Του Σταύρου Χριστακόπουλου
Τι κοινό έχουν η πολιτική και ο αθλητισμός στην Ελλάδα; Δυστυχώς μοιάζουν σαν δίδυμα αδελφάκια. Για το ποδόσφαιρο γνωρίζαμε όλοι επί χρόνια, όχι μόνο επειδή το βλέπαμε με τα ίδια μας τα μάτια, αλλά και διότι πολλές φορές έρχονταν στο φως στοιχεία τα οποία έδειχναν ότι οι αγώνες των ελληνικών πρωταθλημάτων «στήνονταν» με μεθόδους κοινών γκάνγκστερ. Η αποκάλυψη μάλιστα του «τρέχοντος» κυκλώματος είναι πραγματικά εκπληκτική, ανεξάρτητα από το πόσοι θα δουν τον κόσμο πίσω από τα κάγκελα της φυλακής.
Και στην πολιτική ζωή όμως το παιχνίδι ήταν «στημένο». Προνομιακοί προμηθευτές και εργολάβοι, κομματικοί στρατοί και ευνοούμενοι πάσης φύσεως και κάθε είδους καταλάμβαναν και ανακαταλάμβαναν το κράτος, μαφίες νέμονταν προμήθειες και μελέτες, πολιτικοί συλλαμβάνονταν με το κατσίκι στην πλάτη αλλά ποτέ δεν τιμωρούνταν εξ αιτίας ενός τρισάθλιου νομικού πλαισίου περί πλήρους απουσίας «ευθύνης υπουργών».
Στρατοί «γενίτσαρων»
Στην περίπτωση του ποδοσφαίρου τα αποτελέσματα ήταν πολύ συγκεκριμένα και ξεπερνούν κατά πολύ τα βρώμικα πρωταθλήματα, τα οφέλη που προέκυπταν για τους «νονούς» του αθλητισμού (αθλητικά, επιχειρηματικά, δικαστικά, πολιτικά) και τα κέρδη – ή υπερκέρδη – από τα στοιχήματα ή τις «αμοιβές» όσων τα έπαιρναν για να ρυθμίζουν αποτελέσματα.
Σε ό,τι αφορά την κοινωνία ειδικότερα, εδώ και χρόνια βλέπαμε να βαθαίνει το τραύμα που τα παρα-αθλητικά (για την ακρίβεια: αθλητικά!) κατακάθια προκαλούσαν σε αυτό το τμήμα της που έχουμε συνηθίσει να αποκαλούμε «ανθό» της: τη νεολαία.
Ανήλικα και αμούστακα παλληκαράκια, με αγριότητα γενίτσαρων, συνασπίζονταν σε ιδιωτικούς στρατούς προέδρων και παρατρεχάμενων προέδρων αθλητικών εταιρειών με ανταλλάγματα δωρεάν εισιτήρια, πρέζα, χαρτζιλίκι.
Και κάτι ακόμη χειρότερο: κοινωνικοποίηση και κοινωνική αυτο-αναγνώριση στο πλαίσιο χουλιγκάνικων συμμοριών, οι οποίες, επικαλούμενες «ιδέες», μετατρέπονταν σε πανίσχυρους μηχανισμούς διακίνησης ναρκωτικών και ταυτοχρόνως σε δεξαμενές αλίευσης «στελεχών» για ποικιλώνυμες «πολιτικές» ή «αντι-πολιτικές» συμμορίες.
Νεαροί και μεγαλύτεροι – άνεργοι και εργαζόμενοι – οι οποίοι έκαναν την «επανάστασή» τους υπηρετώντας άθλια εγκληματικά κυκλώματα ήταν πάντα το αποτύπωμα που άφηνε πίσω του το κύκλωμα της ποδοσφαιρικής μαφίας.
Στρατοί «ιδεολόγων»
Αντίθετα με τους – πάντα και απ’ όλους – κατακριτέους χουλιγκάνους, στην πολιτική οι ανάλογοι στρατοί επιδίδονταν σε επικών διαστάσεων πλιάτσικο με σημαία κάποια απροσδιόριστη (αλλά με ηχηρό όνομα) «ιδεολογία».
Πολιτικοί ηγέτες και πολιτικά στελέχη μεγαλύτερου ή μικρότερου διαμετρήματος, εδώ και πολλές δεκαετίες, λεηλάτησαν απροκάλυπτα τον ελληνικό λαό και τα συμφέροντά του όχι μόνο ή απλώς για προσωπικό κέρδος, αλλά, ακόμη χειρότερα, προς όφελος επώνυμων και πασίγνωστων επιχειρηματικών συμφερόντων, που σε ελάχιστο χρόνο μετατρέπονταν από «περιπτεράδες» σε «αυτοκράτορες».
Στη διαδρομή τους αυτή πάντα υπόσχονταν «ευημερία». Κι ας έστελναν τη μισή Ελλάδα στη μετανάστευση, κι ας νομιμοποιούσαν ηθικά και πολιτικά τη μίζα, κι ας ονόμαζαν την υπερχρέωση και την τελική χρεοκοπία πότε εκσυγχρονισμό, πότε επανίδρυση του κράτους και πότε σωτηρία της χώρας.
Στην πραγματικότητα όλοι αυτοί οι τύποι επιβίωσαν με έναν απλό τρόπο: με ασφαλείς – και ενίοτε ασφαλίτικες – μεθόδους εξαγοράς και δημιουργίας συνενόχων, πάντα αποτελεσματική, με τη χρήση ευτελών αλλά απολύτως αποτελεσματικών ανταλλαγμάτων προς την ελληνική κοινωνία, όπως η κοινωνική και επαγγελματική ανέλιξη, μια θέση στο Δημόσιο, μια παραπάνω προμήθεια και όλα τα συμπαρομαρτούντα.
Χρησιμοποιήθηκαν και ιδεολογικά «κίνητρα» για να επιτευχθεί η συμμετοχή όλο και περισσότερων στο φαγοπότι:
● «Εθνικού» χαρακτήρα, παρότι η χώρα συνεχώς υποχωρούσε έναντι των απαιτήσεων της Τουρκίας, των ΗΠΑ, αλλά ακόμη και τοπικών εξαμβλωμάτων που μακροημερεύουν ως προτεκτοράτα.
● «Ευρωπαϊκού» ή «οικουμενικού» χαρακτήρα, τα οποία συγκάλυπταν επιμελώς τον μονόδρομο της μετατροπής της χώρας και του συνόλου του ελληνικού λαού σε ένα ευτελισμένο άθυρμα πολιτικών και οικονομικών κερδοσκόπων τοπικής ή και παγκόσμιας εμβέλειας.
Πολλοί, πάμπολλοι, αμέτρητοι ήταν αυτοί που πήραν το ψιχουλάκι τους για να συναινέσουν ή ακόμη και να δοξάσουν τις πιο παράλογες πολιτικές επιλογές, για να νομιμοποιήσουν φελλούς, καραγκιόζηδες και – πολιτικά ή και ανθρώπινα – ανυπόστατους ξεφτίλες. Τώρα όμως έχει έλθει η ώρα της πληρωμής. Τώρα όσοι συνέργησαν στην καταστροφή ακούνε στεντορείως ότι «μαζί τα έφαγαν». Και σε ό,τι τους αφορά, αυτό ισχύει απολύτως. Μόνο που η κατηγορία δεν διατυπώνεται μόνο γι’ αυτούς (ίσως ούτε καν γι’ αυτούς!), αλλά για το σύνολο της κοινωνίας. Αδιακρίτως.
Τώρα που η Ελλάδα πτωχεύει, ξεπουλιέται και μετατρέπεται κι αυτή σε μπανανία και προτεκτοράτο χωρίς «φως στο βάθος του τούνελ», τώρα που ολόκληρος ο λαός της, χωρίς σημαντικές ταξικές ή άλλες διακρίσεις, εξανδραποδίζεται και καλείται να επιστρέψει στις δεκαετίες του 1940 και του 1950 για να πληρώσει όσα πέτυχε τα τελευταία εξήντα χρόνια, εξευτελίζεται δημοσίως ακριβώς από ανθρώπους που συμμετείχαν ψυχή τε και σώματι επί δεκαετίες στο σύστημα διακυβέρνησης που τον έφτασε μέχρι εδώ.
Όλοι λοιπόν είμαστε αδιακρίτως διεφθαρμένοι, λαμόγια, απατεώνες. Γι’ αυτό χρεοκοπήσαμε. Κι αυτοί που επί χρόνια συμμετείχαν από υψηλότατες θέσεις στο σύστημα εξουσίας δεν υπήρξαν παρά εκβιαζόμενοι από τραμπούκους ψηφοφόρους, που αναγκάστηκαν να υποχωρούν στους εκβιαστές τους για να επιβιώσουν σε έναν χώρο τον οποίο, για κάποιον παράξενο και αδιευκρίνιστο λόγο, δεν μπορούσαν να εγκαταλείψουν, αφού ήταν εκεί ταγμένοι από άγνωστη σε μας εντολή προκειμένου να μας σώζουν από τον εαυτό μας. Οι δύστυχοι αυτοί και κατατρεγμένοι...
Ο κατήφορος όμως αυτός δεν έχει τελειωμό. Πέρα από ιδεολογικές τοποθετήσεις, πέρα από προκαταλήψεις και προσωπικά «κολλήματα», στην πολιτική υπάρχει πάντα ένα όριο. Το οποίο δυστυχώς στις μέρες μας δεν φαίνεται καν να γίνεται σεβαστό.
Ένα πολιτικό σύστημα – και ειδικότερα η σημερινή κυβέρνηση – που οδεύει προς τον γκρεμό συμπαρασύροντας ολόκληρο τον ελληνικό λαό δεν διστάζει ενίοτε να απειλεί, έστω συγκαλυμμένα, ακόμη και με... χούντα! Θεωρώντας ότι έτσι μπορεί να πείσει πως αγωνίζεται για τη σωτηρία μας. Όπως κάποιοι άλλοι παρελθοντικοί «εθνοσωτήρες», οι οποίοι υλοποίησαν το όνειρό τους με τα γνωστά τραγικά για την Ελλάδα αποτελέσματα. Οι οποίοι δεν ήταν τίποτε άλλο από μια συμμορία. Πολύ χειρότερη από τη σημερινή του ποδοσφαίρου βεβαίως.
Κι αν για τους εν γένει συμμορίτες και λωποδύτες κάθε μέθοδος επιβίωσης και κυριαρχίας είναι θεμιτή, αυτό δεν μπορεί να ισχύει σε μια δημοκρατική και ευνομούμενη πολιτεία. Ακόμη και στα έσχατα της παρακμής της. Δεν μπορεί τα τανκς και η χρήση του στρατού να επισείονται ως απειλή έναντι κοινωνικής αναταραχής για οποιονδήποτε λόγο, όταν και ο πιο άσχετος γνωρίζει πως αυτού του είδους οι μέθοδοι αποκτούν ανεξέλεγκτη δυναμική.
Ο καθείς και οι προσλαμβάνουσές του. Ο καθείς και τα μέσα του. Ο καθείς και η πολιτική του κουλτούρα. Ο καθείς και το όραμά του. Ο καθείς και η πολιτική του αξιοπρέπεια. Ο καθείς και τα τανκς του...