Του Γιάννη Γερμανού
Στέκεται στη μέση ενός δρόμου κοντά στην πλατεία Συντάγματος. Ήρθε έτσι απλά ειρηνικά να διαδηλώσει την άρνησή του – ένας νέος σαν τόσους άλλους που συγκεντρώθηκαν μαζικά. Μέσα σε λίγα λεπτά πλακώνουν απ’ το πουθενά οι γνωστοί-πασίγνωστοι κουκουλοφόροι, εμφανίζονται και οι αστυνομικές δυνάμεις για να καταστείλουν, να κάνουν στη σκακιέρα των επεισοδίων την κίνηση… ΜΑΤ. Βρίσκεται ξάφνου εν μέσω διασταυρούμενων πυρών, το νέφος αποπνικτικό, κάνει στην αρχή να φύγει αλλά υπακούει σε μια παρόρμηση παράλογη και μένει εκεί· ακίνητος και ανήμπορος, σαν λαγός που τον χτυπούν μεμιάς οι προβολείς του κυνηγού. Αρχίζουν να τσούζουν τα μάτια, κόβεται κάπου κάπου η αναπνοή, αυτός όμως εκεί – ο νεανικός ρομαντισμός να μη λέει να καταπιεί πώς δε μπορεί να παραμείνει σε δημόσιο χώρο και να εκφραστεί ελεύθερα. Οι μικροεκρήξεις τον ταράζουν κατά διαστήματα, κάπου ακούγονται φωνές, «αλήτες» απ’ τη μια, «φασίστες» απ’ την άλλη, από αλλού λυγμοί· αυτός ασάλευτος, ώσπου αρχίζουν να υγραίνονται τα μάτια του – δεν πειράζει, θα καθαρίσει η ατμόσφαιρα, θα ηρεμήσουν τα πνεύματα, δε μπορεί… «Καλά, τρελός είσαι ρε φίλε; Τι κάθεσαι εδώ, δε βλέπεις τι γίνεται;» του φωνάζει ένας άντρας που περνά τρέχοντας δίπλα του κι έχει καλύψει με τη μπλούζα του τη μύτη και το στόμα, αλλά τότε μόλις αρχίζουν να τρέχουν τα δάκρυά του και δεν ξέρει ούτε ο ίδιος αν προκλήθηκαν από τα δακρυγόνα ή ήρθαν μόνα τους, αν πυροδοτήθηκαν χημικά ή… φυσικά. Ποια δακρυγόνα άλλωστε είναι αποτελεσματικότερα από την πλήρη απόγνωση και τη σπαρακτική του θλίψη; Μέσα στο πεδίο της μάχης του Συντάγματος αφήνει τα δάκρυα να αναβλύσουν, νιώθει όπως όταν έκλαψε καθισμένος σ’ ένα πάρκο κάποια νύχτα που έβρεχε πολύ (πότε ήταν αλήθεια;) και δεν ήταν βέβαιος αν τα μάγουλά του τα μούσκευαν οι στάλες της βροχής ή τα δικά του δάκρυα.
Σαν να τον πλησιάζουν δυο άτομα, μέσα στην ομίχλη πώς να ξεχωρίσει αν φορούν στολή ή όχι, άλλωστε τι διαφορά έχει αυτό, όταν στρέφονται όλοι εναντίον όλων, όταν ζωώδη ένστικτα αναλαμβάνουν πρόθυμα τα ηνία από τη λογική, όταν μια πραγματική ζούγκλα δε θυμίζει πια σε τίποτα την πρώην κεντρική πλατεία μιας σύγχρονης πόλης. Τι διαφορά έχει, αφού όλοι κάτι άλλο κρύβουμε κάτω απ’ την επιδερμίδα, την ανθρώπινη στολή μας. Ήταν ένα όμορφο πρωί όταν ξεκίνησε σήμερα απ’ το δυάρι του στον Νέο Κόσμο, είναι ένα εφιαλτικό απόγευμα τώρα που μεταφέρθηκε ήδη σε Άλλο Κόσμο. Στον πανικό και τη σύγχυση που επικρατούν, του έρχεται στο μυαλό (τι παράξενο) μια διαφήμιση ενός σαμπουάν που έβλεπε μικρός - «ΟΧΙ ΠΙΑ ΔΑΚΡΥΑ… Κατάλληλο για μωρά και μικρά παιδιά». Ναι, αυτό να πετυχαίναμε μόνο, μια κοινωνία κατάλληλη, που δε θα φέρνει δάκρυα στα μάτια των νέων – μια χώρα να κάνει πράξη το σύνθημα «όχι πια δάκρυα» χρειαζόμαστε ρε γαμώτο, και πάνω στο συνειρμό αυτό σχεδόν του ξεφεύγει ένα χαμόγελο τόσο παράταιρο μέσα στο πολεμικό σκηνικό, ενώ οι δύο ακαθόριστες μορφές βρίσκονται ολοένα πιο κοντά. Θεωρούν άραγε ότι πρέπει να τον προστατεύσουν από την απειλή ή θεωρούν τον ίδιο απειλή, τι σημασία έχει τελικά, αφού είναι μόνος στη σκηνή σαν ήρωας σε αρχαία τραγωδία που τα βάζει, θνητός αυτός και μοιραίος, με τους παντοδύναμους θεούς. Πότε έρχεται η κάθαρση, πότε λύνεται το δράμα;
«Δε βλέπεις το ποτάμι του θρήνου γιατί του λείπει ένα σου δάκρυ» είχε γράψει ο Πόρτσια – έστω από δακρυγόνο, σκέφτεται, και τα μάτια του εξακολουθούν να βουρκώνουν.
φιλε μου πολυ καλη η αναρτηση σου..
ΑπάντησηΔιαγραφήκαλη και αληθινη..
μου αρεσε πολυ..
μπραβο σου..
την καλησπερα μου..!!