Του Αλέξανδρου Μερκούριου
«Σήμερα είμαστε περικυκλωμένοι από το σκοτάδι και μετράω τις μέρες για να γνωρίσω αν μέλλουμε σαν κράτος να ζήσουμε αύριο!...»
Η ρήση αυτή, είναι ίσως η πιο επίκαιρη των τελευταίων ετών για την Ελλάδα. Κι όμως δεν «ανήκει», ούτε διατυπώθηκε από κάποιον από τους σημερινούς πολιτικούς μας άρχοντες. Δεν ειπώθηκε ούτε στην κρίση της Κύπρου το 1974. Ούτε κατά την εισβολή των Γερμανών το 1941, ούτε μετά την καταστροφή της Σμύρνης το 1922. Και βέβαια, ούτε κατά τον χαμένο πόλεμο του 1898 με τους Τούρκους, όταν η Ελλάδα εκτεινόταν ως τη Θεσσαλία.
Η κραυγή αγωνίας, αυτή, ανήκει στον πρώτο κυβερνήτη της χώρας Ιωάννη Καποδίστρια, και γράφτηκε το 1931, όταν οι ξένες δυνάμεις (που όπως και τώρα, είχαν εγγυηθεί το… μέλλον της Ελλάδας) είχαν κλείσει τόσο ασφυκτικά τον κλοιό, στη χώρα, που προκάλεσαν εσωτερικές αντιδράσεις, αλλά και συρράξεις. Ο κυβερνήτης, μάλιστα, γράφοντας προς τον φίλο του και φιλέλληνα Ελβετό τραπεζίτη Ζαν Γκαμπριέλ Εινάρ (αυτόν που σήμερα γνωρίζουμε από έναν δρόμο στο κέντρο της πρωτεύουσας ως Ευνάρδο*), σημείωνε εκείνη την περίοδο της αναταραχής: «Εγώ δε, όταν με υπευθυνότητα θα έχω εκπληρώσει το καθήκον μου… με τις δυνάμεις που μου απομένουν, θα σηκώσω το σταυρό μου. Και θα τον σηκώσω χωρίς κανένα γογγυσμό».
Σε περιόδους κρίσης, αλλαγής, έντασης και αμφισβήτησης, οι ηγέτες ξεχωρίζουν από το παράδειγμα και την έμπνευση που μέσω αυτού μπορούν να δώσουν στο λαό τους για να συνεχίσει. Ο Καποδίστριας μπορεί να δολοφονήθηκε λίγο καιρό μετά την επιστολή του αυτή. Ίσως και να μην αναγνωρίστηκε από τους Έλληνες την περίοδο που έζησε, παρά μόνο μετά θάνατον, καθώς τα ΜΜΕ δεν μπορούσαν να μεταδώσουν και να αναπαράγουν τις σκέψεις και την πολιτική του. Κι έτσι έπεσε θύμα της ίντριγκας και της διχόνοιας που από την αρχαιότητα σπαράσσει το ελληνικό έθνος. Η λεπτομέρεια που λίγοι γνωρίζουν είναι ότι λίγο καιρό μετά τη δολοφονία του πρώτου κυβερνήτη, η Ελλάδα (ως βασίλειο πλέον, αφού οι ξένες εγγυήτριες δυνάμεις είχαν εγκαταστήσει στην Αθήνα τον Όθωνα) υπέγραψε μια επαχθή δανειακή σύμβαση, η οποία οδήγησε στη (δεύτερη) πτώχευση της χώρας το 1843.
Το ερώτημα είναι: σήμερα που τα ΜΜΕ μπορούν να μεταδώσουν τις σκέψεις των πολιτών μας αρχόντων, σε μία εξίσου κρίσιμη περίοδο, εμείς τι ακούμε; Και αυτό που ακούμε, μπορεί να μας εμπνεύσει;
Δεν θα σας ταλαιπωρήσω, μεταφέροντας δηλώσεις των πολιτικών ηγετών μας τις τελευταίες ημέρες. Είναι άλλωστε από ξενέρωτες έως προκλητικές. Ίσως, δε, η πιο ενδιαφέρουσα να ήταν αυτή του Γιώργου, που δήλωσε πριν μερικές ώρες ότι «δεν ενδιαφέρεται να επανεκλεγεί, αλλά να σώσει τη χώρα»!
Κι όμως, ο ίδιος από το παρασκήνιο, από το οποίο κυβερνά (έχοντας αφήσει μπροστά τον Βενιζέλο να αποφασίζει), δείχνει να επιδιώκει τη μικρότερη δυνατή φθορά. Και ως εκ τούτου, δεν μπορεί να εμπνεύσει. Πόσο μάλλον οι αντιπρόεδροι και υπουργοί του. Ο ένας παραδίδει αυτοκλήτως μαθήματα φορολογικής δικαιοσύνης στα όρια του Συντάγματος, και ο άλλος δηλώνει ότι αδυνατεί να πληρώσει (επειδή έχει στην ιδιοκτησία του πολλά ακίνητα) καλώντας τον να τον… κλείσει στη φυλακή. How pathetic, που λένε και οι αγγλόφωνοι.
(*) Για την ιστορία και αφού χρειαζόμαστε παραδείγματα: Ο Ευνάρδος (1775-1863) υπήρξε ευεργέτης του ελληνικού έθνους. Γεννήθηκε στη Λυών της Γαλλίας στις 28 Δεκεμβρίου 1775 και η οικογένειά του έγινε δεκτή στους αριστοκρατικούς κύκλους της Γενεύης το 1686. Εγκαταστάθηκε αρχικά στη Γένοβα της Ιταλίας, όπου έκανε περιουσία ως οικονομικός διαπραγματευτής και σύμβουλος τοπικών αρχόντων. Το 1810 επέστρεψε στη Γενεύη, όπου έχτισε μεγαλοπρεπές μέγαρο (το σημερινό Δημαρχείο της πόλης). Το 1814 συμμετείχε στο συνέδριο της Βιέννης, όπου γνώρισε και σχετίστηκε με τον Καποδίστρια. Εμπνεόμενος από αυτόν, προσχώρησε στο κίνημα του φιλελληνισμού. Κατά την επανάσταση του '21 διέθεσε τεράστια ποσά υπέρ των Ελλήνων και παρενέβη επανειλημμένα στην ευρωπαϊκή διπλωματία υπέρ των ελληνικών δικαίων.
Μετά την δολοφονία του Καποδίστρια επέδειξε προσωπικό ενδιαφέρον για την συγκρότηση της ελληνικής εθνικής οικονομίας και συνέβαλε καταλυτικά στην ίδρυση της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, της οποίας διατέλεσε και επίτιμος διοικητής. Το 1847 αντιμετώπισε με σθένος τις υπερβολικές απαιτήσεις των Άγγλων τραπεζιτών για το δάνειό του 1832 προς την Ελλάδα και πλήρωσε ο ίδιος μισό εκατομμύριο χρυσά φράγκα για να τους ικανοποιήσει.
Για τον Καποδίστρια, ελπίζω να γνωρίζετε…
ΤΟ ΠΟΝΤΙΚΙ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου