Ξοδεύουμε τη ζωή μας. Την πετάμε καθημερινά, με ασχολίες μικρές και χωρίς κανένα νόημα. Σαν μηχανές γίναμε, σχεδόν όλοι… Και, δυστυχώς, δεν το έχουμε καταλάβει...
Μεγάλο έξοδο να αφήνεις τη ζωή να περνά, δίχως να έχεις κάνει κάτι, έστω και μικρό, έστω και ασήμαντο, που θα μπορέσεις περήφανα να το αφήσεις παρακαταθήκη για το πέρασμά σου από τούτο τον κόσμο.
Αφήνουμε τα τεράστια τίποτε να παίρνουν μορφή, να αλώνουν και να ορίζουν τις ζωές μας.
Και σαν να μην φτάνει ετούτο, ζητάμε και από τους νέους να παλέψουνε και να πάρουμε πίσω όλα εκείνα που εμείς αφήσαμε να χαθούνε μέσα από τα χέρια μας.
Ντροπή! Μεγάλη η ντροπή μας.
Αφού ούτε στα στερνά μας δεν τιμάμε το χώμα που πατήσαμε και τη γη που μας έθρεψε. Τίποτε δεν μας έχει μείνει από τους προγόνους, που τόσο περήφανα αναφέρουμε στις κουβέντες μας.
Κουτσαβάκια του κερατά γίναμε και όχι άντρες. Γιατί οι άντρες δεν χαλάνε την ώρα τους με λόγια, αλλά πρώτα κάνουνε ό,τι έχουν να κάνουν κι έπειτα νοιάζονται για το ότι μπορούσαν και καλύτερα.
Εμείς… τίποτε τέτοιο δεν έχουμε. Καιγόμαστε για την μικροσύνταξή μας, για τα γεράματά μας, για να ησυχάσουμε από τις μέριμνες της ζωής κι αφήνουμε επιτήδειους να μας κλέβουνε την περηφάνεια μας, να μας κλέβουνε το βιός μας, να μας κλέβουνε όλα εκείνα που άλλοι δώσανε τη ζωή τους για να τα έχουμε εμείς.
Ξόδι φεύγει η ζωή μας, μα δεύτερη δεν έχουμε για να προλάβουμε και να σιάξουμε όλα τα στραβά που κάναμε ή που μας αφήσαμε να μας κάνουν.
Και μικροί όπως είμαστε, ζητάμε από εκείνους που την κληρονομιά σπαταλήσαμε, να αγωνιστούνε για μας, να παλέψουν, να ματώσουν, για να πάρουμε πίσω αυτά που με τα ίδια μας τα χέρια παραδώσαμε σε ένα τσούρμο ψευταράδων…
Μάθαμε να ξοδεύουμε στη ζωή μας κι ήταν μεγάλο το λάθος, γιατί δεν καταλάβαμε πως από ένα σημείο και μετά ξοδεύαμε την ίδια τη ζωή που ήρθαν και την αποτιμήσαν οι εμπόροι των εθνών και την ζυγίσανε με τις δικές τους δεκάρες για να μας βάλουνε χρέος και στον θάνατό μας.
Σε εσένα, σε εμένα, σε όλους μας, ούτε το χώμα του τάφου δεν μας αξίζει, γιατί αυτό το χώμα το παραδώσαμε χωρίς να σκεφτούμε ότι ούτε δικό μας είναι…
Βαριές μπορεί να είναι αυτές οι κουβέντες, μα άλλες λέξεις δεν έχω στο νου για να γράψω το χάλι που μας βρήκε, τον βούρκο που τόσο πρόθυμα τρέξαμε να κυλιστούμε, έχοντας τους δαίμονες και τα δουλικά τους να μας περιγελούν και να μας διατάζουν…
Και σε ρωτάω εσένα που δεν σου αρέσουνε ετούτα τα λόγια:
Τι κάναμε για να μην γίνουμε περίγελος των ανόητων, σκλάβος των τιποτένιων;
Τι κάναμε για να τιμήσουμε εκείνους που μας γέννησαν κι εκείνους που έρχονται μετά από μας;
Τι κάναμε για την ψυχή που θα παραδώσουμε;
Δυστυχώς, τίποτε και πρέπει ετούτες τις ώρες να το παραδεχτούμε κι εσύ κι εγώ.
Μεγάλα κι άδεια λόγια, μονάχα, που δεν μας τιμάνε και που δείχνουνε πόσο ανάξιος είσαι, πόσο δειλός είμαι…
Κι όμως, υπάρχει χρόνος για να τ’ αλλάξουμε όλα και να περπατήσουμε περήφανα ξανά κάτω από έναν ελεύθερο γαλάζιο ουρανό…
Μα, αυτό θα γίνει όχι αν θελήσουμε να διώξουμε εκείνους που μας καθίσανε στο σβέρκο και μας ορίζουν τη ζωή μα και το θάνατό μας…
Θα γίνει μόνο αν σταματήσουμε τα λόγια και αποφασίσουμε να μετρηθούμε με τους κλέφτες που μας αρπάζουν και μας ξεφτιλίζουν τη ζωή…