Τετάρτη 29 Ιουνίου 2011

ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΚΑΘΗΚΟΝ.

Πολιτικό καθήκον κάθε κυβέρνησης η προστασία της ευημερίας των πολιτών της

του Ρούσου Βρανά

Είναι δύσκολο να πείσει κανείς έναν λαό πως τον σκοτώνει για το καλό του, έλεγε η αμερικανίδα αρθρογράφος Μόλι Αϊβινς. Αναφερόταν στην πολιτική του προέδρου Μπους, αλλά αυτό ακριβώς επιχειρούν να κάνουν σήμερα τα αφεντικά της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Στην Ισλανδία δεν το πέτυχαν. Και στις περιφερειακές χώρες της ευρωζώνης συναντούν ισχυρές λαϊκές αντιδράσεις.
Η «κρίση χρέους» αυτών των χωρών, όπως την έχουν ονομάσει, δίνει στους δανειστές τους μια μοναδική ευκαιρία να αποκτήσουν αναίμακτα αμύθητα κέρδη, που σε άλλες εποχές θα τα αποκτούσαν μόνο ύστερα από φονικούς πολέμους. Εχοντας στο πλευρό τους τους σχεδιαστές της ευρωπαϊκής πολιτικής, απαιτούν την ιδιωτικοποίηση της δημόσιας περιουσίας, των εθνικών γαιών και των δημόσιων υπηρεσιών εν είδει φόρου υποτέλειας. Το παράδοξο είναι όμως πως, όπως επισημαίνει ο οικονομολόγος Μάικλ Χάντσον, όσο πιο πιεστικά επιβάλλουν οι δανειστές αυτές τις απαιτήσεις τους στις χώρες τόσο περισσότερα διακινδυνεύουν να χάσουν. Φυσικά, κάποια ειδικά συμφέροντα πάντα βγαίνουν κερδισμένα από τις παραδοξότητες του συστήματος. Οι αγορές έχουν ήδη προεξοφλήσει το ενδεχόμενο να χρεοκοπήσει κάποια από τις χώρες της ευρωζώνης. Το μόνο ερώτημα είναι πότε. Μέχρι τότε, οι τράπεζες απλώς κερδίζουν χρόνο μεταβιβάζοντας τις ζημιές τους στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, την Ευρωπαϊκή Ενωση και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Η μόνη νομική βάση, όμως, που διαθέτουν αυτές οι τράπεζες για τις διεκδικήσεις τους είναι η αποδοχή τους από τους λαούς των χρεωμένων χωρών. Αλλιώς, η επιβολή χρεών επί χρεών ισοδυναμεί με εχθρική ενέργεια, λέει ο Μάικλ Χάντσον.
Μια χώρα έχει το δικαίωμα να υπερασπιστεί την εθνική οικονομία της από τέτοιες επιθετικές πράξεις. Και ο λαός της έχει το δικαίωμα να απαιτήσει τη διαγραφή του επαχθούς χρέους της. Μια τέτοια διαγραφή είχε γίνει κατόπιν πρωτοβουλίας των συμμαχικών δυνάμεων στην ηττημένη Γερμανία, με τη νομισματική μεταρρύθμιση του 1947. Η γερμανική οικονομία απαλλάχτηκε από τα χρέη της και πάνω σε αυτή τη βάση οικοδομήθηκε το κατοπινό γερμανικό οικονομικό θαύμα. Κάθε κυβέρνηση έχει το δικαίωμα και το πολιτικό καθήκον να προστατεύει την ευημερία των πολιτών της χώρας της, να διατηρεί την ακεραιότητα της εθνικής περιουσίας και να κάνει όλα όσα είναι απαραίτητα ώστε οι πολίτες της να μη γίνουν υπόδουλοι της ολιγαρχίας του χρήματος. Και αυτό δεν είναι ένα κομμουνιστικό ή αναρχικό αίτημα, αλλά ένα κεκτημένο της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας από το 1789, που σήμερα καταστρατηγείται από νεοφεουδαλικά οικονομικά συμφέροντα και από νεοαπολυταρχικές κυβερνήσεις.
Με το στανιό, χωρίς τη ρητώς εκφρασμένη βούλησή του, κανείς λαός δεν μπορεί να εξαναγκάζεται σε ανώφελες θυσίες προκειμένου να γίνει φόρου υποτελής για την αποπληρωμή χρεών που δεν αναγνωρίζει ως δικά του. Ή, για να το πούμε λιγότερο κομψά, όπως έγραφε το πανό ενός από τους αγανακτισμένους της Βαρκελώνης, «Δεν μπορώ πια να σφίγγω το ζωνάρι και ταυτόχρονα να κατεβάζω το παντελόνι».

ΠΟΛΙΤΙΚΗ Ω(ΡΙ)ΜΟΤΗΤΑ;

Του Γιάννη Πανούση.

Καταβάλλω, σε τακτά χρονικά διαστήματα,
το αντίτιμο της παρουσίας μου

Μ. Ψωμά-Πετρίδου, Ζην


Από τη μία πλευρά χαίρομαι που τον τελευταίο καιρό οι πολιτικοί του κεντρο-σο(ϊ)σιαλισμού επανέφεραν στο λεξιλόγιο τους τη λέξη «πατρίδα» (την οποία είχαν επί χρόνια χαρίσει στους Ελληναράδες). Από την άλλη αυτή η εμμονή των (αστράτευτων; κοσμοπολιτών; φραγκολεβαντίνων;) κυβερνητικών να σώσουν την πατρίδα (ή μήπως την «παρτίδα τους»;) δεν μπορεί να μη συνοδεύεται από καταδίκη για αναξιότητα και πολιτικό εξοστρακισμό όσων υπηρέτησαν τον εαυτό τους (και την παρέα τους) και όχι τον Ελληνισμό.
Αφού επαγγέλλονται τη διαφάνεια (ελπίζω να εννοούν και τη δική τους και όχι μόνον των άλλων) καιρός είναι να μας ενημερώσουν για ορισμένα φιλοπάτριδα ζητήματα:
- Ποιοί (ονομαστικά) υπουργοί εξέδιδαν νόμους και υπέγραφαν αποφάσεις με τις οποίες χορηγούσαν προνόμια σε ΔΕΗ-ΟΤΕ κλπ και πόσες φορές εξελέγησαν οι εν λόγω ακριβώς επειδή λειτουργούσαν έτσι; Σε αυτούς τους υπουργούς, υφυπουργούς, γενικούς γραμματεύς, προέδρους οργανισμών να επιβληθεί ειδικό τέλος πελατειασμού 10% επί του συνόλου των αποδοχών τους επί όλα τα χρόνια που έβγαιναν βουλευτές μ’ αυτό το τρικ.
- Ποιοί (ονομαστικά) υπουργοί διόριζαν ψηφοφόρους-δημότες της εκλογικής τους περιφέρειας και πόσους; Σ’ αυτούς τους «δημόσιους» (;) λειτουργούς να επιβληθεί κεφαλικός φόρος, δηλαδή 1% για κάθε παρανόμως, παρατύπως, ασκόπως προσληφθέντα συγγενή και φίλο τους.
- Ποιοί (ονομαστικά) πολιτικοί και πολιτευόμενοι κρύβονται πίσω από τα κυκλώματα της αθλητικής διαφθοράς, της μιντιακής διαπλοκής ή της κερδοσκοπικής επιρροής; Σ’ αυτούς τους «πατριώτες», που σίγουρα θα ψηφίσουν τη σωτηρία της χώρας (δια του Μεσοπρόθεσμου), καλά θα είναι να επιβληθεί η υπέρ της πατρίδας δήμευση της περιουσίας τους.
Αν η κυβέρνηση θέλει να βρει χρήματα ας ψάξει καλύτερα τα μαύρα ταμεία (πιθανόν και τα δικά της) κι ας αφήσει τις ηθικολογίες και τη συμπόνια της.
Κανείς έλληνας δεν αισθάνεται συμ-πατριώτης με αυτό το σύστημα εξουσίας που κυβερνά την Ελλάδα σαν ιδιοκτησία (λόγω τίτλων τιμής ή χρησικτησίας) χωρίς να χάνει ποτέ τίποτα.


ΥΓ.: Τα περί τανκς (όπως και να ειπώθηκαν) δεν φοβίζουν, εξοργίζουν. Ως γνωστόν « ερπύστριες» έχουν και οι εκλογές.

Τρίτη 28 Ιουνίου 2011

ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ

“Υπάρχει ένας δρόμος που μπορεί να τον βαδίσει μονάχα ένας. Ποιος; Εσύ! Πού πηγαίνει; Μη ρωτάς Βάδισέ τον!”

Δε μιλάμε μόνο για την ουσιαστική αλλαγή που πρέπει να επέλθει στην ελληνική κοινωνία και είναι ευπρόσδεκτη.
Μιλάμε για την αξιοπρέπεια ενός λαού, για την περηφάνια του, για τα μεγάλα ναι και τα μεγάλα όχι που δεν τα λες πολλές φορές στη ζωή.
Ο δρόμος που λέει ο Νίτσε είναι ένας και ο κάθε πολίτης πρέπει να τον βαδίσει μοναχός και παράλληλα μαζί με όλους τους άλλους. Χωρίς να κοιτάξει που πηγαίνει, αρκεί να πιστεύει σ’ αυτόν.
Ακόμη κι αν τις επόμενες ημέρες ψηφιστούν όλα αυτά τα άθλια μέτρα, δεν έχουν τη νομιμοποίηση της κοινωνίας και δεν θα μπορέσουν να υλοποιηθούν.
Όταν θα επιστρέφονται στις εφορίες τα μπιλιετάκια για την έκτακτη εισφορά.
Όταν θα βουλιάζουν τα κρατικά ταμεία γιατί κανείς δε θα μπορεί να πληρώνει τους φόρους του.
Όταν η λαϊκή οργή θα είναι τόσο μεγάλη που η πίεση στην κυβέρνηση θα είναι αφόρητη.
Όταν από Σεπτέμβριο που θα γυρίσει ο κόσμος από τα μπάνια του θα καταλάβει στο πετσί του τι σημαίνει εκτελεστικό νόμος.
Τότε θα είναι θέμα χρόνου η πτώση της κυβέρνησης. Διότι η κυβέρνηση Παπανδρέου κάνει ένα πολύ μεγάλο λάθος. Νομίζει ότι έχει τη στήριξη του λαού.
Και για να κλείσουμε όπως τελειώσαμε, δηλαδή με απόφθεγμα του Νίτσε διαβάστε γιατί η κυβέρνηση Παπανδρέου θα πέσει σύντομα:
«Το κράτος είναι το πιο ψυχρό απ’ όλα τα ψυχρά τέρατα: ψεύδεται ψυχρά και να το ψέμα που βγαίνει απ’ το στόμα του: «Εγώ, το κράτος, είμαι ο λαός».
Αριστερός Ψάλτης

Είναι ένα από τα αποφθέγματα που ταιριάζουν αυτές τις δύσκολες για τους Έλληνες, ημέρες. Την Τρίτη και την Τετάρτη οι βουλευτές του ελληνικού κοινοβουλίου μέσα σε αυτό και οι πολίτες έξω από αυτό έχουν να βαδίσουν το δικό τους δρόμο. Κατά τη γνώμη των περισσότερων, δεν είναι δύο οι δρόμοι. Δεν είναι “Μνημόνιο” και “όχι στο Μνημόνιο”. Η επιλογή που πρέπει να κάνουν όλοι είναι αν οδηγούμαστε σε απίστευτα δεινά, αν η Ελλάδα που ξέραμε θα ζει και αργότερα. Και δεν εννοούμε την Ελλάδα της λαμογιάς, της διαφθοράς, της ρεμούλας, των χιλιάδων προσλήψεων στο Δημόσιο, της απουσίας κοινωνικού κράτους και κοινωνικής δικαιοσύνης. Αυτά τα έχουν καταδικάσει όλοι σοβαροί άνθρωποι αυτού του τόπου.

Δευτέρα 27 Ιουνίου 2011

ΜΕΘΟΔΟΙ ΛΩΠΟΔΥΤΩΝ.

Του Σταύρου Χριστακόπουλου

Τι κοινό έχουν η πολιτική και ο αθλητισμός στην Ελλάδα; Δυστυχώς μοιάζουν σαν δίδυμα αδελφάκια. Για το ποδόσφαιρο γνωρίζαμε όλοι επί χρόνια, όχι μόνο επειδή το βλέπαμε με τα ίδια μας τα μάτια, αλλά και διότι πολλές φορές έρχονταν στο φως στοιχεία τα οποία έδειχναν ότι οι αγώνες των ελληνικών πρωταθλημάτων «στήνονταν» με μεθόδους κοινών γκάνγκστερ. Η αποκάλυψη μάλιστα του «τρέχοντος» κυκλώματος είναι πραγματικά εκπληκτική, ανεξάρτητα από το πόσοι θα δουν τον κόσμο πίσω από τα κάγκελα της φυλακής.
Και στην πολιτική ζωή όμως το παιχνίδι ήταν «στημένο». Προνομιακοί προμηθευτές και εργολάβοι, κομματικοί στρατοί και ευνοούμενοι πάσης φύσεως και κάθε είδους καταλάμβαναν και ανακαταλάμβαναν το κράτος, μαφίες νέμονταν προμήθειες και μελέτες, πολιτικοί συλλαμβάνονταν με το κατσίκι στην πλάτη αλλά ποτέ δεν τιμωρούνταν εξ αιτίας ενός τρισάθλιου νομικού πλαισίου περί πλήρους απουσίας «ευθύνης υπουργών».

Στρατοί «γενίτσαρων»

Στην περίπτωση του ποδοσφαίρου τα αποτελέσματα ήταν πολύ συγκεκριμένα και ξεπερνούν κατά πολύ τα βρώμικα πρωταθλήματα, τα οφέλη που προέκυπταν για τους «νονούς» του αθλητισμού (αθλητικά, επιχειρηματικά, δικαστικά, πολιτικά) και τα κέρδη – ή υπερκέρδη – από τα στοιχήματα ή τις «αμοιβές» όσων τα έπαιρναν για να ρυθμίζουν αποτελέσματα.
Σε ό,τι αφορά την κοινωνία ειδικότερα, εδώ και χρόνια βλέπαμε να βαθαίνει το τραύμα που τα παρα-αθλητικά (για την ακρίβεια: αθλητικά!) κατακάθια προκαλούσαν σε αυτό το τμήμα της που έχουμε συνηθίσει να αποκαλούμε «ανθό» της: τη νεολαία.
Ανήλικα και αμούστακα παλληκαράκια, με αγριότητα γενίτσαρων, συνασπίζονταν σε ιδιωτικούς στρατούς προέδρων και παρατρεχάμενων προέδρων αθλητικών εταιρειών με ανταλλάγματα δωρεάν εισιτήρια, πρέζα, χαρτζιλίκι.
Και κάτι ακόμη χειρότερο: κοινωνικοποίηση και κοινωνική αυτο-αναγνώριση στο πλαίσιο χουλιγκάνικων συμμοριών, οι οποίες, επικαλούμενες «ιδέες», μετατρέπονταν σε πανίσχυρους μηχανισμούς διακίνησης ναρκωτικών και ταυτοχρόνως σε δεξαμενές αλίευσης «στελεχών» για ποικιλώνυμες «πολιτικές» ή «αντι-πολιτικές» συμμορίες.
Νεαροί και μεγαλύτεροι – άνεργοι και εργαζόμενοι – οι οποίοι έκαναν την «επανάστασή» τους υπηρετώντας άθλια εγκληματικά κυκλώματα ήταν πάντα το αποτύπωμα που άφηνε πίσω του το κύκλωμα της ποδοσφαιρικής μαφίας.

Στρατοί «ιδεολόγων»

Αντίθετα με τους – πάντα και απ’ όλους – κατακριτέους χουλιγκάνους, στην πολιτική οι ανάλογοι στρατοί επιδίδονταν σε επικών διαστάσεων πλιάτσικο με σημαία κάποια απροσδιόριστη (αλλά με ηχηρό όνομα) «ιδεολογία».
Πολιτικοί ηγέτες και πολιτικά στελέχη μεγαλύτερου ή μικρότερου διαμετρήματος, εδώ και πολλές δεκαετίες, λεηλάτησαν απροκάλυπτα τον ελληνικό λαό και τα συμφέροντά του όχι μόνο ή απλώς για προσωπικό κέρδος, αλλά, ακόμη χειρότερα, προς όφελος επώνυμων και πασίγνωστων επιχειρηματικών συμφερόντων, που σε ελάχιστο χρόνο μετατρέπονταν από «περιπτεράδες» σε «αυτοκράτορες».
Στη διαδρομή τους αυτή πάντα υπόσχονταν «ευημερία». Κι ας έστελναν τη μισή Ελλάδα στη μετανάστευση, κι ας νομιμοποιούσαν ηθικά και πολιτικά τη μίζα, κι ας ονόμαζαν την υπερχρέωση και την τελική χρεοκοπία πότε εκσυγχρονισμό, πότε επανίδρυση του κράτους και πότε σωτηρία της χώρας.
Στην πραγματικότητα όλοι αυτοί οι τύποι επιβίωσαν με έναν απλό τρόπο: με ασφαλείς – και ενίοτε ασφαλίτικες – μεθόδους εξαγοράς και δημιουργίας συνενόχων, πάντα αποτελεσματική, με τη χρήση ευτελών αλλά απολύτως αποτελεσματικών ανταλλαγμάτων προς την ελληνική κοινωνία, όπως η κοινωνική και επαγγελματική ανέλιξη, μια θέση στο Δημόσιο, μια παραπάνω προμήθεια και όλα τα συμπαρομαρτούντα.
Χρησιμοποιήθηκαν και ιδεολογικά «κίνητρα» για να επιτευχθεί η συμμετοχή όλο και περισσότερων στο φαγοπότι:

● «Εθνικού» χαρακτήρα, παρότι η χώρα συνεχώς υποχωρούσε έναντι των απαιτήσεων της Τουρκίας, των ΗΠΑ, αλλά ακόμη και τοπικών εξαμβλωμάτων που μακροημερεύουν ως προτεκτοράτα.

● «Ευρωπαϊκού» ή «οικουμενικού» χαρακτήρα, τα οποία συγκάλυπταν επιμελώς τον μονόδρομο της μετατροπής της χώρας και του συνόλου του ελληνικού λαού σε ένα ευτελισμένο άθυρμα πολιτικών και οικονομικών κερδοσκόπων τοπικής ή και παγκόσμιας εμβέλειας.

Πολλοί, πάμπολλοι, αμέτρητοι ήταν αυτοί που πήραν το ψιχουλάκι τους για να συναινέσουν ή ακόμη και να δοξάσουν τις πιο παράλογες πολιτικές επιλογές, για να νομιμοποιήσουν φελλούς, καραγκιόζηδες και – πολιτικά ή και ανθρώπινα – ανυπόστατους ξεφτίλες. Τώρα όμως έχει έλθει η ώρα της πληρωμής. Τώρα όσοι συνέργησαν στην καταστροφή ακούνε στεντορείως ότι «μαζί τα έφαγαν». Και σε ό,τι τους αφορά, αυτό ισχύει απολύτως. Μόνο που η κατηγορία δεν διατυπώνεται μόνο γι’ αυτούς (ίσως ούτε καν γι’ αυτούς!), αλλά για το σύνολο της κοινωνίας. Αδιακρίτως.
Τώρα που η Ελλάδα πτωχεύει, ξεπουλιέται και μετατρέπεται κι αυτή σε μπανανία και προτεκτοράτο χωρίς «φως στο βάθος του τούνελ», τώρα που ολόκληρος ο λαός της, χωρίς σημαντικές ταξικές ή άλλες διακρίσεις, εξανδραποδίζεται και καλείται να επιστρέψει στις δεκαετίες του 1940 και του 1950 για να πληρώσει όσα πέτυχε τα τελευταία εξήντα χρόνια, εξευτελίζεται δημοσίως ακριβώς από ανθρώπους που συμμετείχαν ψυχή τε και σώματι επί δεκαετίες στο σύστημα διακυβέρνησης που τον έφτασε μέχρι εδώ.
Όλοι λοιπόν είμαστε αδιακρίτως διεφθαρμένοι, λαμόγια, απατεώνες. Γι’ αυτό χρεοκοπήσαμε. Κι αυτοί που επί χρόνια συμμετείχαν από υψηλότατες θέσεις στο σύστημα εξουσίας δεν υπήρξαν παρά εκβιαζόμενοι από τραμπούκους ψηφοφόρους, που αναγκάστηκαν να υποχωρούν στους εκβιαστές τους για να επιβιώσουν σε έναν χώρο τον οποίο, για κάποιον παράξενο και αδιευκρίνιστο λόγο, δεν μπορούσαν να εγκαταλείψουν, αφού ήταν εκεί ταγμένοι από άγνωστη σε μας εντολή προκειμένου να μας σώζουν από τον εαυτό μας. Οι δύστυχοι αυτοί και κατατρεγμένοι...
Ο κατήφορος όμως αυτός δεν έχει τελειωμό. Πέρα από ιδεολογικές τοποθετήσεις, πέρα από προκαταλήψεις και προσωπικά «κολλήματα», στην πολιτική υπάρχει πάντα ένα όριο. Το οποίο δυστυχώς στις μέρες μας δεν φαίνεται καν να γίνεται σεβαστό.
Ένα πολιτικό σύστημα – και ειδικότερα η σημερινή κυβέρνηση – που οδεύει προς τον γκρεμό συμπαρασύροντας ολόκληρο τον ελληνικό λαό δεν διστάζει ενίοτε να απειλεί, έστω συγκαλυμμένα, ακόμη και με... χούντα! Θεωρώντας ότι έτσι μπορεί να πείσει πως αγωνίζεται για τη σωτηρία μας. Όπως κάποιοι άλλοι παρελθοντικοί «εθνοσωτήρες», οι οποίοι υλοποίησαν το όνειρό τους με τα γνωστά τραγικά για την Ελλάδα αποτελέσματα. Οι οποίοι δεν ήταν τίποτε άλλο από μια συμμορία. Πολύ χειρότερη από τη σημερινή του ποδοσφαίρου βεβαίως.
Κι αν για τους εν γένει συμμορίτες και λωποδύτες κάθε μέθοδος επιβίωσης και κυριαρχίας είναι θεμιτή, αυτό δεν μπορεί να ισχύει σε μια δημοκρατική και ευνομούμενη πολιτεία. Ακόμη και στα έσχατα της παρακμής της. Δεν μπορεί τα τανκς και η χρήση του στρατού να επισείονται ως απειλή έναντι κοινωνικής αναταραχής για οποιονδήποτε λόγο, όταν και ο πιο άσχετος γνωρίζει πως αυτού του είδους οι μέθοδοι αποκτούν ανεξέλεγκτη δυναμική.
Ο καθείς και οι προσλαμβάνουσές του. Ο καθείς και τα μέσα του. Ο καθείς και η πολιτική του κουλτούρα. Ο καθείς και το όραμά του. Ο καθείς και η πολιτική του αξιοπρέπεια. Ο καθείς και τα τανκς του...

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ, Ο ΣΟΛΩΝ...

 Tου Παντελη Μπουκαλα

Από τη μια είναι οι ξένοι, κάθε εθνικότητας και παιδείας, δημοσιογράφοι, αναλυτές ή πολιτικοί, που, όταν αναφέρονται σε όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα, ανατρέχουν σχεδόν πάντοτε σε κάποια πτυχή της αρχαιοελληνικής μυθολογίας, γραμματείας ή ιστορίας. Κι ακούμε έτσι και διαβάζουμε για το πιθάρι των Δαναΐδων, την ελληνική τραγωδία, τη μοίρα του Σίσυφου, την Οδύσσεια κ.τ.λ. Τίποτα παράδοξο. Κι εμείς, στις αναφορές μας σε άλλες χώρες ή λαούς, αντλούμε από το απόθεμα των στερεοτύπων (απαξιωτικών ή τιμητικών) εκείνα που πιστεύουμε ότι θα γίνουν κατανοητά ταχύτερα και μαζικότερα. Το γεγονός άλλωστε ότι τα σημεία Ελληνες και Ελλάδα έχουν μακρότατη ιστορία, εμπλουτίζοντας τη διεθνή κουλτούρα με πολλά εύκολα αναγνωρίσιμα σύμβολα, εξωθεί τους ποικίλους αφηγητές στη χρήση μοτίβων από την αρχαιότητα, είτε τα κατέχουν πράγματι είτε τα έχουν απλώς ακουστά. Ακόμα και στα καρτούν μάς παίζουν: Εβλεπα πρόσφατα ένα επεισόδιο των διάσημων «Σίμσονς», κι ο μπαμπάς, ο Χόμερ-Ομηρος, μονίμως αγόμενος από τα πάθη και το θυμό του, αποφαίνεται πως είναι «παθιασμένος σαν Ελληνας». Τους αρχαίους θα εννοούσε προφανώς. Την αγανάκτηση των πλατειών δεν έχουν προλάβει να την αξιοποιήσουν οι σεναριογράφοι.
Από την άλλη είμαστε εμείς, οι απόγονοι και κληρονόμοι κατά τον αυτοπροσδιορισμό μας, στο πλαίσιο του οποίου δεν χωρούν αμφιβολίες και αμφισβητήσεις, λόγου χάρη ως προς τη μοίρα που επιφυλάσσουμε στην κληρονομιά: τη μοίρα ενός αγαθού που δίχως να το γνωρίζουμε καλά καλά, επειγόμαστε να το αξιοποιήσουμε – ποικιλοτρόπως. Κι εμείς λοιπόν στολίζουμε τα λεγόμενα και τα γραφόμενά μας με παραπομπές στην αρχαιότητα, άλλοτε ωφέλιμες και αναγκαίες και άλλοτε όχι, ενίοτε με επίγνωση και συνηθέστερα με μπόλικη δοκησισοφία. Εν πάση περιπτώσει, τρία ήταν τα ιστορικά πρόσωπα της αρχαιότητας που το όνομά τους ακούστηκε αρκετά τις τελευταίες εβδομάδες, για λόγους πολιτικούς ή καλλιτεχνικούς: Ο Σόλων, ο Φειδίας και ο Θεμιστοκλής (από κοντά κι ο Ευρυβιάδης λοιπόν). Ο Σόλων, χάρη στη σεισάχθειά του, είχε γίνει σύνθημα σε πλακάτ της πλατείας Συντάγματος πριν τον μνημονεύσει ο Μίκης Θεοδωράκης, τον δε Θεμιστοκλή και τον Ευρυβιάδη τούς κακομεταχειρίστηκε ο κ. Καρατζαφέρης, αποπειρώμενος να σκαρώσει άλλη μία ατάκα, ακολούθησε δε ο κ. Σαμαράς. Οσο για τον Φειδία, έγινε πρωτοσέλιδος επειδή έπειτα από δυόμισι χιλιετίες, μια εμβληματική μαρμάρινη λεοντοκεφαλή, έργο των χειρών του, κατέβηκε από το ύψος της στη βορειοδυτική γωνία του Παρθενώνα για να συντηρηθεί.
Η τύχη λοιπόν έφερε έτσι τα πράγματα ώστε να ακουστούν τον ίδιο καιρό τρία από τα βαρύτερα ονόματα του αρχαιοελληνικού βίου, που και τίποτε άλλο κοινό να μη διαθέτουν, έχουν το εξής: Και ο Σόλων και ο Θεμιστοκλής και ο Φειδίας, θύματα και αυτοί μιας οιονεί φυλετικής συνήθειας, κατηγορήθηκαν για πράξεις αλγεινές, οι οποίες μάλιστα δεν μείωναν το γόητρό τους γενικώς και αορίστως αλλά αμαύρωναν τα ίδια τα κορυφαία επιτεύγματά τους – τη σεισάχθεια, τον νικηφόρο πόλεμο κατά των Περσών, τη δημιουργία του Παρθενώνα. Τι λειτουργεί σε αυτές τις περιπτώσεις, η σκέτη κακεντρέχεια και η ζηλοφθονία, η ροπή να γκρεμίζουμε αγάλματα που μόλις τα στήσαμε, το φατριαστικό πάθος (στα όρια του εμφυλίου αυτό) ή το δαιμόνιο της κριτικής που δεν θαμπώνεται με τίποτα και δεν ηρεμεί ποτέ, δεν είναι εύκολο να ειπωθεί.
«Σόλων Εξηκεστίδου Σαλαμίνιος πρώτος μεν την σεισάχθειαν εισηγήσατο Αθηναίοις· το δεν ην λύτρωσις σωμάτων τε και κτημάτων. Και γαρ επί σώμασιν εδανείζοντο και πολλοί δι’ απορίαν εθήτευον», ιστορεί ο Διογένης Λαέρτιος. Η σεισάχθεια λοιπόν, η ακύρωση των χρεών προς το Δημόσιο και προς ιδιώτες, και η απαγόρευση να δανείζεται κανείς υποθηκεύοντας το ίδιο του το σώμα, υπήρξε η πρώτη πολιτική πράξη του Σόλωνα· ο ίδιος μάλιστα της έδωσε το όνομα αυτό, εγκαινιάζοντας την πρακτική των Αθηναίων να επικαλύπτουν την ωμότητα των πραγμάτων με «χρηστά και φιλάνθρωπα ονόματα». Και με το δίκιο του, στα ποιήματά του καμάρωνε επειδή «λευτέρωσε τη γη την υποδουλωμένη, / βγάζοντας του χρέους τα σημάδια που ήταν παντού μπηγμένα» (τα σημάδια αυτά, οι «όροι», κάτι σαν μνημόνια εποχής, ήταν πέτρινες πλάκες που τις έβαζαν στα χρεωμένα κτήματα, γράφοντας πάνω τους το ποσό του χρέους και τα ονόματα του δανειστή και του επώνυμου άρχοντα). Επιπλέον ο Σόλων εισήγαγε μια πρώτη μορφή του πόθεν έσχες, ανολοκλήρωτη έκτοτε, και έλαβε μέτρα που περιόριζαν την πολυτελή διαβίωση. Αν απέσβεσε πλήρως τα χρέη ή απλώς αλάφρωσε τους τόκους, όπως έγραψε ο Ανδροτίων, Αθηναίος πολιτικός του 4ου αιώνα, είναι ένα ερώτημα για τους ιστοριογράφους. Οπως διαβάζουμε πάντως στη βιογραφία του προδρόμου της δημοκρατίας από τον Πλούταρχο, ο μεταρρυθμιστής Σόλων «μπήκε σε μεγάλους μπελάδες με τη σεισάχθεια. Γιατί μόλις αποφάσισε να ξεγράψει τα χρέη και να μην ξαναμοιράσει τη γη, είπε τις σκέψεις του στους πιο πιστούς και στενούς του φίλους». Κι εκείνοι έτρεξαν και δανείστηκαν μεγάλα ποσά από τους πλούσιους κι αγόρασαν μεγάλες εκτάσεις γης» (περίπου όπως θα συμβεί και στις μέρες μας, με ενδεχόμενη έξοδο από το ευρώ και επιστροφή στη δραχμή, οπότε όσοι άσκησαν το πατριωτικό τους καθήκον στέλνοντας με βαριά καρδιά τα χρήματά τους στην αφιλόξενη Ελβετία, θα βρεθούν σε θέση αγοραστικής ισχύος). «Μόλις λοιπόν κοινοποιήθηκε ο νόμος της σεισάχθειας», συνεχίζει ο Πλούταρχος, οι φίλοι του Σόλωνα, που είχαν εκμεταλλευτεί την ούτως ειπείν εσωτερική πληροφόρηση, «κατακράτησαν και τα κτήματα και τα δανεικά, γι’ αυτό και τους ονόμασαν χρεοκοπίδες. Βαριές κατηγορίες ακούστηκαν τότε για τον Σόλωνα, ότι δηλαδή αδίκησε και δεν αδικήθηκε. Μα βρήκε το δίκιο του όταν μαθεύτηκε πως είχε δανείσει μονάχα πέντε τάλαντα – που κι αυτά τα χάρισε πρώτος κατά τον νόμο».
Μια μέθοδος απελευθέρωσης ήταν η σεισάχθεια, «η των χρεών άνεσις», γιατί με αυτήν ο Σόλων «την ελευθερίαν εβεβαίωσε των πολιτών». «Ουδέν γαρ ην όφελος νόμων ισότητα παρεχόντων, ην αφαιρείται τα χρέη τους πένητας» σκεφτόταν ο Αθηναίος νομοθέτης. Δηλαδή, «δεν υπάρχει κανένα όφελος, αν οι νόμοι παρέχουν ισότητα αλλά τη στερούν τα χρέη. Αφού τότε οι φτωχοί, κι ας φαίνεται πως χαίρονται τη μεγαλύτερη ελευθερία, είναι υποδουλωμένοι στους πλούσιους, γιατί κι όταν ακόμα δικάζουν ή μετέχουν σε δημόσιες υπηρεσίες ή μιλούν στην αγορά, υπακούουν στις επιθυμίες των πλουσίων και αυτούς υπηρετούν». Πρόδηλη η αναλογία με τα σημερινά, με τη δανεική ελευθερία μας και τη χρεωστικώς μειωμένη κυριαρχία μας. Αλλά πρόδηλη και η διαφορά: Ο Σόλων, που χρησιμοποίησε ένα «φάρμακο επικίνδυνο μεν αλλά δραστικό», σαν άνθρωπος του μέτρου που ήταν, κατόρθωσε με την «αρετή» του και να πείσει και να κατανικήσει την εις βάρος του διαβολή. Ακόμα και οι ταπεινότεροι κόλακες των νυν αρχόντων και νομοθετούντων, όμως, δύσκολα θα ισχυρίζονταν κάτι τέτοιο για τους κυρίους τους.

Σάββατο 25 Ιουνίου 2011

ΛΟΓΟΚΡΙΣΙΑ.

Του Γιώργου Χ. Παπασωτηρίου

Η λογοκρισία σήμερα δεν γίνεται με την απαγόρευση μιας πληροφορίας αλλά με την υπερπληθώρα πληροφοριών. Μπορεί η μεγάλη είδηση των ημερών να είναι τα νέα μέτρα εξόντωσης των εργαζομένων και των συνταξιούχων, αλλά αυτή αποδυναμώνεται, αφυδατώνεται από την επικίνδυνη αγανάκτηση που εκλύει, μέσω άλλων ειδήσεων, όπως το μεγάλο θέμα των στημένων ποδοσφαιρικών παιγνιδιών, το σκάνδαλο με την «κρυφή αποθήκη» φαρμάκων στο Ιπποκράτειο και τους διευθυντές σχολείων που έστελναν παραποιημένα στοιχεία στο υπουργείο Παιδείας! Είναι τυχαίο ότι όλα αυτά τα σκάνδαλα δημοσιοποιήθηκαν χθες; Όχι. Και δεν πρόκειται για συνομωσιολογικό τρόπο σκέψης αλλά για αμιγώς επικοινωνιακό σχεδιασμό. Αλλά για να μπορέσει η κυβέρνηση να στήσει αυτό το επικοινωνιακό παιγνίδι με τα… στημένα πρέπει να συγκεντρώνει μια σειρά από εξουσίας. Τότε τι γίνεται η περίφημη διάκριση των εξουσιών; Δεν υπάρχει πλέον και είναι απλώς θεωρητική (P. Rosanvallon). Εκτελεστική(κυβέρνηση), νομοθετική(Βουλή) και δικαστική εξουσία ταυτίζονται. Αν εδώ προσθέσουμε και την εξουσία πάνω στα μεγάλα μέσα ενημέρωσης μέσω του ελέγχου διαμόρφωσης της ατζέντας τους, τότε αυτό δεν είναι δημοκρατία. Δεν είναι τυχαίο ότι χθες όλοι μιλούσαν για τα στημένα παιγνίδια, ενώ για το στημένο πολιτικό παιγνίδι, για το στήσιμο στο… στήσιμο δεν μιλούσε κανείς.
Ο στόχος, εν προκειμένω, του σχεδίου είναι να καταπνιγεί ή να ματαιωθεί η έκδηλη πλέον αμφισβήτηση των «αξιών» και των συμφερόντων αυτών που λαμβάνουν τις αποφάσεις. Με άλλα λόγια αναπτύσσεται ένας μιντιακός μηχανισμός που επιδιώκει να εξαφανίσει τις αντιδράσεις στα μέτρα του Μεσοπρόθεσμου προγράμματος πριν καν διατυπωθούν, να τα εξουδετερώσει πριν αυτά κερδίσουν δύναμη ή πρόσβαση στους συναφείς με τη λήψη των αποφάσεων χώρους –στο εσωτερικό δηλαδή της κυβέρνησης και της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΠΑΣΟΚ.
Αν δηλαδή τα παλιά αυταρχικά καθεστώτα λειτουργούσαν με βάση την «παραγωγή της άγνοιας»(λογοκρισία), τα σύγχρονα βασίζονται στο παραπλανάν, στην κατασκευή ή τη διαμόρφωση των προτιμήσεων που συντελούν στην εκούσια συμμόρφωση ή υποταγή στην αθέμιτη κυριαρχία των ισχυρών, που ασκείται κυρίως στο συμβολικό πεδίο της επικοινωνίας, των ιδεών, των πεποιθήσεων και της κοινωνικοποίησης(σχολείο). Σ’ αυτό διαδραματίζει μεγάλο ρόλο η βιομηχανία της συνείδησης(ΜΜΕ) και των κατόχων-βαρόνων της. Τα μεγάλα μίντια και δη η τηλοψία έχουν καταστεί ο τόπος συνάντησης οικονομίας και πολιτικής(διαπλοκή), με τη δεύτερη να έχει απολέσει το παιγνίδι από την πρώτη, εξαρτώμενη πλήρως από αυτή. Έτσι όλα καταλήγουν σε μία ήπια, συμβολική βία, που είναι ανεπαίσθητη και αφανής ακόμη και στα θύματά της. Όλα καθίστανται φυσικά ακόμα και η εξόντωση των «κάτω». Συνεπώς, γινόμαστε, σήμερα, μάρτυρες ενός επικοινωνιακού σχεδίου που κυμαίνεται από την καθαρή λογοκρισία και την παραπληροφόρηση μέχρι τους ποικίλους και ιδιαίτερους τρόπους απομώρανσης της κρίσης καθώς και την προαγωγή και συντήρηση κάθε είδους παραλογισμού και απατηλής σκέψης, μεταξύ των οποίων είναι και η φυσικοποίηση της αδικίας.
Αυτό όμως το οπλοστάσιο επιτήρησης και ελέγχου της εξανάστασης των «κάτω» έχει σήμερα έναν μεγάλο και παραδοσιακό αντίπαλο, το «δρόμο» με την επικοινωνιακή έννοια του όρου, ή την «πλατεία» με την πολιτική. Εκεί σήμερα ακυρώνεται ο έλεγχος του μεγάλου θυμού. Γι’ αυτό ενδέχεται στην «πλατεία» να ασκηθούν οι παραδοσιακές μορφές βίας προκειμένου να εξαλειφθεί ως θεσμός επικίνδυνης αμφισβήτησης.
 

Πέμπτη 23 Ιουνίου 2011

Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.

Tης Τασούλας Καραΐσκάκη
 
H αναβίωση του παρελθόντος μοιάζει να έλκει ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης. Ιστορικά αναγνώσματα, άρθρα με ιστορικό περιεχόμενο, επανεκδόσεις βιβλίων Ιστορίας, ιστορικά μυθιστορήματα, κινηματογραφικές ταινίες, ντοκιμαντέρ κάνουν όλο και πιο συχνά την εμφάνισή τους την τελευταία τριετία. Προβάλλοντας από επίμαχα ζητήματα του παρελθόντος μέχρι προσωπικές αφηγήσεις, που μετουσιώνουν βιωμένες μνήμες σε παράδοση. Στην τάση αυτή ήρθε προσφάτως να προστεθεί μια αμιγώς κοινωνική -θα λέγαμε- χρήση της Ιστορίας. Αθηναϊκή συμμετοχική δημοκρατία, Αγώνας του '21, δάνεια, Επιτροπή Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου, Κίνημα στο Γουδί, νέα δάνεια και χρεοκοπίες συζητούνται συχνά στα πηγαδάκια του Συντάγματος. Ενώ παράλληλα τίθενται ερωτήματα, όπως: Γιατί ο λαός αυτός κατρακυλάει αδιάκοπα σε εξευτελισμούς και ταπεινώσεις; Γιατί είναι σε μόνιμη οικονομική κρίση, με το φάσμα της πτώχευσης απειλητικό διαρκώς στον ορίζοντα; Τι είναι αυτό που τον κάνει να νικά και τι αυτό που τον καταποντίζει; Τα ολίγα παράσιτα της εξουσίας; «Από τους καρχαρίες ξέφυγα και νίκησα τις τίγρεις, μ' έφαγαν όμως οι κοριοί», έγραφε ο Μπρεχτ και ταιριάζει πολύ στα ελληνικά πράγματα.
Με τη γνώση της Ιστορίας, ο πολίτης αποκτά τα εφόδια για να ξεχωρίζει τι είναι αλήθεια και τι ψεύδος. Χωρίς τη γενική συνείδηση των αξιών που ανθοφόρησαν σ' αυτόν τον τόπο, οι Έλληνες κινδυνεύουν να παρασυρθούν στην αυτοκαταστροφή. Τις κρίσιμες αυτές ημέρες, μέσα από το ξαναζωντάνεμα της Ιστορίας γίνεται μια προσπάθεια, όχι να ανακατασκευαστεί το παρελθόν, να αποκατασταθεί μια αποσιωποιημένη ιστορική αλήθεια, να ανοιχτεί ένα πεδίο αντιπαραθέσεων, αλλά να αναβιώσουν οι προσπάθειες της πολύπαθης χώρας να επιβιώσει. Η Ιστορία ως κινητήριος δύναμη σύγκλισης των ανθρώπων. Συμβαίνει, γεγονότα που βγαίνουν από τη σκόνη του χρόνου, να τονώνουν την ελπίδα ότι θα τα καταφέρουμε, τη γνώση ότι ίδιες καταστάσεις ξαναζήσαμε και επιζήσαμε. Ιστορίες του παρελθόντος κάνουν φανερό πόση σημασία έχει να είμαστε ένα ανθρώπινο σύνολο και όχι ένα τυχαίο πλήθος, εγείρουν τον στοχασμό πάνω σε κοινές εμπειρίες, μεταμορφώνουν την ανώνυμη μάζα σε κοινωνία πολιτών. Πολίτες που αναζητούν μέσα στις αντιδράσεις του χθες το τι θα πράτταμε σήμερα. Πολίτες ιχνευτές ήθους και ιδεών.
Όλα αυτά, βεβαίως, θα ισχύουν όσο η επιστροφή σε συμβάντα συγκινητικά, τολμηρά, τα οποία μοιάζουν επίκαιρα και ζωντανά, η αναφορά στο παρελθόν, που εισχωρεί το παρόν, παραμένουν ως κοινή παρακαταθήκη και καμία ομάδα δεν επιχειρεί να τα καπηλευθεί για δικό της όφελος και εναντίον άλλων. Διότι είναι πολύ εύκολο, ο αυθόρμητος διάλογος μεταξύ του χθες και του σήμερα που άρχισε να αναπτύσσεται ως ανάγκη αναβίωσης αισθημάτων όχι πόνου και απώλειας, αλλά ενθάρρυνσης και παρηγοριάς, να καταλήξει στους παλιούς διχασμούς, σε Έλληνες εναντίον Ελλήνων, αντί σε ένα στιβαρό όραμα για το μέλλον.
Η μέθεξη παλιού και νέου κόσμου μπορεί να συντελεστεί μόνο μέσα στα κρυστάλλινα όρια της νηφαλιότητας. Της σύμπνοιας, παρά την αμφιλογία, τις πολλές διαφορές. Της ένωσης ισχύος, όπως γινόταν πάντα στον τόπο αυτό σε δύσκολες στιγμές. Από το παρελθόν μας μπορούμε να αλιεύσουμε όχι μόνο την τραγικότητα, το δράμα, τα δεινά, αλλά τις υψηλές έννοιες της περηφάνιας, της αντοχής, της διάρκειας...



Τρίτη 21 Ιουνίου 2011

ΟΙ ΜΙΣΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΗΣ ΟΛΙΓΑΡΧΙΑΣ.

Του Ρούσσου Βρανιά

Από την αρχή...
... κιόλας της κρίσης, οι µισάνθρωποι της ολιγαρχίας του χρήµατος που απεχθάνονται τα ελλείµµατα, τάχθηκαν κατά της ανάπτυξης (που ωφελεί τους πολλούς) και υπέρ της λιτότητας (που ωφελεί τους λίγους). Οι πολιτικές ηγεσίες παντού επέλεξαν τη στάση της ελάχιστης αντίστασης, προσχωρώντας τελικά στην άποψη των µισανθρώπων (γι’ αυτό ακριβώς, σήµερα οδεύουµε σε µία ακόµη βαθύτερη κρίση). Ακόµη και η Ευρώπη, που είχε αποκτήσει φήµη για το κοινωνικό πρόσωπό της, απέδειξε πως αυτό δεν ήταν πρόσωπο αλλά προσωπείο, µεταλλασσόµενη από Τζέκυλ σε Χάιντ. Και παίζει σήµερα κι αυτή το µοναδικό παιχνίδι που έχει την έγκριση αυτών των µισανθρώπων: το παιχνίδι της δηµοσιονοµικής λιτότητας. Τίνος είναι...

... αυτά τα λόγια; «Οι δηµοσιονοµικές προκλήσεις εξακολουθούν να εκθέτουν την ανάκαµψη σε σοβαρούς κινδύνους. Οι ανησυχίες επικεντρώνονται στις δηµοσιονοµικές ανισορροπίες των χωρών της ζώνης του ευρώ». Σε µετάφραση: κάποιες ευρωπαϊκές χώρες να εκθέτουν την ανάκαµψη σε σοβαρό κίνδυνο, επειδή δεν σφίγγουν το ζωνάρι στον λαό τους τόσο όσο άλλες. Τίνος είναι λοιπόν αυτό το κείµενο;

Αν έφερε την υπογραφή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα γινόταν απολύτως πιστευτό.
Οµως δεν είναι παράένααπόσπασµα από την Έκθεση για την Παγκόσµια Οικονοµία (17 Ιουνίου), που φέρει την υπογραφή του ∆ιεθνούς Νοµισµατικού Ταµείου. Τόσο πολύ έχει σήµερα µεταλλαχθεί η ευρωπαϊκή οικονοµική πολιτική, που µοιάζει µε εκείνη του παγκόσµιου µπαµπούλα. Με µπαµπούλα παροµοίασε τις προάλλες αυτή την πολιτική και ο πρόεδρος της ευρωζώνης Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ. Και ζήτησε την κατά 100% ευρωπαϊκή χρηµατοδότηση των ελληνικών αναπτυξιακών προγραµµάτων, επειδή, όπως είπε, «σήµερα παίζουµε µε τη φωτιά». Το παραπάνω απόσπασµα του ∆ΝΤ δεν έχει βέβαια καµιά σχέση µε την πραγµατική οικονοµία. ∆εν είναι παρά µια ιδεολογική πρόταση που στηρίζει τις εφαρµοζόµενες πολιτικές, ακόµη και παρά τις έντονες λαϊκές αντιδράσεις. Ο µοναδικός κίνδυνος από τη δηµοσιονοµική λιτότητα είναι η ανεπαρκής ανάπτυξη παντού. Οι προβληµατικές χώρες της ευρωζώνης παραµένουν προβληµατικές επειδή δεν µπορούν να αναπτυχθούν. Και δεν µπορούν να αναπτυχθούν, επειδή οι κυβερνήσεις τους καταπνίγουν κάθε ίχνος ζωής στην οικονοµία, µε περικοπές στις δηµόσιες δαπάνες που δεν επιτρέπουν ούτε στον ιδιωτικό τοµέα να αναπτυχθεί.

Μέσα στη «φωτιά»...
... αυτή, µια χώρα που κάποτε το ήθελε πολύ, η Τουρκία, δεν δείχνει σήµερα καµιά βιασύνη να πηδήξει. «Είµαστε πολύ ευτυχείς που δεν αποτελούµε µέρος του ευρώ», λέει ο τούρκος βουλευτής Σουάτ Κινικλίογλου. Ποιος θα µπορούσε να του δώσει άδικο; Η ευρωπαϊκή οικονοµία χειροτερεύει, η τουρκική οικονοµία προοδεύει. Η ευρωπαϊκή οικονοµία οπισθοδροµεί, η τουρκική οικονοµία προχωρεί (ανάπτυξη 9% πέρυσι, ανάπτυξη 10% φέτος). «Η οικονοµική συνεργασία που είναι βασισµένη στο ενιαίο ευρωπαϊκό νόµισµα θα ανήκει σύντοµα στην Ιστορία», λέει ο τούρκος πρώην υπουργός Εξωτερικών Σουκρού Γκιουρέλ.
 
Είναι φυσικό...
... µια χώρα που δεν ζει ούτε στην Κόλαση ούτε στον Παράδεισο, να µηθέλει να διακινδυνέψει να βρεθεί στην Κόλαση, µε την αβέβαιη υπόσχεση πως κάποτε θα ζήσει στον Παράδεισο.

Παρασκευή 17 Ιουνίου 2011

ΠΙΡΟΥΕΤΕΣ ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ ΤΟΥ ΖΑΛΟΓΓΟΥ.

