Του Χρήστου Χωμενίδη
Πριν από δύο περίπου χρόνια, αντικρύσαμε εμπρός μας έναν πανύψηλο τοίχο. Δεν είχε σηκωθεί μέσα σε μια νύχτα ο τοίχος εκείνος. Επί δεκαετίες τον χτίζαμε, προσθέτοντας άλλος ένα λιθαράκι, άλλος ένα φορτηγό από τούβλα, κάποιοι –οι πιο αθώοι- κάνοντας απλώς τα στραβά μάτια, ζώντας μες στα ιδιωτικά τους συννεφάκια. Το θέμα , όπως και να’χει, ήταν πως κάθε συννεφάκι αίφνης διαλύθηκε. Κι όλοι βρεθήκαμε ενώπιον του τοίχου, ο οποίος όχι μονάχα μάς έφραζε το δρόμο αλλά μάς έριχνε και τη σκιά του. Πολύ παχιά σκιά, πολύ γκρίζα. Μας έκρυβε τον ήλιο. Μας πλάκωνε την ανάσα.
Κάποιοι ανήγγειλαν με φανφάρες πως θα γκρέμιζαν τον τοίχο. Είχαν τα κότσια. Τι διάολο εκλεγμένοι αρχηγοί μας ήταν; Αντί όμως να μπουν οι ίδιοι μπροστά, να θυσιάσουν τους εαυτούς τους, τους κολλητούς και τους πελάτες τους, πήραν τους πιο αδύναμους, τους πιο γέρους, τους πιο εύκαιρους εν ολίγοις, και τους μετέτρεψαν σε πολιορκητικούς κριούς. Άρχισαν δηλαδή να τους βαράνε πάνω στον τοίχο. Κώφευαν μάλιστα και στις κραυγές τους. «Νυν υπέρ πάντων η πατρίς» έλεγαν αυστηρά. Τα κεφάλια των ανθρώπων έσπασαν. Ο τοίχος όχι απλώς δεν έπεσε μα ούτε καν έτριξε….
Κάποιοι άλλοι προσπάθησαν να σκαρφαλώσουν στον τοίχο. Παραμέρισαν την υψοφοβία τους, προμηθεύτηκαν σύνεργα αναρρίχησης και ξεκίνησαν να αναμετρώνται με εκείνη τη σχεδόν λεία, παγωμένη επιφάνεια. Ο κόσμος τούς παρακολουθούσε στην αρχή με ενδιαφέρον. Μερικοί μάλιστα τους ενεθάρρυναν. Η πρώτη τους απόπειρα απέτυχε οικτρά – γλίστρησαν και σωριάστηκαν στο έδαφος. Δεν τα παράτησαν. Αγνόησαν τις εκδορές τους και γραπώθηκαν ξανά απ’τις ελάχιστες προεξοχές του τοίχου. Έχασαν την ισορροπία τους και παρ’τους κάτω, για δεύτερη φορά. Τότε ο κόσμος έβαλε τα γέλια. Στην τρίτη τους προσπάθεια ήταν πιο έμπειροι. Είχαν καλύτερες πιθανότητες. Όλοι τούς είχαν όμως πλέον γυρίσει την πλάτη…
Κάποιοι τέλος –οι πιο έξυπνοι για την πάρτη τους- ζωγράφισαν πάνω στον τοίχο έναν ανθόσπαρτο δρόμο. Στάθηκαν γύρω του κουνώντας σημαιάκια, αστεράκια, Παναγίτσες, τραγουδώντας νοσταλγικά θούρια, σηκώνοντας γροθιές. Δεν ζητούσαν εισιτήριο, δεν επρόκειτο για διόδια. Ένα δωρεάν χαρτάκι έπρεπε να βάλεις σε ένα φάκελο. Ο περισσότερος κόσμος είδε τον ζωγραφισμένο δρόμο και πίστεψε (ή θέλησε να πιστέψει) πως ήταν αληθινός. Πήρε φόρα και έπεσε με τα χίλια στον τοίχο.
Κάποιοι ανήγγειλαν με φανφάρες πως θα γκρέμιζαν τον τοίχο. Είχαν τα κότσια. Τι διάολο εκλεγμένοι αρχηγοί μας ήταν; Αντί όμως να μπουν οι ίδιοι μπροστά, να θυσιάσουν τους εαυτούς τους, τους κολλητούς και τους πελάτες τους, πήραν τους πιο αδύναμους, τους πιο γέρους, τους πιο εύκαιρους εν ολίγοις, και τους μετέτρεψαν σε πολιορκητικούς κριούς. Άρχισαν δηλαδή να τους βαράνε πάνω στον τοίχο. Κώφευαν μάλιστα και στις κραυγές τους. «Νυν υπέρ πάντων η πατρίς» έλεγαν αυστηρά. Τα κεφάλια των ανθρώπων έσπασαν. Ο τοίχος όχι απλώς δεν έπεσε μα ούτε καν έτριξε….
Κάποιοι άλλοι προσπάθησαν να σκαρφαλώσουν στον τοίχο. Παραμέρισαν την υψοφοβία τους, προμηθεύτηκαν σύνεργα αναρρίχησης και ξεκίνησαν να αναμετρώνται με εκείνη τη σχεδόν λεία, παγωμένη επιφάνεια. Ο κόσμος τούς παρακολουθούσε στην αρχή με ενδιαφέρον. Μερικοί μάλιστα τους ενεθάρρυναν. Η πρώτη τους απόπειρα απέτυχε οικτρά – γλίστρησαν και σωριάστηκαν στο έδαφος. Δεν τα παράτησαν. Αγνόησαν τις εκδορές τους και γραπώθηκαν ξανά απ’τις ελάχιστες προεξοχές του τοίχου. Έχασαν την ισορροπία τους και παρ’τους κάτω, για δεύτερη φορά. Τότε ο κόσμος έβαλε τα γέλια. Στην τρίτη τους προσπάθεια ήταν πιο έμπειροι. Είχαν καλύτερες πιθανότητες. Όλοι τούς είχαν όμως πλέον γυρίσει την πλάτη…
Κάποιοι τέλος –οι πιο έξυπνοι για την πάρτη τους- ζωγράφισαν πάνω στον τοίχο έναν ανθόσπαρτο δρόμο. Στάθηκαν γύρω του κουνώντας σημαιάκια, αστεράκια, Παναγίτσες, τραγουδώντας νοσταλγικά θούρια, σηκώνοντας γροθιές. Δεν ζητούσαν εισιτήριο, δεν επρόκειτο για διόδια. Ένα δωρεάν χαρτάκι έπρεπε να βάλεις σε ένα φάκελο. Ο περισσότερος κόσμος είδε τον ζωγραφισμένο δρόμο και πίστεψε (ή θέλησε να πιστέψει) πως ήταν αληθινός. Πήρε φόρα και έπεσε με τα χίλια στον τοίχο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου