση που όταν τελειώνει αναρωτιέσαι.. " Και τώρα; Μπορεί ένα βιβλίο να σε αλλάξει;" Μα αν δε μπορεί ένα βιβλίο, μια κατάθεση ψυχής, δε μπορεί κανείς και τίποτα.
Ο Βίλχεμ Ράιχ καταγγέλλει τους ανθρώπους που χλευάζουν και κατηγορούν όσα δεν καταλαβαίνουν, που ακολουθούν πιστά προφήτες με λάθος κριτήρια και δίχως να κατανοούν το μήνυμά τους, που βουτηγμένοι στη δύναμη της συνήθειας συκοφαντούν το ευγενές, τιμωρούν σκληρά τους πραγματικούς τους ευεργέτες, χειραγωγούνται εύκολα από την αγέλη και τον τύπο γιατί τους λείπει η κρίση, επιβραβεύουν τους ιδιοτελείς δημαγωγούς που σπέρνουν βολικά ψέμματα για να δρέψουν εξουσία και ισχύ.
Καταγγέλλει επίσης τη ματαιοδοξία και την κενότητα του ανθρώπου, την άγνοια του.
Προσπαθεί να συρρικνώσει τον ανθρωπάκο μέσα του και μέσα μας και να μας δείξει τον δρόμο του φασισμού που πολλές φορές ασυναίσθητα ακολουθούμε.
Είναι ελιτίστικος ο τρόπος που γράφει. Μα έτσι τον έχουν αναγκάσει να γράψει οι εμπειρίες του, η πίκρα του και το ύφος του. Και σε λυτρώνει στο τέλος, με μια γενναιόδωρη ελπίδα. Προμηνύει ένα καλό μέλλον, από τη στιγμή που θα καταφέρουμε να υποτάξουμε τα πάθη και τα ένστικτα του συντηρητικού ανθρωπάκου.
Μπορούμε;
 

Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου 2012

ΒΑΡΕΘΗΚΑ ΝΑ ΦΟΒΑΜΑΙ

Του Χρήστου Επαμ. Κυργιάκη
 
«Τρία χρόνια τώρα δεν κάνω τίποτε άλλο από το να φοβάμαι.
Στην αρχή φοβόμουν μη φτάσει η θύελλα και στη χώρα μας και δε μιλούσα, μέχρι που κάποια νύχτα άκουσα το βουητό της.
Μετά, φοβόμουν μη μας κόψουν τα δώρα και δεν έβγαζα άχνα, μέχρι που ήρθαν τα Χριστούγεννα και τα δώρα κόπηκαν.
Φοβόμουν μη μου μειώσουν το μισθό και δεν έλεγα κουβέντα σε κανέναν, μέχρι που κάποια πρωτομηνιά βρήκα το μισθό κουτσουρεμένο.
Άρχισα να φοβάμαι για τη δόση του στεγαστικού και σφράγιζα το στόμα μου, μέχρι που ήρθε η ειδοποίηση της τράπεζας ότι χρωστάω τρεις δόσεις.
Είχα το φόβο πώς θα τα καταφέρω αν η κόρη μου περνούσε στην επαρχία και κατάπινα την οργή μου αμάσητη μέχρι που της είπα πως δεν θα μπορέσει να πάει στην επαρχία στη σχολή που πέρασε.
Είχα το φόβο πού θα βρει δουλειά ο γιος μου τελειώνοντας τις σπουδές και έτρεχα στα βουλευτικά γραφεία, μέχρι που ένα μεσημέρι μου έδειξε την κάρτα ανεργίας.
Φοβόμουν μη χάσω τη δουλειά μου και ανεχόμουν πολλά, μέχρι που το αφεντικό μου έδωσε το χαρτί της απόλυσης.
Φοβόμουν για το μέλλον και είπα να βγω αμίλητος στη σύνταξη αλλά για δύο χρόνια ζούσα με δανεικά γιατί σύνταξη δεν έβλεπα και όταν τελικά την πήρα σκέφτηκα να τη χαρίσω στο Στουρνάρα για να νιώσει και αυτός τη χαρά του να έχει κάποιος ένα μισθό ή μια σύνταξη.
Φοβόμουν να μη χάσω το εξάπαξ και απέφευγα να μιλάω για την πολιτική, μέχρι που έμαθα πως τελικά θα πάρω το μισό μετά από, ποιος ξέρει, πόσα χρόνια.
Φοβόμουν μη φύγουμε από το ευρώ και πέσουμε στη χρεοκοπία και χειροκροτούσα τους ευρωπαϊστές, μέχρι που χρεοκόπησα μέσα στο ευρώ.
Φοβόμουν μη γυρίσουμε στη δραχμή και δεν έχουμε φάρμακα και έπνιγα το θυμό μου, μέχρι που κατάντησα να μην έχω φάρμακα γιατί δεν έχω τα ευρώ για να τα αγοράσω.
Φοβόμουν μη χάσω το γιατρό μου, την ασφάλισή μου και μούτζωνα οργισμένος τη Βουλή, μέχρι που κατέληξα να μην έχω ούτε γιατρό ούτε ασφάλιση και άρχισα να μουτζώνω τον εαυτό μου που πίστεψε πως με τις μούτζες θα έφερνα αποτέλεσμα.
Φοβόμουν για τη σύνταξη των 500 ευρώ της μάνας μου και το βούλωνα, δήθεν, με αξιοπρέπεια μέχρι που ένα μέρος της σύνταξης μου έγινε απαραίτητο μέσο επιβίωσης.
Φοβόμουν μην τυχόν και δεν έχω να δώσω χαρτζιλίκι στα παιδιά μου και δάκρυζα από θλίψη, μέχρι που τα είδα ένα πρωινό να φεύγουν για το σχολείο με σκυφτό το κεφάλι χωρίς χαρτζιλίκι.
Φοβόμουν να κοιτάξω τους μαθητές μου στα μάτια και έστρεφα από ντροπή, το βλέμμα μου αλλού, μέχρι που κατάλαβα πως ντρεπόμουν τους μαθητές μου επειδή ντρεπόμουν τον εαυτό μου για το μέλλον που τους παραδίδω.
Φοβόμουν να κάνω απεργία και δεν μιλούσα σε κανέναν απεργό, μέχρι που κατάλαβα πως δεν ήθελα να παραδεχτώ ότι εγώ είχα το άδικο και όχι ο απεργός.
Φοβόμουν τους μετανάστες που ήθελαν να καθαρίσουν το παρμπρίζ του αυτοκινήτου και τους έδιωχνα βάζοντας σε λειτουργία τους υαλοκαθαριστήρες, μέχρι που μια μέρα διαπίστωσα πως τελικά ήθελε όντως καθάρισμα. Όχι το παρμπρίζ αλλά το μυαλό μου.
Άρχισα να φοβάμαι τα ξυρισμένα τάγματα εφόδου με τους επικεφαλής βουλευτές που κρύβονται πίσω από την ασυλία τους, μέχρι που κατάλαβα ότι δεν είναι τίποτε άλλο παρά η εμπροσθοφυλακή του ίδιου σάπιου συστήματος.
Φοβόμουν να ακούσω τους μακιγιαρισμένους τηλεπαρουσιαστές των δελτίων ειδήσεων και έψαχνα να βρω σε ποιο κανάλι έχει αθλητικά, μέχρι που συνειδητοποίησα ότι όλοι αυτοί, απλώς έκαναν πολύ καλά τη δουλειά τους.
Φοβόμουν μη χάσω το αυτοκίνητό μου και έκανα πως δεν καταλάβαινα τι γίνεται γύρω μου, μέχρι που αναγκάστηκα να παραδώσω τις πινακίδες γιατί δεν είχα να πληρώσω τα τέλη κυκλοφορίας και την ασφάλεια.
Φοβόμουν μη χάσω την οργανική μου θέση και έτρεχα σε Διευθύνσεις και αιρετούς, μέχρι που βρέθηκα κάποιον Οκτώβρη να συμπληρώνω ωράριο σε τρία σχολεία.
Τώρα πια δεν φοβάμαι γιατί δεν έχω τίποτα να χάσω.
Τώρα έπιασα πάτο. Δεν αντέχω άλλο να φοβάμαι.
Πλέον, το μόνο ενδεχόμενο είναι να αρχίσω να ανεβαίνω. Αρκεί να πατήσω γερά τα πόδια.
Όμως, μόνος μου είναι αδύνατον. Δε μπορεί, σίγουρα θα υπάρχει ένας ακόμα σαν και μένα να του δώσω το χέρι να με τραβήξει και να τον τραβήξω. Ένας μόνος του δεν μπορεί. Δύο όμως είναι πιο εύκολο. Τρεις μαζί μπορούν ακόμα καλύτερα. Τέσσερεις, πέντε έξι, εκατοντάδες, χιλιάδες, τραβώντας ο ένας τον άλλον θα βγούν σίγουρα στην επιφάνεια.
Μπορεί να έπιασα πάτο, μπορεί η απελπισία να βρίσκεται παντού όμως δεν θα τους κάνω τη χάρη να υποκύψω, ούτε να εγκαταλείψω ούτε να αυτοκτονήσω.
Το φως των ματιών μου δεν τους το κάνω θυσία. Το θέλω για να βλέπω τα παιδιά μου, τους φίλους μου, τους μαθητές μου, τους συντρόφους μου, τους δικούς μου ανθρώπους. Όλους αυτούς που αξίζει να τους βλέπω και όχι να τους φτύνω.
Δεν θα θυσιάσω ούτε μια τρίχα των μαλλιών μου γι’ αυτούς που με έσπρωχναν όλα αυτά τα χρόνια μέχρι τον πάτο για να πατάνε πάνω μου και να μπορούν να έχουν τα καλοθρεμμένα κεφάλια τους στην επιφάνεια.
Όπου και αν βρεθώ θα τους πολεμάω. Θα πολεμάω να φύγουν, με όσες δυνάμεις διαθέτω.
Ξέρω πως ένας μόνος του αποκλείεται να τα καταφέρει. Δύο όμως είναι πιο εύκολο. Τρεις μαζί μπορούν ακόμα καλύτερα. Τέσσερεις, πέντε έξι, εκατοντάδες, χιλιάδες, πολεμώντας ο ένας δίπλα στον άλλον και ο ένας για τον άλλον σίγουρα μπορούν να φέρουν τα πάνω, κάτω.
Το «μαζί» είναι η δύναμή μας και το «καθένας μόνος του», η αδυναμία μας.
Μόνο τότε μπορούμε να τους πνίξουμε στη ίδια τη θλίψη με την οποία μας έχουν πλημμυρίσει.
Αρκετά πιάστηκε η μέση μας από το σκύψιμο. Είναι καιρός να αποκτήσουμε την όρθια κατακόρυφη στάση που ταιριάζει στα σώματα των ανθρώπων και όχι των υποζυγίων».
 

Τρίτη 18 Σεπτεμβρίου 2012

ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΑΡΑΚΜΗΣ

Του Γιάννη Πανταζόπουλου*
 
1000 άτομα κάθε μέρα χάνουν την δουλειά τους, διαβάσαμε στην τελευταία έρευνα της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής. Το συγκλονιστικό είναι ότι αυτή η είδηση, λέγεται πλέον, απλά για να λέγεται. Καταθλιπτικό! Αναρωτιέται κανείς, αυτή είναι η κοινωνία που ευαγγελιζόμαστε, πως είναι δυνατόν να προχωρήσει μια χώρα όταν κόβει τα φτερά των νέων ανθρώπων. Μιλάμε για κρίση, αλλά δυστυχώς διαπιστώνεται πως η χώρα μας βιώνει μια πολυδιάστατη κρίση, κοινωνική, πολιτική, πολιτισμική και τέλος οικονομική.
Είναι οφθαλμοφανές, μαστιζόμαστε από μια απέραντη παρακμή, κάθε μέρα, κατεβαίνει το επίπεδο ραγδαία. Καθημερινά, μου διηγούνται ιστορίες που με αφήνουν ενεό, όπως όταν μου είπαν ότι, αναζητώντας εργασία, όπως η διανομή φυλλαδίων, η αντίστοιχη εταιρεία τους απάντησε το εξής καταπληκτικό «στείλτε βιογραφικό».
Επίσης, μια άλλη φίλη μου είπε ότι δουλεύει σε φροντιστήριο ξένων γλωσσών, ως γραμματέας και ο μισθός της είναι 140 ευρώ. Απορώ πολλές φορές τελικά, αν η Ελλάδα σκοτώνει τα παιδιά της;
Ταυτόχρονα, οργίζομαι όταν διαβάζω ότι οι άνεργοι είναι πάνω από ένα εκατομμύριο και δεν πράττουν τίποτα για αυτό. Έχουν παραιτηθεί, που είναι οι αγανακτισμένοι, που είναι ο βασικός κορμός της κοινωνίας; Δεν θα έπρεπε αυτή τη στιγμή όλοι να διαμαρτύρονται για αυτή την κατάσταση; Απεναντίας, βλέπεις τα ρεπορτάζ του STAR, και τρελαίνεσαι όταν ακούς νέους να σου λένε: «το πάρτι δεν σταματά», θυμίζοντας την έρευνα της «Καθημερινής», για τους «χλιδάνεργους», 3d τηλεόραση και όλα καλά…!
Προφανέστατα και ως λαός κάναμε πολλά λάθη που τα πληρώνουμε, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να σκύβουμε το κεφάλι. Πιστεύω, ότι δυστυχώς πάσχουμε από βαθύτατο έλλειμμα παιδείας, βολευόμαστε με τα λίγα και δεν αναζητούμε τα πολλά, είμαστε του εύκολου και όχι του δύσκολου..!
Κατακλυζόμαστε από πλήθος πληροφοριών και καταλήγουμε στη στείρα ενημέρωση, με αποτέλεσμα να δεχόμαστε την πληροφορία και να μην την καλλιεργούμε υπέρ μας.
Κανείς δεν είναι υπέρ των απολύσεων, αλλά δεν μπορεί να μιλάμε για κρίση και να μην έχει απολυθεί κανείς στο δημόσιο, ενώ στον ιδιωτικό τομέα, στον οποίο δουλεύεις σαν σκυλί, να μετράμε καθημερινά χιλιάδες απώλειες.
Ένας φίλος «των 500 ευρώ», μου είπε το εξής καταπληκτικό, «ότι είναι άλλο να έχεις άγχος από τα 20 και άλλο να το αποκτήσεις στα 55»!
Επομένως, εύλογο το ερώτημα που αναδεικνύεται, για ποιους γίνονται όλα αυτά;; Πάντα ακούμε, ότι για να υπάρξει ανάπτυξη θα πρέπει να γίνουν τόσες περικοπές, εργασιακά δικαιώματα θα πεταχτούν στον κάλαθο των αχρήστων και γενικότερα όλα οδηγούν στο «ο θάνατος σου, η ζωή μου. Τι εξυπηρετεί ένα κράτος, να μην σου δίνει αποζημίωση ο εργοδότης και να σε φωνάζει για δουλειά όποτε σε χρειάζεται;
Έχουμε, λοιπόν κατανοήσει που οδηγούμαστε; Μάλλον, όχι. Σίγουρα εικόνες όπως στην Ισπανία που κάνουν ουρές έξω από τα φροντιστήρια, για να μάθουν γερμανικά, δεν θα αργήσουν και εδώ στην Ελλάδα, ούτε ταινίες όπως το «Τσεκούρι» του Κ. Γαβρά, θα απέχουν πολύ από την πραγματικότητα.
Είχε δίκιο λοιπόν, ο Αμερικανός κωμικός, George Carlin, που έλεγε ότι «οι περισσότεροι άνθρωποι δουλεύουν μόνο τόσο όσο χρειάζεται για να μην απολυθούν και πληρώνονται μόνο τόσο όσο χρειάζεται για να μην παραιτηθούν».
 
*Ο Γιάννης Πανταζόπουλος είναι δημοσιογράφος.
 

Παρασκευή 14 Σεπτεμβρίου 2012

ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΚΟΨΕΙΣ ΔΡΟΜΟ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ;

Του Τάσου Τσακίρογλου
 
Σημάδια μιας βαθιάς παρακμής καταγράφονται καθημερινά στην Ελλάδα, με τη φτώχεια να θεριεύει και να πλήττει όλο και μεγαλύτερα κομμάτια του πληθυσμού.
Και μαζί με τη φτώχεια και τα συντηρητικά παρακολουθήματά της, όπως ο φόβος, η αβεβαιότητα και η ανασφάλεια για το μέλλον, τα οποία με τη σειρά τους πυροδοτούν φαινόμενα όπως η ρατσιστική και φασιστική βία.
Το πλέον ανησυχητικό βέβαια είναι η αποδοχή αυτής της βίας και το ζόφου από κάποια τμήματα του πληθυσμού που αναζητούν μια δυναμική απάντηση στα προβλήματα που θεωρούν ότι οι υπόλοιποι πολιτικοί δεν μπορούν ή δεν θέλουν να λύσουν.
Ο φασισμός για τους απλούς ανθρώπους ήταν πάντα ένα πρακτικό και όχι θεωρητικό ζήτημα. Ήταν μια αγωνιώδης προσπάθεια γι’ αυτούς να «κόψουν δρόμο» στις ιστορικές εξελίξεις και να πετύχουν «εδώ και τώρα» αυτό που οι θεωρητικοί και οι κλασικοί πολιτικοί τούς υπόσχονταν ότι θα γίνει στο μέλλον.
Η ανεργία, η υποβάθμιση των όρων ζωής, η περιθωριοποίηση και η ανέχεια για το κοινό αυτό δεν επιδέχονται απάντησης που θα αφορά «το μέλλον της Ε.Ε ή της ευρωζώνης» ή ακόμα περισσότερο που θα έχει ένα θεωρητικό χαρακτήρα για το λεγόμενο Κοινωνικό Ζήτημα.
Αυτό ακριβώς είναι που πρέπει να καταλάβουν οι πολιτικές ηγεσίες τόσο της συγκυβέρνησης, όσο και της αντιπολίτευσης, δεξιάς και αριστεράς.
Όσο το γήπεδο των καθημερινών προβλημάτων μένει κενό για τη Χρυσή Αυγή, όσο τούς επιτρέπεται να εμφανίζονται ως προστάτες των αδυνάτων και μαχητές κατά των εισβολέων, τόσο η νεοναζιστική οργάνωση θα αποθρασύνεται και θα διευρύνει τη δράση της.
Όταν για χρόνια οι εκπρόσωποι του «εργατικού κινήματος» περιόρισαν το ρόλο τους σε ωμή συναλλαγή με τις κυβερνήσεις, αφήνοντας τους μετανάστες αποκομμένους και απροστάτευτους, άνοιγαν το δρόμο για τη σημερινή δαιμονοποίηση των τελευταίων, τώρα που η κίβδηλη ανάπτυξη έχει αποδειχτεί φενάκη.
Σε μια εποχή που οι περισσότεροι πολιτικοί αποδεικνύονται άβουλα μειράκια και βολοδέρνουν χωρίς όραμα στην πολιτική σκηνή, οι τραμπούκοι της Χρυσής Αυγής πιθανώς να φαντάζουν στα μάτια κάποιων πολιτών ως το δυναμικό υποκατάστατο για τις σημερινές περιστάσεις.
Σήμερα είναι περισσότερο από ποτέ που απαιτείται η αφύπνιση των δημοκρατικών ανακλαστικών και αυτό προπάντων αφορά όσους διακηρύσσουν ότι θέλουν μιαν άλλη πορεία για την Ελλάδα και την Ευρώπη.
 

Δευτέρα 10 Σεπτεμβρίου 2012

ΕΜΠΟΡΟΙ ΤΗΣ ΑΠΕΛΠΙΣΙΑΣ

Του Τάσου Γιαλίδη
 

Ότι και να γράφουμε, την πραγματικότητα του άφραγκου δεν την ζούμε. Του πατέρα που στήριξε το οικογενειακό όνειρο στο ρόλο του ως προστάτη. Άνεργος και προστάτης γίνεται;
Του νέου που συμμορφώθηκε, σπούδασε και δεν βρίσκει δουλειά.
Νέος χωρίς όνειρα γίνεται;
Της οικογένειας που ενάμισης δουλεύει για τέσσερα στόματα.
Να ζεις σαν βάρος γίνεται;
Αυτές είναι οι πραγματικότητες. Τα γεγονότα που δεν αλλάζουν. Δεν αφορούν έναν και δύο, αλλά εκατοντάδες χιλιάδες τουλάχιστον. Ελπίδα έχουν; Ναι από συνήθειο γιατί πεθαίνει τελευταία. Όλοι λυγίζουν στην απελπισία. Αλλά όλοι δεν σπάνε.
Οι άνθρωποι ξεχωρίζουμε όχι τόσο από το τι μας συμβαίνει, αλλά από το πως χειριζόμαστε ό,τι μας συμβαίνει, από τους τρόπους.
Μπορείς να θυμώσεις με την κοινωνία που είναι άδικη. Αυτονόητα δίκαιο. Και το σύστημα που είναι αυταπόδεικτα άχρηστο. Και τους κυβερνήσαντες και κυβερνώντες. Και μετά;
Θα κάνεις το θυμό δύναμη ροπάλου στους πάγκους μικροπωλητών αλλόχρωμων στις λαικές;
Θα βάλεις τη μαύρη μπλούζα του εκδικητή που θα αποκαταστήσει τη δική του δικαιοσύνη στους υπόλοιπους; Το μίσος δεν γιατρεύει.
Θα χαθείς σε χίμαιρες αυτοδικίας, επανάστασης, ανατροπής των πάντων, στο τεντωμένο μιας καθολικής άρνησης; Ανακουφίζει, αλλά ούτε δουλειά ούτε ζωή χαρίζει.
Μέσα στους μύθους που στήριξαν τη χρεοκοπία ήταν κι αυτός της κοινωνικής αλλαγής.
Όχι γιατί πολλοί, ευγενικά και δίκαια δεν τον αποζητούν.
Αλλά γιατί τάζοντας παραδείσους πολλοί εμπορεύθηκαν τις ελπίδες.
Αυτό το εμπόριο , τώρα τις μέρες της κρίσης το παραλαμβάνουν άλλα χέρια, δήθεν αμόλυντα.
Στις άκρες, του κοινωνικού φάσματος δήθεν ριζοσπαστικά.
Οι χρυσαυγίτες και οι ακροαριστεροί.
Οι μεν κυνηγούν τους μετανάστες, οι δε κλειδώνουν πανεπιστήμια, σιτίζουν συντεχνίες και γυρίζουν τη σκέψη σαράντα χρόνια πίσω. Καταγγέλλουν ανέξοδα, ονομάζουν το μίσος αγώνα και τάζουν
Είναι οι έμποροι της απελπισίας. Οι άλλοι ήταν οι έμποροι της ελπίδας.
Είναι πολύ δύσκολο να μην ανήκεις. Να είσαι, να προσπαθείς, όχι εγωιστικά μόνος, αλλά συνειδητά αυτόνομος, να λυγίζεις αλλά να μην σπας, να συνυπάρχεις αλλά να μην ταυτίζεσαι, να είσαι μαζί, όχι αγέλη.
Πολίτης, όχι συμμορίτης.
Η χώρα μας δεν έχει κράτος σε εκτίμηση, δικαιοσύνη σε λειτουργία, ηγεσίες σε υπόληψη.
Τίποτε μαγικό, τίποτε γρήγορο δεν θα τα αποκαταστήσει. Θα αργήσουμε πολύ και πολλοί θα υποφέρουν για πολλά χρόνια.
Όμως έχουμε κάτι κοινό να πιαστούμε, να μην μείνουμε κι άλλο πίσω σε αναζητήσεις αόρατων η άσχετων εχθρών.
Την τέχνη του Οδυσσέα, την καπατσοσύνη του φτωχού, την εργατικότητα των παλιών.
Μας αρέσει ή όχι, ηττημένοι είμαστε. Ας μη γίνουμε και συνένοχοι των πλιατσικολόγων της δυστυχίας.
 

Κυριακή 9 Σεπτεμβρίου 2012

Η ΟΥΤΟΠΙΑ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ...

Του Δημήτρη Τρικεριώτη
 

Η προεκλογική φωνή ενός τυπικού Έλληνα πολιτικού που λέει ό,τι θέλει να ακούσει ο ψηφοφόρος αρκεί να εκλεγεί: «Μας ρωτάνε για τα μέτρα του Ιουνίου. Πού θα βρεθούν, λέει, τα 11 δισεκατομμύρια περικοπών που θα χρειαστούν για τα επόμενα δύο χρόνια… Υπάρχουν πολλοί που έχουν αγωνία, αν θα υπάρξουν νέες μειώσεις μισθών και συντάξεων… Δεσμεύομαι να κάνω τα πάντα, ώστε να μην υπάρξουν τέτοιες οριζόντιες περικοπές ξανά. Γιατί θα επιδεινώσουν την ύφεση. Ενώ το ζητούμενο είναι να βγούμε από την ύφεση. Όχι να μπούμε πιο βαθιά. Δεσμεύομαι ότι θα κάνω τα πάντα, ώστε οι περικοπές δαπάνης να γίνουν από τη σπατάλη που υπάρχει παντού… Αυτό θα κάνουμε!» (Αντώνης Σαμαράς, Ζάππειο, Απρίλιος 2012). Και η μετεκλογική του φωνή, σήμερα στα εγκαίνια της 77ης ΔΕΘ, χωρίς καμία διάθεση αυτοκριτικής, περί του ακριβώς αντιθέτου: «Βέβαια μέσα σε αυτά που κόβονται είναι και εισοδήματα που δεν έπρεπε καν να αγγιχτούν…Αλλά δεν γινόταν αλλιώς»! Έτσι όμορφα, ανερυθρίαστα, παλαιοκομματικά και απλά…
Και με την γνωστή άνεση της ανέξοδης μεταχρονισμένης αυτοδιάψευσης συμπλήρωσε: «Σας λέω όμως ότι αυτές είναι οι τελευταίες περικοπές», όπως καιΜόλις πάρουμε την πρώτη δόση θα επιστραφεί άμεσα το ληξιπρόθεσμο χρέος του Δημοσίου. Θα σωθούν οι επιχειρήσεις που κινδυνεύουν να κλείσουν επειδή το κράτος δεν είναι σωστό απέναντί τους». Ωστόσο την εκτίμησή του ότι «Για πρώτη φορά η τόνωση της οικονομίας θα είναι τόσο μεγάλη. Για πρώτη φορά το 90% της δόσης θα μείνει μέσα στην Ελλάδα φαίνεται να την έχει ο ίδιος προδιαψεύσει, από την ομιλία του στο Ζάππειο: «Μπορώ δηλαδή να φτιάξω ένα ευέλικτο κράτος μαζί με κείνους(αναφερόταν στο ΠΑΣΟΚ) που θέλουν το κράτος τεράστιο, ανεύθυνο, παλαιοκομματικό και τελικά επικίνδυνο;». Και τώρα, σαν να ήθελε να προλάβει μια νέα αυτοδιάψευση, απέφυγε να δεσμευτεί στη 77η ΔΕΘ , έστω και προσχηματικά, για την υποχρέωση των τραπεζών να στηρίξουν την πραγματική αγορά μετά την ανακεφαλοποίησή τους – εφόσον βέβαια δοθεί ολόκληρη η επόμενη δόση.
Αυτό που πραγματικά συμβαίνει είναι ότι μετά την προεκλογική φασαρία του πολύχρωμου λαϊκισμού, ο μικρομεσαίος και μη συστημικός Έλληνας, βρίσκεται για μία ακόμη φορά, έκθετος στην πολιτική αυθαιρεσία αυτών που εξέλεξε. Αλλά τώρα υπάρχει μια ειδοποιός διαφορά: η ραγδαία αποδυνάμωση της πειστικότητας του νομισματικού εκβιασμού. Όταν στην τρέχουσα καθημερινότητα και σε αυτήν που ανοίγεται μπροστά αμφισβητούνται και τα στοιχειώδη για την διαβίωση, την υγεία και την ασφάλεια, τότε η εθνική κατάρρευση γίνεται μονόδρομος. Και όχι υποχρεωτικά σαν αποτέλεσμα μιας εξέγερσης, που μπορεί να την αναβάλλει ο φόβος, αλλά από μια γενικευμένη αδυναμία πληρωμών και κατάρρευση των εσόδων, που ήδη εξελίσσεται ασυγκράτητα σαν συνισταμένη από την πίεση των δανειστών και των αντιστάσεων του πελατειακού κράτους.
Και όσο το πολιτικό σύστημα, μέσα από τις αντιφάσεις και τις αδυναμίες του παραμένει αδρανές όσον αφορά την διαχείριση και την αντιμετώπιση της κρίσης, τόσο η κοινωνία που ασφυκτιά θα αρχίσει να δέχεται αυτήν την κρίση όχι μόνο σαν οικονομική, αλλά και σαν πολιτειακή κρίση. Και σε ένα τέτοιο πολιτικό τέλμα ο ακτιβισμός της Χρυσής Αυγής μπορεί θαυμάσια να πάρει αξία πολιτικού διεξόδου για πολλούς αναξιοπαθούντες πολίτες. Αν αυτή η άνοδος του ακραίου λαϊκισμού, σαν αντίπαλο δέος στον επίσημο παλαιοκομματικό λαϊκισμό, είναι κατευθυνόμενη σαν δύναμη πίεσης ή και σαν πιο επωφελής λύση απέναντι στην εγχώρια πολιτική αδράνεια, θα το δείξει το άμεσο μέλλον. Σε κάθε περίπτωση, ο αγώνας για μια σύγχρονη δημοκρατία σε αυτόν τον τόπο, από το 1974 και μετά, έστω στο επίπεδο της ουτοπίας λόγω των εγχώριων και διεθνών συνθηκών, ούτε σήμερα θα σταματήσει. Σε πείσμα των πολύχρωμων παλαιοκομματικών και ακραίων λαϊκιστών…
 

Πέμπτη 6 Σεπτεμβρίου 2012

Η ΕΛΛΑΔΑ ΤΩΝ ΞΕΠΕΡΑΣΜΕΝΩΝ...

Του Μάνου Οικονομίδη
 
Το εύρος, το βάθος και οι αντιστάσεις ανθεκτικότητας μιας κρίσης, μπορούν να υπολογιστούν, κατά ένα μεγάλο μέρος και από τον βαθμό συνειδητοποίησης όσων προηγήθηκαν και οδήγησαν τη συγκεκριμένη κοινωνία στα όρια της πλήρους κατάρρευσης. Και νωρίτερα, της απαξίωσης.
Στην περίπτωση της ελληνικής κρίσης, η συγκεκριμένη ανάγνωση της πραγματικότητας δεν αφήνει πολλά περιθώρια αισιοδοξίας. Οι παθογένειες, και οι φορείς τους, που μας οδήγησαν εδώ, παραμένουν κοντά μας. Σφυρίζουν αδιάφορα. Υπονοούν ότι το θέμα δεν τους αφορά. Ότι είναι ξένο προς τους ίδιους, τις συμπεριφορές που υιοθέτησαν και τη μοιραία, διόλου ανέφελη εθνική διαδρομή τους στα κοινά.
Είναι η Ελλάδα των ξεπερασμένων, αυτή την οποία πρέπει να αφήσουμε πίσω. Ξεπερασμένων πολιτικών, που συνεχίζουν να περιφέρουν, μονότονα και κουραστικά, την άγνοιά τους για την ουσία των προβλημάτων αλλά και γενικά των θεμάτων που καλούνται να διαχειριστούν. Πολιτικών χωρίς γωνίες, χωρίς εθνικό όραμα, χωρίς αναζήτηση των ρήξεων που θα φέρουν την αλλαγή. Ανακυκλώνοντας ξεπερασμένες αντιλήψεις και ιδέες.
Ξεπερασμένων ανθρώπων των τεχνών και των γραμμάτων. Οι οποίοι έχουν σταματήσει προ πολλού να παράγουν, να δημιουργούν, να συναρπάζουν και να καθοδηγούν. Περιφέρονται απλώς στη γειτονιά των «ισχυρών», ή όσων, σε κάθε περίπτωση, θεωρούν ότι έχουν δύναμη, και την ίδια στιγμή περιστρέφονται γύρω από τον εαυτό τους. Ανακυκλώνοντας ξεπερασμένες αντιλήψεις και ιδέες.
Ξεπερασμένων παραγόντων της λεγόμενης «αγοράς» και της «επιχειρηματικότητας». Που εξακολουθούν να συναρπάζονται με την προοπτική του πρόσκαιρου κέρδους, έστω και σε βάρος του εθνικού μέλλοντος. Που δεν διστάζουν να παίξουν… CDS για την επιβίωση της κοινωνίας, για το πόσοι θα μείνουν-μείνουμε πίσω.
Ξεπερασμένων δημοσιογράφων. Που αποφοίτησαν, με άριστα φυσικά, από το… ΙΕΚ της ημιμάθειας. Ισοπεδώνοντας κάθε έννοια ποιοτικού γραπτού και προφορικού λόγου, μαθαίνοντας την κοινωνία να περιμένει βουλιμικά το φωτορεπορτάζ από τις παραλίες και τη Μύκονο, την ώρα που δεν αφιερώνει παρά ελάχιστες γραμμές στην απώλεια του πρώτου ανθρώπου ο οποίος πάτησε στη Σελήνη. Είναι η δημοσιογραφία που… έμεινε στο ράφι, κάνοντας παρέα στη Γενιά του Πολυτεχνείου, την ανίκανη και μοιραία πολιτικά γενιά των Ελλήνων.
Η Ελλάδα που πρέπει να αφήσουμε πίσω, μέσα ακριβώς από αυτή την κρίση, είναι η Ελλάδα των ξεπερασμένων. Τους ξέρουμε. Τους γνωρίζουμε. Κουραστήκαμε να τους βλέπουμε. Γύρω μας. Δίπλα μας. Μπροστά μας. Η Ελλάδα των εξαιρέσεων δεν θα αργήσει…
 

Δευτέρα 3 Σεπτεμβρίου 2012

ΤΟ ΔΙΚΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΑΔΙΚΟ ΤΟΥ ΘΟΔΩΡΟΥ(ΣΕ ΔΕΥΤΕΡΟ ΕΝΙΚΟ)

Του Τάσου Γιαννίτση*
 
Η γνωστή φράση σου μαζί τα φάγαμε ή μαζί τα τρώμε υποκίνησε μια μεγάλη διαμάχη σε μια φάση που η κοινωνία ψάχνεται και ο νέος κόσμος (και όχι μόνο) βρίσκεται σε απόγνωση. Θα αναγνωρίσω ευθέως, ότι πράγματι, στον δρόμο που πήραμε για δεκαετίες – που δεν ήταν ευθύγραμμος - πολλά ή και όλα τα παραδείγματα που επισημαίνεις ήσαν πραγματικότητα, μια πραγματικότητα που σε διάφορες εκδοχές συνεχίζεται ακάθεκτα ακόμα και σήμερα, εν μέσω κοινωνικής και οικονομικής κατάρρευσης. Οι Υδραίοι και πολλοί άλλοι νησιώτες ή στεριανοί υπέρμαχοι του διαρκούς σκανδάλου κλοπής φόρων σε βάρος των φορολογούμενων, των άνεργων και της χώρας είναι το πιο χαρακτηριστικό πρόσφατο παράδειγμα.
Οι σπατάλες του κράτους ή και απλές δαπάνες για μισθούς, συντάξεις, έργα, τομείς της κυβερνητικής δραστηριότητας, η εύνοια σε πρόσωπα, διορισμοί, προμήθειες, παρανομίες, τα «σκάνδαλα» σε ΔΕΚΟ, στην κεντρική πολιτική σκηνή ή στην αυτοδιοίκηση, οπουδήποτε, δημιούργησαν απασχόληση, εισοδήματα – νόμιμα και παράνομα -, ευημερία, που ωφέλησαν εκατομμύρια, όχι απλώς εκατοντάδες χιλιάδες, πολίτες, συχνά μάλιστα απρόσωπα, σε συνδυασμό με τα αναρίθμητα ατομικά ρουσφέτια. Η φοροδιαφυγή, η εισφοροδιαφυγή, η ευνοιοκρατία από τη μια αφαιρούσαν δημόσια ευημερία, ενώ από την άλλη δημιουργούσαν ιδιωτικό πλούτο, είτε μιλάμε για επιχειρήσεις και επιχειρηματίες, μικρομεσαίους, απλούς εργαζόμενους, συνταξιούχους, σε κάθε γωνιά της χώρας. Πέρα από αυτό, έβαλαν σε κίνηση μια μορφή ανάπτυξης που σε διάφορες χρονικές φάσεις, σε κάθε μεταπολιτευτική δεκαετία, δημιούργησε μια αναπτυξιακή δυναμική, που μας επέτρεψε παραμονές της κρίσης να μιλάμε για σημαντική σύγκλιση με το οικονομικά και κοινωνικά ανεπτυγμένο ευρωπαϊκό πρότυπο.
Το τι ήταν παράνομο και τι όχι σε μια πορεία σχεδόν σαράντα ετών δεν είναι αδιάφορο. Όπως αναγνωρίζεις, πολλά ήσαν αποτέλεσμα κατάχρησης εξουσίας, παράνομων πράξεων, συναλλαγών και παρόμοιων φαινομένων, που ξεκινούσαν από το πολιτικό σύστημα, εκτείνονταν σε πολλά επίπεδα της δημόσιας διοίκησης και απλώνονταν στον ευρύτερο κοινωνικό ιστό. Πολλοί τα «έφαγαν» ιδιωτικά ή δημόσια, αρκετοί μάλιστα τα «άρπαξαν». Τα σκάνδαλα, ρητά ή άρρητα, ήταν τμήμα όλου αυτού του σκηνικού. Πολλά άλλα ήσαν βέβαια με όλους τους κανόνες της νομιμότητας. Αλλωστε σημαντικές «παρανομίες» γίνονται συχνά με τον πιο νομότυπο τρόπο. Όταν π.χ. η δημόσια διοίκηση δεν χρειάζεται καμιά πρόσθετη πρόσληψη, αλλά γίνονται προκηρύξεις για προσλήψεις χιλιάδων ή όταν ένα έργο είναι περιττό, αλλά προχωράει και δαπανώνται εκατομμύρια για να εισπραχθούν μίζες (ας ξαναδούμε τον «Ήρωα με τις παντούφλες») ή όταν λαμβάνονται θεσμικές αποφάσεις που απονέμουν σκανδαλώδη εισοδηματικά προνόμια σε ολόκληρες κατηγορίες πολιτών, όλα γίνονται –συνήθως- νομότυπα. Όμως, στην ουσία, πρόκειται για μια κατασπατάληση/καταλήστεψη δημόσιων πόρων που γινόταν όχι για το σκοπό που εμφανιζόταν, αλλά για να δημιουργηθούν οφέλη διαφορετικού, τρίτου, τύπου.
Και τώρα ο λογαριασμός όλων αυτών πρέπει τώρα να πληρωθεί.
Όταν δει κανείς τι έγινε σε επίπεδο ατομικού οφέλους, όσα λοιπόν αναφέρεις είναι μια πραγματικότητα από την οποία καλόπιστα δεν μπορεί κανείς να ξεφύγει. Υπάρχει ένα θέμα με το ότι εκατομμύρια μονάδες (πολίτες, επαγγελματίες, επιχειρήσεις) συμμετείχαν πολύ έμμεσα στο σκηνικό αυτό, και είναι άδικο να τους εμπλέκει κανείς σε όρους ευθύνης, ακόμα και αν και γι αυτούς υπήρξαν ατομικά οφέλη από την ανάπτυξη που ευνόησε γενικά το κοινωνικό σύνολο. Όμως αυτό θα το αφήσω στην άκρη.
Το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι όλα αυτά δεν ήσαν απόρροια μιας πολιτικής αθωότητας. Ήσαν αποτέλεσμα πολιτικών αποφάσεων ή πρακτικών και τμήμα μιας πολιτικής αντίληψης, που έβλεπε ότι μπορεί να ασκήσει πολιτική, που ενώ οδηγούσε -και το γνώριζε- σε πλασματικά κοινωνικά και οικονομικά οφέλη, γεννούσε ταυτόχρονα πραγματικά πολιτικά/κομματικά, οφέλη, διαστρέφοντας την πραγματικότητα, μεταφέροντας το λογαριασμό στα μελλοντικά χρόνια και αδιαφορώντας απόλυτα γι αυτό. Όλα αυτά ήσαν απόρροια ενός ολόκληρου ιδεολογικού σχήματος και εμπεδωμένων στερεότυπων, αντιλήψεων και πρακτικών, που σφυρηλατήθηκαν για πάνω από τρεις δεκαετίες σε κάθε σφαίρα της συλλογικής ζωής της ελληνικής κοινωνίας (και πριν βεβαίως). Ήσαν απόρροια του συνδυασμού τόσο απόμακρων πραγματικοτήτων, όπως η διαφθορά, η απουσία στέρεας παραγωγικής βάσης και ανάπτυξης, η συναλλαγή, το πελατειακό σύστημα, ο αλαζονικός αρνητισμός για θεσμικές, οικονομικές ή πολιτισμικές αλλαγές που μπορούσαν να διασφαλίσουν τη συνεχή άνοδο της κοινωνίας μας και η πεισματική απόρριψη ή μάλλον ο χλευασμός μιας σειράς κεντρικών χαρακτηριστικών της επιτυχίας της κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης, όπως:
- Ο ορθολογισμός στην πολιτική, στην οικονομία και στο πολιτικό σύστημα,
- Μια θεμελιώδη πολιτική ηθική,
- Η αδιαφορία απέναντι στο συλλογικό και ατομικό μέλλον, για χάρη μιας αρπακτικής στρατηγικής που πληθωρίζει την ευημερία του σήμερα σε βάρος του μακροπρόθεσμου.
Η μαγεία της επιτυχίας έκρυβε την φρίκη μιας προδιαγεγραμμένης αποτυχίας. Το πότε αυτή θα ξέσπαγε δεν ήταν προβλέψιμο. Τι ότι θα ξεσπούσε και πάντως ότι θα ξεσπούσε στα πλαίσια μια ευρύτερης κρίσης ήταν αυτονόητο. Στη διάρκεια όλης αυτής της περιόδου η Ελλάδα προχωρούσε, υποθηκεύοντας όλο και πιο βαθιά το μέλλον, που κόμματα και πρόσωπα νόμιζαν ότι δεν θα ζήσουν.
Έτσι, η τριγωνική ανισορροπία «δημοσιονομικά ελλείμματα-χρέη-πληθωρισμός» σε όλη την περίοδο από το 1974 και μετά (αν και με σημαντικές διαφοροποιήσεις κατά καιρούς) έπαιξε μια κεντρική πολιτική λειτουργία. Αποτέλεσε το εργαλείο δημιουργίας της αίσθησης (ή τη ψευδαίσθησης), ότι βελτιωνόταν το επίπεδο ζωής για μεγάλες μάζες πληθυσμού, ότι υπήρχε αναδιανομή από τα ευπορότερα προς τα πιο αδύναμα κοινωνικά στρώματα και ότι οι κυβερνήσεις είχαν ιδιαίτερη ευαισθησία στην ικανοποίηση κοινωνικών ή και ατομικών αιτημάτων, στη μείωση των κοινωνικών ανισορροπιών, στην άρση αδικιών, στην χρηματοδότηση δαπανών, που είτε ως κατανάλωση, είτε ως επένδυση (νοσηλευτικό σύστημα εκπαίδευση, ασφαλιστικό, αναπτυξιακές ή κοινωνικές υποδομές κ.α.) ανταποκρίνονταν στην ανάγκη για ένα δικαιότερο και λιγότερο άνισο κοινωνικό μοντέλο.
'Ολοι ήσαν πανευτυχείς και υπέρμαχοι της συνέχειας του μοντέλου. Με την προσφυγή στο συνεχή δημόσιο δανεισμό και, στη δεκαετία που πέρασε, με την ευνοϊκή αντιμετώπιση και του ιδιωτικού δανεισμού, ένα όλο και πιο σημαντικό τμήμα όλων αυτών –εισοδήματα, έργα, ανάπτυξη- μετατρεπόταν σε έναν «γίγα που στηριζόταν σε πήλινα πόδια», που μαθηματικά ήταν βέβαιο ότι δεν μπορούσε να μην καταρρεύσει, είτε λόγω κρίσης, είτε κι έτσι. Τι κι αν ήταν κοινή γνώση ότι το χρέος, ιδιαίτερα το εξωτερικό χρέος, θα επιβαρύνει δυσβάστακτα τις γενιές που έρχονταν. Τι κι αν διατυπώνονταν φωνές που επεσήμαναν πόσο στραβό δρόμο ακολουθούσαμε. Δεν ήσαν παρά αδιάφορες, περιθωριακές, ούτε καν ενοχλητικές, Κασσάνδρες, ανάξιες να τους δοθεί σημασία.
Και φτάνουμε στο ερώτημα, που ο καθένας μπορεί να απαντήσει σύμφωνα με την πολιτική του αντίληψη και το αξιακό του σύστημα: το πολιτικό σύστημα και τα πολιτικά πρόσωπα έχουν την ευθύνη παραγωγής πολιτικής για το δημόσιο συμφέρον; Έχουν την ευθύνη να κάνουν πολιτικές επιλογές που θα ωφελήσουν τη χώρα και τον κόσμο, που θα οδηγούν σε μια καλύτερη πραγματικότητα, η οποία θα είναι διατηρήσιμη και δεν θα γίνεται συντρίμμια λίγο μετά την αποχώρηση μιας κυβέρνησης ή των μελών της ατομικά; Είναι προς το δημόσιο συμφέρον ένα αποτέλεσμα που προκύπτει βραχύβια, βοηθάει στην πολιτική επιβίωση, αλλά λίγους μήνες ή λίγα χρόνια αργότερα στρέφεται ενάντια στην κοινωνία και μάλιστα συχνά ενάντια στους ίδιους που υποτίθεται ότι θα ωφελούνταν;
Προσωπικά, η απάντησή μου είναι κατηγορηματική. Οι κυβερνήτες γνώριζαν ή πάντως όφειλαν να γνωρίζουν που οδηγούσαν. Αυτή είναι η κεντρική πολιτική ευθύνη κάθε πολιτικού προσώπου.
Η διαμάχη για το θέμα συνεχίζεται. Το θέμα που έθεσες θα έχει μια πραγματική επίδραση αν βοηθήσει να αλλάξουν έστω κάποια βασικά στραβά. Όμως αυτό δεν διαγράφεται παρά μόνο σε τμήματα της κοινωνίας των πολιτών και όχι εκεί που οφείλει να φανεί, ούτε στην κοινωνία ευρύτερα που συνεχίζει να εισπράττει μύθους, παραμύθια και στερεότυπα. Αντίθετα με την άποψη του Γιούνκερ τον Οκτώβριο 2009, στην πραγματικότητα «το παίγνιο δεν τελείωσε». Συνεχίζει σε διαφορετικές συνθήκες και γι αυτό η πραγματικότητα γίνεται όλο και πιο δύσκολη και οι εξελίξεις μπορεί να πάρουν τέτοια τροπή που θα έχουν κάνει όλη αυτή τη συζήτηση κοινωνικά περιττή.

'Οσα με πολλά λόγια προηγήθηκαν, τα έχει συνοψίσει πολύ πιο επιγραμματικά ο Σαββόπουλος:

Άγγελος-εξάγγελος μας ήρθε από μακριά
γερμένος πάνω σ’ ένα δεκανίκι,
δεν ήξερε καθόλου, μα καθόλου, να μιλά,
και είχε γλώσσα μόνο για να γλύφει.
Τα νέα που μας έφερε ήταν όλα μια ψευτιά
μα ακούγονταν ευχάριστα στ’ αφτί μας,
γιατί έμοιαζε μ’ αλήθεια η κάθε του ψευτιά
κι ακούγοντάς τον ησύχαζε η ψυχή μας.
……………………….………
Και πέρασε ο χειμώνας κι ήρθε η καλοκαιριά
κι ύστερα πάλι ξανάρθανε τα κρύα,
ώσπου κατά το βραδάκι, βρε τι του ‘ρθε ξαφνικά,
κι άρχισε να φωνάζει με μανία.
Αμέσως καταλάβανε τι πήγαινε να πει
και του πανε να φύγει μουδιασμένα,
αφού δεν είχε νέα ευχάριστα να πει
καλύτερα να μην μας πει κανένα.

*Ο Τάσος Γιαννίτσης είναι πολιτικός, ακαδημαϊκός και στέλεχος επιχειρήσεων.
 

Κυριακή 2 Σεπτεμβρίου 2012

ΦΑΝ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

Του Κώστα Γεωργουσόπουλου
 
Πού βρίσκουν μερικοί το παράδοξο ή το ακατανόητο που νεαροί τρομοκράτες (Ξηροί, Θεοφίλου και τα ρέστα) προέρχονται από θρησκευόμενες οικογένειες ή είναι σπουδαστές ή και μεταπτυχιακοί (όπως ο Θεοφίλου) φοιτητές Θεολογίας; Αλήθεια, πού βρίσκεται το παράξενο; Λίγη παγκόσμια ιστορία να έχει κανένας αναδιφήσει, θα διαπιστώσει πως οι αγριότερες ωμότητες, τα θηριωδέστερα και τερατώδη βασανιστήρια, οι αιματηρότερες σφαγές έγιναν από φανατικούς θρησκόληπτους κάθε δόγματος και κάθε αιρέσεως θρησκευτικής. Μ’ αρέσει που απορούν με τον τρομοκράτη έλληνα θεολόγο, όταν υπάρχουν πίσω μας νύχτες Αγίου Βαρθολομαίου, ιερές εξετάσεις, Σαβοναρόλα, Ζβίγγλιος, Καλβίνος αλλά και το χάος αίματος που χωρίζει σιίτες και σουνίτες, ταλιμπάν, σιχ αλλά και χριστιανούς στις αρένες φανατικών ειδωλολατρών χριστιανομάχων, ξεχνάνε τη βυζαντινή εικονομαχία και εικονολατρία, με εκατέρωθεν δολοφονίες αυτοκρατόρων, προδοσίες και φανατικούς αιμοσταγείς καλόγερους;
Και ποιοι ξεχνούν το Ολοκαύτωμα των Εβραίων από λαούς προτεσταντικής ορθολογιστικής καθαρότητας; Και ποιοι ξεχνούν τους ομαδικούς τάφους και τις σφαγές των μουσουλμάνων στην πρώην γιουγκοσλαβική ομοσπονδία; Και ποιοι ξεχνούν τη σφαγή και τον αφανισμό των Αρμενίων; Και πριν από λίγο καιρό, στην εξέγερση της Αιγύπτου, οι φανατικοί του Ισλάμ δεν έβαλαν να κάψουν και ναό των χριστιανών Κοπτών;
Μόνο ο Χίτλερ και ο Μεταξάς έκαιγαν βιβλία; Φανατικοί αφιονισμένοι από χυδαία κηρύγματα μανικών ιερωμένων δεν έκαιγαν πρόσφατα βιβλία στη Θεσσαλονίκη και δεν διαδήλωσαν για ταινίες στην Αθήνα;
Ενας λαϊκός γείτονάς μου στον Μαραθώνα, όταν έγιναν ανάλογα τέτοια επεισόδια και εκεί, είπε το εξόχως αμίμητο: «Κουμπάρε, θανατικοί»!

Σάββατο 1 Σεπτεμβρίου 2012

ΟΙ ΜΑΓΚΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΚΟΡΟΪΔΑ...

Του Θανάση Γκότοβου*
 
Όταν διαχειρίζεται κανείς μια κρίση, λέγεται ότι όλες οι προσπάθειες πρέπει να είναι εστιασμένες στην αντιμετώπισή της και ότι είναι πολυτέλεια, ίσως και αντιπαραγωγική, να ασχολούμαστε με τις αιτίες της. Ξεκαθαρίζω από την αρχή ότι δεν ανήκω σ’ αυτή τη σχολή σκέψης.
Πρώτον, διότι χωρίς διάγνωση των αιτίων μιας κατάστασης δυσκολεύομαι να φανταστώ πώς θα μπορούσε κανείς να σχεδιάσει και να αποφασίσει λογικά μέτρα για την αντιμετώπισή της. Δεύτερον, επειδή τα μέτρα, ακόμη και αν είναι εξ αντικειμένου σωστά, δεν πρόκειται να γίνουν αποδεκτά από τους πολίτες, αν οι τελευταίοι δεν καταφέρουν να δουν τη σχέση των μέτρων με τις αιτίες της κρίσης. Τρίτον, επειδή εκείνοι που τα θεσπίζουν δεν νοείται να είναι συμμέτοχοι στη δημιουργία της κρίσης, παρά το ομηρικό «ο τρώσας και ιάσεται». Και, τέταρτον, επειδή υπάρχει μια διάχυτη και δικαιολογημένη απαίτηση να ξέρουμε ποιος φταίει, όχι τόσο για την κρίση – αυτό είναι ζήτημα πολύπλοκο. Αλλά, κυρίως, ποιος «φρόντισε» να εξοπλίσει την Ελλάδα με αυτά τα σαθρά μέσα, έτσι που να μη μπορεί να αντέξει τελικά το τσουνάμι της κρίσης χρέους, ένα τσουνάμι που προκάλεσε όχι η Ελλάδα, αλλά το παράλληλο, ως προς την πραγματική οικονομία, παγκόσμιο σύστημα αγοράς και ασφάλισης χρήματος με τα παραφερνάλιά του.
Πρέπει να ξέρουμε ποιοι δεν φρόντισαν να αρματώσουν το ελληνικό καράβι καλά για να αντέξει την τρικυμία και, κυρίως, ποιοι με τις αποφάσεις και τις συμπεριφορές τους αποδυνάμωσαν συστηματικά τις αντοχές της ελληνικής οικονομίας και του δημόσιου ταμείου δι’ ίδιον όφελος. Γιατί αυτοί πρέπει να υποστούν κυρώσεις, πρωτίστως για παιδαγωγικούς λόγους. Αλλιώς ο πολίτης που υφίσταται τα επώδυνα μέτρα και που δεν ωφελήθηκε από το φαγοπότι της εποχής των παχειών αγελάδων, θα αναρωτιέται δικαιολογημένα για ποιο λόγο πρέπει αυτός να πληρώσει το μάρμαρο, όταν άλλοι προκάλεσαν τη ζημιά και ωφελήθηκαν από αυτή. Εναλλακτική δυνατότητα να νομιμοποιηθούν πολιτικά και ηθικά τα σκληρά μέτρα λιτότητας, για μεγάλο χρονικό διάστημα, δυσκολεύομαι να δω.
Στο δημόσιο διάλογο για την κρίση κυκλοφορούν τρία, τουλάχιστον, τυπικά σενάρια για τους εγχώριους παράγοντες της κρίσης. Για τους εξωτερικούς παράγοντες, τα σενάρια είναι περισσότερα, λόγω και της ισχυρής τάσης για μετάθεση των εγχώριων ευθυνών σε «ξένες δυνάμεις», «ξένους δακτύλους» και τη διεθνή των «ανθελλήνων».
Στο πρώτο, τυπικό για τα αριστερά ακροατήρια σενάριο, αιτία της κρίσης είναι οι εκπρόσωποι του καπιταλισμού στην Ελλάδα: βιομήχανοι, εργολάβοι, έμποροι και τραπεζίτες, που συντονίζονται από μια συγκεκριμένη πολιτική τάξη – τα αστικά κόμματα – στη ληστρική τους δράση. Η κρίση είναι εγγενής και δεν θεραπεύεται χωρίς την υπέρβαση ή τη συντριβή του καπιταλισμού. Το κύριο πρόβλημα με την ερμηνεία αυτή είναι ο μεταφυσικός της αναγωγισμός. Ένα δευτερεύον πρόβλημα είναι ότι αρχίζει να προβάλλεται από εκπροσώπους μη-αριστερών κομμάτων. Οπότε, ποιους να πιστέψεις;
Στο δεύτερο, κάπως απλοϊκό, σενάριο προβάλλεται η άποψη ότι φτάσαμε εδώ που φτάσαμε επειδή το πολιτικό μας προσωπικό – με ευθύνες που επιμερίζονται ανάλογα με τη δύναμη και το ρόλο κάθε παράταξης – συμπεριφέρθηκε ανεύθυνα και με ιδιοτέλεια. Είδε την Ελλάδα από τη σκοπιά του κοτζαμπάση, ως φέουδο που μπορεί να αναλωθεί για την απόκτηση και διατήρηση της «αρχής», μέσω της οποίας δημιουργούνται, διασφαλίζονται και διαιωνίζονται προνόμια και πλούτος. Κάποιοι έχουν προτείνει ήδη τον όρο cleptocracy για αυτή τη διακυβέρνηση.
Στο τρίτο, επίσης απλοϊκό, σενάριο προτείνεται η θεωρία της συλλογικής ευθύνης και της συλλογικής ενοχής. Δεν φταίει μόνο το πολιτικό προσωπικό της χώρας, λένε οι διακινητές του, αλλά όλοι οι Έλληνες. Όπως απόκτησαν οι πολιτικοί προνόμια και οφέλη από τη διακυβέρνηση των τελευταίων τριάντα χρόνων, το ίδιο έκαναν και οι υπόλοιποι. Όλοι πήραν κάτι. Ποσοτικές διαφορές υπάρχουν, αλλά αυτά είναι λεπτομέρειες. Από ποιοτικής πλευράς η κουλτούρα είναι η ίδια, οδηγεί σε παρόμοιες παραβατικές συμπεριφορές.
Θα μπορούσε να υπάρχει, όμως, και ένα τέταρτο σενάριο, εμπνευσμένο από τη μουσική παράδοση του ρεμπέτικου. Το σενάριο αυτό βλέπει τέσσερις πρωταγωνιστές στο πρόσφατο ελληνικό δράμα. Από τους τέσσερις, οι τρεις είναι οι κερδισμένοι της υπόθεσης, ενώ ο τέταρτος είναι ο χαμένος. Αν χρησιμοποιήσουμε τη γλώσσα του ρεμπέτικου, οι τρεις πρώτοι είναι οι «μάγκες», ενώ ο τέταρτος είναι το «κορόϊδο». Στους μάγκες τύπου Α΄ ανήκουν όσοι από το πολιτικό προσωπικό όφειλαν να θωρακίσουν τη χώρα απέναντι σε πιθανές αναταράξεις από την παγκοσμιοποίηση, και δεν το έκαναν. Όχι γιατί δεν μπορούσαν να φανταστούν ότι θα έρθουν δύσκολοι καιροί, αλλά επειδή πίστευαν ότι προτεραιότητα έχει το μοναστήρι – το κόμμα και όσα ευχάριστα προκύπτουν από τη γειτνίαση του κόμματος με την εξουσία. Γι αυτούς η εξουσία είναι μαγκιά. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι τέτοιους μάγκες είχαμε πολλούς στην Ελλάδα. Και φοβάμαι ότι κάποιους από αυτούς τους κουβαλάμε ακόμη στην καμπούρα μας.
Στους μάγκες τύπου Β΄ ανήκουν οι «κολλητοί»: η κομματική – και από ένα σημείο και μετά διαπλεκόμενη – νομενκλατούρα. Αυτή ευδοκιμεί σε όλους τους κοινωνικούς χώρους και διακρίνεται για την ισχυρή οικονομική της όσφρηση και τον λυγερό αυχένα. Θα τους βρείτε στην οικονομία, στο κράτος, στα συνδικάτα, μέχρι και τους τοπικούς κομματικούς παράγοντες και παραγοντίσκους που προσδοκούν και λαμβάνουν κάποιο «δώρο» από την εξουσία. Είτε δουλειές, είτε επιδοτήσεις, είτε φοροαπαλλαγές, είτε επίζηλα και ακριβοπληρωμένα πόστα, είτε προγράμματα, είτε – ας μην το ξεχνούμε – «προστασία» από κακοτοπιές. Η κοινωνία γνωρίζει αυτούς τους μάγκες, για ορισμένες περιπτώσεις υπάρχουν και επίσημα τεκμήρια – οι ευνοϊκές αποφάσεις είναι δημοσιευμένες στα ΦΕΚ. Αγνοούμε μόνο το παζάρι και τους παράγοντες που άσκησαν τις πιέσεις για να γίνουν οι επιθυμίες τους νόμος του κράτους.
Ίσως αυτούς έχει υπόψη ο Θεόδωρος Πάγκαλος, όταν ισχυρίζεται ότι δεν ήταν μόνοι τους οι πολιτικοί στο «κόλπο». Πράγματι, δεν ωφελήθηκαν μόνο πολιτικοί από τη σπατάλη. Θα ήταν, όμως, χρήσιμο να προσδιοριστεί κάπως η ακτίνα αυτού του πληθυντικού. Ποιοι συνιστούν το «εμείς» στη φράση «μαζί τα φάγαμε»;
Ο τρίτος πρωταγωνιστής της κρίσης είναι οι μάγκες τύπου Γ΄, κάτι σαν τους μαχαλόμαγκες ή τους ψευτόμαγκες του τραγουδιού. Διαθέτοντας κάποιο βύσμα με τη νομενκλατούρα, ο τύπος αυτός μπορεί να κάνει τη μικρομαγκιά για να συνδέσει την τσέπη του με το δημόσιο ταμείο, δηλώνοντας τυφλός, χωλός, παραπληγικός, πάσχων από ανίατη ασθένεια ή απλά ζωντανός. Τα επιδόματα που απαλλοτριώνει από την κοινωνία ο ψευτόμαγκας είναι ψίχουλα μπροστά σε εκείνα που «αριοποιεί» η νομενκλατούρα και η τάξη των προστατών της. Αλλά δεκάδες χιλιάδες ψίχουλα είναι λογαριασμός για τις δημόσιες δαπάνες και τα δάνεια που πρέπει να συνάψει η χώρα για να διανέμει αδιαλείπτως τα ψίχουλα.
Ο τέταρτος πρωταγωνιστής της κρίσης είναι τα κορόϊδα. Η λέξη «κορόϊδο» στη ρεμπέτικη μουσική κουλτούρα έχει αρκετές σημασίες. Η κεντρική του σημασία είναι αυτή που προκύπτει για τη λέξη, όταν τη χρησιμοποιεί ο μάγκας για να αναφερθεί στον αδαή που καταφέρνει να εξαπατήσει με τη μαγκιά του, για να καρπωθεί ο ίδιος το όφελος. Κορόϊδο είναι ο αφελής, αυτός που δεν μπορεί να αυτοπροστατευτεί από την εξυπνάδα του μάγκα, το θύμα, αυτός που χάνει στη συναναστροφή με τους μάγκες.
Στη συναναστροφή με το πολιτικό προσωπικό και τη νομενκλατούρα του, εκατομμύρια ΄Έλληνες υπήρξαμε κανονικά κορόϊδα. Όχι μόνο γιατί επιτρέψαμε με μύριους τρόπους, και πρωτίστως με την ανοχή μας, στους μάγκες να κάνουν τις δουλειές τους. Κυρίως επειδή δεν καταφέραμε ούτε και μετά την οδυνηρή εμπειρία της κρίσης να ανανεώσουμε τον πολιτικό χάρτη της χώρας και με τον τρόπο αυτό την εγχώρια πολιτική κουλτούρα. Όχι ότι θα διαγραφόταν το χρέος αν αυτό είχε γίνει, αλλά τουλάχιστον θα λούφαζαν κάπως οι μάγκες. Γιατί σας πληροφορώ ότι διόλου δεν έχουν πτοηθεί από την κρίση. Συνεχίζουν να υπερασπίζονται τα προνόμιά τους και ασκούν, όπως πάντα, πιέσεις για τη διανομή. Την ώρα που μεγάλο μέρους της νέας γενιάς δεν λιμοκτονεί μόνο και μόνο επειδή οι γονείς είναι ακόμη ζωντανοί.
Οι μάγκες δεν υπάρχουν πια, τραγουδούσε εδώ και καιρό ο Ρασούλης, έχοντας υπόψη τους ιδανικούς μάγκες. Όμως οι ρεάλ μάγκες δεν έφυγαν. Υπάρχουν και θα υπάρχουν, όσο συνεχίζεται η ομερτά των κορόϊδων. Γι αυτή την ομερτά θα τα πούμε άλλη φορά.
 
*O Θανάσης Γκότοβος είναι καθηγητης Παιδαγωγικής του Πανεπιστημιου Ιωαννίνων.