Τρίτη 31 Μαΐου 2011

ΚΙΝΗΜΑ ΤΩΝ 10. ΝΑ ΣΙΩΠΗΣΟΥΝ ΟΙ ΟΙΚΟΝΟΜΟΛΟΓΟΙ.

Του Τάκη Θεοδωρόπουλου

- Να ξαναγίνει η Αθήνα πόλη. Μια χώρα δεν μπορεί να προσδοκά ανάπτυξη, ή έστω ανάκαμψη, αν αυτή η χώρα δεν έχει πρωτεύουσα. Δεν μπορείς να περιμένεις τουρισμό αν το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, το σημαντικότερο στο είδος του στον κόσμο, συνορεύει με τους ναρκομανείς της οδού Τοσίτσα. Για να ξαναγίνει η Αθήνα πόλη πρέπει να αποσυμφορηθεί από το πλήθος των μεταναστών καταρχάς και να παραδοθεί ο δημόσιος χώρος σ’ αυτούς που ανήκει, στους πολίτες του και όχι στους καταχραστές του, συνδικαλιστές, μικροπωλητές και εκπροσώπους του κάθε πικραμένου. Το ζήτημα της ασφάλειας είναι ζωτικό και λύνεται μόνον με την αποκατάσταση του κύρους της αστυνομίας και όχι με την αριθμητική αύξηση του πλήθους των αστυνομικών.
- Η δημοκρατία δεν έχει αδιέξοδα. Να απαγορευθεί η έκφραση η δημοκρατία δεν έχει αδιέξοδα. Η δημοκρατία, όπως κάθε πολιτικό σύστημα είναι γεμάτο αδιέξοδα. Η αρχή ότι ειδικά η δημοκρατία δεν έχει αδιέξοδα χρησιμεύει μόνον στους έλληνες πολιτικούς οι οποίοι το μόνο που ξέρουν να κάνουν είναι εκλογές. Στο ενδιάμεσο δυσκολεύονται.
- Να σιωπήσουν οι οικονομολόγοι. Οι οικονομολόγοι στην μετά Μνημόνιο εποχή έχουν γίνει οι αστρολόγοι της δημόσιας ζωής. Προβλέπουν, πέφτουν έξω στις προβλέψεις τους κατά σύστημα και την επομένη βγάζουν άλλες για να διαψευσθούν. Το πρόβλημα της Ελλάδας δεν είναι οικονομικό. Είναι κατ’ εξοχήν πολιτικό.
- Η παράνοια βλάπτει σοβαρά την υγεία. Κανείς δεν μας πολεμά, κανείς δεν μας εχθρεύεται εκ των προτέρων. Η διεθνής απαξίωση της Ελλάδας οφείλεται σε ένα μεγάλο βαθμό στην δική μας παράνοια. Δυστυχώς δεν υπάρχει θεσμός του «εθνικού ψυχιάτρου» οπότε τον ρόλο του θεραπευτή πρέπει να τον αναλάβουμε οι ίδιοι.
-Τέλος στο αυτομαστίγωμα. Το αυτομαστίγωμα είναι η άλλη πλευρά του νομίσματος της παράνοιας. Δεν είμαστε όλοι φοροφυγάδες, δεν είμαστε όλοι απατεώνες, δεν είμαστε όλοι ανίκανοι. Το αν οι ανίκανοι δίνουν τον τόνο στην ελληνική κοινωνία αυτό είναι άλλο θέμα. Το ζήτημα είναι ότι το μεγαλύτερο ποσοστό της ελληνικής κοινωνίας, μέχρι στιγμής, επέδειξε εκπληκτική υπομονή και αντοχή στην δοκιμασία που περνάμε.
- Μην νοσταλγείς την προηγούμενη κατάσταση. Πριν τρία χρόνια μπορεί να είχαμε περισσότερα εισοδήματα όμως η κατάστασή μας ήταν χειρότερη από την σημερινή. Όχι μόνον γιατί αυτό που ζούμε τώρα τότε ήταν μπροστά μας, αλλά και γιατί δεν το βλέπαμε. Από μιαν άποψη η Ελλάδα της κρίσης είναι πιο ενδιαφέρουσα από την Ελλάδα που είχε μετατρέψει τον εαυτό της σε νυχτερινό κέντρο διαρκείας.
- Διάλογος. Να θυμηθούμε ότι για να υπάρξει διάλογος πρέπει πρώτα να υπάρξει λόγος- τουλάχιστον ένας. Κι αν κάτι λείπει αυτή τη στιγμή είναι ο πολιτικός λόγος. Ένας πολιτικός λόγος που θα σε πείσει ότι αξίζει τον κόπο να περάσεις τις θυσίες για να ζήσεις καλύτερα. Ένας πολιτικός λόγος που θα σου δείξει ποιο είναι αυτό το καλύτερα που προσδοκάς.
- Αγροτική παραγωγή πολιτισμός. Να θυμηθούμε τις αξίες που καταστρέψαμε. Να θυμηθούμε πως η Ελλάδα θα μπορούσε να παράγει πορτοκάλια σινιέ, όπως η Ιταλία παράγει κοστούμια Αρμάνι. Να θυμηθούμε πως η Ελλάδα θα μπορούσε, και με τον πολιτισμό της και με το περιβάλλον της, να είναι ένας χώρος πολυτελείας για όλη την υπόλοιπη Ευρώπη. Και να κάνουμε επανεκκίνηση.
- Υπαρκτός σοσιαλισμός. Ας το πάρουμε απόφαση πως το καθεστώς του υπαρκτού σοσιαλισμού που επέβαλε στην Ελλάδα ο Λεβιάθαν του κράτους, με την συνεργασία δεξιάς και αριστεράς, αυτήν την στιγμή καταρρέει με πάταγο στα κεφάλια μας. Οφείλεις να προφυλαχθείς από τα καδρόνια αλλά και να προετοιμάσεις την επόμενη μέρα. Γι’ αυτό σταμάτα να ακούς τους αριστεροδέξιους νοσταλγούς του υπαρκτού σοσιαλισμού.
- Ευρώπη. Ευρώπη δεν είναι μόνον η Μέρκελ ο Σαρκοζί και ο Μπερλουσκόνι. Όσο κι αν το τρίο μας κάνει να αντιμετωπίζουμε με επιείκεια τους δικούς μας καρατερίστες καλόν θα ήτο να μην αφήσουμε στα χέρια κανενός απ’ αυτούς την υπόθεση Ευρώπη. Είναι μια πολύ σοβαρή υπόθεση και πολιτικά και πολιτισμικά την οποία εμείς οι Έλληνες ως τώρα δεν την πήραμε στα σοβαρά. Και σ’ αυτό το σημείο χρειάζεται επανεκκίνηση.

*Ο Τάκης Θεοδωρόπουλος είναι μυθιστοριογράφος και δοκιμιογράφος. Εργάζεται ως διευθυντής σειρών στις εκδόσεις Ωκεανίδα και είναι μόνιμος επιφυλλιδογράφος στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ.

ΧΑΜΟΓΕΛΑ ΑΓΑΝΑΚΤΗΣΗΣ...

Του Σωκράτη Παπαχατζή

Αυτό που αντιλήφθηκε o Θ. Πάγκαλος από τις συγκεντρώσεις των “αγανακτισμένων”, αυτό που κόμισε θριαμβευτικά σαν γλαύκα εις Αθήνας, ήταν το περί “μόδας του facebook”. Άλλωστε οι ενοχές που κάποιοι, με επικεφαλής τον ίδιο προσπαθούν να εμφυσήσουν στον λαό [“κοπρίτες”, “διεφθαρμένοι”, “μαζί τα φάγαμε” κλπ.] έχουν χρησιμεύσει καιρό τώρα σαν ναρκωτικό, κατασταλτικό της οργής του.
Μοιάζει να έχει έρθει η στιγμή που η προσπάθειές τους δεν αποδίδουν.
Η εικόνα ενός σιωπηλού πλήθους έχει κάτι απειλητικό. Ίσως η σιωπή του να οφείλεται στο ότι, αυτό το πλήθος …δεν έχει τίποτα να πει. Αποτελεί όμως ενδιαφέρουσα εναλλακτική στις λαοθάλασσες των πλαστικών σημαιών και των αγοραίων συνθημάτων. Η εικόνα έχει κάτι από την υποβλητικότητα της ανοιχτής θάλασσας: ακόμα και ήρεμη, προκαλεί δέος για τις δυνάμεις που κρύβει μέσα της. Όσο για την καταιγίδα, δεν αργεί ποτέ να ξεσπάσει. Η εικόνα του βουβού πλήθους λειτουργεί σαν πρόλογος εκείνου που έρχεται: Το επόμενο στάδιο δεν θα είναι, ίσως, τόσο ήρεμο.
Αντίθετα από αυτό που ισχυρίζεται ο ΘΠ, ότι το “κίνημα” είναι απότοκο της μόδας των νέων τεχνολογιών, είναι ακριβώς αυτή η μόδα που ευθύνεται για την καθυστερημένη εμφάνιση του. Όμως αυτό δεν είναι το θέμα μας.
Μιλάμε για συγκεντρώσεις που προμετωπίδα έχουν τη λέξη “αγανάκτηση”. Κι όμως, η συμπεριφορά που παραδοσιακά συνάδει με τo αίσθημα της αγανάκτησης απουσιάζει. Η άρνηση των “αγανακτισμένων” να υιοθετήσουν ως κλισέ την αναγνωρίσιμη συμπεριφορά, φαίνεται πιο διεισδυτική ως τηλεοπτικό μήνυμα. Από την άλλη, τι αγανάκτηση είναι αυτή που εκδηλώνεται με χαμόγελα και ανώδυνο εκκοινωνισμό;
Ο πολιτικός λόγος είναι ουσιαστικά απών, πέρα από αοριστίες περί “κλεφτών” και “εξόδου από το μνημόνιο”. Η αποστροφή που εκδηλώνεται για τις παραδοσιακές μορφές πολιτικής οργάνωσης, τα κόμματα, είναι συνολική. Κάποιος θα αντέτεινε πως, το να εμφανίζεσαι υπεράνω των μηχανισμών εξουσίας συλλήβδην, ισοδυναμεί απλώς …με το να τους αφήνεις ανενόχλητους να κάνουν τη δουλειά τους. Όμως οι “απολιτίκ” εισβάλουν στο πολιτικό τοπίο επιχειρώντας την υπέρβαση: Οι περισσότεροι δεν φαίνονται να έχουν εγκαταλείψει την πάγια αδιαφορία τους για την πολιτική. Απλώς τώρα που ο κόμπος έφτασε στο χτένι, περνούν στην επίθεση, με συνοπτικές διαδικασίες και εξακολουθώντας να αγνοούν τις λεπτομέρειες. Μήπως το θράσος κάποιων πολιτικών δεν έχει τροφοδοτηθεί και από την δική τους αδιαφορία;
Αν όμως μέχρι χτες η αδιαφορία ήταν μια παθητική κατάσταση, σήμερα εκφράζεται «ιδεολογικά» φορτισμένη, με ήπιες, lifestyle αποχρώσεων εκδηλώσεις. Είναι, όπως και να’ χει, ένα βήμα μπροστά. Και σίγουρα κάμποσα βήματα μπροστά από το κλίμα ηττοπάθειας, υστερίας και επαπειλούμενης αλληλοσφαγής των τελευταίων μηνών [όποιος κυκλοφορεί στους δρόμους κάποιας μεγαλούπολης, ξέρει πολύ καλά τι εννοώ].
Δεν αποκλείεται, και μακάρι, με την πρόοδο των εργασιών της «ανοιχτής συνέλευσης», κάτι να προκύψει, ένα αληθινό κίνημα ίσως που θα μπορούσε, χωρίς να χάσει [πολλή από] την αρχική ορμή του να αξιώσει θέση στο πολιτικό σκηνικό. Γιατί η πολιτική δεν αστειεύεται: αντίδραση με νόημα μπορεί να προέλθει μόνο από οργανωμένους φορείς που διεκδικούν την εξουσία.
Προς το παρόν, η ολοκληρωτική απόρριψη του πολιτικού κόσμου, με την ενθάρρυνση των διαπλεκόμενων μεγαλοεργολάβων – ιδιοκτητών ΜΜΕ, δεν οδηγεί παρά στο ξαναμοίρασμα της τράπουλας, με προώθηση κάποιων από τα ίδια πρόσωπα σε νέους ρόλους, υπαγορευμένους υπό έκτακτες συνθήκες. Αληθινά νέα, άφθαρτα πρόσωπα, δύσκολα μπορούν να υπάρξουν δίχως την υποστήριξη “παραδοσιακών κέντρων”. Κι αν κάτι αλλάζει, είναι οι ελιγμοί με τους οποίους τα “κέντρα” επανατοποθετούνται στην εκάστοτε νέα πραγματικότητα.

Αναδημοσίευση από http://kavvathas.wordpress.com/

Δευτέρα 30 Μαΐου 2011

ΨΥΧΟΡΡΑΓΙΑ

Του Άρη Δαβαράκη

Άλλος ένας μήνας, ο Ιούνιος του 2011, ξεκινάει μεθαύριο. Θα συνεχίσουμε έτσι; Πόση αντοχή υπολογίζουν οι πολιτικοί αρχηγοί, Παπανδρέου, Σαμαράς και οι λοιποί, ότι μπορεί να έχει ο ελληνικός λαός, οι δανειστές μας, η αγορά, τα πορτοφόλια μας, η ψυχική μας ισορροπία; Τι νομίζουν ότι κερδίζουν αναβάλλοντας συνεχώς τα αναπόφευκτα; Έχει δει κανείς κανένα όραμα πως θα αρχίσει άμεσα η εξόρυξη χρυσού από τις παρυφές του Υμηττού (ή του Ολύμπου ή του Ψηλορείτη) και περιμένει το Θαύμα;
Τίποτα απ’ όλα αυτά. Πρέπει να αντιμετωπίσουμε τους εργατοπατέρες για να πουλήσουμε τη ΔΕΗ (αλλοιώς ποιος θα την αγοράσει;), να απολύσουμε χιλιάδες κόσμο από τις ΔΕΚΟ για να πουληθούν κι’ αυτές όσο πιάνουν, να συνεννοηθούμε με τους Δημάρχους στους οποίους εμπίπτει το φιλέτο του παλιού μας αεροδρομίου για να μπορέσουμε να πουλήσουμε «καθαρή Γή», να κάνουμε τελοσπάντων όλα αυτά τα πολύ δυσάρεστα και ψυχοφθόρα που οφείλουμε να κάνουμε – αφού οφείλουμε χρήματα και τόκους και δεν έχουμε φράγκο. Πρέπει να δράσουμε, να συγκρουσθούμε, να αποφασίσουμε ότι πρέπει να γίνουν επιτέλους οι μεγάλες τομές στο φορολογικό σύστημα έτσι ώστε κανείς, πλούσιος, μικρομεσαίος ή ελεύθερος επαγγελματίας να μην μπορεί να ξεφύγει, να ζητήσουμε από τους «μεγαλοεπιχειρηματίες» μας να πληρώσουνε αυτά που χρωστάνε, να μπούμε στα λογιστήρια των «καναλαρχών» και πρώην παντοδύναμων ΜΜΕ και να τακτοποιήσουμε όλες μας τις εκκρεμότητές μας μαζί τους, από την έκδοση νόμιμων αδειών μέχρι τον διακανονισμό των χρεών τους – σημειώνω μερικά απ’ αυτά που η δική μου, εμφανώς μειωμένη αντίληψη, έχει υπ’ όψιν της δεκαετίες τώρα. Σίγουρα υπάρχουν και μεγάλες αποφάσεις σχετικές με τις Τράπεζες και το χρηματοπιστωτικό σύστημα της χώρας που πρέπει να τακτοποιηθούν δια παντός. Κάποιες τράπεζες πρέπει να κλείσουν. Στις οικονομικές αναλύσεις διαβάζω ότι μια χώρα σαν την Ελλάδα «αντέχει» μόνο δυόμιση από τις Τράπεζες που έχουμε. Αλλά είναι αστείο ένας άνθρωπος σαν και μένα που κάνει ομοιοκαταληξίες για τραγούδια, έχει μια ευκολία στο γράψιμο και ίσως και ένα «επικοινωνιακό» χάρισμα, να υποδεικνύει σε ανθρώπους ειδικούς που έχουνε αφιερώσει χρόνια στην μελέτη ή την άσκηση της εξουσίας «τι πρέπει να κάνουν».
Δεν είναι αυτός ο στόχος μου βέβαια. Διαπιστώνω όμως και εγώ όπως και όλοι οι «αγανακτισμένοι» πια Έλληνες, ότι το πολιτικό προσωπικό μας, το πολιτικό μας σύστημα, οι θεσμοί, το κοινοβούλιο, η Προεδρία της Δημοκρατίας, όλο αυτό που λέμε «Κοινός Βίος» - δεν λειτουργεί. Θέλει γκρέμισμα και ξαναχτίσιμο. Το κράτος είναι ανύπαρκτο. Οι κυβερνήσεις είναι εντελώς παράλυτες και οι υπουργοί ταλαίπωρα άτομα που, ακόμα και αν τολμήσουν να δώσουν μια «εντολή» θα εισπράξουν αν όχι την ύβρη, τουλάχιστον την χλεύη των υφισταμένων τους. Ο υπουργός Οικονομικών μόνο δανεικά ξέρει να ζητάει και να διαπραγματεύεται δόσεις με το ΔΝΤ και την ΕΚΤ – αν δώσει όμως μια εντολή στο Υπουργείο του γελάν και τα W.C. Το ίδιο ισχύει για όλους τους «υπεύθυνους» - με πρώτο τον πρωθυπουργό. Δεν τον ακούει κανείς εκτός από τον Γερουλάνο – αν έχει κι’ αυτός καλή διάθεση. Οι άλλοι του λένε «καλά, μείνε ήσυχος» και πάνε το βράδυ στην παρέα τους και τον κοροϊδεύουν.
Ναι - αλλά που θα πάει αυτή η βαλίτσα συνάνθρωποι; Η ζωή μας πια κινδυνεύει. Λεφτά δεν υπάρχουν. Στρατός δεν υπάρχει. Αστυνομία δεν υπάρχει. Μπροστά σ’ ένα αγρότη ή έναν συνδικαλιστή της ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ με ένα γκρέηντερ, η «αναγέννηση της Ελλάδας» υποχωρεί ατάκτως. Και οι εταίροι μας άλλοτε δεν αντέχουν άλλο και μας τα ρίχνουνε χοντρά (και με το δίκιο τους αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς) και μια μας λυπούνται και λένε, άντε, πάρτε και της 5η δόση.
Τι θα την κάνουμε την 5η δόση; Το ξέρουμε όλοι. Θα πάμε (low budget) διακοπές και όταν αρχές Σεπτεμβρίου ξανάρθει η Τρόϊκα απλώς θα χρωστάμε πολλά παραπάνω – με τόσους τόκους και υπερημερίες και πρόστιμα και προσαυξήσεις.
Σε τι μπορεί να ελπίζει κανείς; Σε μια ήπια αλλά αποφασιστική κοινωνική επανάσταση που θα μετατρέψει τους πραγματικά αγανακτισμένους και μη έχοντες να ταΐσουν τα παιδιά τους σε ανατρεπτική κοινωνική δυναμική; Πολύ επικίνδυνα πράγματα – με τόσα (οπλισμένα κιόλας) λαμόγια, έτοιμα να «καπελώσουν» ότι δεν μπορέσει να τους αντισταθεί.
Εκτός πια αν η απελπισία μας μάς αναγκάσει να αλλάξουμε – και επιτέλους να απαιτήσουμε, να διεκδικήσουμε, να αγωνιστούμε πάλι «για μιαν Ελλάδα νέα». Όμως ακόμα και αυτό αν συμβεί θα συμβεί κάτω από συνθήκες πολύ δύσκολες, χωρίς ευρώ βέβαια, με «εκατομμύρια δραχμές» για ένα πακέτο τσιγάρα – και με τον τουρισμό να μας αντιμετωπίζει πάλι σαν χώρα του Τρίτου Κόσμου, ρίχνοντας τις τιμές και απολαμβάνοντας το μάξιμουμ με το μίνιμουμ κόστος.
Εκτός αν κάτι σκεφτούν, επειγόντως όμως, ο Γιώργος με τον Αντώνη – και αφού συνεννοηθούν ζητήσουν την συμπαράσταση της Ευρώπης σε όλους τους τομείς. Αν αυτοί οι δύο δώσουν τα χέρια και καταλάβουν πως μόνο με θερμή και αγωνιστική συνεργασία μεταξύ τους και με τους εταίρους μας μπορεί να υπάρξει πάλι μια σοβαρή ελπίδα ανάκαμψης, ίσως καταφέρουμε να εντοπίσουμε ξανά τον μίτο της Αριάδνης. Αλλοιώς μας περιμένουνε μέρες και νύχτες, μήνες και χρόνια, αβάσταχτα δύσκολα…

ΛΥΠΑΜΑΙ, ΑΛΛΑ ΘΑ ΠΕΘΑΝΕΤΕ.

Του Πέτρου Κουμπλή

«Λυπάμαι, αλλά θα πεθάνετε», είπε ο γιατρός. «Έχετε μόνο δυο μήνες».

Ναι, ναι το ξέρουμε! Το ξέρουμε καλά πως η ζωή είναι γεμάτη διορίες. Κουβαλάμε από γεννησιμιού μας άλλωστε αυτήν την πληροφορία πως κάποια μέρα, υπό κάποιες συνθήκες, από κάποια αιτία θα τα τινάξουμε και θα παίζουμε συγχορδίες στην άρπα πάνω σ’ ένα σύννεφο, κουνώντας γαλήνια τα φτερά μας. Είναι τόσο αβάσταχτη αυτή η δεδομένη γνώση του κυριολεκτικού deadline, που αναγκαστικά έπρεπε να φτιάξουμε θρησκείες που να παρέχουν μια κάποια παρηγοριά και να υπόσχονται ένα καλύτερο μέλλον – φυσικά σε κάποιον άλλον κόσμο, γιατί αυτός εδώ είναι νομοτελειακά σκληρός, άδικος και γενικώς μπελαλής.

Μα ολόκληρη η ζωή είναι υστερικά γεμάτη από αμέτρητες διορίες.

«Πότε θα κάνεις παιδί; Ένα- δύο, το πολύ τρία χρόνια έχεις μπροστά σου, μετά. »
«Αγαπητοί μαθητές, μέσα στους επόμενους μήνες πρέπει να έχετε αποφασίσει τι θα κάνετε στην υπόλοιπη ζωή σας. Ευχαριστώ»
«Μέχρι την Τετάρτη πρέπει να έχετε πληρώσει τη δόση»
«Μέχρι τέλος του μήνα πρέπει να έχετε παραδώσει την δουλειά»
«Είσαι ήδη 40 , πότε θα καταφέρεις κάτι; Πότε θα πετύχεις;»
«Αύριο λήγει ο λογαριασμός της ΔΕΗ.»
«Έχεις μόνο δέκα λεπτά.»
«Τελειώνει ο χρόνος.»
Δεν προλαβαίνεις. Δεν προλαβαίνεις. Δεν προλαβαίνεις.
Φαίνεται πως τελικά ήρθαμε σ’ αυτόν τον κόσμο , για να μην προλαβαίνουμε τίποτα. Μεγαλώνουμε αγχωμένοι, ζούμε αγχωμένοι και πεθαίνουμε αναρωτώμενοι «προς τι όλο αυτό το άγχος;»

Η Αχίλλειος πτέρνα μας είναι ο χρόνος.

Αν μπορείς να κάνεις παιχνίδια με τον χρόνο , μπορείς και να μας ελέγχεις. Ο φόβος που γεννά ο χρόνος, είναι μια μεγάλη δύναμη, γιατί στο μυαλό μας μεγιστοποιούνται οι εκάστοτε κυρώσεις.

Είναι παλιά η τεχνική των ασφυκτικών χρονικών ορίων.

Υπό πίεση μπορούν να δικαιολογηθούν κάθε είδους αποφάσεις. Η τρομοκρατία του χρόνου, των καταλυτικών προθεσμιών νομιμοποιεί στιγμιαία, εν θερμώ, κάθε σχιζοφρενικά παράλογη απόφαση. Κι είναι τόσο αόριστος ο χρόνος και συγχρόνως τόσο απτός και υπαρκτός που θεοποιεί αυτομάτως πράξεις και απραξίες.

«Έχεις καρκίνο. Λυπάμαι. Πρέπει να κάνεις κάτι άμεσα, αλλιώς.»

Τι κάνεις μπροστά σ’ ένα τέτοιο νέο; Δε μπορείς ν’ αντικρούσεις μ’ επιχειρήματα την επιστήμη. Θα πας και σ’ άλλον γιατρό, αλλά αν σου πει τα ίδια, αλλάζει αμέσως όλη σου η ζωή. Απ’ την στιγμή εκείνη θα κάνεις τα πάντα- έστω και βεβιασμένα- για να σωθείς.

«Υπάρχει ραδιενέργεια στην ατμόσφαιρα. Θα μας μολύνει όλους. Πρέπει άμεσα να δράσουμε, αλλιώς.».

Δεν είσαι επιστήμονας για να ξέρεις αν είναι αλήθεια ή όχι. Φοβάσαι κάτι αόρατο, αόριστο, μα δε μπορείς να ρισκάρεις.

«Ένα νέο μικρόβιο, μια γρίπη κυκλοφορεί και σκοτώνει. Πρέπει τώρα να πάρουμε μέτρα, αλλιώς.»

Αλλιώς.

«Έχουμε λεφτά μέχρι τον Ιούλιο. Πρέπει να συμμορφωθείτε, αλλιώς.»

Τον τελευταίο χρόνο , έχω καταντήσει ένα info-πρεζόνι, που η ζωή του κρέμεται από τον εκάστοτε dealer πληροφοριών. Κανείς δε θα μου φέρει πίσω το τριακοστό πρώτο έτος της ζωής μου , που το πέρασα κοιτώντας οθόνες με εκβιαστικά αδιαπραγμάτευτες προθεσμίες. Ποτέ δε θα μπορέσω να πάρω πίσω αυτούς του μήνες, τις λιακάδες που έχασα, τη ηρεμία των αγαπημένων μου προσώπων που κάθε μέρα ασχημαίνουν από τον φόβο , από τις απάνθρωπες αήθεις επιθέσεις. «Αυτός είναι ο κρίσιμος μήνας.», «οι επόμενες μέρες είναι εκείνες που.» , «Πρέπει μέχρι την επόμενη εβδομάδα να.», « όλα παίζονται μεθαύριο που.»

Είναι εκβιασμός. Είναι ωμός, χυδαίος εκβιασμός. Είναι έγκλημα.

Δεν ξέρω ακριβώς σε ποιόν χρωστάω. Μου καρφώνουν ένα μαχαίρι στο λαιμό. «Πλήρωσε τώρα! Αλλιώς.» Ποιόν και γιατί; Διευθύνσεις και ονόματα. Αναλυτικά. Έναν προς έναν.
Κάποτε οι άνθρωποι, τρομοκρατημένοι πλήρωναν ό,τι είχαν και δεν είχαν για να εξασφαλίσουν άφεση αμαρτιών από την παντοδύναμη εκκλησιαστική εξουσία, ξεπουλιούνταν για το Συγχωροχάρτι- γιατί μπορεί να πέθαιναν την επόμενη μέρα και να μην είχαν προλάβει να κλείσουν θέση για τον Παράδεισο. Και σήμερα μοιάζουν ανόητοι στα μάτια μας οι άνθρωποι εκείνων των καιρών. Πως μπορεί να πίστευαν πως πληρώνοντας ένα ποσόν θα εξασφάλιζαν τη σωτηρία της ψυχής τους;
Αγαπητέ ιστορικέ του μέλλοντος, που καταφέρατε και ξεθάψατε αυτό το ξεχασμένο κείμενο, γραμμένο το Μάη του 2011, ξέρω πως θα πείτε πως είμαστε το ίδιο αφελείς μ’ εκείνους που πλήρωναν έναν αόρατο θεό για να τους συγχωρέσει τις αμαρτίες. Ένας ολόκληρος πλανήτης σήμερα υποφέρει για αέρα κοπανιστό. Τα 9/10 του χρήματος είναι ένα τίποτα, μη υπαρκτά ποσά, δημιουργημένα σε γραφεία και λογισμικό υπολογιστών.
Κάθε εποχή εφευρίσκει τους υπέρτατους κανόνες Φόβου. Η δική μας εποχή έχει αναγάγει σε τόσο σύνθετο ζήτημα τα χρέη, που κανείς δε μπορεί να βγάλει άκρη. Και αφεθήκαμε πλήρως σε επιτακτικά deadlines άπληστων γραβατωμένων φεουδαρχών. Ακόμα δεν κάναμε τα πνευματικά βήματα εκείνα, που θα αναδείκνυαν φωτεινές προσωπικότητες, οι οποίες μια μέρα θα αποφάσιζαν να διαγράψουν μονομιάς όλα τα χρέη του κόσμου.
ΌΛΑ. Όλα τα χρέη. Κανείς δεν χρωστάει σε κανέναν.
Σήμερα κάποιοι θα γελάσουν κυνικά μ’ αυτό. Άλλοι δε μπορούν καν να το φανταστούν. Αλλά εσείς, φίλτατε ιστορικέ του μέλλοντος, ξέρετε. Ξέρετε καλά τι λέω.
Απλώς ακόμα δεν έχετε γεννηθεί καν για να τους το πείτε.





































Κυριακή 29 Μαΐου 2011

ΜΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΕ ΑΠΟΣΥΝΘΕΣΗ.

Του Ανδρέα Γιακουμακάτου, αναπληρωτή καθηγητή Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών.

Η αίσθηση της κρίσης γίνεται οξύτερη από τη μια μέρα στην άλλη, σαν την έξαρση μιας εμπύρετης κατάστασης. Η ανασφάλεια αυξάνεται, χωρίς να είναι ορατή μια πορεία ανάσχεσης της ελεύθερης πτώσης στο προσεχές μέλλον. Η ανεργία βάζει στο περιθώριο όλο και ευρύτερα στρώματα συμπολιτών μας, όχι μόνο στον τομέα της βιομηχανίας ή του εμπορίου αλλά και στον χώρο των υπηρεσιών και των ελεύθερων επαγγελμάτων κάποτε υψηλής κοινωνικής επιφάνειας. Από την άλλη, οι άτολμοι και αναποτελεσματικοί πολιτικοί μας, με τις δηλώσεις και την αντίληψη του δημόσιου ρόλου τους, δείχνουν πολύ συχνά σαν να ζουν σε άλλη χώρα ή σε άλλη εποχή.
Παράδειγμα: ο κ. Παναγιώτης Ψωμιάδης, περιφερειάρχης σήμερα Κεντρικής Μακεδονίας, καταδικάστηκε πρόσφατα από το Εφετείο για παράβαση καθήκοντος διότι παλαιότερα προχώρησε σε «μείωση» εξακριβωμένου αρμοδίως προστίμου σε βενζινοπώλη της Θεσσαλονίκης για κατ' επανάληψη νόθευση καυσίμων. Ο ίδιος δήλωσε ότι δεν πρέπει να είμαστε ανάλγητοι και ότι το έκανε και θα συνεχίσει να το κάνει (!), να «σβήνει» δηλαδή πρόστιμα σύμφωνα με την προσωπική του βούληση ασκώντας φαίνεται κάποια ιδιότυπη κοινωνική πολιτική [ο ίδιος δήλωνε λίγα χρόνια πριν ότι καλώς έχτισε εκτός σχεδίου οίκημα «μόλις 33 τ.μ.» για τον πατέρα του, ρωτώντας μάλιστα τον έκπληκτο τηλεοπτικό δημοσιογράφο «εσείς δεν αγαπάτε τον πατέρα σας (!)», για να παρανομείτε, εννοείται, αναλόγως;]. Το πρόβλημα δεν είναι ότι τέτοιες ενέργειες και δηλώσεις δημοσίων προσώπων, εξ ορισμού φυλάκων του νόμου, δεν γίνονται αντικείμενο άμεσης καταδίκης κατ' αρχάς από μια εξοργισμένη «κοινωνία των πολιτών» αλλά, αντίθετα, ότι διατυπώνονται με την ελπίδα (ή μάλλον με τη βεβαιότητα) πως μπορούν να λειτουργήσουν και σαν ένα κλείσιμο του ματιού σε ένα κοινωνικό σώμα εθισμένο στη συναλλαγή και στο προσωπικό χατίρι, που την ώρα της κάλπης θα ανταποδώσει την «εξυπηρέτηση» (έτσι εξηγείται και η τελευταία υποστήριξη του προέδρου του κόμματός του, της ΝΔ δηλαδή, προς τον αναξιοπαθούντα θεσσαλονικιό πολιτικό).Αυτή είναι η ποιότητα σημαντικού μέρους του ελληνικού πολιτικού προσωπικού, είτε μας αρέσει είτε όχι.
Υπάρχει όμως ένα ζήτημα ακόμη πιο σοβαρό. Η επίφαση της ευμάρειας είχε βάλει τα προβλήματα κάτω από το τραπέζι, κρύβοντας την πραγματική απουσία κοινωνικής συνοχής και την ανυπαρξία συλλογικών ευαισθησιών και αρχών που να καθορίζουν τον ρυθμό της κοινωνίας. Είχε συνοδεύσει, η επίδειξη του εικονικού ή και συχνά μαύρου πλούτου, τον όλο και αυξανόμενο ατομικισμό που συνόδευε τη βαθιά κρίση των θεσμών στην Ελλάδα. Ο καταναλωτικός οργασμός μιας κοινωνίας που πέρασε από την αγροτική συγκρότηση σε μεταβιομηχανικές μορφές αντίληψης και συμπεριφοράς χωρίς παιδεία, χωρίς εδώ και δύο αιώνες να βιώσει ποτέ πραγματικά την εμπειρία ουσιαστικά αστικών κοινωνικών δομών, συμπορευόταν με τον χλευασμό προς τους κουτόφραγκους που δεν ξέρουν να ζουν σαν κι εμάς, δηλαδή με δανεικά στις ανά την επικράτεια φραπεδουπόλεις (τουλάχιστον σήμερα μας έφυγε ο τσαμπουκάς, για να το πούμε λαϊκά, της ημέτερης αδιαμφισβήτητης ανωτερότητας, το θυμάστε;). Οι Ευρωπαίοι ζούσαν - και ζουν - μέσα στις υποχρεώσεις και στους κανόνες, εμείς είχαμε εφεύρει την κοινωνία του μέλλοντος. Μια κοινωνία ελευθεριάζουσα και αναρχοειδή αλλά όχι δημοκρατική - η ρητορική της κατακτημένης δημοκρατίας καλύπτει την αληθινή πραγματικότητα μιας ατελούς δημοκρατικής επίφασης στην οποία ζούμε τουλάχιστον εδώ και 40 χρόνια, μετά την τελευταία μεταπολίτευση.
Η σημερινή κρίση, η σημερινή παρακμή, δεν είναι οικονομική αλλά πρωτίστως κρίση της ελληνικής κοινωνίας. Οι μάσκες έπεσαν. Η Ελλάδα υπήρξε πάντα χώρα ιδιωτών, αλλά αυτό αποκτά σήμερα μια τραγική διάσταση. Με όλο και μικρότερη συναίνεση και συνοχή, λιγότερη αλληλεγγύη, λιγότερες συλλογικές αντοχές, πιο περιορισμένη αίσθηση των κανόνων κοινωνικής συμβίωσης και συμπεριφοράς, με σχεδόν εξαγριωμένους συν-πολίτες παντού, η ελληνική κοινωνία βρίσκεται σε φάση αποσύνθεσης. Απόδειξη είναι η όλο και μικρότερη αποτελεσματικότητα των έννομων θεσμών, η συνεχής και όλο και οξύτερη άσκηση βίας σε όλο και πιο διαφορετικές περιπτώσεις και περιβάλλοντα, η διεκδίκηση του δικαίου και η επιβολή του «νόμου» μέσω της αυτοδικίας και των εξατομικευμένων κριτηρίων. Κοτζαμπάσηδες, φυλές και «κλαν» ενάντια στο δίκαιο. Η Κερατέα διδάσκει. Φυσικά διδάσκει και η αξιοπιστία του κράτους, αυτά τα δύο πράγματα πάνε μαζί. Τίποτα δεν είναι πιο επικίνδυνο από το να μην αντιλαμβανόμαστε πόσο κρίσιμη είναι αυτή η ιστορική στιγμή για το παρόν μας και για το μέλλον μας, και κυρίως το να βιώνουμε μια διαδικασία αυξανόμενου εθισμού σε κάθε συλλογικό φαινόμενο - του τύπου «δεν πληρώνω» - που τραυματίζει όλο και πιο βαθιά τις αρχές ενός κοινωνικού συμβολαίου το οποίο ίσως ποτέ δεν υπογράψαμε πραγματικά.
Ποιοι μπορούν να συμβάλουν στην αντιμετώπιση της κρίσης; Θα μπορούσαν και οι διανοούμενοι, αν ήταν αξιόπιστοι και αν απολάμβαναν στοιχειώδη κοινωνική αναγνώριση, μετά την πολυετή πρακτική λαϊκισμού και αξιολογικής ισοπέδωσης που εφαρμόστηκε στην Ελλάδα. Θα μπορούσαν και οι πανεπιστημιακοί καθηγητές, αν ένα τουλάχιστον κομμάτι τους δεν χαρακτηριζόταν από φόβο και δειλία και αν δεν είχαν προσαρμοστεί εν τέλει (πάντα ένα μέρος τους, εννοείται) στη νοοτροπία ενοχικού εθισμού, συλλογικής σχετικοκρατίας, αποδυνάμωσης των κριτηρίων και ανησυχητικής «ελαστικότητας» για ό,τι κατ' αρχάς συμβαίνει στον δικό τους χώρο, για λίγα ψίχουλα ασήμαντης «εξουσίας». Αλλά αυτό είναι ενδεχομένως θέμα άλλου σημειώματος.
 

Σάββατο 28 Μαΐου 2011

Η ΑΒΥΣΣΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΦΙΛΟΙ.

Του Θεόδωρου Γ. Κράχτη, Μηχανολόγου-μηχανικού

Ο καθένας μας έχει την άβυσσό του. Την ολόδικιά του κρυφή του γωνιά, που χώνεται είτε για να κρυφτεί από τις έννοιες, από τα προβλήματα, τις δυσκολίες, την σπηλιά στην οποία βουτάει για να αναδυθεί πιο δυνατός, πιο ολάκερος, πιο αγριεμένος, πιο άφοβος. Κι αν είναι τυχερός ίσως ανασύρει μαζί του κάποιο μικρό θησαυρό, ένα στιχάκι, μια φωτογραφία, ένα τραγούδι, μια ιδέα, κάτι που να κουβαλά το σπόρο της δημιουργίας, το σπόρο της ψυχής του για να τον κουβαλήσει στα κορμιά και τις ψυχές των άλλων.
Έρχονται όμως στιγμές που δεν ρίχνουν πουθενά σκιά για να κρυφτείς. Στιγμές που είσαι ξεκρέμαστος στο κενό, κι η άβυσσός σου, η γωνιά σου, ο παράδεισός σου, έχει βγάλει δόντια και σε ξερνάει βίαια πίσω στην πραγματικότητα την οποία προσπαθείς για λίγο να αποφύγεις, την οποία προσπαθείς για λίγο να φρενάρεις ώστε να πάρεις ανάσα και να ξαναχυθείς στον άνισο αγώνα της. Και ανήμπορος τότε κοιτάς τους σπασμένους καθρέφτες ολόγυρά σου, ψάχνοντας το θραύσμα εκείνο που θα αντανακλά την σκοτεινιασμένη και έρημη ματιά σου και θα την μετατρέπει σε φως που θα λούζει και θα ζεσταίνει την ψυχή σου.
Και θα το βρίσκεις πάντα αυτό το θραύσμα. Και θα είναι πάντα στο ίδιο σημείο.
Στα μάτια αυτών που η καρδιά σου λέει φίλους...



Παρασκευή 27 Μαΐου 2011

ΤΟΤΕ(Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ) ΚΑΙ ΤΩΡΑ (Η ΠΑΡΑΚΜΗ).

Του Σταύρου Κουμπιά*

Ζούμε στιγμές που φαίνονται σαν κακό όνειρο. Σαν κάτι να έσπασε, σαν να τελείωσε ένα ταξίδι, σαν κάτι να μας σπρώχνει σε δρόμους σκοτεινούς και άγνωστους.
«Τα ταμειακά υπόλοιπα της χώρας φτάνουν μέχρι τον Ιούλιο…». Αλήθεια, τα ψυχικά “αποθέματα” και η υπομονή πότε τελειώνουν;
Κάποιοι από μας είχαν την τύχη ή την ατυχία να ζήσουν δυο εποχές, και δεν εννοώ την εποχή της αφθονίας και της κατανάλωσης και την εποχή της έλλειψης και της φτώχειας, αλλά την εποχή της ανάτασης και της δημιουργίας και την εποχή της κοινωνικής και πνευματικής παρακμής.
Τότε μπορεί να υπήρχαν δύσκολες κοινωνικές συνθήκες, αλλά ταυτόχρονα υπήρχε μια μετρημένη και προσεκτική ζωή, με φτώχεια πολλές φορές, αλλά με περηφάνια, ήθος, σεβασμό σε αρχές, με “παραγωγή” πολιτισμού. Ακόμα και μέσα σ’ αυτές τις δύσκολες κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες και με μια μερίδα της κοινωνίας με τη «στάμπα» του ηττημένου και του μιάσματος, υπήρχε δημιουργία, αλληλεγγύη, ελπίδα. Υπήρχαν τότε ο Γλέζος, ο Σάντας, ο Τσιτσάνης, ο Βαμβακάρης, ο Βάρναλης, ο Ρίτσος, ο Ελύτης, ο Σεφέρης, ο Αναγνωστάκης, ο Εμπειρίκος, ο Θεοδωράκης, ο Χατζιδάκης, ο Λαμπράκης, ο Παπανούτσος, πολιτικοί που έβγαιναν από την πολιτική φτωχότεροι, Έλληνες που μεγαλουργούσαν στις Τέχνες και τα Γράμματα στην Ελλάδα και διεθνώς. Ο απλός άνθρωπος τραγουδούσε τη φτώχεια και τα βάσανα του με τους “Μοιραίους” και είχε μια ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον για τα παιδιά του.
Η ελπίδα αυτή είχε μια βάση, “να μάθουν τα παιδιά γράμματα”, “γράμματα” χωρίς όρους και προϋποθέσεις, όχι για να “βγάλουν λεφτά”, αλλά για να γίνουν καλύτεροι άνθρωποι. Η κοινωνία προχωρούσε με συγκρούσεις, πολλές φορές σκληρές και μετωπικές, με αγώνες για κοινωνική, πολιτιστική ανάπτυξη και δικαιοσύνη. Προχωρούσε και ήλπιζε.
Τώρα το αδιέξοδο και η παρακμή, οικονομική, πολιτική, κοινωνική. Σκοτεινό μέλλον, εικόνα σκληρή και τρομακτική με το βαρύ πέπλο της χρεωκοπίας. Οι αγορές απρόσωπες και πανίσχυρες, στην ουσία κυβερνούν αντικαθιστώντας τα πολιτικά συστήματα. Πίσω από τους εφιαλτικούς αριθμούς, οι άνθρωποι ανίσχυροι, απαισιόδοξοι, τρομοκρατημένοι, φοβικοί. Η βία πρωτόγνωρη. Θεός το χρήμα. Όλο και πιο κοντά στην απομόνωση και φόβο. Η έννοια του δικαίου υποχωρεί. Η υπο-κουλτούρα επικρατεί (βλέπε τη θλιβερή Eurovision), με ελάχιστες εξαιρέσεις που κάνουν τη ζοφερή πραγματικότητα ακόμα πιο απογοητευτική.
Οι νέοι (και μάλιστα οι άριστοι) μεταναστεύουν μαζικά, όχι μόνο για να σπουδάσουν αλλά και για να δουλέψουν. Πυλώνες της κοινωνίας, όπως πχ. η εκπαίδευση, δέχονται συχνά κακόβουλες επιθέσεις με σκοπιμότητες (πολιτικές, οικονομικές), χωρίς να αναγνωρίζεται τίποτα θετικό (δεν υποστηρίζω ότι δεν έχουν γίνει και εκεί σοβαρά λάθη). Ευθύνες για την οριακή αυτή κατάσταση έχουν διαγνωσθεί (αλλά δεν έχουν αποδοθεί), χωρίς αυτό να μπορεί να γυρίσει τα πράγματα πίσω.
Πολλοί λένε ότι πρέπει να τελειώνουμε πια με τις διαπιστώσεις και να μιλήσουμε για το μέλλον, αν αυτό το σκοτεινό μέλλον έχουμε το θάρρος και τη δύναμη να το αντικρύσουμε. Λένε «οι διανοούμενοι δεν μιλούν, πρέπει επιτέλους να μιλήσουν». Ποιος, όμως, είναι διατεθειμένος να τους ακούσει;
Ο σημαντικός Έλληνας στοχαστής καθηγητής Κ. Τσουκαλάς απαντά, όταν ερωτάται αν είναι απαισιόδοξος σήμερα:
“… Εκείνο που με διακατέχει είναι ένα είδος κριτικής απαισιοδοξίας. Το αντίδοτό της είναι μόνον ένα: η πεποίθηση ότι η ιστορία δεν τελειώνει ποτέ· η πεποίθηση ότι τα πράγματα πάντα ανοίγονται προς κατευθύνσεις τις οποίες κανείς δεν μπορεί να φανταστεί. Και κυρίως η πεποίθηση ότι δεν είναι δυνατόν να κυριαρχεί ένα σύστημα, το οποίο τελικά καταλήγει να συνιστά ύβρι έναντι όλων των αξιακών προδιαγραφών του νεωτερικού ευρωπαϊκού πολιτισμού και του Διαφωτισμού. Δεν είναι δυνατόν, λοιπόν, αυτή η ύβρις να επικρατεί επ’ άπειρον. Θα υπάρξει και νέμεσις…”
και συνεχίζει μιλώντας για πιθανή διέξοδο:
“…Η μόνη διέξοδος, η οποία είναι δυνατόν να έρθει, είναι εκείνη η οποία θα στηριχθεί στην απόγνωση. Εκείνη η διέξοδος που θα βγει από την απόγνωση. Κάπου λέει ο Γκαίτε ότι μόνο για χάρη των απελπισμένων μπορεί να ελπίζουμε, άλλο εννοούσε βέβαια εκείνος. Αλλά εδώ φτάσαμε σε ένα σημείο όπου με τον κατακερματισμό και τη διάλυση της ελπίδας, της μαζικής ελπίδας των οργανωμένων στρωμάτων που διεκδικούν μία καλύτερη ζωή, είναι εξαιρετικά δύσκολο να σκεφτεί κανείς τι μπορεί να ανατρέψει τον ρου των πραγμάτων..”.
Δυστυχώς η απόγνωση έρχεται.
Πώς είναι δυνατόν η απόγνωση αυτή να γίνει δημιουργία και νέο ξεκίνημα; Είμαστε έτοιμοι από τη μια να αναγνωρίσουμε ειλικρινά τα λάθη μας και από την άλλη να υπερασπισθούμε σθεναρά ό,τι θετικό έχουμε επιτύχει, χωρίς σύνδρομα κατωτερότητας και ανωτερότητας; Είναι έτοιμοι οι νέοι σήμερα, μαθαίνοντας από τα λάθη τα δικά μας, να δημιουργήσουν τη νέα δημιουργική πρωτοπορία χτίζοντας τη νέα ελπίδα, δημιουργώντας μια νέα κοινωνία; Ακόμα, μπορούμε να ελπίζουμε σε μια νέα Ευρώπη, όπου δεν θα είναι τα πάντα “αγορές” και spreads;
Ίσως το Τότε μας βοηθήσει για να αντιμετωπίσουμε το Τώρα και να ελπίσουμε για το Μετά… Πάντως, δυνάμεις έχουμε (στην Ελλάδα και στον κόσμο), φτάνει να αφυπνιστούν.
* Ο Σταύρος Κουμπιάς είναι καθηγητής στο Τμήμα Ηλεκτρολόγων Μηχανικών & Τεχνολογίας Υπολογιστών του Πανεπιστημίου Πατρών και πρώην Πρύτανης.

