του Παντελη Μπουκαλα
Από παλιά έχω τη μανία να μαζεύω -ακόμα κι από την άσφαλτο, τσαλαπατημένες- προκηρύξεις κομμάτων, συνδικάτων, οργανώσεων, συλλόγων ή και ατόμων, με την ανυπόστατη ελπίδα ότι θα μου δοθούν ο καιρός και η μέθοδος να αναζητήσω τα στερεότυπα του προκηρυκτικού πολιτικού λόγου. Με τη δική τους μανία όμως οι συγγραφείς και διακινητές προκηρύξεων να μην αναγράφουν ημερομηνία στο εκάστοτε κείμενό τους που επιχειρεί να διαφωτίσει τον λαό, δυσχεραίνουν, αν δεν καθιστούν αδύνατη, ακόμα και τη χρονολογική κατάταξή τους. Εσκεμμένη μού φαίνεται ώρες ώρες η παράλειψη αυτή, ένα τέχνασμα. Γιατί αν μπορούσες να βάλεις σε χρονική σειρά τις προκηρύξεις, θα διαπίστωνες πως είχες δίκιο να υποθέτεις ότι το κόπι-πέιστ άρχισε να λειτουργεί πριν εισαχθούν στην αγορά οι υπολογιστές με τις ευκολίες τους: Από τη μια Πρωτομαγιά την άλλη, από το ένα Πολυτεχνείο στο άλλο, από τη μια πανελλαδική απεργία στην επόμενη, ελάχιστα πράγματα διαφοροποιούνται, όχι μόνο στα συνθήματα, αλλά και στις σχοινοτενείς αναλύσεις ή εκθέσεις ιδεών που παρατίθενται πριν δοθούν, δίκην ηθικού διδάγματος, τα συνθήματα με μεγάλα γράμματα. Ο,τι συμβαίνει στον επίσημο πολιτικό ή πολιτικοφανή λόγο, της Βουλής και των διαγγελμάτων, όπου οι λογογράφοι έχουν προ πολλού παραιτηθεί από την υποχρέωση της δεύτερης σκέψης και της ανανέωσης, συμβαίνει και στον διαμαρτυρόμενο λόγο των προκηρύξεων: κόπωση και αυτοαναπαραγωγή. Κι ίσως γι' αυτό λείπουν οι ημερομηνίες. Αλλά άχρονα κείμενα δεν είναι καλά και σώνει διαχρονικής αξίας· το ίδιο πιθανό είναι να μείνουν εκτός Ιστορίας, ανείσπρακτα, πολιτικώς αμετάφραστα και αδρανή.
Ένα από τα βράδια λοιπόν της πλατείας Συντάγματος, την οποία πολλοί εμίσησαν, κυβερνώντες και αντιπολιτευόμενοι (ο καθένας τους για να μη χάσει το μικρό ή μεγάλο μονοπώλιό του, της «ευθύνης» ή της «αντίστασης»), απλώνω το χέρι και παίρνω μια προκήρυξη με τον μεγαλογράμματο τίτλο «Ντροπή Ελληνες». Μακρυγιάννης - στον οικείο του χώρο θα έλεγε κανείς. Στην πίσω σελίδα, κι ύστερα από μια κάποια «εξήγηση» για το κακό που μας βρήκε (οι μετανάστες, ο ευδαιμονισμός, οι ομοφυλόφιλοι, περιέργως μόνο οι Εβραίοι και οι μασόνοι λείπουν), οι υπογράφοντες Αγανακτισμένοι Ορθόδοξοι προτρέπουν τον δήμο, σαν ποίμνιο πια, να αφιερωθεί σε μετάνοιες και προσευχές, ειδάλλως τον περιμένει διπλή κόλαση, επί γης και μετά θάνατον. Πήγα να πιάσω κουβέντα με τον άνθρωπο που μοίραζε τις προκηρύξεις, «μάλλον δεν θα 'λεγε τέτοια πράματα ο Μακρυγιάννης», λέω, «μα τι λέτε, κύριε, έχετε διαβάσει τα «Οράματα και θάματα»;», ήρθαν τελικά και οι απαραίτητοι Εβραίοι και μασόνοι, φως φανάρι, η «ανταλλαγή απόψεων» δεν έβγαζε πουθενά. Ο καλός άνθρωπος, συνεχίζοντας ενστικτωδώς μια μακρά παράδοση, έχει κόψει τον Μακρυγιάννη στα δύο, έχει κρατήσει το ένα μισό, τον άγιο με τα «Οράματα και θάματα», κι έχει κρύψει στο συρτάρι, σαν ανεπιθύμητο, το άλλο μισό, τον στρατηγό δηλαδή με τα «Απομνημονεύματά» του, αλλά κι αυτόν «καθαρισμένο», απομακρυγιαννισμένο. Το ξαναλέω. Δεν πρωτοτυπεί. Ήδη ο Μακρυγιάννης στο μυαλό πολλών, και στη δημόσια χρήση του ονόματός του, είναι ένα σχήμα σχεδόν κενό, ένα φάντασμα, ένας άγιος. Κάτι έχουμε ακουστά, κάτι ψιλοδιαβάσαμε κάποτε, ε, αρκούν αυτά για να τον αναφέρουμε ως υπόδειγμα. Κορφολογούμε κι από τις σελίδες του (ή μάλλον από τις σελίδες άλλων που μιλούν γι' αυτόν μ' έναν προκάτ θαυμασμό που αδιαφορεί για την κειμενική πραγματικότητα) ό,τι μας εξυπηρετεί και πορευόμαστε.