Γράφει : ο Αντώνης Ανδρουλιδάκης*

Ανήμερα της αυτοκτονίας του ηρωικού Αρχηγού των Ατάκτων,το τρέχον «τακτοποιημένο» πολιτικό σύστημα, ακροβατεί σε επικοινωνιακές πιρουέτες στην άκρη του Ζαλόγγου. Τα ίδια ελλείμματα που οδήγησαν τότε τον αρχικαπετάνιο της εθνικής ανεξαρτησίας στη διαφυγή του στην κοιλάδα της σιωπής, η ίδια πικρή γεύση του ανολοκλήρωτου ’21 που στυφίζει ως τα τώρα, στις τελευταίες αθυροστομίες του Γεώργιου Καραΐσκάκη, αυτή η ίδια εθνική ανημπόρια, κάνει τους σημερινούς «ταγούς»να χορεύουν τσιγκολελέτες χέρι χέρι με τα εξωνημένα ΜΜΕ και τα συμφέροντα που κρύβονται πίσω τους. Επικοινωνιακές παρλαπίπες, επιλεκτικές διαρροές, δηλώσεις αξιωματούχων, «πληροφορίες» δημοσιογράφων και πρωθυπουργικά διαγγέλματα στον ίδιοχορό «αγοράς πολιτικού χρόνου», όταν την ίδια στιγμή το διακύβευμα είναι -ούτελίγο ούτε η πολύ- η σοβαρή πιθανότητα, να πάνε τσάμπα τα ματσάκια με τα κόκαλα των πεθαμένων παππούδων και πατεράδων μας. Δεν είναι κόκαλα πουλιών, τα κόκαλα αυτά. Και δεν μπορεί μια σκατογενιά αμερικανοαναθρεμένων, να τσαλαβουτά στο αίμα και στον ιδρώτα τόσων ψυχών, μόνο και μόνο για να ικανοποιήσει τα εξουσιαστικά τσαλιμάκιατης. Δεν μπορεί ο κάθε γελοίος φραγκοφορεμένος Χατζηαβάτης, να πλατσουρίζει στα λασπόνερα των ντόπιων και διεθνών καναλιών και “οίκων”, το καρυδότσουφλο της ρημαγμένη πατρίδας.
Απαιτείται τώρα, η ελληνική κοινωνία όχι μόνο να δει,αλλά να ψηλαφίσει επί των τύπων των ήλων των ελλειμμάτων της.
Η πατρίδα ετούτη από γεννησιμιού της είχε έλλειμμα εθνικής ανεξαρτησίας. Ο τόπος αυτός απ’ όταν οργανώθηκε σε κράτος, καθώς έντεχνα απαρνήθηκε την κοινοτική του παράδοση, έχει βαρβάτο έλλειμμα διοίκησης. Η κοινωνία αυτή, από τη σύσταση της κατά μίμηση του δυτικού της προτύπου, γίνηκε μια καλοθρεμμένο και μια κακοθρεμμένο παράσιτο της Εσπερίας, στο αγκομαχητό να γίνει «εφάμιλλη των καλυτέρων ευρωπαϊκών» και ως εκτούτου έχει σοβαρό έλλειμμα παραγωγής και δημιουργίας.
Η «Δημοκρατία» με τα δήθεν κατακτημένα δικαιώματα, στη θέση της χαμένης κοινωνικής και πολιτικής ελευθερίας, έχει μια τρυπάρα που μόνο ο Καραϊσκάκης θα μπορούσε να περιγράψει σαν το «βρακί της Κατερίνας». Η πολιτική καθώς απο-ιεροποιήθηκε και εξέπεσε σε επάγγελμα και μάλιστα μεταπρατικού τύπου, άνοιξε μια τρύπα ανάλογη της σεξουαλικής πείνας των θηλύγλωσσων εκπροσώπων της. Η δικαιοσύνη, ως εξάρτηματης πολιτικής ολιγαρχίας, βολοδέρνει στα λασπόνερα της δικιάς της τρύπας. Το έλλειμμα της, «πληρώνει» τις φυλακές με χιλιάδες ψυχές δήθεν για σωφρονισμό, ενώ σαν σουρωτήρι αφήνει τους ημετέρους να διαφεύγουν στις χώρες των αφεντικών τους. Ακόμη κι η Εκκλησία τρώει στη μάπα το έλλειμμα πνευματικότητας που οικοδόμησαν οι μεγαφωνικές, τα ηλεκτρικά καντηλέρια και η βαριά προτεστάντικη νόθευση της. Ο ίδιος ο Λαός έχει εν τέλει έλλειμμα Λαϊκότητας, παραδομένος τουλάχιστον τα τελευταία 40χρόνια στην μαλθακότητα και στο μαράζι της ηδονοθηρίας και της καταναλωτικής αποχαύνωσης. Το αντιστασιακό ήθος της διαχρονίας του ελληνικού τρόπου, αφού εξέπεσε σε πρώτη φάση σε ηθικολογία, κατέπεσε τελικά στο έσχατο στάδιο ενός κυνικού αμοραλισμού. Το μηδέν που χάσκει εντός στον καθένα μας και μας απειλεί πλέον σαν συλλογικό υποκείμενο, δεν είναι τίποτα περισσότερο από το έλλειμμα ελληνικότητας. Η μαύρη τρύπα, γύρω από την οποία χοροστατεί το κυρίαρχο πολιτικό προσωπικό και οι ξένοι εντολοδόχοι του, δεν είναι οικονομική. Το έλλειμμα μας δεν είναι –πρωτίστως- οικονομικό. Όπως ακριβώς και το χρέος μας δεν είναι ένα κάποιο λογιστικό μέγεθος. Δεν είναι τα λεφτά που μας λείπουν. Είναι το μεδούλι του τόπου που αφανίστηκε. Αυτό οφείλουμε να επανεφεύρουμε.Αυτό είναι το χρέος μας. Το πρόβλημα της χώρας, δεν είναι “πως θα πάμε το άλογο να πιει νερό”, κατά πως χτυπιούνται οι αγωνιούντες κονδυλοφόροι του συστήματος. Το πρόβλημα δεν είναι αν θα το πάει μόνος του ο ΓΑΠ ή παρέα με τον Σαμαρά και την Ντόρα και τον Καρατζαφέρη καβάλα στο σβέρκο.Το πρόβλημα δεν είναι αν θα πεισθεί να πάει υπό την απειλή της δίψας της χρεωκοπίας. Το πρόβλημα είναι,ότι το νερό είναι και θολό και νοθευμένο με διαόλους, που ‘λεγε κι η γιαγιά μου.Γι’ αυτό και ένα νέο συλλογικό όραμα, μοιάζει ανέφικτο.
Τί απαιτείται λοιπόν; Πριν απ’ όλα να διακοπούν άμεσα και δια ροπάλου τα χορευτικά στο χείλος του γκρεμού, από τις αστείες φιγούρες που αυτο-αποκαλούνται πολιτικό προσωπικό. Δεύτερον, να ξεθολώσουμε το νερό. Δηλαδή, επανιεράρχηση των προτεραιοτήτων της κοινωνίας. Της κοινωνίας των ζωντανών αλλά και των πεθαμένων, κατά πως ορίζει ο τρόπος μας. Τρίτον, «πλήρωση» των ελλειμμάτων, με την σειρά που αυτά διαμορφώθηκαν. Με βάση της πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας και μια νέα αυθεντική ιεράρχηση τους. Επιτέλους ας απαντήσει εμπράκτως ο Λαός τι θέλει. Λεφτά ή ελευθερία; Καλοπέραση ή αξιοπρέπεια; Ας απαντήσουμε δηλαδή, τι επιζητούμεπρώτο και τι θέλουμε δεύτερο. Όλα αυτά δεν μπορεί, όμως, να είναι ευχές ή αμπελοφιλοσοφίες. Καλώς ή κακώς κάθε ιεράρχηση προτεραιοτήτων του βίου, απαιτεί θυσία του υποδεέστερου στόχου χάριν του σπουδαιότερου. Και τα δυό μαζί, είναι κάτι σαν «καλύτερα πλούσιος και υγιής, παρά φτωχός και άρρωστος». Τα ζόρια έρχονται, όταν χρειάζεται να διαλέξεις. Και αφού διαλέξεις, τα βάζεις όλα ετούτα σ’ ένα χαρτί και τα κάνεις πρόγραμμα, με αρχή, μέση και τέλος. Με στόχους και αντικειμενικούς σκοπούς. Με λειτουργικές, τακτικές και στρατηγικές αποφάσεις. Με αναγκαία μέσα και πόρους. Με χρονοδιαγράμματα. Με ανθρώπους έτοιμους να πεθάνουν για να τα υποστηρίξουν. Και τότε τίποτα –καθώς ξέρουμε από τον τρόπο μας- δεν μπορεί να σε εμποδίσει.
Τούτο είναι το χρέος μας, και όχι το άλλο, όσων τουλάχιστον, δεν μας φτάνει απλά να αγανακτούμε και τα κοκαλάκια των πεθαμένωνμας, είναι –ακόμη- κάτι περισσότερο από μια χημική σύνθεση ανόργανων μεταλλικών αλάτων. Ζητείται επειγόντως, πολιτικός φορέας να “υποστασιάσει” αυτό το χρέος και να “πληρώσει” αυτό το έλλειμμα.

* ο Αντώνης Ανδρουλιδάκης είναι οικονομολόγος.

Πέμπτη 16 Ιουνίου 2011

ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΟΥ.

Του Τάκη Θεοδωρόπουλου

Προχθές στο δελτίο ειδήσεων του Mega άκουσα έναν βουλευτή να οµολογεί ευθαρσώς και ανενδοίαστα πως συνοµιλεί κάθεµέρα µε τη συνείδησή του. Κάθε µέρα; Ναι, κάθε µέρα.
Για λόγους σεµνότητας, υποθέτω, σεβόµενος ενδεχοµένως τον ιδιωτικό χαρακτήρα της συνοµιλίας δεν προχώρησε σε περαιτέρω αποκαλύψεις. Αν και από τα συµφραζόµενα των ηµερών µπορεί κανείς εύκολανα συναγάγει τα διαµειβόµενα.
Ας πούµε ότι πάει κάπως έτσι: «Πώς είναι δυνατόν, Θανάση µου, να µου κάνεις τέτοιο πράγµα; Μην µ’ αφήνεις µόνη τώρα που “αυτοί” θέλουν να σε κάνουν νεκροθάφτη της κοινής µας ζωής. Λένε πως πάει, πέθανε η µεταπολίτευση, όµως πόσες φορές τα τελευταία τριάντα χρόνια δεν έχουν πει πως πάει, πέθανε η µεταπολίτευση, κι αυτή, αν και τυµπανιαίο πτώµα, συνεχίζει να σαλεύει;
Μαζί δεν το φτιάξαµε αυτό το αριστούργηµα; Εµένα, τη συνείδησήσου, δεν άκουγες όταν έπαιρνες τα χαρτάκια µε τα ονόµατα των ανιψιών, των εξαδέλφων, των γιων, των εγγονών που είναι καλά παιδιά και πήρανεπιτέλους το χαρτί τους και τώρα ήρθε η ώρα ν’ αρχίσουν να κολλάνε τα ένσηµα του µέλλοντός τους; Κι εµένα δεν άκουγες όταν σήκωνες το χεράκι σου για να ανοίξουν νέες θέσεις που θα τα υποδεχτούν τα καλά παιδιά µε ή χωρίς χαρτί; Και βέβαια, ο καθένας γνωρίζει πως οι νέες θέσεις για να υπάρξουν χρειάζονται και νέους οργανισµούς, γιατί χωρίς οργανισµούς πού να βρουν να κάτσουν οι θέσεις των παιδιών. Και οι νέοι οργανισµοί χρειάζονται νέους νόµους, µιας και χωρίς νόµους δεν µπορούν να λειτουργήσουν οι οργανισµοί. Ακόµη κι οι αµοιβάδες χρειάζονται νόµους για να λειτουργήσουν. Μαζί δεν την φτιάξαµε αυτήν τη δηµοκρατία της ισότητας όπου όλοι δικαιούνται µια θέση Θανάση µου, εκτός απ’ αυτούς που δεν τη δικαιούνται γιατί δεν ξέρουν να συνοµιλούν µε σένα και τη συνείδησή σου;
Πώς φτάσαµε εδώ που φτάσαµε; Πώς είναι δυνατόν από κει που σήκωνες το χεράκι σου κι άνοιγαν τα στασίδια των ∆ΕΚΟ και άλλων ∆ΕΚΟ, τώρα να σηκώνεις το χεράκι σου για να ζητάς φόρους, κι άλλους φόρους, κι ακόµη περισσότερους φόρους για να βγάλεις τα έξοδα της κηδείας της πεθεράς, που την είπαν µεταπολίτευση και δεν λέει να πεθάνει;
Είχε δίκιο η κ. Γιαννακά που είπε πως τέτοιο βάρος δεν µπορεί να το αντέξει µόνη της. ∆εν µας φτάνει η θλίψη για τον θάνατο της αγαπηµένης – πού θα πάει, θα σκάσει κι αυτή µια µέρα – πρέπει να πληρώσουµε και τα έξοδα της κηδείας της.
Και δεν µας φτάνουν η θλίψη και τα έξοδα, έρχονται κι εκείνα τα εξώδικα τώρα που σε απειλούν πως αν πάθει κάποια βλάβη η ζωή τους, η θέση τουςδηλαδή, θα κάνουν και θα δείξουν. Τι να κάνουν και τι να δείξουν οι αχάριστοι;».
Λένε πως πέθανε η µεταπολίτευση, όµως πόσες φορές το έχουν πει κι αυτή συνεχίζει να σαλεύει

Τετάρτη 15 Ιουνίου 2011

Η ΠΛΑΤΕΙΑ ΓΕΜΙΖΕΙ, ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΑΔΕΙΑΖΕΙ.

Η Γενιά της αμφισβήτησης των πεζοδρομίων, συναντά την ιστορία στα κράσπεδα της πλατείας Συντάγματος. Τα αντιδραστικά νιάτα που μετρούν τους χτύπους της καρδιάς τους στα χτυπήματα της κατεστημένης νοοτροπίας, ενώνουν τις τύχες τους με τους αγανακτισμένους κι εξαπατημένους ¨μεγαλύτερους¨ , που έπεσαν θύματα της μεταπολιτευτικής βολής και ανίας τους. Ένα χέρι κοινό , υψωμένο, που αγανακτεί με τη μίζερη πραγματικότητα και προκαλεί δέος στους τακτοποιημένους οικογενειάρχες , τις κινητές κι ακίνητες περιουσίες και φυσικά τις ακλόνητες συνειδήσεις τις κάθε λογής εξουσίας.
Μια ζωντανή και φρέσκια κοινότητα πολιτών, ένας κόμβος επικοινωνίας όμοιων κι αντίθετων δυνάμεων και προσωπικοτήτων, ένας ιδιόμορφος τρόπος επικοινωνίας, πεδίο έκφρασης και δημιουργίας, κέντρο αποτοξίνωσης απογοητεύσεων και χαμένων οραμάτων , ένα αναίμακτο αλλά όχι και άχρωμο πεδίο μαχών. Ολα εκείνα που τα χωρίζουν χρόνια, αίμα και άνθρωποι, ενώνονται σε λίγα τετραγωνικά πλατείας για να ξυπνήσουν μέσα μας ¨έναν άλλο κόσμο που είναι εφικτός¨. Και πάντα κάθε δειλινό , να συναντάς έναν ολόκληρο κόσμο που άγνωστο που και πώς μένει ξάγρυπνος μετατρέποντας τα τείχη της μεταπολιτευτικής μοναξιάς σου σε μια πρώτη έκπληξη για αυτό τo άλλο, το διαφορετικό κι ασυνήθιστο.
Δεκάδες ζωντανά κινήματα, ένα ιδιότυπο κοινωνικό ψηφιδωτό που συναντά εύκολα κανείς στους χώρους της πλατείας και γύρω από αυτήν και που περνούν από κόσκινο τα αδιέξοδα της καθημερινότητας. Η εξουσία να σωριάζεται από τρεις όλες κι όλες φράσεις, η τηλεόραση να απομυθοποιεί τους γελοίους ηρωικούς χαρακτήρες της, οι δυνάμεις καταστολής από θύτες, θιασώτες αμήχανοι στη νέα αυτή πραγματικότητα, ο έρωτας από εικονική φαντασίωση να ζωντανεύει υπαρκτές αισθήσεις και η παλάμη ανοικτή να θριαμβεύει κατά παντός αντιπάλου.
Όλα αυτά, τα τόσο εύγλυπτα, ζωντανά , αναπαραστατικά, έξυπνα, εύθυμα , σοβαρά και πολύχρωμα, μεστά από περιεχόμενο και χαρακτήρα , δυναμικά και ταξιδιάρικα δεν είναι τίποτα άλλο από την ίδια τη ζωή, τα πιστεύω , τα οράματα , τις απογοητεύσεις μιας πλειοψηφίας ανθρώπων που καταθέτουν ¨ΕΝ ΔΗΜΩ¨ τη δική τους προσφορά και συμμετοχή στην κοινωνία. Κι αν η πάλη των τάξεων και των κοινωνιών φαντάζει πια ως συνθηματικό απομεινάρι μιας ρομαντικής φαντασίωσης και ιδεολαγνείας, τούτη εδώ η διαρκής λαική συνέλευση , δημιουργεί -ίσως- την επόμενη φάση της ιστορίας των κοινωνιών.
Μια μέρα σαν κι αυτή που ονειρεύτηκαν, αναβιώνουν. Και οι μέρες αυτές, έγιναν πολλές. Συζητώντας, επικοινωνώντας και αντιλέγοντας για πράγματα που συναντήσαμε και μας συναντούν ακόμη. Με κριτική διάθεση, νοσταλγικές στιγμές γεμάτες ανεκπλήρωτες επιθυμίες, σατιρικό πνεύμα, σοβαρή θεώρηση , αυθόρμητες εκδηλώσεις και πολύ συναίσθημα , στήνουν μια ιδιότυπη κοινωνική εκπροσώπηση, ένα σύγχρονο και άμεσο πια κοινο-βούλιο, μια φανταστική κυβέρνηση, μια εναλλακτική τηλεοπτική εκπομπή πραγματικών και όχι εικονικών διαστάσεων και φαινομένων, ένα ζωντανό διαφορετικό ραδιόφωνο, μια ανιδιοτελή ανοικτή παράταξη, μια εξω-πραγματική αίθουσα ειλικρινούς και γόνιμης διδασκαλίας, μια νέα γειτονιά επωνύμων φίλων , μια μη διαφημιζόμενη οργάνωση για την προστασία του ανθρώπου από τον άνθρωπο, ένα μέγαρο κοινωνικών συζητήσεων και ήχων και όχι ψιθύρων , μια εθελοντική και πολλά υποσχόμενα κοινωνική υπηρεσία, μια γκαλερί μη φτιασιδωμένων ειδώλων και χορηγών , μια γνήσια εφημερίδα πολιτών , μια άλλη κοινωνία ανοικτών προθέσεων και οριζόντων χωρίς επώνυμα κοινωνικά διαβατήρια , ύπουλες προσβάσεις και επικίνδυνες προσμίξεις , τεχνητές διαστρεβλώσεις, πολύ - επίπεδες διαπλοκές.
Όλοι όσοι συμμετέχουν στη προσπάθεια αυτή, είναι άνθρωποι άγνωστοι μεταξύ τους που μοιράζονται καθημερινά αγωνίες , προβλήματα αλλά και όνειρα. Είναι άνθρωποι με όνομα , επώνυμο και ιδιότητα που συναντούσαμε πάντοτε δίπλα μας χωρίς όμως να τους γνωρίζουμε. Ο χαρακτήρας τους απλός , καθημερινός, η σκέψη τους όμως και η προσωπικότητά τους κρύβουν κάτι το ξεχωριστό. Η επιλογή τους αυθόρμητη , μα στη πορεία και συνειδητή, υπαγορεύτηκε από μια προσωπική έκρηξη , πότε αρκετά παλαιά και πότε τελευταία, που συνέβη με λόγο και αιτία. Και τώρα στάθηκε η αφορμή για να κατανοήσουμε ότι τελικά δεν είμαστε -και μαζί μας και τόσοι άλλοι- , τόσο μόνοι και τόσο ανώνυμοι. Ξεκινώντας από μια απλή κουβέντα φτάσαμε στο σημείο να ανταλλάσσουμε απόψεις για ώρες και από τότε για καιρό. Συμφωνώντας ή διαφωνώντας, πάντως συζητώντας. Κι ο καθένας είχε την άποψή του κι όλοι μαζί το κοινό σημείο της ανωνυμίας. Κι η πλατεία, το μέσο μας.
Σε αυτό το εγχείρημα η παρουσία ανθρώπων με λόγο και άποψη είναι η ψυχή, το πνεύμα και το σώμα του οράματος για ένα συλλογικό, πρωτοποριακό και χρήσιμο βήμα. Μακριά από γραφικότητες , ένοχα και αθώα απωθημένα, μελοδραματικούς απολογισμούς , επώνυμους τίτλους και περγαμηνές , αλλά με δυναμισμό, παρρησία και προσήλωση μοιράζονται προσωπικές στιγμές, σκέψεις, θέσεις, προβληματισμούς, οράματα, συναισθήματα, αγωνίες και απόψεις με τους δικούς τους ανθρώπους , τη μεγάλη αγκαλιά των σύγχρονων μικρών ηρώων της ανώνυμης πραγματικότητας. Για λίγο, μια στιγμή, υπογράφουν τη πορεία τους και μαζί τη πορεία του τόπου , ονοματίζουν τα κακώς κείμενα και τα καλώς πραχθέντα, οικειοποιούνται τη μια αλλά αληθινή εξουσία που για λίγο τους παρέχεται. Ένα στυλό και λίγες κόλλες χαρτί είναι αρκετά για να τιμηθούν θέσεις και απόψεις, κρίσεις και συναισθήματα που διακριτικά γεννήθηκαν και καλλιεργήθηκαν στο παρασκήνιο της καθημερινότητας από ανθρώπους που είναι οι ίδιοι καθημερινότητα. Όλα όσα θα αποτυπωθούν είναι όλα όσα λένε και ακούν κάθε ώρα και στιγμή της ημέρας. Είναι ο ηχηρός απόηχος μιας κοινωνίας που σιωπά και τόσων εξουσιών που φωνασκούν ανερμάτιστα. Είναι οι κουβέντες της αγοράς , του δρόμου, της πλατείας, του σπιτιού, της παρέας και του γραφείου. Λόγια που δεν διεκδικούν συντάξιμες αποζημιώσεις , δεν αποσκοπούν σε κοινωνικά ανταλλάγματα, δεν έχουν χρώματα και σύμβολα, δεν αποτελούν τηλεοπτικά σποτάκια και εύκολες προσδοκίες , δεν πωλούνται και δεν αγοράζονται. Είναι ερασιτεχνικές εγκάρδιες καταθέσεις από αυτοδημιούργητους κυνηγούς της δικής τους γης της επαγγελίας. Είναι η αναπνοή, το γέλιο και η θλίψη τους όπως αυθόρμητα γεννιούνται από την ¨αγωνία αυτού του τόπου για ζωή¨ . Είναι το τίμημα της ζωής τους , απολογισμός και προγραμματισμός, το εφικτό και το ανέφικτό τους. Είναι ο παλμός της καρδιάς τους που κτυπά, παρά τα αναμενόμενα, τόσο έντονα και παθιασμένα καθώς ξεπερνούν τα τείχη που στήνονται στο διάβα τους. Είναι η αντίδραση της λογικής τους που πλήττεται από ερεθίσματα και διεγέρσεις συχνά εχθρικές αλλά πάντοτε ανασταλτικές. Είναι, τέλος , η δική τους παρακαταθήκη στο μέλλον που πλησιάζει τόσο άγνωστο και γι’ αυτό επικίνδυνο.
Η πλατεία γεμίζει. Το σύστημα αδειάζει. Από ψηφοφόρους, θύματα, εγκλωβισμένους, χειροκροτητές, αποδιοπομπαίους και υποστηρικτές. Η εξουσία του, μετρά μέρες. Πανικόβλητο, προσπαθεί και θα προσπαθήσει ακόμη περισσότερο να πανικοβάλει, να αδιαφορήσει, να υποτιμήσει, να συκοφαντήσει. Δεν θα πιάσει τόπο. Τόσα χέρια υψωμένα, τόσα κορμιά συσσωρευμένα δεν αφήνουν χώρο για τίποτα περισσότερο και τίποτα πιο σημαντικό από την ίδια την ελπίδα. Όχι για μια νέα μεταπολίτευση, αλλά για μια άμεση πολιτική και κοινωνική λύση. Ποια θα είναι αυτή, θα αποφασίσει η ¨επόμενη¨ γενική συνέλευση. Εσύ, εγώ, που τόσο απλά, γίναμε, εμείς.



Τρίτη 14 Ιουνίου 2011

ΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΤΕΛΟΣ ΜΙΑΣ 40ΕΤΙΑΣ

Του Δημήτρη Μυ

Ανεξάρτητα από το πώς θα εξελιχθούν οι κινητοποιήσεις των «αγανακτισμένων» μπορεί κανείς να προχωρήσει σε μια βάσιμη πρόβλεψη: Η αγανάκτηση της ελληνικής κοινωνίας προς την κυβέρνηση αλλά και τις κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις δεν είναι παροδικό φαινόμενο, δεν πρόκειται να περάσει και εκτονωθεί τόσο εύκολα και γρήγορα.
Ο λόγος είναι απλός. Η ελληνική κοινωνία σχεδόν στο σύνολό της συνειδητοποιεί το αδιέξοδο στο οποίο την έχει οδηγήσει η πολιτική του μνημονίου και των δανειακών συμβάσεων.
Σήμερα Τρίτη και αύριο Τετάρτη η αγανάκτηση των ανθρώπων που θα συγκεντρωθούν έξω από τη Βουλή θα στείλει το μήνυμα σε όλους όσοι έχουν ήδη αποφασίσει να βάλουν την υπογραφή τους στο μεσοπρόθεσμο (ένα ακόμη μνημόνιο) πρόγραμμα της κυβέρνησης.
Η αγανάκτηση του κόσμου πιθανότατα δεν θα σταθεί ικανή και αρκετή για να ανατραπεί η υπαγορευμένη από τους πιστωτές πολιτική που ακολουθεί η κυβέρνηση. Σίγουρα όμως μπορεί να αποτελέσει την αρχή μιας διαδικασίας η οποία θα ανατρέψει το αναποτελεσματικό και ανίκανο πολιτικό προσωπικό που οδήγησε τη χώρα και τον λαό της στη σημερινή κατάσταση.
Η διαδικασία της ανασύνθεσης του πολιτικού προσωπικού φαίνεται ότι θα είναι μακρά και οδυνηρή, καθώς οι μάχες οπισθοφυλακών που ήδη δίνει είναι ανελέητες. Ωστόσο, το αποτέλεσμα αυτής της μάχης είναι προδιαγεγραμμένο, όπως προδιαγεγραμμένη είναι και η πορεία της χώρας προς την πτώχευση.
Κι όσοι σπεύσουν να υποστηρίξουν ότι η χώρα δεν έχει πτωχεύσει και πως οι μάχες που δίνουν η κυβέρνηση και όσοι υποστηρίζουν την πολιτική του μνημονίου έχει στόχο τη διάσωσή της, ξεχνούν κάτι απλό: Ακόμη κι αν οι δείκτες συμβεί να ευημερούν, υπάρχουν φορές που ο λαός υποφέρει.
Στην προκειμένη περίπτωση, μάλιστα, που και οι δείκτες και ο λαός έχουν τιναχτεί στον αέρα, μπορεί κανείς με ασφάλεια να προβλέψει ότι το πολιτικό τέλος αυτών που κυβέρνησαν τη χώρα τα τελευταία 40 χρόνια έφτασε. Τι θα ξεπροβάλει για να καλύψει το κενό; Αυτό μάλλον εξαρτάται από το αν, πόσο και πότε η αγανάκτηση θα εξελιχθεί σε πολιτικό αίτημα και πράξη. Και ποιοι και πόσοι θα είναι ικανοί και έτοιμοι να εκφράσουν και να κάνουν εφαρμόσιμη πολιτική αυτό το αίτημα...

Κυριακή 12 Ιουνίου 2011

ΘΕΜΑ ΗΘΙΚΗΣ.

Γράφεο ο ΡΑΔΙΟλόγος

Δεν είναι θέμα πολιτικής, ούτε κοινής λογικής, ούτε καν ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Είναι καθαρά θέμα ηθικής. Τι ράτσα τελικά είναι αυτοί οι τύποι που περπατάνε στα δυο πόδια όρθιοι και κάνουν όλα αυτά που βιώνει μια χώρα αυτούς τους καιρούς; Τι ράτσα είναι τελικά όλοι αυτοί που υπομένουν τούτη την σοβαροφάνεια του ξέκωλου που επέβαλαν οι τιμητές της μπαλαφάρας ως τρόπο ζωής; Τίποτε απ΄όσα γίνονται δεν επιδέχονται ανάλυση και ερμηνεία παρ΄ όλες τις προσπάθειες γραμματιζούμενων και αγράμματων για την απόλυτη ξεφτίλα την οποία σέρνουν μια χώρα πιθηκοειδή, που η ηθική τους δεν προσκρούει πουθενά.
Είναι εύκολο να λοιδορήσεις ένα ανήθικο δίποδο που κάνει πασαρέλα με την τσάντα στο χέρι «καταθέτοντας στέφανον» για να τιμήσει υποτίθεται κάποιους που αγωνίστηκαν για να έρθει το ίδιο με Λουδοβίκειον ύφος, να τους ξεφτιλίσει. Όμως αυτή η ευκολία, που μπορεί να ερμηνευτεί και ως «δημοκρατική» ελευθερία, κατέληξε σε ελευθεριότητα ανοχής για μια θέση δίπλα σε κάθε ανήθικο δίποδο για ένα απλό βόλεμα. Εύκολο είναι επίσης να κατηγορήσεις και να αγανακτήσεις με τους καημένους που σέρνουν το σαρκίο τους μέσα σε βουλευτικές λιμουζίνες υπεραμυνόμενοι των κεκτημένων τους, για να ψηφίσουν την γραμμή των αφεντάδων τους.
Όμως οι γραικύλοι δεν είναι σημερινό φαινόμενο, το θέμα είναι πως αυτοί φαίνονται και οι άλλοι οι διπλανοί σου ανήθικοι συνεχίζουν να σέρνουν τον χορό της ξεφτίλας για τα δικά τους κεκτημένα. Τυφλώνει η εντοπιότητα, ο εκβιασμός του «δημοκρατικού» παρακράτους, η συγγένεια, η κρυφή σκέψη για προσωπικό βόλεμα και οι μούντζες κατευθύνονται προς το ευαγές ίδρυμα δημιουργίας πλουσίων ανήθικων. Έτσι ο ανήθικος της διπλανής πόρτας ζει και βασιλεύει κατεβαίνοντας ακόμη και στις πλατείες να λοιδορήσει την αγανάκτηση κάποιων.
Η ανηθικότητα συνοδεύεται από την αθανασία και την άγνοια κινδύνου. Οι φωνές των υποστηρικτών δεν ακούγονται καθαρά λόγω του ότι οι δοκιμές των αντοχών απέτυχαν (βλέπε αντιδράσεις στις ομιλίες φωστήρων που καλούν κατά τόπους), ακούγονται όμως ως αναλύσεις στις μικρές πλατείες με θέματα άσχετα με τους λόγους που οδήγησαν κάποιους σ΄αυτούς τους χώρους. Τα εκτροφεία της ανηθικότητας που αποκαλούνται και κόμματα απέδειξαν περίτρανα πως διέλυσαν τα πάντα και φωνάζουν μαζί με τους ακριβοπληρωμένους ψιττακούς των ΜΜΕ πως κινδυνεύει αυτό που έστησαν και αποκαλούν δημοκρατία.
Το κουτί συσκευασίας που πουλούσαν τόσα χρόνια με το brand name «Δημοκρατία» δεν περιείχε τον λαό ούτε ως δώρο. Η ανηθικότητα τους έχει φτάσει σε τέτοιο βαθμό που αγνοούν πια και την ύπαρξη του πληθυσμού που κατοικοεδρεύει σε τούτη την χώρα. Εντάξει, είναι δύσκολο από την μια μέρα στην άλλη να δεις τον πελάτη – υποζύγιο ως λαό, όμως θα βοηθούσε η ύπαρξη ψηγμάτων ηθικής να καταλάβεις πως είναι απάνθρωπα αυτά που κάνεις ως εξουσία της χώρας. Η σιγουριά πως οι ορδές των κομματικών ανήθικων που δρουν ανά την επικράτεια κάνει καλά την δουλειά της, τυφλώνει πιο πολύ τους αρχιερείς της ανηθικότητας και τους κάνει να πιστεύουν πως ο γυάλινος πύργος που ζουν και βασιλεύουν είναι αλεξίσφαιρος. Γι’ αυτό και λυσσάνε για τα κεκτημένα των ανήθικων ορδών. Κρίνοντας εξ ιδίων τα αλλότρια γνωρίζουν πολύ καλά πως μόνο από τους δικούς τους ανήθικους κινδυνεύουν, διότι κι αυτών η ηθική δεν προσκρούει πουθενά.
Είναι φανερό πως εδώ και πολλά χρόνια η πολιτική είναι ανύπαρκτη και παρ’ όλους τους επιθανάτιους ρόγχους δεν θα καταφέρει τίποτε. Κανείς δεν γνωρίζει που θα καταλήξει η σύγκρουση πολιτικής και ηθικής που ζυμώνεται στις πλατείες. Ίσως μέσα από την ζύμωση στις πλατείες ξεπροβάλει μια πολιτική με ηθική που θα μπορέσει να οδηγήσει σε λύσεις. Όσο υπάρχει όμως ο ανήθικος της διπλανής πόρτας που προβάρει την ανάλυση που θα κάνει το βράδυ στην πλατεία, θα αναφωνούν μαζί με το «η δημοκρατία κινδυνεύει», και το «νόμιμον δημοκρατικόν» είναι και ηθικόν.

Πηγή

Σάββατο 11 Ιουνίου 2011

ΑΓΑΝΑΚΤΙΣΜΕΝΟΙ ΠΟΛΙΤΕΣ ΑΛΛΩΝ ΕΠΟΧΩΝ.



α. Η άσκοπη οργή των Λουδιτών
β. Ο άσκοπος ενθουσιασμός των Σκιαδιστών
γ. Η καπηλεία του Βαλέσα (οδήγησε τους οργισμένους Πολωνούς από τον Γιαρουζέλσκι στον Πάπα)


 
Γράφει ο Γιώργος Δαμιανός

Χαίρομαι να βλέπω κόσμο στις πλατείες, να σηκώνεται από τον καναπέ του και να δηλώνει ξεκάθαρα την οργή του. Χαίρομαι, ακόμα πιο πολύ, όταν κατεβαίνουν στις πλατείες “πρωτόβγαλτοι” νέοι και οι αγανακτισμένοι “φιλήσυχοι νοικοκυραίοι”. Ποιον ενδιαφέρει, άλλωστε, μια συγκέντρωση που συμμετέχουν οι γνωστοί “συνδρομητές” των διαδηλώσεων; Η περίπτωση των “αγανακτισμένων του 2011” με απασχόλησε έντονα και συνεχίζει να με απασχολεί. “Έξω οι κλέφτες”, “να φύγουν”, “κάτω το παλαιοκομματικό σύστημα”, “κάτω το αστικό κράτος”, “δεν πληρώνω” κ.ά. είναι μερικά από τα συνθήματα τους. Δηλώνουν αγανάκτηση, οργή, απογοήτευση αλλά, δυστυχώς, δε δηλώνουν πολιτική. Είτε τους αρέσει είτε όχι η λύση θα δοθεί μέσα από το κτήριο που, τώρα, φασκελώνουν. Αλίμονο μας, αν δοθεί από κάπου αλλού. Και για να δοθεί η λύση πρέπει να υπάρχουν στοιχειώδεις προτάσεις, στοιχειώδης οργάνωση, στοιχειώδης ιδεολογία, στοιχειώδης λογική και όχι μόνο συναίσθημα. Αν μιλάμε για πολιτική, πρέπει να μας ενδιαφέρει η διαχείριση αυτής της πολιτείας, το πως θα παραχθούν τα αγαθά, το πως και με πιο κριτήριο θα διανεμηθούν, τι θα γίνει με τις ανειλημμένες υποχρεώσεις, με ποιους θα συμμαχήσουμε και ποιους θα πολεμήσουμε, εντός και εκτός ελληνικής κοινωνίας. Διαφορετικά η κατάληψη των πλατειών θα θυμίζει μια μαθητική κατάληψη σχολείου με τους μαθητές στα παράθυρα να φωνάζουν “για την παιδεία, για τον έρωτα και την παγκόσμια ειρήνη” και την κοινωνία να είναι πεπεισμένη ότι μέχρι το τέλος της εβδομάδας θα βαρεθούν και θα ξαναγυρίσουν στα σχολεία τους. Όπως και να ‘χει η συμμετοχή στις λαϊκές κινητοποιήσεις είναι μια λύση, αρκεί να μη μείνουμε μόνο στην αγανάκτηση και τα φάσκελα (σε τι, άλλωστε, θα διαφέρει από το γήπεδο;)
Επιλέξαμε τρία ιστορικά γεγονότα αγανακτισμένων πολιτών, που κινήθηκαν είτε από το συναίσθημα (Λουδίτες, Σκιαδίτες) και δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα, είτε καπηλεύτηκαν τη οργή του κόσμου (περίπτωση Βαλέσα) και απομακρύνθηκαν από την πολιτική καταπίεση για να οδηγηθούν στην εκκλησιαστική. Εξαιρέθηκε ο Μάης του ΄68, γιατί εκεί δεν είχαμε αγανακτισμένους με ειρηνικά Happenings, αλλά πραγματικούς επαναστάτες (αναρχικούς, τροτσκιστές, κομμουνιστές, σοσιαλιστές κα), οι οποίοι προσπάθησαν με κίνδυνο τη ζωή τους να αλλάξουν τον κόσμο. Το τι κατάφεραν είναι μια άλλη, μεγάλη, υπόθεση…

Οι Λουδίτες

Λουδίτες ονομάστηκαν στις αρχές 1800 οι οπαδοί του λεγόμενου «βασιλιά Ludd», μη υπαρκτού προσώπου ενδεχομένως. Έδρασαν στην Αγγλία καταστρέφοντας τις νέες μηχανές και κηρύσσοντας πόλεμο στην τεχνολογίας γενικότερα. Επρόκειτο για υφαντουργούς που ένιωθαν να χάνουν τις δουλειές τους λόγω της εμφάνισης των υφαντικών μηχανών.Η μέθοδος δράσης των λουδιτών υπήρξε μοναδική. Προειδοποιούσαν με ανώνυμες επιστολές τον ιδιοκτήτη του υφαντουργείου που επρόκειτο να χτυπήσουν και του ζητούσαν να αποσύρει τις μηχανές του. Όταν αυτός δεν συμμορφωνόταν, συγκεντρώνονταν οι υφαντουργοί της περιοχής σε κάποιο κοντινό χώρο, μουτζούρωναν τα πρόσωπά τους για να μην αναγνωρίζονται και εφορμούσαν με ό,τι εργαλείο ή όπλο διέθεταν. Ο Μαρξ, αν και βρισκόταν στην παρανομία και θα μπορούσε να καρπωθεί την οργή των αγανακτισμένων Λουδιτών, εναντιώθηκε στην τακτική τους (Να τι χρειάζεται η ηγεσία) υποστηρίζοντας: “Χρειάζεται χρόνος και πείρα για να μάθει ο εργάτης να διακρίνει τις μηχανές από την κεφαλαιοκρατική τους χρησιμοποίηση κι έτσι να στρέψει τις επιθέσεις του όχι ενάντια στα ίδια τα υλικά μέσα παραγωγής, αλλά ενάντια στην κοινωνική μορφή της εκμετάλλευσής τους.”

Τα Σκιαδικά

Η επόμενη ιστορική αναφορά έμεινε γνωστή (μάλλον άγνωστη στο ευρύ κοινό) με τον όρο τα “Σκιαδικά”. Το πάθος της νεολαίας δεν ήταν ικανό να μετατραπεί σε πολιτικό κίνημα, γιατί ακριβώς του έλειπε η οργάνωση. Αντιγράφω από τον αξιόλογο ιστότοπο www.sansimera.gr
[Με την ονομασία «Σκιαδικά» έμειναν στην ιστορία τα επεισόδια μεταξύ της μαθητιώσας νεολαίας και της Χωροφυλακής, που συνέβησαν στην Αθήνα στις 10 και 11 Μαΐου 1859. Ήταν ένα φαινομενικά άσχετο γεγονός, που οδήγησε τρία χρόνια αργότερα στην έξωση του βασιλιά Όθωνα.
Όλα ξεκίνησαν από μια διαπίστωση του Υπουργού Εξωτερικών, Αλέξανδρου Ρίζου Ραγκαβή, ο οποίος σε συζητήσεις τόνιζε την ανάγκη στήριξης της εγχώριας παραγωγής. Και έφερνε ως παράδειγμα, ότι οι Έλληνες θα έπρεπε να δείχνουν την προτίμησή τους στα ντόπια ψάθινα καπέλα (σκιάδια) που κατασκευάζονταν στη Σίφνο και όχι στα εισαγόμενα από το εξωτερικό, που ήταν και ακριβότερα.
Την ιδέα του Ραγκαβή ενστερνίσθηκε ο γιος του, Κλέων, ο οποίος έπεισε τους συμμαθητές του να φορούν σιφνέικα σκιάδια, στολισμένα με γαλανόλευκες κορδέλες, στις κυριακάτικες εξόδους τους στο Πεδίο του Άρεως. Γρήγορα έγιναν μόδα και σήμα κατατεθέν της προοδευτικής νεολαίας της Αθήνας («Γαριβαλδινοί»), σε αντίθεση με τους καθεστωτικούς νεολαίους, που φορούσαν άσπρα ψηλά καπέλα και απεκαλούντο «Αυστριακοί».
Προ του κινδύνου να χάσουν την πελατεία τους, οι εισαγωγείς καπέλων έστειλαν υπαλλήλους τους στο Πεδίο του Άρεως με αστεία και κουρελιασμένα σκιάδια, προκειμένου να διακωμωδήσουν τους μαθητές (10 Μαΐου 1859). Οι άνθρωποι των εισαγωγέων προκάλεσαν τους νεαρούς, με αποτέλεσμα να επακολουθήσει συμπλοκή. Η Χωροφυλακή πήρε το μέρος τους και αφού ξυλοφόρτωσε μαθητές και φοιτητές, προέβη σε τρεις συλλήψεις.
Τα επεισόδια συνεχίστηκαν και την επόμενη μέρα. Σπουδαστές και πλήθος κόσμου συγκεντρώθηκαν στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου και συγκρότησαν πορεία προς το Υπουργείο Εσωτερικών για να απαιτήσουν από τον υπουργό Κωνσταντίνο Προβελέγγιο την παύση του αστυνομικού διευθυντή Αθηνών Δημητριάδη και την απελευθέρωση των συλληφθέντων μαθητών. Ο Προβελέγγιος δεσμεύτηκε ότι θα εξετάσει το αίτημά τους, αλλά αυτό δεν άρεσε στους φοιτητές, που ζήτησαν ακρόαση από τον Όθωνα για το ίδιο θέμα. Ο βασιλιάς αρνήθηκε να τους δεχθεί, γεγονός που όξυνε τα πνεύματα.
Οι νέοι ξαναγύρισαν στα Προπύλαια, με άγριες διαθέσεις αυτή τη φορά. Τότε επενέβη ο φρούραρχος Αθηνών, Μιχαήλ Σούτσος, επικεφαλής μεγάλης στρατιωτικής δύναμης, και τους διέλυσε. Η ενέργειά του αυτή προκάλεσε αντιδράσεις. Ο γερουσιαστής Δημήτριος Χρηστίδης θεώρησε την έφοδο του στρατού στο Πανεπιστήμιο, πράξη «κατά του ασύλου των επιστημών» και ανέπτυξε την άποψη ότι το Πανεπιστήμιο «ως ναός του πνεύματος» πρέπει να απολαμβάνει το προνόμιο του απαραβίαστου για τους πάντες. Ήταν μία από τις πρώτες αναφορές στη χώρα μας για το πανεπιστημιακό άσυλο.
Αργά το απόγευμα της 11ης Μαΐου 1859 συνεδρίασε το Υπουργικό Συμβούλιο υπό την προεδρία του πρωθυπουργού Αθανάσιου Μιαούλη και απέπεμψε τον αστυνομικό διευθυντή Αθηνών Δημητριάδη, ενώ διέταξε την απελευθέρωση των τριών συλληφθέντων μαθητών. Τα «Σκιαδικά» ήταν η πρώτη δυναμική εκδήλωση κατά των απολυταρχικών μεθόδων του καθεστώτος και ενίσχυσε το αγωνιστικό φρόνημα των αντιπάλων του Όθωνα. Πρωτοστάτης της διαμαρτυρίας ήταν το Πανεπιστήμιο, επαληθεύοντας την προφητική ρήση του Γέρου του Μωριά, που όταν χτιζόταν είπε δείχνοντάς το: «Το σπίτι αυτό θα φάει το σπίτι εκείνο», εννοώντας το Παλάτι.

Ένας ιερέας διοικεί, σήμερα, την επαναστατική “αλληλεγγύη”

Το τρίτο ιστορικό παράδειγμα αγανακτισμένων πολιτών αφορά στην Πολωνική λαϊκή εξέγερση κατά του δικτάτορα Γιαρουζέλσκι. Η εξέγερση δεν ήταν ανοργάνωτη. Το αντίθετο μάλιστα. Διέθετε την ισχυρή υποστήριξη της παπικής εκκλησίας με “πρωτεργάτη” τον Πολωνό Ποντίφηκα Karol Józef Wojtyła (Ιωάννης Παύλος ΙΙ, 1920- 2005). Τελικά, η εξέγερση πέτυχε τα συμφέροντα της ηγεσίας αλλά ο λαός δυστύχησε και πάλι. Χαρακτηριστική περίπτωση καπηλείας των λαϊκών αιτημάτων.
Ποιος διοικεί τώρα την “αλληλεγγύη”;
Όσο και αν φαίνεται παράξενο το ιστορικό συνδικαλιστικό όργανο “ αλληλεγγύη” (solidarnosch), το οποίο ακόμα σήμερα αριθμεί 10 εκατ. μέλη, διοικείται από έναν ιερέα της καθολικής εκκλησίας: τον Maciej Zieba, 55 ετών. Ήταν κοινό μυστικό από την εποχή του Βαλέσα ότι πίσω από τις εργατικές κινητοποιήσεις στην Πολωνία κρύβεται η παπική εκκλησία και ο Πολωνός Πάπας Giovanni Paolo II. Στην εποχή μας, που όλες οι ραδιουργίες γίνονται απροκάλυπτα, ωμά και ανερυθρίαστα οι καθολικοί παπάδες ανέλαβαν την εκπροσώπηση των εργατών όχι μόνο ενώπιον του Θεού, αλλά και ενώπιον του αφεντικού τους. Κατακαημένη εργατική Τάξη!! Τι άλλο θα δεις ακόμα; (περισσότερα για τον Βαλέσα/ αλληλεγγύη εδώ)

http://www.24grammata.com

ΧΩΜΑΤΕΡΕΣ ΑΝΘΡΩΠΩΝ.

Της Τασούλας Καραισκάκη

Οι μονάδες υποκατάστασης ΟΚΑΝΑ αντιμετωπίζονται από την κοινωνία ως χωματερές (ανθρώπων). Κανείς δεν τις θέλει στην «αυλή» του. Ούτε οι κάτοικοι των περιοχών όπου αυτές στεγάζονται, ούτε οι διαμένοντες πέριξ των νοσοκομείων, ούτε οι εργαζόμενοι στα νοσοκομεία. Στο κέντρο της πόλης θεωρούνται εστία «μόλυνσης» -κυριολεκτικής και μεταφορικής- κι εγκλήματος, στα νοσοκομεία πόλος έλξης χρηστών και εμπόρων. Πλήθος οι αντιδράσεις σε όλες τις προσπάθειες μεταφοράς τους σε νέες περιοχές, σε νοσοκομεία. Το πρόβλημα, λένε, δεν είναι οι χρήστες, αλλά αυτοί που τους ακολουθούν και τους συντηρούν. Πλέον πρόσφατη αντίδραση αυτή των κατοίκων Αμαρουσίου, Κηφισιάς, Πεύκης, Λυκόβρυσης για τη μεταφορά μονάδας χορήγησης υποκατάστατων στο ΚΑΤ. Το δημοτικό συμβούλιο Αμαρουσίου, εκπρόσωποι συλλόγων και φορέων κατοίκων, με ψήφισμά τους ζητούν η μονάδα να μεταφερθεί μακριά από τον αστικό ιστό και απειλούν να προσφύγουν στη Δικαιοσύνη. (Σύμφωνα με τα σχέδια του υπουργείου, «Σωτηρία», όπου ήδη λειτουργεί μονάδα, «Ελπίς» και ΚΑΤ θα εξυπηρετούν 2.500 χρήστες.) Μονάδες υποκατάστασης του ΟΚΑΝΑ φιλοξενούνται στα νοσοκομεία Παπανικολάου και ΑΧΕΠΑ στη Θεσσαλονίκη, όπως και σε νοσοκομεία άλλων πόλεων - Ηράκλειο, Κέρκυρα, Πρέβεζα, Κατερίνη, Πάτρα, Αγρίνιο, Λιβαδειά, Λαμία, Λάρισα, Χανιά. Με ή χωρίς προβλήματα, με παρεμπόριο των ουσιών και τεράστιες λίστες.
Περισσότεροι από 1.350.000 Ευρωπαίοι εξαρτώνται από την ηρωίνη και 670.000 παίρνουν υποκατάστατα, που χορηγούνται και στις 27 χώρες. Μόνο σε Ελλάδα, Βουλγαρία και Ρουμανία υπάρχουν λίστες. Η θεραπευτική αξία της μεθαδόνης και της βουπρενορφίνης; Αμφισβητήσιμη, σύμφωνα με αρκετούς ειδικούς. Περισσότερο χειροπιαστή είναι η κοινωνική τους αξία - ο εξανθρωπισμός του χρήστη, το μαλάκωμα της αγωνίας που βγαίνει από σπλάχνα που υποφέρουν, το φώτισμα ματιών που δεν μπορούσαν να πάρουν τίποτε από τη μέρα. Αυτό όμως δεν αφορά όσους κάνουν χρήση των διπλών όψεων της ζωής...
Χρόνια τώρα, ο πόλεμος κατά των ναρκωτικών εξαντλείται στις γενναιόδωρες υποσχέσεις. Οι υπηρεσίες δίωξης παραπαίουν ανάμεσα στη μικρή αποτελεσματικότητα και τη διαφθορά, το ποινικό σύστημα επιβαρύνεται μέχρι αδρανοποιήσεως από το υψηλό ποσοστό εγκλείστων για ναρκωτικά. Και το κράτος «καθαρίζει» με την καταστολή και μια - δυο επιχειρήσεις σωτηρίας. Οι τοξικομανείς αντιμετωπίζονται σαν σκουπίδια, που η Πολιτεία προσπαθεί με μια κίνηση να σπρώξει κάτω από το πιο βολικό «χαλί». Ομως, όλα είναι θέμα πολιτικής και οργάνωσης. Οι ανεπιθύμητοι θα παραμένουν ανεπιθύμητοι όσο η Πολιτεία τούς αντιμετωπίζει σαν τέτοιους. Σε περισσότερο συντεταγμένες κοινωνίες, οι περίοικοι δεν ενοχλούνται από την παρουσία μονάδων χορήγησης υποκατάστατων, όπως κατ' αναλογίαν ουδείς διαμαρτύρεται για τη δημιουργία χωματερής, όσο οι ιθύνοντες δεν προτίθενται να δημιουργήσουν μια τέτοια.