Πηγή

Πέμπτη 26 Μαΐου 2011

ΤΟ ΔΙΛΗΜΜΑ ΚΑΙ Ο «ΙΟΣ»

Του Δημήτρη Μυ

Επειδή πολύς λόγος γίνεται περί συναίνεσης και διλημμάτων, ωφέλιμη είναι μια προσεκτική ματιά στην παρωδία που παίζεται στην ελληνική πολιτική σκηνή. Το έργο αρχίζει να αποκτά δομή – αρχή, μέση, τέλος – όταν θυμηθούμε τις κινήσεις του πρωταγωνιστή.
1. Πράξη πρώτη (προεκλογική): «Λεφτά υπάρχουν» – και η απάτη οδηγεί στην εξουσία.
2. Πράξη δεύτερη: Νταηλίκια, εκβιασμοί («το περίστροφο στο τραπέζι») και τελικά υλοποίηση της προαποφασισμένης κίνησης για το άνοιγμα της ευρωζώνης στους Αμερικανούς (ΔΝΤ). Ταυτόχρονα έναρξη της επιδρομής κατά των εργαζομένων, των μικρομεσαίων και των επιχειρήσεων, εξασφαλίζοντας την υποτίμηση των οικονομικών αξιών στο όνομα της ανταγωνιστικότητας (ή, κατά μια άλλη ανάγνωση, «ελάτε να μας αγοράσετε τζάμπα»).
3. Πράξη τρίτη: Η εκποίηση κάθε πλουτοπαραγωγικού πόρου της χώρας έναντι ευτελούς τιμήματος.
Βρισκόμαστε στην τρίτη και κρισιμότερη πράξη του δράματος, όπου η κυβέρνηση αναζητεί συνενόχους. Κατά πρώτο λόγο μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων, ώστε «όλοι μαζί» να πολλαπλασιάσουν τον φόβο και να ακινητοποιήσουν την κοινωνία για να ολοκληρωθεί η δουλειά.
Στην πολιτική σκηνή υπάρχουν πολλοί πρόθυμοι για τον ρόλο του υποστυλώματος ώστε η κυβέρνηση να ολοκληρώσει το έργο της. Η προθυμία, ωστόσο, έχει τα όριά της. Κανείς από τους πρόθυμους – ούτε καν ο... Καρατζαφέρης – δεν είναι διατεθειμένος να αυτοκτονήσει πολιτικά συνυπογράφοντας το ξεπούλημα.
Παρά τις δημόσιες δηλώσεις, θα αφήσουν στον ΓΑΠ και την κυβέρνησή του όλη τη... δόξα. Άλλωστε ο φόβος ότι ο «ιός της Ισπανίας» μπορεί να μεταδοθεί και εδώ είναι μεν το μόνο δυνητικό εμπόδιο, αλλά τους προκαλεί τρόμο.
Το πραγματικό δίλημμα αφορά την κυβέρνηση και όχι την κοινωνία ή τις υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις. Οι πιστωτές (κυρίως το ΔΝΤ) το θέτουν συνοπτικά και ωμά: «Μπορείτε να ολοκληρώσετε τη δουλειά; Αν ναι, έχει καλώς, αλλιώς ο επόμενος».
Οι σπασμωδικές κινήσεις (αναζήτηση συναίνεσης, υπόθαλψη σεναρίων περί δημοψηφισμάτων κ.λπ.) της κυβέρνησης περιγράφουν απλώς το «δράμα» του πρωταγωνιστή πρωθυπουργού και των στενών συνεργατών του (Παπακωνσταντίνου και... ΣΙΑ), καθώς αντιλαμβάνονται πλέον – από τα γιουχαΐσματα της πλατείας – ότι το έργο δεν θα έχει καλό τέλος. Γι’ αυτούς...

Τετάρτη 25 Μαΐου 2011

Η ΣΤΕΡΝΗ ΑΝΑΣΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΙΔΕΑΣ.

Του Γιάνη Βαρουφάκη

Κάποτε, το κύριο σύνθημα υπέρ της αστικής δημοκρατίας ήταν το σύνθημα: Κανένας φόρος χωρίς αντιπροσώπευση. Πέρασαν αιώνες για να γίνει δικαίωμα αυτό το αίτημα: Κανείς δεν θα φορολογείτο ξανά χωρίς να έχει το δικαίωμα λόγου και ψήφου, μέσω αντιπροσώπων του, στο σώμα που παίρνει αποφάσεις φορολογικού χαρακτήρα.
Αργότερα προέκυψε η ιδέα να μαζευτούν οι λαοί της Ευρώπης κάτω από την ίδια στέγη, την Ευρωπαϊκή Ένωση, με μοναδικό γνώμονα αυτό το απλό, ισχυρό ιδεώδες: την ιδέα ότι καμία φορολογική εξουσία πάνω μας δεν νομιμοποιείται χωρίς ουσιαστική αντιπροσώπευση που να είναι ισότιμη ανεξάρτητα του πόσο πλούσιοι ή φτωχοί, χρεωμένοι ή φερέγγυοι, παραγωγικοί ή αναποτελεσματικοί είμαστε.
Έτσι, με αυτό τον μπούσουλα, διαφορετικοί λαοί, που μιλούν διαφορετικές γλώσσες, και έχουν διαφορετικές ιδιοσυγκρασίες, βαλθήκαμε να φτιάξουμε από κοινού έναν φάρο που να στέλνει το φως της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας στις τέσσερις γωνιές της οικουμένης - ένα φως που να δίνει ελπίδα στην Αφρική, στην Κίνα, στα πέρατα της γης ότι η απλή αυτή ιδέα της ισότιμης αντιπροσώπευσης σε όλα τα κέντρα αποφάσεων μπορεί να δουλέψει.
Πρόσφατα όμως ήρθε η Κρίση. Ξάφνου, το φως τους φάρου άρχισε να τρεμοπαίζει. Η Ελλάδα έγινε, εν μια νυκτί, η πρώτη χώρα-βωμός της Ευρώπης επί της οποίας η Ευρώπη θυσιάζει το απλό αυτό ιδεώδες. Η πρώτη χώρα όπου επιβάλλεται η σκληρότερη μορφή φορολογίας, η ιδιωτικοποίηση κοινής μας περιουσίας, άνευ του δικαιώματος στην αντιπροσώπευση.
Βέβαια ένας λαός μπορεί, αν το θελήσει, να ιδιωτικοποιήσει ό,τι θέλει όποτε θέλει, ακριβώς όπως μια οικογένεια μπορεί να πουλήσει τα κειμήλιά της. Υπάρχουν δύσκολες στιγμές που όχι μόνο νομιμοποιείται αλλά και που είναι φρόνιμο να το κάνει. Όμως αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα σήμερα είναι κάτι εντελώς διαφορετικό: Οι Ευρωπαίοι εταίροι μας, υπό το καθεστώς του πανικού που προκάλεσε η αφροσύνη τους ένα χρόνο τώρα, αποφάσισαν ότι, όχι μόνο θα πουλήσουμε τα ασημικά της οικογένειάς μας αλλά, και εδώ είναι το ζουμί, ότι θα αναλάβουν οι ίδιοι (μέσω δικών τους ατζέντηδων) τόσο την πώληση όσο και την διάθεση των εσόδων.
Υπάρχουν βέβαια επιχειρήματα ότι εμείς οι έλληνες χρωστάμε αυτά τα χρήματα και πως, απλώς, ήρθε η ώρα της κατάσχεσης, της απαλλοτρίωσης. Όμως αυτό το επιχείρημα ισοδυναμεί με την ταύτιση των ελλήνων πολιτών με το ελληνικό κράτος - μια ταύτιση που αναιρεί όλους τους αγώνες της Ευρώπης (από την Γαλλική και την Ελληνική Επανάσταση έως και τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο). Ισοδυναμεί με ισοπέδωση των δικαιωμάτων πιστωτών με δυνατή φωνή στους διαδρόμους της εξουσίας και των δικαιωμάτων των άφωνων πολιτών.
Η χθεσινή μέρα ήταν κομβικής σημασίας για την Ευρωπαϊκή Ιστορία. Ήταν μια ιστορική στιγμή που οι ευρωπαίοι δημοκράτες (Ιρλανδοί, Σκοτσέζοι, Γάλλοι, Γερμανοί, Άγγλοι, Ολλανδοί, Ουαλλοί, Ισπανοί, όλοι οι πολίτες της Ευρώπης που καμάρωναν για τα επιτεύγματα της δημοκρατίας στην γηραιά μας ήπειρο) καλό θα ήταν να τιμήσουν με ενός λεπτού σιγή. Γιατί αυτή την στιγμή κηδεύεται η δημοκρατική ψυχή της Ευρώπης. Στην Αθήνα όπου, όπως μας αρέσει να λέμε, γεννήθηκε.

ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ ΑΥΤΟΧΕΙΡΕΣ;

Του Γιάννη Πανούση

Τι είδους κυνισμός είναι αυτός που εκπέμπουν οι περισσότεροι υπουργοί της κυβέρνησης; Υιοθετούν σκληρά μέτρα για τους «άλλους» (έχοντας εξασφαλίσει εδώ και πολλά χρόνια τους δικούς τους). Κατηγορούν κοινωνικά στρώματα ως προνομιούχα (ξεχνώντας ότι το πολιτικό σύστημα στη χώρα μας ψηφίζει εδώ και πολλά χρόνια νόμους υπέρ του εαυτού του. Προσποιούνται ότι συμπάσχουν με τον «κοσμάκη» (ενώ το βλέμμα τους και τα συμφέροντά τους είναι στραμμένα στο διαπλεκόμενο οικονομικό-μιντιακό σύμπλεγμα).

Κάποιος, κάπως πρέπει να τους πει να κοιταχθούν στον καθρέφτη. Οι ευκαιρίες και οι δικαιολογίες τελειώσανε. Από δω και μπρος, αυτό το παρεϊκό οικογενειακό σύστημα διακυβέρνησης πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι και ο λαός έχει πάρει μέτρα γι’ αυτούς. Από δω και μπρος δικό τους το πουγκί, δικό τους και το σκοινί.

Τρίτη 24 Μαΐου 2011

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΦΟΒΙΚΗ ΚΑΙ ΤΗ ΒΙΑΙΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Του Κώστα Καλλωνιάτη


Οι ανθρώπινες σχέσεις στην ιστορική τους εξέλιξη περιλάμβαναν συχνά σχέσεις βίας (από τις πρωτόγονες φυλές που αγωνίζονταν για τροφή και εδαφική κατοχή ως τις ταξικές κοινωνίες που δημιουργήθηκαν τα τελευταία 10.000 χρόνια), αλλά τα σύγχρονα μέσα παραγωγής, καθώς και τα μαζικά μέσα επικοινωνίας και συγκοινωνίας έφεραν μεθόδους εξαναγκασμού σε βαθμούς αποτελεσματικότητας ανυποψίαστους μέχρι πριν ένα αιώνα.
Ο φεουδάρχης απολάμβανε δικαιώματα σπουδαιότερα από αυτά που απολαμβάνει μία μεγάλη πολυεθνική, αλλά οι πραγματικές εξουσίες του ήταν απείρως μικρότερες. Στο τέλος του 19ου αιώνα οι επιθέσεις του ιππικού εναντίον των διαδηλωτών ήταν πολύ λιγότερο επίφοβες από τα δακρυγόνα, τα ασφυξιογόνα, τα παραλυτικά αέρια ή τις πλαστικές σφαίρες. Τα μέσα που υπήρχαν επίσης για τον ‘προσανατολισμό’ (διάβαζε έλεγχο) του τρόπου σκέψης ήταν ακόμη τον καιρό εκείνο αστεία συγκριτικά με το σημερινό οπλοστάσιο. Για να διαπεράσουν τα τείχη της ιδιωτικής ζωής, οι ιδιωτικοί αστυνόμοι δεν διέθεταν τον σύγχρονο εξοπλισμό (μικροσκοπικά μικρόφωνα, φορητά κασετόφωνα, κρυφές κάμερες, ιντερνέτ κλπ) για την παρακολούθηση της καθημερινής ζωής των ανθρώπων εν αγνοία τους.
Ο 20ος αιώνας με την παγκοσμιοποίηση του καπιταλισμού υπήρξε το απόγειο της ανθρώπινης βίας. Μέχρι στιγμής τουλάχιστον. Δύο παγκόσμιοι πόλεμοι, ο φασισμός, ο σταλινισμός, η νεοαποικιοκρατία, οι αντιϊμπεριαλιστικές επαναστάσεις και οι προσπάθειες καταστολής τους ταρακούνησαν για τα καλά μέσα στη βία και τον φόβο την ανθρώπινη κοινότητα. Βεβαίως οι πολεμικές συγκρούσεις περιορίσθηκαν μεταπολεμικά και αυτό ώθησε πολλούς να πιστέψουν πως έκτοτε η βία υποχώρησε στις ανθρώπινες σχέσεις. Όμως η βία παίρνει πολλές μορφές και ο πόλεμος είναι απλά μία από αυτές. Η τελική. Πριν από αυτόν υπάρχει μία σειρά κλιμάκων βίας με αφετηρία την οικονομία, τις σχέσεις εργασίας και ανταλλαγής, τις εισοδηματικές και κοινωνικές ανισότητες, την φτώχεια, την ανεργία κλπ. μέχρι τις προσωπικές σχέσεις, την πολιτική οργάνωση, την κυβερνητική διαχείριση και την λειτουργία των θεσμών του κράτους (αστυνομία, στρατός, δικαιοσύνη, κοινωνική πρόνοια κλπ).
Ο βιομηχανικός πολιτισμός που ανέπτυξε ο καπιταλισμός - με την αστικοποίηση και απομάκρυνση από την φύση, την εξειδίκευση και εντατικοποίηση της εργασίας, τον καταναλωτικό προσανατολισμό της καθημερινής ζωής και του ελεύθερου χρόνου, την ομογενοποίηση των προτύπων και προτιμήσεων, καθώς και την ανάπτυξη του ανταγωνισμού που αποτελεί τον κοινό παρονομαστή της τάσης για πλουτισμό, καριέρα και προσωπική ανάδειξη και καταξίωση - είχε ένα πολύ καταστροφικό αποτέλεσμα στην εξέλιξη της προσωπικότητας και των σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων : αποξένωσε τον άνθρωπο από τους συνανθρώπους του στην εργασία, στην γειτονιά, στις κοινές δραστηριότητες και συναναστροφές, στις φιλίες, στον έρωτα και στην οικογένεια. Από τη στιγμή που στην εργασία κυριάρχησε η εκμετάλλευση και ο ανταγωνισμός (διαδικασία που κορυφώθηκε τον 20ο αιώνα και ειδικά προς το τέλος του), οι συνέπειες στην προσωπικότητα των ανθρώπων ήταν συντριπτικές. Ο ανταγωνισμός δεν αφορά μόνον τις επιχειρήσεις (εκεί όπου ο θάνατός σου είναι η ζωή μου) στις μεταξύ τους σχέσεις, καθώς καλύπτει όλο το φάσμα των εργασιακών και στη συνέχεια κοινωνικών και προσωπικών σχέσεων. Ο ανταγωνιστής αρπάζει από κάποιον τις ευκαιρίες και δυνατότητες που έχει. Γι’ αυτό και είναι ανάγκη να εξουδετερωθεί κατά κάποιον τρόπο, να νικηθεί. Ο άνθρωπος γίνεται έτσι εχθρός του ανθρώπου, τάση που εξηγεί τον υποβόσκοντα φόβο και την ασυνείδητη εχθρότητα που βασιλεύει στις ψυχές των ανθρώπων.
Ο αποξενωμένος (αλλοτριωμένος) άνθρωπος είναι αυτός που υποτάσσεται σε ξένες κοινωνικές δυνάμεις, κανόνες και θεσμούς, που ζει με εξωτερικά προσδιορισμένες αρχές και νόρμες και συνεπώς αδυνατεί να εκφράσει τις εσώτερες επιθυμίες, σκέψεις και ανησυχίες του. Είναι κατά βάση ξενοκίνητος. Επειδή ο καπιταλιστικός άνθρωπος βρίσκεται συνεχώς σε ανταγωνισμό με τους άλλους σε έναν αγώνα για καριέρα, επιτυχία, χρήμα, κοινωνική θέση, αναγνώριση και προβολή, αντιλαμβάνεται και βιώνει την επιτυχία του ‘άλλου’ σαν προσωπική δική του αποτυχία, ενώ αντίθετα κάθε αδυναμία του ‘άλλου' νιώθει ότι μεγαλώνει την προσωπική του ισχύ. Ο άνθρωπος που βρίσκεται σε ανταγωνισμό εύχεται ασυνείδητα την αποτυχία των άλλων, ακόμη και των φίλων και συναδέλφων του. Αυτός ίσως είναι ο λόγος που τα μήντια προβάλλουν τόσο έντονα τις καταστροφές, τη βία και τη μιζέρια των άλλων κάθε λίγο και λιγάκι. Κάνουν τους τηλεθεατές να νιώθουν καλύτερα και πιο ασφαλείς… μέσα στη δική τους μιζέρια. Τους εξοικειώνουν συγχρόνως με την καθημερινή άσκηση βίας.
Ο αγώνας για επιβίωση του ικανότερου και ισχυρότερου είναι η ‘δαρβινική επιταγή’ του ανταγωνιστικού καπιταλισμού. Η εξουσία του χρήματος η πεμπτουσία του. Είναι αυτή η εξουσία και το κυνήγι για την απόκτησή της που καταπιέζει τους ανθρώπους προκαλώντας τον φόβο για τον ‘άλλο’, για τον συνάνθρωπο-ανταγωνιστή που ενδεχομένως του στερήσει την ευκαιρία απόκτησής της. Ο φόβος αυτός με τη σειρά του εντείνει την υποταγή στους κανόνες του ανταγωνισμού, και ο ανταγωνισμός αποξενώνει περαιτέρω τον άνθρωπο από τους άλλους και τον εαυτό του προσφέροντάς του σαν αντάλλαγμα την αναρρίχηση σε βάρος των άλλων, αλλά και την ‘λύτρωση’ από την υποταγή στην εξουσία μέσω της ταύτισης με αυτήν. Η ανταγωνιστική αναζήτηση του πλουτισμού, της κατανάλωσης και της κυριαρχίας (βλ άσκηση εξουσίας) είναι τα μονοπάτια που οδηγούν στον δρόμο της ανθρώπινης αποξένωσης και δυστυχίας.
Το τραγικό είναι πως οι σύγχρονες κοινωνίες πέτυχαν το θαύμα να φέρουν τα μέσα της συγκοινωνίας και επικοινωνίας σε έναν εξαιρετικό βαθμό τελειότητας, και ταυτόχρονα να ενισχύσουν την ανωνυμία που καθιστά κάθε επικοινωνία σχεδόν αδύνατη. Το γεγονός ότι οι άνθρωποι δεν μπορούν πια να προκαλέσουν μεταξύ τους έναν αυθεντικό διάλογο είναι το πιο οξύ σύμπτωμα της παθολογίας της σύγχρονης εποχής. Οι ανθρώπινες σχέσεις έχουν μεταμορφωθεί σε σχέσεις δύναμης, σε ιεραρχημένες απρόσωπες σχέσεις που κυβερνώνται από την παραμορφωμένη ανάγκη για άσκηση εξουσίας. Σαν ο ‘άλλος’ να μην ήταν άνθρωπος αλλά ζώο ή πράγμα. Ένα ακόμη οξύ σύμπτωμα της σύγχρονης ψυχοπαθολογίας είναι ο εθισμός στην υποταγή των σχέσεων εξουσίας και τη βία που αυτές ενσωματώνουν και ασκούν. Στην πραγματικότητα η τάση για απόκτηση και επιβολή εξουσίας, όπως και η τάση εθισμού στην υποταγή της εξουσίας αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Και αυτός ο χαρακτηριστικός συνδυασμός στην ψυχολογία των σύγχρονων ‘μαζικών’ ανθρώπων είναι ότι πιο ανησυχητικό υπάρχει. Ας δούμε δύο παραδείγματα.
Η αποκάλυψη της σφαγής που διαπράχτηκε στο Σόνγκ-Μάυ από τον ανθυπολοχαγό Κόλλεϋ και τους ανθρώπους του τον Μάρτιο του 1968 κλόνισε την συνείδηση των Αμερικανών. Τρία χρόνια μετά, μία σφυγμομέτρηση της κοινής γνώμης αποκάλυψε ότι το 67% των Αμερικανών θα ενεργούσαν όπως ο ανθυπολοχαγός Κόλλεϋ. Ανάμεσα στα πρόσωπα που ρωτήθηκαν, τα 19% μονάχα απάντησαν : «θα αρνιόμασταν να σκοτώσουμε πολίτες». Η βία πολιτογραφείται : εξτρεμιστές όλων των παρατάξεων την διεκδικούν σαν μέσο δράσης, ενώ ανάμεσά τους ένα ποσοστό τείνει να την θεωρήσει σαν ένα γεγονός δυσάρεστο αλλά κάτι το αναπόφευκτο.
Ο φόβος φέρνει τον άνθρωπο σε μία κατάσταση τέτοια, που υποτάσσεται άθελά του, ακόμα και όταν η εξωτερική πίεση δεν είναι πολύ δυνατή. Γι’ αυτό ο φόβος είναι ένα ιδεώδες μέσο για την άσκηση εξουσίας. Οι στρατοί θεμελιώνονται πάνω στον φόβο των ανθρώπων. Ο φοβισμένος άνθρωπος είναι σχεδόν αδύνατο να αντισταθεί σε ένα πρόσταγμα – ακόμα και στο πιο ανόητο και εγκληματικό – γιατί αυτός που τον προστάζει παίρνει μέσα του τη μορφή μιας αδιαφιλονίκητης αυθεντίας. Η επιστημονική απόδειξη για όσα παραπάνω φαίνονται σαν υπερβολή είναι τα πειράματα του Μίλγκραμ το βασικό θέμα των οποίων ήταν: Τι θα συμβεί αν μία αυταρχική προσωπικότητα προστάξει κάποιον να βασανίσει σωματικά (πχ με ηλεκτροσόκ) και να τραυματίσει ένα τρίτο άτομο ; Το 67% όσων έλαβαν μέρος στο πείραμα επέβαλαν ολόκληρη την κλίμακα των ηλεκτροσόκ! Τα 2/3 δηλαδή βασάνιζαν με ηλεκτροσόκ έναν άνθρωπο μέχρι αναισθησίας, μόνο και μόνο επειδή τους το πρόσταζε ένας άλλος άνθρωπος.
Συμπέρασμα: η πλειοψηφία των ενήλικων ανθρώπων στην κοινωνία μας είναι σε θέση να βασανίσει απάνθρωπα (Μίλγκραμ) ή να σκοτώσει (Κόλλεϋ) αδιάκριτα άλλους, αρκεί ο βασανισμός και ο φόνος να έχει μία επίσημη νομιμότητα και να ελέγχονται στο διάστημα αυτό από μία αυταρχική προσωπικότητα ή έκτακτες συνθήκες καταναγκασμού. Αυτή νομίζω είναι μία πολύ τρομακτική διαπίστωση που εξηγεί συγχρόνως πως ολόκληρες κοινωνίες μπορούν να ασπασθούν τη φασιστική νοοτροπία και συμπεριφορά υπό ορισμένες κοινωνικές και πολιτικές προϋποθέσεις καταλήγοντας ενδεχομένως σε αποτρόπαια μαζικά εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Σε ψυχολογικό επίπεδο, όμως, η βασική προϋπόθεση είναι ο φόβος και η υποταγή στην εξουσία.
Όπως είπαμε, είναι αυτός ο φόβος και η υποταγή που οδηγούν τους ανθρώπους στον αγχώδη ανταγωνισμό, την περαιτέρω αποξένωση, την μοναξιά και την εχθροπάθεια με όλη την συνακόλουθη δυστυχία της ύπαρξής τους. Μπορεί, λοιπόν, οι διακρατικοί πόλεμοι και οι πολεμικές συγκρούσεις τις τελευταίες δεκαετίες να λιγόστεψαν στον πλανήτη, όμως οι βιαιοπραγίες σε κοινωνικό επίπεδο αυξήθηκαν παράλληλα με την ατομική εκδήλωση επιθετικότητας, αλλά και την ψυχολογική εσωτερίκευση της βίας.
Είτε μιλάμε για την αύξηση των κοινωνικών συγκρούσεων και ταξικών αντιθέσεων την τελευταία τριετία της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης με την διόγκωση της ανεργίας, την επιδείνωση των εργασιακών σχέσεων, τις απεργίες και την εκτίναξη της επαγγελματικής ανασφάλειας, είτε μιλάμε για την κατακόρυφη άνοδο της εγκληματικότητας, της περιθωριοποίησης, του πολλαπλασιασμού των οργανωμένων συμμοριών, της αστυνομικής βίας, της σχολικής και νεανικής βίας, της μετανάστευσης, της ξενοφοβίας και του ρατσισμού, του σεξισμού, των βιασμών γυναικών, της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, της πορνείας, της σωματεμπορίας, των ναρκωτικών, του αλκοολισμού, της παχυσαρκίας, της ανορεξίας, του ιντερνετικού εθισμού, των συλλήψεων/φυλακίσεων και, κυρίως, των ψυχικών διαταραχών, γεγονός είναι ότι οι κοινωνικές αντιθέσεις και εκδηλώσεις βίας έχουν πολλαπλασιασθεί παγκοσμίως. Εξέλιξη που αποτελεί τον αδιάψευστο μάρτυρα της βαθιάς κρίσης του καπιταλισμού της εποχής μας.
Όταν οι αντιθέσεις αυτές δεν πολιτικοποιούνται και δεν λαμβάνουν μορφή κοινωνικών εξεγέρσεων (βλ αραβικό κόσμο) ή απεργιακών κινητοποιήσεων και διαδηλώσεων (Ν. Ευρώπη) ώστε να εξωτερικευτούν και να βρουν μία διέξοδο, τότε εξατομικεύονται στρέφοντας τον ένα άνθρωπο εναντίον του άλλου και εναντίον του ίδιου του εαυτού (βλ άνοδο εγκληματικότητας σε Ελλάδα και όλη τη Δύση). Αυτή η δεύτερη εξατομικευμένη και συγχρόνως εσωτερικευμένη μορφή βίας είναι και η πλέον επικίνδυνη. Γιατί είναι μη άμεσα ορατή, λαμβάνει χώρα στον μικρόκοσμο των ανθρώπινων σχέσεων και δεν είναι πάντα εύκολα μετρήσιμη. Είναι, ωστόσο, εξίσου σημαντική και εξαιρετικά υποτιμημένη λόγω της πολλαπλότητας και πολυπλοκότητας των μορφών της και της ανάγκης της εξουσίας να τη συγκαλύψει αποστασιοποιούμενη από αυτήν.
Αυτή την βία ανέπτυξε μέχρι σημείου παράλυσης και σήψης της κοινωνίας ο καπιταλισμός, βασιζόμενος στις αρχές της αποδοτικότητας, του ανταγωνισμού και της διαρκούς ανάπτυξης… της εκμετάλλευσης για τη μεγιστοποίηση των κερδών. Ακόμη, λοιπόν, και εάν η οικονομική κρίση αντιμετωπισθεί με επιτυχία σε βάθος 15-20 ετών αποκαθιστώντας τις ισορροπίες των αγορών και τη λειτουργία των μηχανισμών εκμετάλλευσης, ο βιασμός της ανθρώπινης ψυχής και του φυσικού και ζωτικού μας περιβάλλοντος καταδικάζουν οριστικά και αμετάκλητα το σημερινό σύστημα κοινωνικής οργάνωσης ως αδιέξοδο και καταστροφικό για την ζωή και το μέλλον της στον πλανήτη.


Θα ακολουθήσει ένα β’ μέρος με στατιστικά στοιχεία που τεκμηριώνουν τη βία σε όλα σχεδόν τα επίπεδα της καθημερινής ζωής των ανθρώπων.

Δευτέρα 23 Μαΐου 2011

ΟΙ ΠΑΠΙΕΣ ΤΗΣ ΕΞΩΤΙΚΗΣ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑΣ.

Του Κώστα Βαξεβάνη

Υπάρχει μια δημοσιογραφία που δεν είναι ούτε μάχιμη,ούτε κατευθυνόμενη. Δεν μπορείς να την κατηγορήσεις πως τα παίρνει, αλλά ούτε πως ματώνει για όσα πρέπει να ματώνει η δημοσιογραφία. Είναι κάτι σαν τις ομιλίες του κυρίου Βενιζέλου. Σαγηνευτικές, με ροή, σε στρέφουν στον θαυμασμό, αλλά σχεδόν ποτέ δεν καταλαβαίνεις γιατί έγιναν και τι ήθελαν να πουν. Είναι ένα είδος εξωτικής δημοσιογραφίας
Σε αυτή την δημοσιογραφία, η Ελλάδα δεν πονάει,δεν έχει παραδοθεί στη διαφθορά, δεν είναι θύμα χρόνιων πολιτικών και ανέντιμων πολιτικών, αλλά παραπέει ανάμεσα σε αόριστες ευθύνες λόγω έλλειψης κυρίως ενός πολιτικού σαβουάρ βιβρ που αν υπήρχε θα ήταν θαυματουργό. Σε αυτή τη δημοσιογραφία η κοινωνία και οι ανάγκες της, αντικαθίσταται από μια κοινωνική ευαισθησία που δεν έχει και κυρίως δεν ζητά ευθύνες.
Στο επίκεντρο αυτής της δημοσιογραφίας είναι όλα τα άσχημα φαινόμενα και οι συμπεριφορές αρκεί να μην χρειαστεί κάποιος, με όνομα και διεύθυνση, να φταίει. Αυτή η δημοσιογραφία στρέφει το βλέμμα στη διαφορετικότητα, στις καταπιεσμένες ομάδες, στο περιθώριο, έχοντας συμφωνήσει με τον εαυτό της, πως είναι ο ιεραπόστολος της καταπιεσμένης Ελλάδας. Μέχρι εκεί όμως. Δεν θα σταυρωθεί ποτέ. Και βέβαια δεν θα σταυρώσει κανένα.
Είναι μια δημοσιογραφία που αποτελεί την άλλη όψη του λαικισμού. Ίσως δεν παίζει τόσο με τα ένστικτα, αλλά πάιζει εξίσου με το συναίσθημα. Αγιοποιώντας πάντα τον εαυτό της
Υπάρχει μια δημοσιογραφία που είναι αποδεκτή και από αυτούς που φταίνε και από αυτούς που δεν φταίνε. Και τα έχει με όλους καλά γιατί δεν ενόχλησε ποτέ κανένα. Συμπορεύεται με την εξουσία, δημιουργώντας πάντα την εντύπωση πως το κάνει από την μεγάλη της ανάγκη να την ελέγχει.
Υπάρχει μια ναρκισσιστική δημοσιογραφία, που αυτοθαυμάζεται, που αυτοικανοποιείται αλλά δεν αυτοχρηματοδοτείται. Έχει πάντα σπόνσορα.
Είναι η δημοσιογραφία που φταίει εξίσου με την πουλημένη δημοσιογραφία για την κατάντια μας. Δεν είναι life style,αλλά εκπροσωπεί το life style της ιδεολογιας, της αναζήτησης και του προβληματισμού.
Δεν είναι άξεστη, δεν είναι τραχιά, δεν είναι ενοχλητική. Είναι παντός καιρού και έχει μόνο φίλους. Ενας φίλος μου την αποκαλεί bi-δημοσιογραφία. Νομίζω πως της πάει ο χαρακτηρισμός εξωτική.Γεμάτη με δημοσιογράφους που κάνουν τις πάπιες.

Ο ΣΠΑΡΑΓΜΟΣ ΤΗΣ ΥΠΟΚΡΙΣΙΑΣ

Της Χριστίνας Πουλίδου

Δεν ξέρω αν είναι αθώος ή ένοχος ο Ντομινίκ Στρος Καν, ή σε ποιό βαθμό είναι ένοχος. Δεν ξέρω πώς λειτουργεί η αμερικανική δικαιοσύνη, που στη συγκεκριμένη υπόθεση εμφανίστηκε ως φωτεινό υπόδειγμα ανάδειξης της αρχής της ισότητας, αλλά ταυτόχρονα και της ισοπέδωσης. Δεν ξέρω αν η ιστορία ήταν μια απλή υπόθεση «μάτσο» συμπεριφοράς (πιθανότατα σε ακραία εκδοχή), ή μια «στημένη» ιστορία που εξυπηρετούσε πολλές σκοπιμότητες. Δεν ξέρω τίποτα απ' όλα αυτά, που ωστόσο πέρασαν απ΄το μυαλό μου αυτές τις μέρες.
Ξέρω όμως, ότι αισθάνομαι μια βαθιά-βαθιά λύπη, από τη συγκλονιστική εικόνα ενός ανθρώπου που δεν μπόρεσε να ελέγξει το πάθος του. Για τον επιπλέον λόγο, ότι είμαι οπαδός της έννοιας του «πάθους» (στο ποδόσφαιρο, στη δουλειά ή στις σχέσεις) που πλουτίζει και δίνει περιεχόμενο στη ζωή. Αυτή μου την πεποίθηση (που είναι περισσότερο ιδεολογική και λιγότερο βιωματική) την γκρέμισε με συγκλονιστικό τρόπο ο Στρος Καν.
Ο πρώην επικεφαλής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου ήταν μια ιδιαίτερα χαρισματική προσωπικότητα – ευφυής και δυναμικός, ανέλαβε έναν οργανισμό κακοφημισμένο και προβληματικό και τον ανέδειξε σε κυρίαρχο παράγοντα της παγκόσμιας διακυβέρνησης. Τεχνοκράτης με πολιτική στόφα, ήξερε να χαράζει στρατηγικές, να μελετά τα λάθη προηγουμένων εφαρμογών (στη Λατινική Αμερική για παράδειγμα), να διαμορφώνει συμμαχίες (με τον Ζ.Κ.Τρισέ λ.χ.) και να αντιπαρατίθεται σθεναρά για μια ισορροπημένη σύνθεση – στο ντουέτο Μέρκελ-Σαρκοζύ κατ' επανάληψη.
Αυτός ο βασιλιάς του κόσμου γκρεμίστηκε από τον ουρανό στα έγκατα της γης, σε ένα κλίμα παγκόσμιας θυμηδίας και γενικευμένης χαιρεκακίας, επειδή υπήρξε έρμαιο των παθών του. Αυτός ο ευφυής άνθρωπος, που είχε μια τεράστια αυτογνωσία και γνώριζε (το είχε παραδεχτεί) πως το «αδύνατο» σημείο του ήταν «το χρήμα και οι γυναίκες», την πάτησε σαν τον τελευταίο βλάκα με συγκλονιστικές επιπτώσεις, που δεν ανασκευάζονται, δεν ρετουσάρονται, δεν κολάζονται – αυτό είναι που με τάραξε.
Ως γυναίκα με τάραξε επίσης η αφήγηση της καταγγέλλουσας, όπως βγήκε κομμάτι-κομμάτι στα ΜΜΕ. Αν καλόπιστα δεχθούμε την εκδοχή της, η επιτακτική αξίωση συμμετοχής σε ένα πάθος προς μια ανυποψίαστη γυναίκα, σε ένα πλαίσιο που φορτίζεται από την τεράστια κοινωνική απόσταση του άντρα και της γυναίκας, είναι ο εφιάλτης που στοιχειώνει κάθε γυναίκα απ' τα εφηβικά της χρόνια. Αυτόν τον εφιάλτη κατήγγειλε ότι έζησε μια γυναίκα της βιοπάλης, που στάθηκε στα βασικά, τα οποία και διεκδίκησε.
Πολλά είναι αυτά που δεν ξέρω/δεν ξέρουμε, γι΄αυτή την υπόθεση. Ξέρω όμως ότι αισθάνομαι μια βαθύτατη λύπη – για πολλούς λόγους, ένας απ΄αυτούς είναι η εικόνα της βίας του πλήθους, το παθιασμένο λυντσάρισμα που δέχτηκε από τα ΜΜΕ ο Ντομινίκ Στρως Καν. Η τηλεοπτική εικόνα του - αξύριστος με το σακάκι να κρέμεται απ' τον ώμο, καθώς τον σέρνουν απ' τις χειροπέδες οι αστυνομικοί - ασφαλώς, ασφαλέστατα, δεν εξηγείται μόνο με όρους «αμερικανικής τηλεοπτικής δημοκρατίας». Διότι την εικόνα της καταγγέλλουσας δεν την έχουμε δεί, ούτε καν το όνομά της δεν ξέρουμε – η έννοια της ισότητας έχει πάει περίπατο, χωρίς να υπάρχει δίκη, με μια απλή καταγγελία. Ο ένας προστατεύεται, ο άλλος διαπομπεύεται.
Στα δικά μου μάτια (που δεν είναι ανυποψίαστα, γιατί είμαι νομικός) η αμερικανική δικαιοσύνη είναι άνιση και ακατανόητη. Εξωφρενικά άδικη όμως ήταν και η μεταχείριση του Στρος Καν από τα ΜΜΕ. Εγώ προσωπικά έχω ζήσει, σε άπειρες επισκέψεις ελληνικών κυβερνητικών αποστολών στο εξωτερικό, άντρες (από τον πληθυσμό δημοσιογράφων, τεχνικών και λοιπών συναφών επαγγελμάτων που συνοδεύουν μέλη κυβερνητικής αποστολής) να βαθμολογούν τα ξενοδοχεία ανάλογα με το σέρβις στην παροχή γυναικείας συντροφιάς για το βράδυ, να διαπληκτίζονται με το προσωπικό της ρεσεψιόν επειδή δεν επετράπη σε ανήλικες πόρνες να ανέβουν στα δωμάτια, να ανταλλάσσουν πονηρά τηλέφωνα και συστάσεις.
Αυτή η πραγματικότητα, ήταν/είναι γνωστή σε όλους μας. Τη σκεπάζουμε όμως με την κουρτίνα της διακριτικότητας που επιβάλλει η ιδιωτική ζωή του καθενός και ορμάμε σαν θεριά να ξεσκίσουμε τον επώνυμο, όταν η κουρτίνα της δικής του διακριτικότητας τρυπήσει. Οι ευτυχισμένοι οικογενειάρχες και οι πιστοί σύζυγοι με το ροζ μπλοκάκι στην κωλότσεπη, επέπεσαν σαν όρνεα στον όμοιό τους, που είχε την ατυχία να είναι πλούσιος, διάσημος και να πιαστεί στα πράσα.
Από τη μέρα που έπεσε σαν βόμβα η είδηση της σύλληψης του Στρος Καν για τον συγκεκριμένο βαρύ, ασήκωτο, λόγο, ένας κόμπος έχει κάτσει στον λαιμό μου. Για τον σκοτεινό κόσμο της «γοητείας της εξουσίας» αλλά και της «αλαζονείας της εξουσίας», για τον ρόλο του «πάθους» στη ζωή μας, για τις απροσμέτρητες και αμετάκλητες επιπτώσεις ενός faux pas, μιας εσφαλμένης κίνησης, για την καυτή και γάργαρη κακία ενός μοχθηρού και υποκριτικού κόσμου – με άλλα λόγια, όπως έχει πεί ο Μανόλης Αναγνωστάκης, «για πόσα άλλα κρυμμένα βαθιά».

Πέμπτη 19 Μαΐου 2011



«Μα δε θα λένε:
Ήτανε δύσκολοι καιροί.
Θα λένε:
Γιατί σωπαίνουν οι ποιητές τους;»

Berthold Brecht, 1937
 



Ας μου επιτραπεί σήμερα μια σύντομη ιστορική αναδρομή, in memoriam, με την ευκαιρία της θλιβερής επετείου της Γενοκτονίας των Ποντίων. Το κείμενο που ακολουθεί δεν είναι παρά ένα ευλαβικό μνημόσυνο για τις χιλιάδες αθώες ψυχές που χάθηκαν μεταξύ 1914 και 1922, επειδή είχαν την ατυχία να κατοικούν στα παράλια του Εύξεινου Πόντου και να είναι χριστιανοί. Ο σκοπός του είναι να θυμίσει, μα πάνω απ’ όλα να ενημερώσει για τη μεγάλη σφαγή, που έγινε στο όνομα της τουρκικής εθνοκάθαρσης, εμπνευστής της οποίας υπήρξε ο Κεμάλ Ατατούρκ.
Μετά τη διάλυση της βυζαντινής αυτοκρατορίας και για οκτώ ακόμα χρόνια μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, ένα σημαντικό κομμάτι του ελληνισμού, ο Πόντος, παρέμενε ελεύθερο. Το 1461, η άλωση της Τραπεζούντας σήμανε την απώλεια της ανεξαρτησίας του, αλλά όχι και της εθνικής συνείδησής του, η οποία διατηρήθηκε αμείωτη στο πέρασμα των αιώνων. Περίπου 600.000 Έλληνες παρέμειναν εγκατεστημένοι στην περιοχή, ενώ, μετά την άλωση, 150.000 μετοίκησαν στον Καύκασο.
Πράγματι, η περιοχή ακμάζει, τα γράμματα και οι τέχνες ανθίζουν. Τα αμέτρητα ελληνικά σχολεία – με πιο φημισμένο το Φροντιστήριο της Τραπεζούντας – δεν παύουν στιγμή να διδάσκουν στα παιδιά την ελληνική κουλτούρα και να μεταλαμπαδεύουν την πολιτιστική μας κληρονομιά. Οι εφημερίδες, τα περιοδικά, τα τυπογραφεία, οι λέσχες και τα θέατρα δεν μπορούν παρά να μαρτυρούν το ψηλό πνευματικό επίπεδο των Ελλήνων του Πόντου.
Η εμπλοκή της Τουρκίας στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο στο πλευρό των Γερμανών ωστόσο, και η ανοδική πορεία των Νεοτούρκων με ηγέτη τον Μουσταφά Κεμάλ προς την εξουσία, έμελλαν να αλλάξουν το ρου της Ιστορίας και να μετατρέψουν τη ζωή των μειονοτήτων, που επί αιώνες ζούσαν ειρηνικά στα εδάφη της οθωμανικής αυτοκρατορίας, σε έναν ανατριχιαστικό εφιάλτη.
Πράγματι, το 1914, οι ίδιοι οι Γερμανοί συμβούλεψαν τους συμμάχους τους να εκτοπίσουν στο εσωτερικό της Ανατολίας, σε βάθος τουλάχιστον 200 χιλιομέτρων, τους χριστιανούς, επειδή πίστευαν ότι θα ήταν επικίνδυνοι για την έκβαση του πολέμου, ενώ ο Κεμάλ, γνωστός πια σαν «γκρίζος λύκος», οραματίζεται την οικονομική απεξάρτηση από τις Μεγάλες Δυνάμεις και την εθνοκάθαρση, ξεριζώνοντας τις «αμελητέες» μειονότητες και παραδίδοντας την «Τουρκία στους Τούρκους».
Το 1915 καταρτίζεται το σχέδιο της εξολόθρευσης των χριστιανικών πληθυσμών, ενώ τον Ιούνιο της ίδια χρονιάς διαδραματίζεται η φοβερή σφαγή των Αρμενίων. Ταυτόχρονα, υιοθετείται σειρά μέτρων για την εξόντωση των Ελλήνων, που αφορά περιορισμούς στην άσκηση του επαγγέλματός τους και απαγόρευση στους μουσουλμάνους να εργάζονται με Έλληνες. Όλα δείχνουν πως η μοίρα του ποντιακού ελληνισμού είναι μάλλον προκαθορισμένη, εκείνοι, όμως, δεν φαίνονται καθόλου διατεθειμένοι να το βάλουν κάτω εύκολα. Και στο σημείο αυτό ανοίγει μια σελίδα της Ιστορίας που ελάχιστος κόσμος γνωρίζει.
Τα παλικάρια του Πόντου οργανώνουν ένα εκπληκτικό αντάρτικο, που θα δυσκολέψει κατά πολύ τη ζωή του τουρκικού στρατού, αλλά και θα καταφέρει να σώσει ένα σημαντικό μέρος του πληθυσμού. Κι ενώ έχει ήδη αποφασιστεί ο μαζικός εκτοπισμός των αντρών 20 – 45 ετών στα φοβερά τάγματα εργασίας, τα περιβόητα αμελέ ταμπουρού, απ’ όπου ελάχιστοι θα επιζήσουν, αρχίζουν και οργανώνονται οι πρώτες ανταρτικές ομάδες, κυρίως στο Δυτικό Πόντο, στις περιοχές της Αμισού και της Πάφρας, με κύριο σκοπό την προστασία του πληθυσμού, που είναι έρμαιο των λεηλασιών, των εξευτελισμών, των εκτελέσεων και των βιασμών.
Το ότι από τις 183.000 Ελλήνων της Αμάσειας, επέζησαν έστω και οι 50.000 οφείλεται στην προστασία της περιοχής από τους αντάρτες. Πολλές και αξιόλογες ήταν οι ανταρτικές ομάδες, που λόγω οικονομίας χώρου είναι αδύνατο να αναφερθούν εδώ. Αξίζει ωστόσο να γίνει λόγος για την περίπτωση του Νεμπιένταγ της Πάφρας, όπου οι αντάρτες ήρθαν αντιμέτωποι με ολόκληρο τουρκικό σύνταγμα άριστα εξοπλισμένο και προτίμησαν έναν περήφανο θάνατο. Πράγματι, όταν εξαντλήθηκαν τα πυρομαχικά τους και προκειμένου να συλληφθούν από τους Τούρκους, αφαίρεσαν μόνοι τους τη ζωή τους.
Αυτή άλλωστε δεν ήταν η μόνη πράξη ηρωικής αυτοχειρίας των Ποντίων, αφού στη Σιμικλή Κερασούντας, που μετατράπηκε σε καινούργιο Ζάλογγο, οι γυναίκες, σαν τις Σουλιώτισσες, προτίμησαν να πέσουν στο ποτάμι να πνιγούν, παρά να αιχμαλωτιστούν από τους Τούρκους.
Αξιοσημείωτη εξ άλλου είναι η μάχη των Κοπαλάντων το 1918, όπου οι αντάρτες, αφού κατατρόπωσαν τον τουρκικό στρατό, ανάγκασαν τους Τούρκους να αποδώσουν μια σχετική μορφή αυτονομίας στη Σάντα του Ανατολικού Πόντου και να μην την ξαναενοχλήσουν μέχρι το 1921, οπότε ο Κεμάλ με τον πολυάριθμο στρατό του την κατέστρεψε. Μολονότι ο ακαταπόνητος αρχηγός των ανταρτών Ευκλείδης Κουρτίδης με τα παλικάρια του κατέβαλαν υπεράνθρωπες προσπάθειες, το μόνο που κατάφεραν ήταν να σώσουν τα περισσότερα γυναικόπαιδα.
6 – 7.000 υπολογίζεται ότι ήταν οι αντάρτες. Η δύσκολη ζωή τους μέσα σε σπηλιές και καλύβες, πάνω στα απόκρημνα βουνά με τις αντίξοες καιρικές συνθήκες και τη δυσεύρετη τροφή, τους έκανε σκληροτράχηλους και εξαιρετικούς πολεμιστές. Το χιόνι διέκοπτε την τροφοδοσία, ενώ τα όπλα τους στην αρχή δεν ήταν παρά μαχαίρια και αξίνες. Επανειλημμένες εκκλήσεις για βοήθεια προς την ελληνική κυβέρνηση δεν βρήκαν καμία απήχηση. Αργότερα τους προμήθευσαν με όπλα οι Ρώσοι. Είναι πολύ πιθανό, αν οι αντάρτες είχαν από κάπου υποστήριξη, η Ιστορία να είχε πάρει άλλη τροπή.
Στο μεταξύ, οι Τσέτες (κυρίως ληστές) που έχουν ενταχθεί στην τουρκική χωροφυλακή δεν αφήνουν τίποτε όρθιο. Πλήθος φρικαλεοτήτων και βιαιοπραγιών ταλανίζουν τον πληθυσμό, ενώ οι μετατοπίσεις συνεχίζονται ολοένα και συστηματικότερα προς το εσωτερικό της χώρας. Οι περισσότεροι θα χάσουν τη ζωή τους στις ατέλειωτες πορείες θανάτου, από την κακομεταχείριση, την έλλειψη τροφής, τη δίψα και τις αρρώστιες. Ατέλειωτα καραβάνια δύστυχων ανθρώπων, γυναικών, παιδιών, γερόντων και ανήμπορων σέρνονται προς τα βάθη της Ανατολής. Οι πεθαμένοι εγκαταλείπονται άταφοι, οι μανάδες δεν μπορούν να κλάψουν τα νεκρά παιδιά τους. Θα μπορούσε κανείς να πει, πως ολόκληρος ο δρόμος από τη γη του Πόντου προς το εσωτερικό της Τουρκίας είναι σπαρμένος με κόκαλα.
Υπολογίζεται ότι μέχρι το 1917 είχε κιόλας υποκύψει το ένα τέταρτο του εκτοπισθέντος πληθυσμού. Από τις 14.000 που ξεκίνησαν από την Κερασούντα, για παράδειγμα, μόνο οι 4.000 επιβίωσαν. Ο ίδιος ο Τζεμάλ Νουζχέτ άλλωστε, νομικός σύμβουλος στο φρουραρχείο της Κωνσταντινούπολης, αποδοκίμασε έντονα τις πρακτικές του Κεμάλ και κατήγγειλε ότι το 90% των Ελλήνων της Πάφρας είχε εξοντωθεί.
Στις 19 Μαίου 1919 – που ορίστηκε σαν ημέρα μνήμης της γενοκτονίας - ο Κεμάλ αποβιβάζεται στη Σαμψούντα, έχοντας υπό τις διαταγές του δύο σώματα στρατού. Πρώτη του δουλειά να κηρύξει το μίσος κατά των Ελλήνων και να συστήσει μυστική οργάνωση με το όνομα Mutafai Milliye. Η τελευταία πράξη του δράματος ξεκινά. Όταν τελειώσει δεν θα έχει μείνει τίποτα πια. Μόνο καμένη γη και πτώματα. Τίποτα που να θυμίζει πως εδώ κάποτε έζησαν Έλληνες.
Με την επικράτηση του Κεμάλ οι διωγμοί γίνονται εντονότεροι. Καθημερινά, χωρικοί βρίσκονται κακοποιημένοι και δολοφονημένοι στα χωράφια τους. Σε όλες τις πόλεις του Πόντου στήνονται τα Έκτακτα Δικαστήρια της Ανεξαρτησίας, που με συνοπτικές διαδικασίες καταδικάζουν και εκτελούν την ηγεσία του Πόντου.
Ο ανταποκριτής της Daily Telegraph έγραφε λίγους μήνες αργότερα: «Οι τωρινοί εκτοπισμοί και οι σφαγές στη Μ. Ασία είναι χωρίς προηγούμενο στην τουρκική ιστορία».
Στο διάστημα αυτό και μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου, οι Πόντιοι, βλέποντας πως έχει αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση, ζητούν να συμπεριληφθούν στο ελληνικό κράτος. Ο Βενιζέλος όμως αρνείται κατηγορηματικά, με την αιτιολογία ότι η περιοχή βρίσκεται πολύ μακριά για να μπορεί η Ελλάδα να την προστατέψει. Τελικά, το 1920 ιδρύεται η Ποντοαρμενική Ομοσπονδία. Συμφωνήθηκε η στρατιωτική συνεργασία Ελλάδας και Αρμενίας με σκοπό την προστασία του Πόντου από τους Τούρκους. Δυστυχώς όμως η ήττα των Αρμενίων στο Ερζερούμ είχε σαν συνέπεια την εγκατάλειψη των Ποντίων στο έλεος του Θεού.
Τον Οκτώβριο του 1922, με τη μεσολάβηση των συμμάχων, η ελληνική κυβέρνηση και ο Κεμάλ συμφώνησαν να μεταφερθούν όσοι Έλληνες του Πόντου είχαν απομείνει, με τουρκικά καράβια στην Κωνσταντινούπολη κι από εκεί με ελληνικά στην Ελλάδα. Έτσι, κατέφθασαν στη μητέρα πατρίδα περί τις 400.000 Πόντιοι πρόσφυγες, ανέστιοι και ξεριζωμένοι, που μαζί με τους Ίωνες αναδύθηκαν σε έναν τιτάνιο αγώνα επιβίωσης. Οι πιο πολλοί εγκαταστάθηκαν στη Μακεδονία και τη Θράκη, πολλές χιλιάδες, ωστόσο, Πόντιοι δεύτερης και τρίτης γενιάς, βρίσκονται σήμερα εκτός ορίων Ελλάδας, στον Καναδά, την Αμερική, την Αυστραλία, τη Ρωσία, αποτελώντας κι αυτοί ένα κομμάτι της Ομογένειας. Ένα είναι σίγουρο: οι άνθρωποι αυτοί, με την εργατικότητα και το κοφτερό μυαλό τους, όχι μόνο συναρμολόγησαν ξανά τη ζωή τους, αλλά και οι ίδιοι και οι απόγονοί τους, όπου γης, πρόκοψαν και προκόβουν σε όλους τους τομείς και προ παντός είναι πάντα περήφανοι για την καταγωγή τους.
Και τι να πρωτοθυμηθεί κανείς από τον ηρωισμό των Ελλήνων του Πόντου! Ιστορίες, που σε μας τους νεότερους μοιάζουν με παραμύθι. Με θρύλο σκεπασμένο από την αχλή του χρόνου, από τη σκόνη της Ιστορίας. Της Ιστορίας εκείνης, που δεν διδάσκεται στα σχολεία. Γιατί, άραγε; Κάποιοι έχυσαν το αίμα τους για μια ιδέα, γιατί δεν απαρνήθηκαν τις ρίζες τους, την ελληνικότητά τους, την καταγωγή τους. Κάποιοι έπεσαν θύματα της μισαλλοδοξίας, του ρατσισμού, της αμάθειας και του φανατισμού των Αγαρηνών. Κάποιοι θυσιάστηκαν στο βωμό του κεμαλισμού και του παντουρκισμού, που δεν ήταν τίποτε άλλο από το Δούρειο Ίππο με τον οποίο η σύμμαχος των Τούρκων Γερμανία, συνυπεύθυνη για τη γενοκτονία – Τι παράδοξο! Δυο φορές μέσα στον ίδιο αιώνα! - προσπάθησε να αλώσει οικονομικά και πολιτικοστρατιωτικά την Εγγύς και Μέση Ανατολή.
Το ελάχιστο που μπορούμε να κάνουμε είναι να κρατήσουμε άσβεστη την ιστορική μνήμη. Γιατί λαός που δεν γνωρίζει την Ιστορία του κινδυνεύει να χάσει την εθνική του ταυτότητα. Και όσο κάποιοι προσπαθούν και επιμένουν να παραχαράζουν την Ιστορία, τόσο οι νεότερες γενιές έχουν υποχρέωση να μαθαίνουν και να υπερασπίζονται την ιστορική αλήθεια.
Το φρικτό αυτό έγκλημα, τέλος, στοιχειοθετεί αναμφισβήτητα γενοκτονία, που σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο δεν παραγράφεται όσα χρόνια κι αν περάσουν. Περίπου 250.000 Πόντιοι εξοντώθηκαν μεταξύ 1914 και 1922. Το θέμα είναι ότι η Τουρκία, ως συνήθως, δεν παραδέχεται καμία από τις ανομίες της και ότι η Ελλάδα, και πάλι ως συνήθως, δεν διεκδικεί τίποτα επί του θέματος. Αντίθετα μάλιστα, σε λίγο η αγαπητή γείτων θα γίνει συν – εταίρος μας! Μιλάμε δε, και για ελληνοτουρκική φιλία. Και καλά κάνουμε. Δεν ωφελεί άλλωστε σε τίποτα το νεκρό φορτίο που κουβαλούν οι λαοί στην πλάτη τους. ΟΜΩΣ, απαραίτητη προϋπόθεση, η αποποίηση του εγκληματικού παρελθόντος, η συγγνώμη και η μεταμέλεια, ως δείγματα καλών προθέσεων. ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΤΗΣ ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑΣ ΕΔΩ ΚΑΙ ΤΩΡΑ! Διαφορετικά, οποιαδήποτε φιλία και συνεργασία δεν μοιάζει παρά με τεράστιο γίγαντα με πήλινα πόδια.
Χριστιάννα Λούπα

Τετάρτη 18 Μαΐου 2011

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΑ ΣΤΟ ΚΡΕΒΑΤΙ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΙΟΥ ΠΡΟΚΡΟΥΣΤΗ.

Γράφει η Μαρία Σταματιάδου*

Όλο και πιο συχνά τελευταία (και στον απόηχο της βαθιάς κρίσης που βυθιζόμαστε), διαβάζουμε, συζητάμε, σκεφτόμαστε, αναρωτιόμαστε… σχετικά με την ταυτότητά μας. Την ελληνική ταυτότητα, την οποία πρέπει –για κάποιο λόγο που δεν είναι ευκρινής– να της προσδώσουμε κάποιον επιπλέον προσδιορισμό του είδους «δυτική», «ανατολική», «παγκόσμια», «ευρωπαϊκή» κλπ. Το ελληνική πλέον δεν φθάνει, δεν είναι αρκετό.
«Ανήκομεν εις την Δύσιν»; (κατά τη γνωστή ρήση του Κωνσταντίνου Καραμανλή), ή «Η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες»; (σύνθημα που έφερε τον Ανδρέα Παπανδρέου στην εξουσία) ή «στην καθ’ ημάς Ανατολή»; Όλα αυτά μαζί, ή τίποτε από όλα; Ή «κάποια» από αυτά, σε «κάποια» δοσολογία;
Δεν προτίθεμαι να γράψω ένα κείμενο που θα επαναλαμβάνει τα χιλιοειπωμένα περί της Δύσης, η οποία υιοθέτησε τα περισσότερα στοιχεία του ελληνικού πολιτισμού, τα οποία αναπότρεπτα μετάλλαξε, σύμφωνα με το νέο έδαφος στο οποίο μπολιάστηκαν.
Ούτε θα μιλήσω ξανά για τη Δύση που μας «ξεπέρασε» σε όλα τα επίπεδα (αλήθεια, με ποιο αξιακό μέτρο «ξεπερνάμε» ή «υποβιβαζόμαστε»;) και προσπαθούμε να μιμηθούμε το «λαμπρό» πολιτισμό που δημιούργησε.
Δεν μ’ ενδιαφέρει αυτή η στείρα αντιπαράθεση τού ποιος έδωσε και ποιος πήρε τι, ούτε και τι έκανε αυτό που πήρε ή έδωσε… Μια τέτοια λογιστική (μπακαλίστικη) προσέγγιση μόνο θα υποβίβαζε και καθόλου δεν θα φώτιζε το θέμα.
Διότι πρόκειται απόλυτα για θέμα παράδοσης και πολιτισμού, δηλαδή για την ίδια την πνοή και την ποιότητα, του λαού μας και των άλλων λαών, με τους οποίους μοιραία ήρθαμε σε σχέσεις διάφορων δούναι και λαβείν. Πρόκειται επίσης για ένα θέμα-βίωμα της πραγματικότητας, που συνεχώς ρέει και πασχίζει ρέοντας να φυλάξει την ιδιοπροσωπεία της – δηλαδή την αιτία της ύπαρξής της…

ΨΗΛΑΦΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑ

Παρακολούθησα πρόσφατα, στο ραδιόφωνο, ένα θαυμάσιο αφιέρωμα στο ρεμπέτικο τραγούδι. Θα ήταν αδύνατο να αποκαλυφθεί όλη η αλήθεια του ρεμπέτικου, δίχως τις –λεπτομερείς πολλές φορές– αναφορές στο ιστορικό του πλαίσιο, όπως και στον ιστορικό, κοινωνικό και φυσικό χώρο, όπου ανέπνεαν και εμπνέονταν οι δημιουργοί του. Το ίδιο συμβαίνει και με τις αναφορές στο δημοτικό τραγούδι στις δεκάδες εκδοχές του, σε κάποια βιβλία αφιερωμένα στη γέννηση και την εξέλιξή τους.
Μέσα από τέτοια αφιερώματα, ακούσματα και αναγνώσματα είναι που μπορούμε να κατανοήσουμε (όχι απλώς να καταλάβουμε), την ελληνικότητα και τη σχέση της με τις άλλες πολιτιστικές πραγματικότητες.
Πιο συγκεκριμένα, μέσα από τι; Μέσα από μουσικές-απόηχους της καβαφικής «πόλης που θα μας ακολουθεί», αναπόφευκτα, μέσα από τον ήλιο που λάμπει σχεδόν όλον το χρόνο, μέσα από γαλανές θάλασσες, μέσα από βουνά-κατοικίες θεών και αερικών, μέσα από την κατοχή και την προσφυγιά, μέσα από τη σκλαβιά, από τη νεκρανάσταση και το δημιουργό πόνο, μέσα από τη θυσία και την ανυπότακτη αγάπη, μέσα από την ιδιόμορφη σχέση με την Ελευθερία και τον Θεό, μέσα από τον ίδιο τον τρόπο που δημιουργήθηκε ο Λόγος μας… μέσα από το «είναι» και το «γίγνεσθαι» του Ελληνισμού, του αρχαίου, του ρωμαίικου, του νεότερου και του μελλοντικού.
Θα μπορούσε κάποιος να φανταστεί αυτές τις δημιουργίες γεννημένες σε υγρές, ομιχλώδεις, γκρίζες χώρες; Θα μπορούσαν τέτοια τραγούδια να γραφούν από καουμπόιδες, από αποικιοκράτες, από περιπλανώμενους νομάδες, γενικά από λαούς με διαφορετικό πλαίσιο υπαρκτικής αναφοράς;
Αντίστοιχα, εμείς δεν θα μπορούσαμε να δημιουργήσουμε τα δικά τους αυθεντικά δημιουργήματα, ούτε και να εκφραστούμε μέσα από εκείνα, γιατί τα περισσότερα στοιχεία τους δεν υπάρχουν μέσα στη δική μας συγκρότηση ζωής (εμείς δεν θα μπορούσαμε, για παράδειγμα, να δημιουργήσουμε ένα γούντστοκ).
Φυσικά και μπορούμε να τα ακούμε, να τα χορεύουμε, να τα τραγουδάμε, να τα απολαμβάνουμε, δεν θα μπορέσουν όμως ποτέ να γίνουν «δικά μας», παρά μόνον μέσα από μια στείρα και ελλιπούς παιδείας μίμηση, στην οποία μας ωθούν κατά κόρον τις τελευταίες δεκαετίες οι έχοντες την αντίστοιχη προπαγάνδα στα χέρια τους.
Γιατί όχι; Διότι, πολύ απλά, είμαστε διαφορετικοί λαοί. Διότι οι λαοί έχουν τη δική τους παράδοση, έχουν ιδιαίτερα ποιοτικά χαρακτηριστικά, έχουν θεμέλια και βάσεις σε ζωτικά στοιχεία, ως εκ τούτων, έχουν αυτοσυνειδησία.

ΕΝΑ ΠΕΙΡΑΜΑ ΣΕ ΕΞΕΛΙΞΗ

Στον αντίποδα των λαών βρίσκονται οι μάζες, που δεν είναι παρά συνονθυλεύματα ατόμων χωρίς κοινές αξίες, χωρίς ετερότητα, με τέτοια καταθλιπτική ομοιομορφία, ώστε εύκολα γίνονται όλοι μαζί αντικείμενα προπαγάνδας, θύματα έξωθεν κατευθύνσεων, εσωτερικά κενά άτομα, και κυρίως, απίστευτα ανασφαλή.
Μια τέτοια προσπάθεια μετατροπής του λαού σε μάζα συμβαίνει εδώ και αρκετές δεκαετίες στη χώρα μας (και όχι μόνον στη χώρα μας). Νιώθουμε πως δεν πατάμε γερά στα πόδια μας, γιατί δεν γνωρίζουμε ποιες είναι οι βάσεις μας, ποιες είναι οι γενεσιουργές συνθήκες της ύπαρξής μας.
Έτσι, μιμούμαστε άχαρα στοιχεία μιας ξένης κουλτούρας, τα οικειοποιούμαστε χωρίς κανένα βαθμό επίγνωσης, και μέσα σ’ αυτήν την ατμόσφαιρα, αναρωτιόμαστε επί χρόνια: τελικά, ποιοι είμαστε;
Λέγεται, ότι η Δύση αντιπροσωπεύει τη Λογική της Γης ενώ η Ανατολή εκφράζει την Πνευματικότητα. Και η Ελλάδα; Δυστυχώς η Ελλάδα, στη σημερινή της πραγματικότητα, παραπαίει τραγικά ανάμεσα σ’ ένα δυτικό πολιτισμό που δεν μπορεί να γίνει δικός της, και στην παράδοσή της, που δεν ξέρει πώς να την ακούσει.
Η «ΕλληνοΔύση» λοιπόν δεν είναι, προς το παρόν, ένα ολοκληρωμένο μόρφωμα, αλλά ένα ατελές «πείραμα», την έκβαση του οποίου δεν μπορούμε να γνωρίζουμε.
Αυτό που γνωρίζουμε με βεβαιότητα είναι ότι ο πολιτισμός της Δύσης βιώνει πλέον την αποτυχία του, την αυτοδιάλυσή του, βιώνει το μηδενισμό σε όλα του τα επίπεδα – δεν χάνει όμως εύκολα την αίγλη του, αυτήν που γοητεύει χωρίς όμως να μαγεύει, που εντυπωσιάζει χωρίς όμως να εμπνέει…
Οι Έλληνες μοιάζουμε να αφηνόμαστε και να παρασυρόμαστε από τη διάλυση αυτή, από την έκπτωση ενός αστικού πολιτισμού, που δεν ήταν –και δεν μπορούσε να είναι– δικός μας.

ΤΟ ΤΙΜΗΜΑ ΤΗΣ ΕΥΜΑΡΕΙΑΣ

Η Δύση, έχοντας υιοθετήσει, με πολύ μεράκι και θαυμασμό, σημαντικά στοιχεία του πολιτισμού μας, μοιραία τα «σφράγισε» με τα δικά της χαρακτηριστικά, με ένα είδος εκκοσμίκευσης και ουμανισμού, εντελώς ξένα έως και αντίθετα, με την ελληνική υπέρβαση, με την ταπείνωση και τη μετοχή της ψυχής και του σώματος στο Μυστήριο της Ζωής.
Και ενώ φαινομενικά οι δυτικές κοινωνίες δόμησαν έναν πολιτισμό «για» τον άνθρωπο, προσγειωμένο, έντιμο, κοσμικά ηθικό, έναν πολιτισμό ευδαιμονίας και ευχέρειας, τον βλέπουμε σήμερα να καταρρέει, κάτω από το βάρος της «γείωσης» και των παθών του.
Ο δυτικός άνθρωπος, με τον πολιτισμό που δημιούργησε για τις ανάγκες του, κατάφερε να «ελευθερωθεί» από πλείστες δυσχέρειες, δεν έγινε όμως ευτυχισμένος, και πολύ περισσότερο, δεν κατάφερε να διατηρήσει ζωντανό και ακμαίο τον πολιτισμό αυτόν που του εξασφαλίζει την ευχέρειά του.
Από την άλλη πλευρά, οι Έλληνες δημιουργήσαμε πολιτισμό μέσα από τις δυσχέρειες, φυσικά για να τις υπερβούμε, όχι όμως μέσω κάποιου είδους ορθολογικού ευδαιμονισμού αλλά μέσω της ταπείνωσης και της μετατόπισης του κέντρου βάρους, από την ατομική φιλαυτία, στο Όλον. Αυτό υπήρξε ένα από τα βασικά στοιχεία που ο δυτικός άνθρωπος δεν κατάφερε να προσλάβει, καθώς δεν είχε τις αντίστοιχες ρίζες ούτε τις αντίστοιχες «αναγνωριστικές κεραίες».
Παρ’ όλα αυτά, η Δύση πέτυχε αυτά που στόχευε – οι άνθρωποι όμως είναι δυστυχισμένοι μέσα στα επιτεύγματά τους, διότι αντί να τους απελευθερώνουν από το βάρος της υπαρξιακής δουλείας, τους καθιστούν περισσότερο δούλους των αναγκών τους. Υποψία, ανασφάλεια, κατήφεια, εγωκεντρικό κλείσιμο, διαρκής αγωνία… ιδού η βιωματική πραγματικότητα αυτού του πολιτισμού.

ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΑΡΧΕΤΥΠΑ

Πριν από λίγα χρόνια, όλο το παραπάνω αποτελούσε θέμα συζήτησης κοινωνιολόγων, φιλοσόφων, διανοούμενων εν γένει. Σήμερα, αποτελεί μια πραγματικότητα που βιώνουν οι πάντες και για την οποία συζητούν όλοι, ακόμη και οι πιο «ακαλλιέργητοι», ανώριμοι ή ά-πειροι της ζωής, πράγμα που σημαίνει ότι η κρίση αυτή του πολιτισμού που καταρρέει έχει εδραιωθεί πλέον ως καθεστώς!
Ο σημερινός δυτικός άνθρωπος ίσως είναι ο πιο ευδαίμων άνθρωπος της ιστορίας, με λυμένα τα βασικά ζητήματα δυσχέρειας της ζωής. Θεώρησε όμως ότι είχε λύσει όλα τα προβλήματα, γενίκευσε αυθαίρετα (και πολύ ανώριμα) αυτήν την ευχέρεια του ζην του και έπαψε πλέον να παράγει αληθινό πολιτισμό.
Έπαψε να κατ-εργάζεται τέχνες, σταμάτησε να πλουτίζει τον εσωτερικό του κόσμο με φιλοσοφία και με υψηλές συγκινήσεις καθώς έπαψε να α-πορεί μπροστά στα μεγάλα θαύματα της ζωής, σταμάτησε να αναζητά την ιερότητα και την αγία αναφορά του. Ζει μέσα στην τραγικότητα τού ότι ανέπτυξε πολιτισμό για να κατακτήσει την ευδαιμονία, και η ευδαιμονία του αυτή ανέστειλε κάθε στοιχείο πολιτισμού του…
Περισσότερο όμως τραγικός από όλους είναι ο νεοέλληνας, καθώς όλα τα δομικά στοιχεία της ύπαρξής του είναι πολύ διαφορετικά από τα αποτελέσματα του δυτικού πολιτισμού που καλείται να επεξεργαστεί.
Ο Έλληνας έχει στις ρίζες του τα αρχέτυπα της Οδύσσειας, του αγώνα του βίου και του νόστου (της νοστ-αλγίας και του νόστ-ιμου). Ακόμη, έχει στη βάση του τα αρχέτυπα της Ιλιάδας, του αγωνιστικού φρονήματος. Στον αρχαίο κόσμο, ο Έλληνας αγωνίζεται ενάντια σε δυσχέρειες, σε θεούς, σε εσωτερικούς και εξωτερικούς δαίμονες. Οι ήρωες της τραγωδίας ανοίγονται με δέος και θάρρος μπροστά στο άγνωστο και στο φόβο και τα ψηλαφούν.
Απέναντι στο μεγαλύτερο φόβο και στο πιο οδυνηρό άγνωστο, στο θάνατο, ο Έλληνας αντέτεινε την Ορθοδοξία, προσκολλώμενος στο αναστάσιμο μήνυμά της εδώ και τώρα, δίχως ιδεοληψίες και ψυχαναγκασμούς. Μέσα από τις πιο κρίσιμες και βαθιές δυσχέρειες, κατάφερνε να ανοίγει τη συνείδησή του και να ανακαλύπτει πραγματικότητες που του ήταν μέχρι τότε άγνωστες.

Η ΔΥΤΙΚΗ ΚΑΙ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΛΑΝΗ

Όλα αυτά και πολλά άλλα είναι ανεξίτηλα αποτυπωμένα στις εκφράσεις του πολιτισμού μας: στα παραδοσιακά τραγούδια και τους χορούς μας, στις γιορτές και τα ξεφαντώματα, στα μοιρολόγια και στο θρήνο, στις ιστορικές πράξεις αυτοθυσίας, στα φαγητά μας, στις εικαστικές δημιουργίες μας από τα αρχαία γλυπτά μέχρι τις αυτόφωτες αγιογραφίες και τη μεταμοντέρνα ζωγραφική, στη λογοτεχνία και την ποίηση και στο σύνολο των αξιακών προτεραιοτήτων μας.
Η ιδιαιτερότητα του ελληνικού πολιτισμού, αυτή που δεν μπόρεσε, εκ των πραγμάτων, να οικειοποιηθεί η Δύση, έγκειται επιπλέον στο ότι ο Έλληνας άνοιξε την ψυχή του στις βαθιές δυσκολίες της ζωής και μ’ αυτόν τον τρόπο ανακάλυψε ισχυρά πνευματικά ερείσματα.
ΟΜΩΣ δεν τα χρησιμοποίησε για να «ξορκίσει το κακό», δεν απετέλεσαν ξόρκια των δυσχερειών, καθώς δεν ήταν επινοήματα αλλά ανακαλύψεις διάφορων πλευρών της Αλήθειας.
Κατά κάποια νομοτέλεια, ο άνθρωπος, όταν ζει σε καταστάσεις ευδαιμονίας, (ή έστω, βολέματος), δεν αναζητά την Αλήθεια, δεν στρέφεται στο Υπερβατικό, δεν έχει ανάγκη από Θεό, αγίους, ποιητές, δεν στρέφεται στο επέκεινα γιατί δεν νοιάζεται να δομήσει σχέσεις ιερότητας.
Αυτή ακριβώς είναι η «ακροβασία» του νεοέλληνα: δημιούργησε υψηλό πολιτισμό μέσα σε συνθήκες δυσχερειών, τον δώρισε σε όλη την ανθρωπότητα, τον πήραν οι Δυτικοί και τον κατεύθυναν προς την υλική ευδαιμονία, στην οποία εγκλωβίστηκε και ο ίδιος ο νεοέλληνας.
Αποτέλεσμα; Σήμερα να συνθλίβεται ανάμεσα στις μυλόπετρες του μνημονίου των αγορών, πλανόμενος από την τερατώδη μετάλλαξη του δικού του ιερού δημιουργήματος.
Σήμερα ο δυτικός άνθρωπος, αλλά και ο σύγχρονος νεοέλληνας, στις συνθήκες ζωής που δημιούργησε, έρχεται αντιμέτωπος με πολλά μέτωπα, που του προκαλούν ζάλη και υπέρμετρο άγχος.
Το υλικό υπόβαθρο του πολιτισμού του, το «αυτονόητο» του έχειν (ένδυση, τροφή, στέγη, ιατρική και φαρμακευτική βοήθεια) έχει αμβλύνει (μέχρι που εξαφάνισε) τις πραγματικές δυσκολίες της ύπαρξης: την υπαρξιακή δυσχέρεια του θανάτου, τη σχέση με τη φύση και τον Θεό, την έκφραση υπερβατικών συγκινήσεων, την αναζήτηση νοήματος πέρα από τα αυτονόητα.
Παράλληλα, το υλικό αυτό υπόβαθρο αρχίζει να γκρεμίζεται σε πολλά σημεία του, έτσι ώστε η υπαρξιακή αγωνία των ανθρώπων να επιτείνεται ακόμη περισσότερο, καθώς η ευμάρεια απαντά μεν σε κάποια ζητήματα της ανθρώπινης ύπαρξης, απαντά όμως στα πιο επιφανειακά και με τρόπο εξαιρετικά βραχυπρόθεσμο. Γι’ αυτό το λόγο, η μοίρα της είναι η κατάρρευση.

Η ΚΑΤΑΡΡΕΥΣΗ ΚΑΙ ΤΟ «ΑΝΟΙΓΜΑ»

Και εδώ μπορούμε να αναρωτηθούμε: είναι μοιραίο, οι πολιτισμοί να καταρρέουν; Η απάντηση είναι εξαιρετικά δύσκολη. Ένας δυτικής κουλτούρας και δυτικών καταβολών άνθρωπος πιθανότατα θα απαντούσε θετικά, καθώς, βάσει της λογικής του, τα έργα των ανθρώπων, φυσικώς ακολουθούν τη θνητότητα του δημιουργού τους.
Για έναν Έλληνα όμως, η απάντηση δεν είναι τόσο αυτονόητη, καθώς ο πολιτισμός που αυτός παρήγαγε και που ρέει μέσα του απ’ όλες τις πηγές του (και ας μην το συνειδητοποιεί πάντα), δεν είναι αμιγώς έργο ανθρώπινο. Είναι παράγωγο του ανοίγματος της ψυχής σε μιαν ανώτερη συνειδητότητα (πράγμα που γίνεται εύκολα αντιληπτό στη φιλοσοφία του Ηράκλειτου και του Πλάτωνα, στους Έλληνες Πατέρες της Ορθοδοξίας και στην ποιητική του Ελύτη και του Παπαδιαμάντη).
Δεν γνωρίζω από πού προέρχεται αυτό το «άνοιγμα». Ίσως να οφείλεται στο ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον, ίσως σε άλλα δεδομένα που μου διαφεύγουν… Πάντως, είναι γεγονός ότι σε συνθήκες που άλλοι λαοί ταμπουρώνονται στην ατομοκεντρικότητά τους, οι Έλληνες αμβλύνουν και απογειώνουν το πνεύμα τους, αποκαλύπτοντας πάντα κρυμμένες δυνάμεις.
Αυτής της ποιότητας ο πολιτισμός λοιπόν δεν είναι μοιραίο να καταρρεύσει, μάλλον είναι μοιραίο να εξελιχθεί και να αποτελέσει απάντηση στα αδιέξοδα του δυτικού πολιτισμού. Όσο και αν –λόγω κάποιου επαρχιώτικου σνομπισμού– κάνουμε πως δεν θέλουμε να ακούσουμε την παράδοσή μας, αυτή μας καλεί αδιαλείπτως.
Το κάλεσμά της αχνοφαίνεται στην επιμονή μας ακόμη να γελάμε, να ξεφαντώνουμε και να πενθούμε όπως παλιά, να διακωμωδούμε την τραγικότητά μας, να επιστρατεύουμε τις πονηριές μας (πολυμήχανοι γαρ) στα αδιέξοδά μας και να γεμίζουμε ασφυκτικά τους δρόμους των χωριών και των πόλεών μας στις μεγάλες γιορτές, όσο και αν η οικονομική ανέχεια μας πνίγει.
ΧΟΡΕΥΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΟΝ ΖΟΡΜΠΑ

Ο Ελληνισμός αποκομμένος από τον άξονά του (την αυθόρμητη, καρδιακή –όχι νοητική– υπέρβαση του υλικού φρονήματος) μεταμορφώνεται σε βραχύβια μάστιγα, η οποία βουλιάζει στα αδιέξοδά της. Αυτήν την κατάσταση βιώνουμε σήμερα, με την κατάρρευση αυτού που λέμε «δυτικός πολιτισμός».
Ο Ελληνισμός που ανακαλύπτει ξανά το σημείο αναφοράς του –και ως εκ τούτου μπορεί να εξελίσσεται– αποτελεί την πρόταση που θα δώσει και πάλι ζωή στον καταρρέοντα δυτικό κόσμο, με προοπτική που αποκρίνεται στη γήινη, αλλά και στην ουράνια φύση του ανθρώπου.
Ίσως ο χορός του Ζορμπά δεν είναι κατανοητός σήμερα στους δυτικούς στοχαστές. Σε εμάς όμως, όσο και αν είναι ξεχασμένος, είναι οικείος. Και όταν στη Δύση δεν θα απομείνει κανένα δεκανίκι ύπαρξης και ο τρελός αυτός χορός καταστεί η μοναδική ρεαλιστική πρόταση μιας καινούργιας αφετηρίας, θα αποβάλλουμε μόνοι μας κάθε φθηνό φτιασίδι με το οποίο «μπουκώσαμε» την ελληνική παράδοση, και θα χορέψουμε, σε καινούργια θέατρα, τα γνώριμα βήματα…
Το ερώτημα λοιπόν είναι: «ΕλληνοΔύση», ή καινούργια ανατολή του Ελληνισμού στη Δύση; Η απάντηση θα έρθει αβίαστα, μέσα από τις ζυμώσεις της ίδιας της ζωής…

* Η Μαρία Σταματιάδου είναι νομικός, συγγραφέας και διετέλεσε αρχισυντάκτρια του ΑΒΑΤΟΝ.

Πηγή: antifono.gr, περιοδικό ΑΒΑΤΟΝ, τ 107,Απρίλιος 2011

Αναδημοσίευση από kostasxan.