Του Κώστα Ρεσβάνη
Έχουμε αποστηθίσει τη διαπίστωση ότι τα δημόσια έσοδα έχουν βουλιάξει και έχουμε εμπεδώσει την αιτιολογία: «Ο κόσμος και οι επιχειρήσεις δεν έχουν λεφτά να πληρώσουν φόρους.» Σωστά, αλλά δεν βλέπω και πολλούς πρόθυμους να αναρωτηθούν: «Δηλαδή τότε πού υπήρχαν τα πολλά λεφτά, πλήρωνε φόρους η πλειοψηφία των πολιτών;» Υποθέτω ότι δεν θα βρεθεί άνθρωπος σ’ αυτή τη χώρα που να απαντήσει καταφατικά.
Το οδυνηρό συμπέρασμα επομένως βγαίνει τόσο από χιλιάδες μελέτες όσο και από τη λογική: Αν οι υπόχρεοι Έλληνες πλήρωναν τις προηγούμενες δεκαετίες απλώς και μόνο τους φόρους που τους αναλογούσαν δεν θα υπήρχε σήμερα κανένα Μνημόνιο και κανένας από τους μισητούς αλλόγλωσσους πού βρίζουμε καθημερινά δεν θα είχε απαιτήσεις.
Επιπλέον θεωρώ δικαιολογημένη την επόμενη ερώτηση: Γιατί το Κράτος δεν κυνήγησε τόσα χρόνια τους επαγγελματίες φοροφυγάδες; Ας μη κάνουμε πως αγνοούμε την απάντηση: Διότι οι κυβερνήσεις ήθελαν πελάτες και όχι πολίτες. Το ταιριαστό ζευγάρι προχωρούσε χέρι χέρι με αμοιβαία συμφωνία: Διόρισέ με στο Δημόσιο και άφησέ με να κλέβω φόρους από τη μία, ψήφισέ με και σου κάνω όλα τα γούστα από την άλλη. Έτσι απλά χωρίς φιοριτούρες. Η συμπόρευση ήταν ανέφελη έως πριν λίγο καιρό οπότε η κομματική και πελατειακή ανηθικότητα οδήγησε τη χώρα στη ξέρα και εκτός από αυτό, τα μεγάλα κομματικά μαγαζιά πλήρωσαν την πολύχρονη αμοραλιστική τακτική τους, διότι δεν ήταν πλέον «χρήσιμα». Οι πελάτες τους γύρισαν την πλάτη, τους φόρτωσαν και τις δικές τους αμαρτίες και στράφηκαν σε νέους μαγαζάτορες. Όχι σ΄αυτούς που σαν τους Σιίτες Μουσουλμάνους του Ιράν αυτομαστιγώνονται σήμερα για τα ολέθρια λάθη τους, άλλά στούς άλλους,τους φρέσκους και ταλαντούχους που έδωσαν προϊόντα σε προσφορές (100.000 προσλήψεις στο Δημόσιο, κατάργηση όλων των υποχρεώσεων, 1.300 ευρώ κατώτερο μισθό και άλλα εύηχα). Εννοώ προφανώς τον ΣΥΡΙΖΑ, για τον οποίο ο Γιάννης Βούλγαρης δίνει περιεκτικά την εικόνα ( ΤΑ ΝΕΑ, Σάββατο 26 Μαίου): « Υπήρξε ο κατ΄ εξοχήν συνήγορος της ριζοσπαστικής τροπής που πήρε η κοινωνικοπολιτική διαμαρτυρία, ο υποδοχέας των κρατικιστικών- πελατειακών κυκλωμάτων του βαθέος ΠΑΣΟΚ, ο νέος συλλέκτης των καθ΄εξιν σαλταδόρων στο καμιόνι της εκάστοτε ανερχόμενης δύναμης, το μεταμοντέρνο επικοινωνιακο λάιφ στάιλ του Τσίπρα, και όλα αυτά χυμένα μέσα σε ένα παλαιοκομμουνιστικό προγραμματικό καλούπι εντυπωσιακής όπισθοδρομικότητας πού κάνει να νοιώθουν άβολα τα λίγα εκείνα στελέχη του που εμφορούνται από μια πιο μοντέρνα φιλοευρωπαϊκή στάση.»
Και στην άλλη πλευρά του πολιτικού φάσματος ένα άλλο μαγαζί η μάλλον περίπτερο, προσελκύει με διάφορα καμμένα εθνικιστικά καλούδια, αλλά και ανέξοδες προτάσεις για λύση, όπως αυτή του γνωστού οικονομολόγου και επιστημονικού ερευνητή κυρίου Χαϊκάλη: Όλα θα λυθούν με ένα δάσος πετρελαιοπηγών και χείμαρρους φυσικού αερίου!
Με όλα αυτά και άλλα πολλά χιλιογραμμένα, ανόητος είναι ο καλομαθημένος πελάτης να μην αγοράσει από τα νέα μαγαζιά; Κι΄ο άρχοντας συνδικαλιστής αφελής είναι, τώρα μάλιστα πού τον επαινούν ως «κοινωνικό φορέα», να μη προστατεύσει τα κεκτημένα του πού πληρώνουμε όλοι, αγανακτισμένοι και μη;
Και εάν κάποιος, αποδεδειγμένα αρωγός της ταλαίπωρης χώρας μας, όπως ό Ντανιέλ Κον Μπεντίτ τολμήσει να πει πως οι προσφορές κάποιου νέου μαγαζιού είναι «παράλογες», τότε ανασύρονται οι γνωστές παλαιοκομμουνιστικές πρακτικές της σπίλωσης. Έφτασε έτσι στο σημείο να τον αποκαλέσει ο κύριος Μουλόπουλος «αμφιλεγόμενο πρόσωπο». Γνωστή φρασεολογία που έρχεται από σκοτεινές περιόδους , και πού λεκιάζει μια εμβληματική προοδευτική προσωπικότητα της Ευρώπης με την υποψία η του συμβιβασμένου η του πράκτορα ή ίσως και του χρηματιζόμενου. Αυτό θα πει κατάντια.
Με τούτα και μ΄εκείνα πιστεύω πως έτσι θα βαδίσουμε ως τις εκλογές διότι άλλο να κοιτάς το φεγγάρι και άλλο το δάχτυλο που σου δείχνει το φεγγάρι. Να είμαστε απαισιόδοξοι λοιπόν; Δεν μπορώ να απαντήσω αν και συνεχώς στο μυαλό μου στριφογυρίζει ο αφορισμός του Ζοζέ Σαραμάγκου: «Απαισιόδοξος είναι ένας αισιόδοξος καλά πληροφορημένος».
Το οδυνηρό συμπέρασμα επομένως βγαίνει τόσο από χιλιάδες μελέτες όσο και από τη λογική: Αν οι υπόχρεοι Έλληνες πλήρωναν τις προηγούμενες δεκαετίες απλώς και μόνο τους φόρους που τους αναλογούσαν δεν θα υπήρχε σήμερα κανένα Μνημόνιο και κανένας από τους μισητούς αλλόγλωσσους πού βρίζουμε καθημερινά δεν θα είχε απαιτήσεις.
Επιπλέον θεωρώ δικαιολογημένη την επόμενη ερώτηση: Γιατί το Κράτος δεν κυνήγησε τόσα χρόνια τους επαγγελματίες φοροφυγάδες; Ας μη κάνουμε πως αγνοούμε την απάντηση: Διότι οι κυβερνήσεις ήθελαν πελάτες και όχι πολίτες. Το ταιριαστό ζευγάρι προχωρούσε χέρι χέρι με αμοιβαία συμφωνία: Διόρισέ με στο Δημόσιο και άφησέ με να κλέβω φόρους από τη μία, ψήφισέ με και σου κάνω όλα τα γούστα από την άλλη. Έτσι απλά χωρίς φιοριτούρες. Η συμπόρευση ήταν ανέφελη έως πριν λίγο καιρό οπότε η κομματική και πελατειακή ανηθικότητα οδήγησε τη χώρα στη ξέρα και εκτός από αυτό, τα μεγάλα κομματικά μαγαζιά πλήρωσαν την πολύχρονη αμοραλιστική τακτική τους, διότι δεν ήταν πλέον «χρήσιμα». Οι πελάτες τους γύρισαν την πλάτη, τους φόρτωσαν και τις δικές τους αμαρτίες και στράφηκαν σε νέους μαγαζάτορες. Όχι σ΄αυτούς που σαν τους Σιίτες Μουσουλμάνους του Ιράν αυτομαστιγώνονται σήμερα για τα ολέθρια λάθη τους, άλλά στούς άλλους,τους φρέσκους και ταλαντούχους που έδωσαν προϊόντα σε προσφορές (100.000 προσλήψεις στο Δημόσιο, κατάργηση όλων των υποχρεώσεων, 1.300 ευρώ κατώτερο μισθό και άλλα εύηχα). Εννοώ προφανώς τον ΣΥΡΙΖΑ, για τον οποίο ο Γιάννης Βούλγαρης δίνει περιεκτικά την εικόνα ( ΤΑ ΝΕΑ, Σάββατο 26 Μαίου): « Υπήρξε ο κατ΄ εξοχήν συνήγορος της ριζοσπαστικής τροπής που πήρε η κοινωνικοπολιτική διαμαρτυρία, ο υποδοχέας των κρατικιστικών- πελατειακών κυκλωμάτων του βαθέος ΠΑΣΟΚ, ο νέος συλλέκτης των καθ΄εξιν σαλταδόρων στο καμιόνι της εκάστοτε ανερχόμενης δύναμης, το μεταμοντέρνο επικοινωνιακο λάιφ στάιλ του Τσίπρα, και όλα αυτά χυμένα μέσα σε ένα παλαιοκομμουνιστικό προγραμματικό καλούπι εντυπωσιακής όπισθοδρομικότητας πού κάνει να νοιώθουν άβολα τα λίγα εκείνα στελέχη του που εμφορούνται από μια πιο μοντέρνα φιλοευρωπαϊκή στάση.»
Και στην άλλη πλευρά του πολιτικού φάσματος ένα άλλο μαγαζί η μάλλον περίπτερο, προσελκύει με διάφορα καμμένα εθνικιστικά καλούδια, αλλά και ανέξοδες προτάσεις για λύση, όπως αυτή του γνωστού οικονομολόγου και επιστημονικού ερευνητή κυρίου Χαϊκάλη: Όλα θα λυθούν με ένα δάσος πετρελαιοπηγών και χείμαρρους φυσικού αερίου!
Με όλα αυτά και άλλα πολλά χιλιογραμμένα, ανόητος είναι ο καλομαθημένος πελάτης να μην αγοράσει από τα νέα μαγαζιά; Κι΄ο άρχοντας συνδικαλιστής αφελής είναι, τώρα μάλιστα πού τον επαινούν ως «κοινωνικό φορέα», να μη προστατεύσει τα κεκτημένα του πού πληρώνουμε όλοι, αγανακτισμένοι και μη;
Και εάν κάποιος, αποδεδειγμένα αρωγός της ταλαίπωρης χώρας μας, όπως ό Ντανιέλ Κον Μπεντίτ τολμήσει να πει πως οι προσφορές κάποιου νέου μαγαζιού είναι «παράλογες», τότε ανασύρονται οι γνωστές παλαιοκομμουνιστικές πρακτικές της σπίλωσης. Έφτασε έτσι στο σημείο να τον αποκαλέσει ο κύριος Μουλόπουλος «αμφιλεγόμενο πρόσωπο». Γνωστή φρασεολογία που έρχεται από σκοτεινές περιόδους , και πού λεκιάζει μια εμβληματική προοδευτική προσωπικότητα της Ευρώπης με την υποψία η του συμβιβασμένου η του πράκτορα ή ίσως και του χρηματιζόμενου. Αυτό θα πει κατάντια.
Με τούτα και μ΄εκείνα πιστεύω πως έτσι θα βαδίσουμε ως τις εκλογές διότι άλλο να κοιτάς το φεγγάρι και άλλο το δάχτυλο που σου δείχνει το φεγγάρι. Να είμαστε απαισιόδοξοι λοιπόν; Δεν μπορώ να απαντήσω αν και συνεχώς στο μυαλό μου στριφογυρίζει ο αφορισμός του Ζοζέ Σαραμάγκου: «Απαισιόδοξος είναι ένας αισιόδοξος καλά πληροφορημένος».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου