Του Θανάση Διαμαντόπουλου*
Δακτυλοδεικτούνται. Προπηλακίζονται. Απειλούνται. Χλευάζονται. Το χειρότερο, δε, καθίστανται θύματα μιας νοοτροπίας χυδαίας και φασίζουσας. Αυτής που συνίσταται στην άκριτη γενίκευση και στον στερεοτυπικό καταλογισμό ευθυνών συλλογικών και αδιαφοροποίητων. Οπως όλοι οι γιατροί είναι «φακελάκηδες», όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι «τενεκέδες», όλοι οι στρατιωτικοί «στενόμυαλοι», έτσι και όλοι οι «παλιοί» πολιτικοί βαρύνονται με ένα αμάχητο τεκμήριο ιδιοτέλειας, ανεντιμότητας, αδιαφορίας για το κοινό καλό ή, έστω, ανικανότητας να το υπηρετήσουν. Με αποτέλεσμα να υφίστανται, στο σύνολό τους, έναν ιδιότυπο κοινωνικό ρατσισμό.
Μια κοινωνία, η οποία μέχρι πρόσφατα κολακευόταν αφάνταστα από τη συναναστροφή της με «προσωπικότητες του δημόσιου βίου», τώρα αποφεύγει την οποιαδήποτε «μολυσματική» επαφή μαζί τους. Μάλιστα οι αναμειχθέντες στο παλιό και φθαρμένο πολιτικό σύστημα, ως μετέχοντες μιας καθολικής και ανίατης απαξίας, θεωρούνται μη αποδεκτή πρώτη ύλη για τη συγκρότηση οποιουδήποτε νέου, ανορθωτικού ή εξυγιαντικού εγχειρήματος. Ουδείς εξάλλου διερωτάται πώς ένας τέτοιος ισοπεδωτισμός είναι συμβατός με το πάγιο κοινωνικό αίτημα-ερώτημα «γιατί τα υγιή, επιτυχημένα, ικανά και έντιμα άτομα δεν ασχολούνται με τα δημόσια πράγματα;». Και όμως στον «παλιό» πολιτικό κόσμο υπάρχει και ποιότητα...
Στην εκδήλωση, για παράδειγμα, της πρωτοβουλίας «Για την Ελλάδα τώρα» όπου πήραν μέρος, μεταξύ άλλων, οι Ν. Αλιβιζάτος και Λ. Τσούκαλης, η Αννα Διαμαντοπούλου - στην οποία στο πρόσφατο παρελθόν είχα απευθύνει μομφές μικρόψυχες, όχι πολιτικού αλλά πολιτισμικού χαρακτήρα - κυριολεκτικά με συγκλόνισε. Αντιμετωπίζοντας με ψυχή ηγέτη την αρχική επιφυλακτικότητα του ακροατηρίου, υπενθύμισε με συγκεκριμένες αναφορές τον διαχρονικό της λόγο και έργο, όταν δε είχε πια κατακτήσει την ψυχή του πλήθους, χειροκροτούμενη φρενιτιωδώς, αναρωτήθηκε: «Εδώ αυτά επιδοκιμάζονται και χειροκροτούνται, ξέρετε όμως πόσο δύσκολο είναι να τα λες στον κόσμο;». (Προφανώς εννοούσε τους αγιατολάχ του κομματικού πατριωτισμού, τους νεαντερτάλειους πασοκανθρώπους, τους ικανούς μόνο για μανιχαϊστικές διχοτομίες, επίσης όσους αγνοούν τη λογική των προσόντων αλλά εξωραΐζουν, ακόμη και ιδεολογικά, τη λογική του βολέματος και των μέσων, ενδεχομένως δε και τους ασυμβίβαστους «ελληναράδες»...)
Και δεν έδειξε μόνο - αυτή η «γεννημένη σε ανθρακωρυχείο» - στους διατηρούντες την άνεση της καταγγελτικής ιδιώτευσης, «άφθαρτους ιππότες του χηνόφτερου και του μελανοδοχείου», τη δυσκολία της αέναης μάχης μέσα στον τελματώδη βούρκο της πραγματικότητας. Εκανε και μια μεταρρυθμιστική πρόταση σημαντικότατη, ειδικά για μια χώρα διαχρονικά χαρακτηριζόμενη από την πολυνομία και την κακονομία. Ζήτησε τη θεσμοθέτηση της λεγόμενης «νομοθετικής γκιλοτίνας», δηλαδή την υποχρέωση του Κοινοβουλίου να καταργεί δύο νόμους για καθέναν που ψηφίζει. (Προκειμένου να συνειδητοποιήσουμε πού έχει φτάσει «παρ' ημίν» ο νομοθετικός πληθωρισμός, προφανώς λόγω της βεβαιότητας της μη εφαρμογής των νόμων, θυμίζω ότι το 2003 επαναθεσπίστηκε, παρά την αφαίρεσή της από το Σύνταγμα, η υποχρεωτικότητα της ψήφου με απειλούμενες ποινές φυλάκισης καθώς και απώλειας, εφόσον υπάρχει, της δημοσιοϋπαλληλικής και δικηγορικής ιδιότητας για τους απέχοντες από τις εκλογές! Αυτό, αν δεν είναι δείγμα πολιτικού χιούμορ, αποτελεί πρόδρομη αναζήτηση μεθόδων αποπάχυνσης του δημόσιου τομέα...)
Αν λοιπόν προστεθεί η καταπληκτική παρουσία στην ίδια εκδήλωση αυτού του ασύλληπτου μείγματος αντισυμβατικότητας, έμπνευσης και ορθολογισμού που είναι ο Γιάννης Μπουτάρης, τότε το συμπέρασμα συνάγεται αβίαστα: Οσοι ταυτίζουν ποιοτικά όλα τα πολιτικά στελέχη της Μεταπολίτευσης με κάποιους διεφθαρμένους παράγοντες του αρχέγονου ΠΑΣΟΚ, όσοι επομένως δεν συνειδητοποιούν ότι το καλύτερο αύριο πρέπει να αναζητήσει τις ρίζες του και σε ό,τι καλό κατάφερε να παραχθεί μέσα στο σκοτεινό χθες, αυτοί είναι κατάλληλοι για παρελθοντολόγοι «εισαγγελείς», όχι όμως για αρχιτέκτονες ενός νέου καλύτερου κόσμου. Ακόμη χειρότερα: όσοι απαξιώνουν συνολικά, συλλογικά και αδιαφοροποίητα τους «κατεστημένους» πολιτικούς μας, ζητώντας δήθεν τον καλύτερο δυνατό κόσμο (αντί για έναν κόσμο κατά το δυνατόν καλύτερο), αυτοί ουσιαστικά κάνουν μετάθεση - ίσως και υπεραναπλήρωση - των δικών τους ενοχών και ευθυνών για την άκριτη και αδιαμαρτύρητη αποδοχή του κλεπτοκρατικού, φαύλου και παραγωγού διαφθοράς χθες για όσο διάστημα αυτό μπορούσε να διανέμει (πλαστή) ευημερία, γκλαμουριά και μεγάλη ζωή. Με τον ίδιο περίπου τρόπο που οι Γάλλοι, επειδή εν πολλοίς και για ικανό διάστημα συμβιβάστηκαν με τους ναζί κατακτητές, μετακατοχικά κούρευαν και διαπόμπευαν όσες συμπατριώτισσές τους είχαν συνάψει ερωτική σχέση με Γερμανό...
* Ο Θανάσης Διαμαντόπουλος είναι καθηγητής Πολιτικών Θεσμών και Συγκριτικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
Πηγή