Του Σταύρου Κουμπιά
Κάποτε (σχετικά πρόσφατα) κάλεσα στο γραφείο μου ένα φοιτητή μου, συνδικαλιστή με έντονη, σχεδόν οριακή δράση και πρωτεύουσα θέση στις καταλήψεις του Τμήματος –όμως εργαζόμενο –όπως έμαθα- με καλή γενικά απόδοση μέχρι τότε και πάντα προσεκτικό στη συμπεριφορά του- για να προσπαθήσω να καταλάβω τον μηχανισμό που ωθεί ένα νέο που εργάσθηκε σκληρά τουλάχιστον επί τρία χρόνια στο Λύκειο (συγκέντρωσε πάνω από 18.500 μονάδες στις εισαγωγικές) να “κλείνει” το Πανεπιστήμιο, να δρα, δηλαδή, αντι-ακαδημαϊκά και κατά πολλούς αντι-κοινωνικά.
Όταν του μίλησα έντονα, σχεδόν επιθετικά και επιτιμητικά για τις καταλήψεις (όταν, μάλιστα, πρόκειται για «άδειους» κατειλημμένους χώρους), την αξία και τη δύναμη του «ανοιχτού» Πανεπιστημίου, τον σεβασμό του δικαιώματος του άλλου για μάθημα και εργασία, μου απάντησε ευγενικά αλλά έντονα ότι είμαι εκτός πραγματικότητας, αφού δεν βλέπω ότι η «κατάληψη» έχει προ καιρού «νομιμοποιηθεί» ως μορφή διεκδίκησης, ακόμα από το Δημοτικό στο χώρο της εκπαίδευσης, απαριθμώντας μου και σειρά «τρανταχτών» περιπτώσεων κατάληψης δημόσιων χώρων από οργανωμένες και μη κοινωνικές ομάδες.
Μου θύμισε και περιπτώσεις συνεντεύξεων γνωστών πολιτικών, από μεγάλα και μικρά κόμματα, οι οποίοι αναφέρονται με «νοσταλγία» στις καταλήψεις που συμμετείχαν στη νεότητα τους. Συνέχισε, δε, και με αντίστοιχες περιπτώσεις πανεπιστημιακών.
- “Πώς αλλιώς θα ακουσθούμε;” με ρώτησε, διαγράφοντας σκόπιμα όλες τις άλλες πολύ πιο ουσιαστικές διεκδικητικές δράσεις που μπορεί να υπάρχουν. Έτσι, για τις “άδειες” καταλήψεις και τις συνέπειες τους, τίποτα…
Παίρνοντας θάρρος όσο προχωρούσε η συζήτηση και γινόταν έντονη με την αντιπαράθεσή μας, προχώρησε σε προσωπική αναφορά:
-“… Όταν ήρθατε”, μου είπε, “πριν μερικά χρόνια στο πρώτο μάθημα σας στο πρώτο εξάμηνο σπουδών μας, μας είπατε: …Συγχαρητήρια για την επιτυχία σας, επιτύχατε σε ένα πολύ καλό Τμήμα, οι κόποι σας απέδωσαν, αυτό που μένει τώρα είναι να κάνετε καλές και ουσιαστικές σπουδές και όλη η ζωή θα είναι δική σας… Μπορείτε κ. καθηγητά να το επαναλάβετε αυτό, να μου το ξαναπείτε, να με κάνετε να ελπίσω;…”.
Έμμεσα αλλά με σαφήνεια μου έλεγε: “…Εσείς –προσωπικά, η κοινωνία- μας είπατε ψέματα…”.
Έφερα τα επιχειρήματά μου, “…ακόμα και αν είναι έτσι, σε τι ωφελεί το κλείσιμο του Πανεπιστημίου, που οδηγεί σε άμεση υποβάθμισή του και, άρα, σε ανεπαρκή εκπαίδευση και υποβάθμιση των εφοδίων των νέων, απαραίτητων για τη συνέχεια της ζωής τους, ιδιαίτερα αυτών χωρίς οικονομική άνεση, ποια είναι η εναλλακτική λύση, μήπως το ακριβώς αντίθετο πρέπει να συμβαίνει, δηλαδή καλές και οργανωμένες σπουδές χωρίς διακοπές που θα δώσουν στέρεες βάσεις και δυνάμεις για το μέλλον, δημιουργία του «καλού» επιστημονικού δυναμικού που χρειάζεται η χώρα κλπ.».
Τεκμηριωμένες απαντήσεις δεν υπήρχαν, μάλλον γενικότητες, οι γενικότητες της νεότητας που βιώνει την παρακμή και ζητά να αλλάξει την κοινωνία. Αυτό, όμως, που σίγουρα εισέπραξα ήταν οργή και αμφισβήτηση, αλλά και σκληρή κριτική για υπαρκτά φαινόμενα κάθε είδους ανεπάρκειας εκ μέρους ορισμένων διδασκόντων.
Θα μου πείτε, ίσως, ότι απομονώνω και σχολιάζω μια ειδική περίπτωση νέου με αναζητήσεις και προβληματισμούς, έστω και ακραίους, γιατί υπάρχουν και οι άλλες περιπτώσεις, αυτές της απαράδεκτης τυφλής βίας και του μηδενισμού, της άρνησης οποιασδήποτε συζήτησης. Δεν μιλώ γι’ αυτές, μιλώ για νέες και νέους που οργίζονται, αμφισβητούν, αντιδρούν έντονα και οριακά, έχοντας όμως τον προβληματισμό και το σπέρμα, της ανεπεξέργαστης ίσως, αγωνίας για το μέλλον τους. Που δεν έχουν παραιτηθεί ή οδηγηθεί στο περιθώριο… Που, όμως, δεν πιστεύουν τους δασκάλους τους όπως πιστεύουν κάποιους άλλους…
Με την αναφορά αυτής της συνομιλίας μου με τον φοιτητή δεν θέλω να γενικεύσω, να ενοχοποιήσω, ούτε να υιοθετήσω απόψεις εύκολα και επιφανειακά. Ανέφερα τα παραπάνω γιατί δημιουργούν ερωτήματα, ιδιαίτερα γι’ αυτούς που διαχειρίζονται τις τύχες των νέων, δηλαδή για όλους εμάς.
Θεωρώ ότι με τις τελευταίες, δραματικά αρνητικές, οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις, έχει φανεί πια ξεκάθαρα ότι η υπόθεση της αντιμετώπισης των νέων είναι δύσκολη, σύνθετη (και όχι τόσο απλή όσο θέλουν να την παρουσιάζουν κάποιοι από τη μια ή την άλλη πλευρά) και δεν σηκώνει άλλους λαϊκισμούς, χαϊδέματα αυτιών και άλλα ψέματα. Κοινότοπο, αυτονόητο(;), αλλά ζητούμενο!
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Κ. Παπούλιας έχει δηλώσει «… Τα παιδιά μας χρειάζονται πρότυπα, χρειάζονται όραμα και κίνητρο για ωραίους αγώνες. Για αγώνες που δεν αρχίζουν και δεν τελειώνουν στην επιδίωξη της ατομικής ευημερίας, αλλά ταυτίζονται με την αγωνία για ένα καλύτερο και δικαιότερο κόσμο», τονίζοντας επίσης ότι «…η σκέψη μας δεν μπορεί παρά να είναι κοντά σε κάθε αδύναμο, σε κάθε άνθρωπο που έχει ανάγκη, που στερείται, που διεκδικεί κάτι περισσότερο από την Πολιτεία ή που έχει παραιτηθεί από την προσπάθεια ύστερα από πολλές διαψεύσεις». Ας ακούσουμε και εμείς και οι νέοι και ας σκεφθούμε όσο υπάρχει καιρός!
Πάντως, για την ιστορία, ο φοιτητής αυτός με τον οποίο συνομίλησα τότε, όπως έμαθα, δεν είναι στην Ελλάδα. Μετανάστευσε για να βρει δουλειά.
ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΔΑΣΚΑΛΟ...
ΑπάντησηΔιαγραφήΑφου μεταναστευσε, αυτος ο τυπος, που κουβεντιασες, φιλε,δασκαλε...
ΕΣΥ ΑΠΕΤΥΧΕΣ....Οικτρα, φιλε...
Και εισαι υπευθυνος...Οχι μονο για τη μεταναστευση, αυτου του ΦΟΙΤΗΤΗ [ολα κεφαλαια..επι τιμη..]Αλλα και για το οτι...Μας μενουν οι...αλλοι, οι μηδενιστες, περιθωριακοι,φασιστες...ΕΔΩ...
Επειδη κανεις αυτα που..κανεις...[αναξιοκρατια]
Και ΔΕΝ κανεις, καποια αλλα...Τοσο οσο πρεπει..
[καταγγελιες..]