Δεν συμβαίνει μόνο με τον Ρουμελιώτη στρατηγό αυτό. Και με τον Σολωμό τα ίδια και με τον Ρήγα, και με τους αρχαίους και, για να έρθουμε πιο κοντά στα χρόνια μας, με τον Παλαμά, τον Καβάφη, τον Σεφέρη... Έτσι, την ίδια ακριβώς στιγμή που τιμάμε τον Μακρυγιάννη σαν αποϊστορικοποιημένο άγιο, απαγορεύοντάς του στην ουσία να μας δείξει και να μας διδάξει οτιδήποτε, μέσα στο μυαλό μας κυκλοφορεί σαν άδειο σχήμα επίσης, σαν φάντασμα, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, σαν άγιος κι αυτός. Και δεν μπαίνουμε στη σκέψη (ίσως επειδή δεν μας έμαθαν στο σχολείο να μπαίνουμε σε τέτοιες αιρετικές, αν όχι αντεθνικές σκέψεις) ότι οι δύο συγκεκριμένοι «άγιοι» δεν χωρούν στο ίδιο εικονοστάσι, αφού όσο συναγωνιστές υπήρξαν, άλλο τόσο συγκρούστηκαν· δεν μπαίνουμε δηλαδή στη σκέψη ότι, αν θέλουμε να μάθουμε κάτι από την Ιστορία, είναι ότι το πρώτο που πρέπει να κάνουμε είναι να τους κατεβάσουμε από το εθνικό εικονοστάσι, από το ύψος της τεχνητής αγιοσύνης, και να τους τιμήσουμε σαν ανθρώπους, τρανούς, ήρωες, αλλά με όλα τα γνωρίσματα των ανθρώπων, καλά και κακά, και μάλιστα όσων βρίσκονται σε πόλεμο, απελευθερωτικό ή εμφύλιο. Ως αποτελεσματικά παραδείγματα άλλωστε μόνο οι άνθρωποι μπορούν να λειτουργήσουν, όχι οι άγιοι με την απρόσιτη αίγλη τους.
Λέει, ας πούμε, ο Μακρυγιάννης στα «Απομνημονεύματά» του: «Νόμους γυρεύει και σύστημα να πάγει η πατρίς ομπρός. Ο Κολοκοτρώνης όμως κι ο Μεταξάς κι οι άλλοι οι τοιούτοι καθημερινούς εφύλιους πολέμους θέλουν και φατρίες· αυτοί τους γέννησαν κι από αυτούς προχώρεσαν κι οι Αράπηδες». Κι αλλού: «Ο Κολοκοτρώνης και οι συντρόφοι του, οδηγημένοι από τον Καποδίστρια διά να μείνουν τα σύνορα περιγιορισμένα, ήθελαν να συκοφαντούνε τους Eλληνες ότ' είναι θερία κι ανάξιοι της λευτεριάς τους. Τότε διά να πετύχει αυτό ο Κυβερνήτης, είπε του Κολοκοτρώνη και συντροφίας να βγάλουν παντού ληστάς, κι όπου βρίσκουν περιηγητάς γύμνωμα, ό,τι μπορέσουνε». Δεν μοιάζουν με συναξάρι όλα αυτά. Αλλά εδώ είναι το λάθος, το αενάως κληροδοτούμενο λάθος: να πιστεύουμε (να δασκαλευόμαστε για να πιστεύουμε) ότι χρειαζόμαστε αγίους, τάχα γιατί, αλλιώς, τραυματίζεται η εθνική μας αυτοεκτίμηση, και να φτάνουμε έτσι να τους κατασκευάζουμε, κόβοντας την Ιστορία σε φέτες και διαλέγοντας. Η Ιστορία ωστόσο θα μπορούσε να μας πει, διά στόματος αρμοδιοτάτου, του Γιάννη Βλαχογιάννη, ότι τα γραπτά των ανθρώπων δεν είναι ευαγγέλια εξ αποκαλύψεως συνταγμένα, ότι δηλαδή ο Μακρυγιάννης «δεν είναι μεν μάταιος, ούτε αλαζών και καυχηματίας, πάντως όμως μέγα φρονεί περί εαυτού, λίαν ενδιατρίβει περί τας ιδίας πράξεις και τους ιδίους λόγους, όσον δε νομίζει ότι αυτός και πράττων και λέγων ευρίσκεται εν δικαίω, τόσον επιδεικνύει τους άλλους σφαλλομένους, και λέγοντας και πράττοντας». Όσο για τον Κολοκοτρώνη και τα δικά του «Απομνημονεύματα», η Ιστορία θα έβρισκε και πάλι αρμοδιότατο στόμα, του Γεωργίου Τερτσέτη, για να μας πει: «Ποιος ζωγραφίζεται αναμάρτητος εις το βιβλίον; Ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης. Τα λάθη του, τας ελλείψεις του δεν θα μάθωμεν από το βιβλίον του». Που σημαίνει ότι διαβάζουμε για να μάθουμε, όχι για να λιβανίσουμε και να σταυροκοπηθούμε.
Και τους αρχαίους βέβαια σαν προ Χριστού και χριστιανισμού αγίους τούς αντιμετωπίζουμε, σαν σχήματα, σαν ονόματα δίχως μεδούλι, αδιαφορώντας για τις σφοδρές συγκρούσεις των ίδιων των παλαιών ιστοριογράφων για τον έναν ή τον άλλον μεγάλο. Αλλά γι' αυτά, την άλλη φορά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου