Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 2011

"ΒΛΕΠΩ, ΑΡΑ ΕΓΚΡΙΝΩ". Η ΗΘΙΚΗ ΤΩΝ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΩΝ ΜΜΕ. Α΄ ΜΕΡΟΣ

Του Παναγιώτη Πέρρου (ΜΔΕ Ηθικής Φιλοσοφίας, Υπ. δρ. Φιλοσοφίας Παν/μίου Αθηνών)
 Η οικοδόμηση μιας νέας πραγματικότητας


Οι τελευταίες δεκαετίες και η έξαρση της χρήσης των ηλεκτρονικών μέσων μαζικής ενημέρωσης φέρνει διαυγέστερα στην επιφάνεια γνωσιολογικά και ηθικά προβλήματα, τα οποία μέχρι πρότινος, μολονότι υπήρχαν, δεν γίνονταν αμέσως καταληπτά από την απλή παρατήρηση ενός σκεπτόμενου ανθρώπου. Τα ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης δρουν ως παράγοντες εμφατικοί κάποιων εγγενών προβλημάτων της ανθρώπινης κοινωνίας, αλλά και της ατομικής ιδιαιτερότητας του κάθε πολίτη. Αυτή η θεώρηση από μόνη της ως ένα σημείο μπορεί να εκληφθεί από ορισμένους ως «απενοχοποιητική» για τα σύγχρονα ΜΜΕ, καθώς αυτά από μόνα τους δεν αποτελούν τη ρίζα των σημαντικότερων προβλημάτων μας. Ωστόσο, επειδή ακριβώς δρουν ως παράγοντες που δίνουν έμφαση στο κακό, κάνοντάς το χειρότερο, αλλά και στο καλό, κάνοντάς το καλύτερο, μας φέρνουν ξεκάθαρα ενώπιον των ευθυνών μας. Τώρα πλέον δεν έχουμε την πολυτέλεια να αγνοήσουμε προβλήματα που μέχρι σήμερα δεν θα μπορούσαν να μας αγγίξουν. Τώρα πλέον ο ηλεκτρονικός τρόπος επικοινωνίας απλώνεται σε πολλαπλούς τομείς της ζωής, σε ψυχαγωγία, καθημερινή πρακτική και εργασία, οδηγώντας μας σε προβληματισμό πάνω σε ζητήματα που μέχρι σήμερα δεν μας απασχολούσαν (Ariss et al, 2002). Πέρα από αυτό όμως, μήπως και η αλλαγή των διαστάσεων της αξιολογικής και περιγραφικής πραγματικότητας, αποτελεί στη βάση της ένα σημαντικό πρόβλημα;
Η τόσο κραυγαλέα διάδοση των ηλεκτρονικών ΜΜΕ λειτουργεί ως καταλύτης που μπορεί εύκολα να άρει την απροθυμία συλλογισμού πάνω σε ένα ευρέως προβαλλόμενο πρόβλημα ή φαινόμενο. Το γεγονός αυτό πολλές φορές τυγχάνει εκμετάλλευσης από το ίδιο το μέσο με ιδιοτελείς σκοπούς, πράγμα σύνηθες στις ανταγωνιστικές εμπορικές επιχειρήσεις μιας δυτικής κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας. Έτσι για παράδειγμα, η υπερβολική έμφαση σε ένα πρόβλημα ή φαινόμενο, το οποίο, απόντων των μέσων ενημέρωσης, θα ήταν ήσσονος σημασίας, δημιουργεί μία νέας μορφής πραγματικότητα, όπου και το πιο ασήμαντο πράγμα, μπορεί να πάρει τερατώδεις διαστάσεις. Επομένως ο εμφατικός ρόλος των ΜΜΕ, μολονότι τις περισσότερες φορές δεν αλλοιώνει την αξιολογική ουσία ενός προβλήματος ή φαινομένου (κάτι που θεωρείται κοινώς κακό, τις περισσότερες φορές εξακολουθεί και αντιμετωπίζεται ως τέτοιο), αλλοιώνοντας της διαστάσεις του, δημιουργεί μια νέα πραγματικότητα, ένα νέο στερέωμα ιδεών, αντιλήψεων, προτύπων και τρόπων ζωής (Kubey, 1990). Ενώ δηλαδή η λέξη «ενημέρωση» εξορισμού πηγάζει από την εμπειρική πραγματικότητα και την περιγραφική της ανάλυση, τώρα μεταλλάσσεται σε κάτι άλλο, ξένο από την ουσία της: την καλλιέργεια νέων τάσεων και συνηθειών, την αλλαγή του τρόπου αντίληψης για τα πράγματα, την ολοκληρωτική οικοδόμηση ενός νέου κόσμου, μιας νέας πραγματικότητας (Bourdieu, 2001). Επειδή μάλιστα η εμπορική φύση των μεγαλύτερων ηλεκτρονικών μέσων ενημέρωσης είναι δεδομένη, ο ανταγωνισμός οδηγεί σε μια στενή παρακολούθηση του ενός ηλεκτρονικού μέσου στο άλλο, πράγμα που οδηγεί στην υιοθέτηση μιας γραπτής ή άγραφης νόρμας που καθορίζει κοινές στρατηγικές και ομογενοποιήσεις που αφορούν τη λειτουργία και τη δράση τους, παγιώνοντας νοοτροπίες: Αν κάποια μικρά αγόρια αφεθούν να παρακολουθήσουν συστηματικά τηλεοπτικές παραγωγές οι οποίες προβάλλουν έντονα το στοιχείο της βίας εναντίον των γυναικών σε καθημερινή πρακτική, έχει αποδειχθεί πειραματικά εδώ και κάποιες δεκαετίες (Malamuth, et al, 1981) ότι θα αλλάξουν στάση συμπεριφοράς και θα κατευθυνθούν προς την αποδοχή των προτύπων αυτών βίας. Αν το πείραμα αυτό ήταν ικανό να δώσει τέτοιο αποτέλεσμα πριν μερικές δεκαετίες, οπότε και τα τεχνολογικά μέσα της εποχής δεν ήταν ιδιαιτέρως εξελιγμένα, εικάζουμε ότι σήμερα, με την συμβολή της τεχνολογικής εξέλιξης στη δημιουργία μεγάλων και εντυπωσιακών τηλεοπτικών παραγωγών, θα είχαμε αποκομίσει σαφώς μεγαλύτερα και φανατικότερα ποσοστά έγκρισης της βίας κατά των γυναικών από τα νεαρά αγόρια. Κάτι που προβάλλεται έντονα και εμφατικά από ένα ηλεκτρονικό μέσο ενημέρωσης, δεν θα αργήσει να αποκτήσει και το ανάλογο κοινό που θα αποδεχτεί και θα εναρμονιστεί με τη νέα αυτή συνήθεια της υπερβολής και των ακροτήτων.
Το νέο στερέωμα που εγκαθιδρύεται μέσα από τα ηλεκτρονικά ΜΜΕ έρχεται να νοηματοδοτήσει εκ νέου θεματικές περιοχές της ανθρώπινης σκέψης και δραστηριότητας. Αυτό συμβαίνει ακόμα και στο επίπεδο των επιστημών. Πολλές φορές παρατηρείται η προσπάθεια «εκλαΐκευσης» ενός επιστημονικού αντικειμένου, το οποίο, υπό τη νέα, απλουστευμένη του μορφή, φιλοδοξεί να καταστεί εύληπτο στον μέσο τηλεθεατή, στον μέσο ακροατή μιας εκπομπής. Η εκλαΐκευση αυτή φυσικά είναι δυνατόν να προσδώσει στο θεματικό αντικείμενο μιας επιστήμης μια γενικότερη δημοφιλία στην κοινωνία. Σύμφωνα με μια λογική, κάτι που ήταν κλεισμένο σε βιβλία και πανεπιστημιακές αίθουσες, κάτι που ήταν περιορισμένο σε λίγους και «εκλεκτούς», τώρα πλέον γίνεται υπόθεση οποιουδήποτε ενδιαφέρεται γι αυτό. Ωστόσο, αυτό συμβαίνει μόνο κατά τα φαινόμενα. Η ουσία βρίσκεται στον τρόπο της εκλαΐκευσης αυτής και στο τελικό αποτέλεσμα. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα που μας αφορά εν προκειμένω είναι εκείνο της επιστήμης της ψυχιατρικής και της ψυχολογίας. Ολοένα και περισσότερο, σε θέματα εκπομπών που αφορούν προβλήματα προσωπικού χαρακτήρα, κάνουν την εμφάνισή τους (στην καλύτερη των περιπτώσεων) ειδικοί της ψυχικής υγείας που επιδιώκουν να τεκμηριώσουν την επιστημονική τους άποψη επιδιώκοντας τη λύση σε ένα πρόβλημα που τους παραδίδεται δημόσια. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, είναι φυσικό και επόμενο, οι επιστήμες της ψυχικής υγείας να αποκτήσουν δημοφιλία σε ένα ευρύτερο κοινό. Ενδέχεται επίσης, ο μέσος τηλεθεατής, θεωρώντας ότι κάποιο πιθανό δικό του πρόβλημα ομοιάζει προς την κατάσταση που παρακολουθεί στην τηλεόραση, να αποφανθεί ότι η λύση που προβάλλεται μέσω του ηλεκτρονικού μέσου είναι και η ενδεδειγμένη για τη δική του περίπτωση. Ωστόσο, όπως ομολογείται στην ιατρική κοινότητα, η ρίζα των ηθικών και επιστημονικών προβλημάτων που ανακύπτουν σε τέτοιες περιπτώσεις είναι: «Η παροχή διαγνωστικών και θεραπευτικών συμβουλών που βασίζονται σε ένα (φυσιολογικά) ελλιπές-ανακριβές ιστορικό και δημιουργούν στον τηλεθεατή-"ασθενή" μια "ψευδαίσθηση" αντιμετώπισης του προβλήματος του, καλλιεργώντας ταυτόχρονα μια στρεβλή εντύπωση αναφορικά με την ψυχοπαθολογία, την αιτιολογία της και την αντιμετώπιση της και β) η διατήρηση ή και αύξηση του φόβου που ήδη υπάρχει στο πλατύ κοινό απέναντι στον ψυχιατρικό άρρωστο και η συνέχιση της απομόνωσης του μέσα από μια διαδικασία στιγματισμού.» (Δημέλλης, 2004). Όπως γίνεται κατανοητό, η δημοφιλία και η «εκλαΐκευση» από μόνη της δεν είναι παράγοντες που είναι σε θέση να προωθήσουν την επιστημονική διαδικασία. Τα ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης φαίνεται ότι χρειάζονται να περάσουν αρκετές παραδεδομένες κλασικές έννοιες μέσα από ένα εννοιολογικό «άλεσμα», προκειμένου να δημιουργήσουν με το υλικό που θα εξαχθεί τη νέα τους πραγματικότητα.

Η ηθική της πρόκλησης και οι εννοιολογικές παρεξηγήσεις

H ενίσχυση της νέας αυτής πραγματικότητας αποκτά μια ικανή συσπείρωση, έτοιμη να κυβερνήσει πληθυσμούς και να εμφυτεύσει νέες ηθικές (Hawkins, 2001), έτοιμη να ισοπεδώσει οποιαδήποτε απόκλιση, οποιαδήποτε εναλλακτική αντιμετώπιση των πραγμάτων σε ατομικό ή μικρότερο συλλογικό επίπεδο: Αν η δημόσια έκθεση ενός σοβαρού προσωπικού προβλήματος οδηγεί σε εμπορική επιτυχία, γιατί να χρησιμοποιείται ως προϊόν μόνο από το άλφα ανταγωνιστικό κανάλι και όχι και από το βήτα; Και αν αυτό εξελίσσεται προσοδοφόρο για όλους, γιατί να μην καθοριστεί άτυπα μια τηλεοπτική ζώνη κατά τη διάρκεια της ημέρας όπου όλα τα κανάλια θα επιδίδονται στην μετάδοση τέτοιων προϊόντων; Τι είναι αυτό που θα μπορούσε να τα εμποδίσει από έναν πλουτισμό βασισμένο σε μια εύκολη και έτοιμη προϊοντική φόρμουλα; Ακόμα και τα πιο απλά σκεπτικά της συνεχούς παρακολούθησης της ιδιωτικής ζωής κάποιων ανθρώπων σε καθημερινή βάση -reality tv- (Biressi et al, 2006) (Hill, 2005) (Jermyn et al, 2004) έχουν εξελιχθεί πλέον σε πατέντες και ακριβοπληρωμένες «ιδέες» που αναπαράγονται στο ακέραιο από πολλά ανταγωνιστικά τηλεοπτικά κανάλια. Αφού ο σκοπός του ευκαιριακού πλουτισμού των μέσων ενημέρωσης είναι δυνατόν να οδηγήσει ακόμα και στη δημιουργία μιας νέας πραγματικότητας (έστω και μέσα από το άλεσμα όπως είδαμε δεδομένων της ήδη υπάρχουσας πραγματικότητας), πόσο εύκολα μπορεί να οδηγήσει τους ανθρώπους που συμμετέχουν ενεργά σε αυτή τη διαδικασία σε αλλαγή της ηθικής τους στάσης και στην υιοθέτηση ηθικών θεωριών που μέχρι πρότινος τους ήταν παντελώς άγνωστες;
Όταν παρουσιάζεται έλλειψη προθυμίας άμεσης χρηματοδότησης ακόμα και επιμορφωτικών εκπομπών για παιδιά (Brown, 2002) με κύρια επιχειρηματολογία την αδυναμία αποκομιδής άμεσου κέρδους και την προσωρινή έλλειψη πόρων, τότε το πρόβλημα γίνεται ακόμα μια ανάγλυφο. Θα μπορούσε κάποιος να κάνει μια καλή αρχή προς την κατεύθυνση μιας πειστικής απάντησης των παραπάνω ερωτημάτων υποστηρίζοντας ότι η βάση της ουσιαστικής επιτυχίας ενός μέσου ενημέρωσης δεν μπορεί να τεθεί αποκλειστικά ευκαιριακά. Στο ανταγωνιστικό εμπορικό πλαίσιο όπου δύσκολα επιβιώνει κάποιο μέσο, η άντληση ευκαιριακών ωφελημάτων δεν είναι το ζητούμενο. Ο καιροσκοπισμός δεν οδηγεί σε παγίωση μιας κατάστασης ευημερίας. Μετά από πρόσφατες έρευνες που διεξήχθησαν στο τηλεοπτικό κοινό της Κορέας (Rhee et al. 2007) δηλώνεται ξεκάθαρα ότι εκείνο που χρειάζεται ένα μέσο ενημέρωσης για να έχει υγιή διάρκεια στο χρόνο είναι να αξιολογείται συνειδητά θετικά από όσο το δυνατόν μεγαλύτερο κομμάτι του πληθυσμού. H ικανοποίηση που βασίζεται στην αποκομιδή θετικής αξιολόγησης από τον μέσο θεατή και ακροατή είναι εκείνη κυρίως που θα προσδώσει σε ένα μέσο ενημέρωσης σωστές κατευθυντήριες γραμμές προς την παγίωση και την επιτυχία. Αν ο μέσος θεατής εκτιμήσει θετικά την ποιότητα για παράδειγμα των τηλεοπτικών προϊόντων συγκεκριμένου τηλεοπτικού καναλιού, δεν θα αργήσει να θεωρήσει το κανάλι αυτό ακόμα και ως φορέα πολιτισμού. Το γεγονός αυτό μπορεί βραχυπρόθεσμα να μην επιφέρει τα οικονομικά οφέλη που ένας καναλάρχης θα ονειρευόταν, αλλά μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα σίγουρα δεν θα βγει χαμένο. Ωστόσο, η υπομονή και η επίμονη, επίπονη προσπάθεια προς την κατεύθυνση της ποιοτικής βελτίωσης και της αποκομιδής θετικής αποτίμησης από την πλευρά του κοινού, παρουσιάζεται ως ελάχιστος και ανίσχυρος δελεαστικός παράγοντας που θα ωθήσει έναν –προς το παρόν- καιροσκόπο προς τη δέουσα κατεύθυνση. Η αποκομιδή της εμπιστοσύνης του κοινού οδηγεί στην αύξηση του κύρους της κοινωνικής υπευθυνότητας ενός επιχειρησιακού οργανισμού (Caldwell et al, 2005) οδηγώντας τον συνεπώς σε μία οικονομικώς ωφέλιμη αναπτυξιακή πορεία.
Ένας καιροσκόπος καναλάρχης, προκειμένου να εκτιμήσει ότι η πορεία ενός καναλιού είναι ικανοποιητική, θα αρκεστεί απλά σε κάποια υψηλά ποσοστά τηλεθέασης, χωρίς να λαμβάνει διόλου υπόψη του το γεγονός ότι είναι πολύ πιθανό η συντριπτική πλειοψηφία των τηλεθεατών του να θεωρούν το προϊόν υψηλής τηλεθέασης ως κοινό σκουπίδι. Μα αν κάποιος βγει γυμνός στην Πλατεία Συντάγματος χορεύοντας σε κάποιο διονυσιακό ρυθμό κρατώντας δεκάδες τσαμπιά σταφύλια, θα προκαλέσει στον περίγυρό του τα βλέμματα της συντριπτικής πλειοψηφίας των ανθρώπων. Ακόμα και πυροβολισμοί αν ακουστούν, ακόμα και δολοφονίες αν διαπραχθούν δημόσια, όλα αυτά θα τραβήξουν τα βλέμματα των παρευρισκομένων ανθρώπων. Όλες αυτές οι προκλήσεις αποσπούν το ανθρώπινο βλέμμα, δημιουργούν «υψηλές τηλεθεάσεις» γιατί αποτελούν πρόκληση. Στην πρόκληση το ανθρώπινο βλέμμα, η ανθρώπινη περιέργεια δύσκολα αντιστέκεται. Και αυτό αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα του ανθρώπου, γνωστό και από τη ρήση του Αριστοτέλους: «Πάντες άνθρωποι του ειδέναι ορέγονται φύσει» (Αριστοτέλης, Μεταφυσικά). Το ότι οι άνθρωποι όμως έχουν μια φυσική τάση προς ικανοποίηση της περιέργειάς τους, δεν σημαίνει αυτόματα ότι εγκρίνουν και το αντικείμενο της περιέργειάς τους. Αν παρακολουθήσουν έναν δολοφόνο, ή έναν δημόσιο γυμνιστή (χωρίς φυσικά να θέλουμε να εξισώσουμε αξιολογικά τις δύο αναφερόμενες ιδιότητες), θα είναι επειδή οι δύο αυτές ιδιότητες προσωπικότητας ανταποκρίνονται στην πρόκληση της περιέργειάς τους να καλύψουν κάποιο γνωστικό τους κενό («ποιος σκοτώνει, γιατί σκοτώνει, τι συμβαίνει; Ποιος και με ποια κίνητρα γυμνώνεται και εξευτελίζεται δημοσίως;») και όχι επειδή οι ίδιοι οι θεατές εγκρίνουν την δολοφονία αφενός και την προσβολή της δημοσίας αιδούς αφετέρου. Αυτό το θέαμα όμως αποτελεί αναλώσιμο προϊόν που γρήγορα φθίνει στο πέρασμα του χρόνου. Κάποτε όλα τα «γνωστικά αυτά κενά» καλύπτονται και η περιέργεια ικανοποιείται. Φαινόμενο που αποδεικνύει την τάση του τηλεοπτικού ιδιαιτέρως κοινού να νιώθει εύκολα ανία μπροστά στην τηλεόραση είναι η γρήγορη εναλλαγή καναλιών («zapping»), δηλ. η ουσιαστική αποκομιδή ενός μεγάλου τίποτα, μιας πρόσκαιρης επιφανειακής δραστηριότητας μηδαμινής γνωστικής και ηθικής αξίας (Williams, 2003). Κάποτε, αυτά τα ακραία θεάματα δεν έχουν να αποφέρουν κέρδη σε εκείνους που τα εκμεταλλεύονται. Τότε είναι η εποχή που είτε το ηλεκτρονικό μέσο ενημέρωσης θα επιδιώξει στροφή προς την δημιουργία ενός θετικού προφίλ υψηλής ηθικής υπόστασης, είτε θα αναζητήσει νέα αναλώσιμα προϊόντα στο βωμό του καιροσκοπικού πλουτισμού.

«Αυτό θέλουν; Αυτό θα έχουν»

Το κέρδος των εμπορικών ηλεκτρονικών μέσων ενημέρωσης, καθώς αντλείται κατά κύριο λόγο από διαφημιστικές δραστηριότητες, οδηγεί στην εξιδανίκευση της έννοιας της θέασης ή ακρόασης μιας συγκεκριμένης εκπομπής ή θεάματος. Η απλή θέαση και ακρόαση για παράδειγμα ενός τηλεοπτικού δρωμένου γίνεται αυτοσκοπός και αποτελεί στην αντίληψη των περισσοτέρων τον μοναδικό παράγοντα αξιολόγησης, το μοναδικό μέσο μέτρησης της αξίας του. Μέσω αυτής της νοοτροπίας αρκετές φορές το ποιόν ενός τηλεοπτικού δρωμένου παραμερίζεται εντελώς ή (πράγμα που μας ενδιαφέρει περισσότερο εν προκειμένω) ταυτίζεται με την απλή θέασή του από το μεγαλύτερο δυνατό μέρος μιας κοινωνίας. Πολλές φορές γινόμαστε μάρτυρες του σκεπτικού: «Αφού αυτό θέλουν, αυτό θα έχουν. Αφού το βλέπουν, άρα το εγκρίνουν. Αφού δεν αλλάζουν κανάλι, τότε το υιοθετούν.». Είναι όμως έτσι τα πράγματα ή πρόκειται περί ενός φαύλου κύκλου ποιοτικής υποβάθμισης που οφείλεται είτε στην θεωρία του εύκολου κέρδους είτε στη σύγχυση των εννοιών και την ταυτόχρονη έλλειψη ουσιαστικής παιδείας; Εδώ πλέον παρατηρούμε μία ταύτιση της περιγραφής ενός φαινομένου με την αξιολόγησή του. Εδώ γίνεται μια σύγχυση μεταξύ περιγραφικών και αξιολογικών προτάσεων. Οπισθοχωρούμε εκ νέου στο μέγιστο πρόβλημα της «φυσιοκρατικής πλάνης» τον κίνδυνο της οποίας ανάγλυφα μας είχε εξηγήσει ο G.E. Moore από τις αρχές κιόλας του εικοστού αιώνα (Moore, 1903). Υποπίπτουμε στο θεμελιώδες σφάλμα της «φυσιοκρατικής πλάνης» όταν κάποιος προσπαθεί να επιχειρηματολογήσει υπέρ μιας ηθικής στάσης ή αξίας συγχέοντας την έννοια του καλού με άλλες έννοιες, όπως εκείνη του ευχάριστου, του αποδεκτού, του δημοφιλούς και ούτω καθεξής. Το «καλό» όμως είναι το ζητούμενο στο πλαίσιο μιας ηθικής αποτίμησης ενός φαινομένου και εκείνο που ύψιστα οφείλει κάθε αξιολογική προσέγγιση να λάβει υπόψη. Εδώ όμως (στο «βλέπω άρα εγκρίνω») παρατηρούμε το πρόβλημα της άκριτης αυτόματης ταύτισης της έννοιας του καλού με την έννοια της αυξημένης τηλεθέασης ή ακρόασης ενός προϊόντος των ηλεκτρονικών μέσων ενημέρωσης.
Το ότι ο μέσος τηλεθεατής απλά βλέπει ένα τηλεοπτικό προϊόν, σε καμία των περιπτώσεων δεν μπορεί να σημαίνει αυτόματα ότι εγκρίνει κιόλας το τηλεοπτικό αυτό προϊόν. Πέρα από τη φυσιοκρατική πλάνη του G.E. Moore, το φαινόμενο αυτό στο ευρύτερό του πλαίσιο έχει καταδειχθεί πολύ νωρίτερα από τον Σκώτο φιλόσοφο και ιστορικό David Hume στο πλαίσιο της μεταηθικής του θεώρησης: Πολλές φορές οι άνθρωποι πλανώνται και οδηγούνται σε ολισθηρές ατραπούς συγχέοντας περιγραφικές με αξιολογικές προτάσεις (Hume, 1739). Όταν περιγράφουμε για παράδειγμα την εμπειρική μας πραγματικότητα λέγοντας ότι οι καπνιστές δύσκολα κόβουν το κάπνισμα, δεν συνεπάγεται αυτόματα την αξιολογική πρόταση ότι οι καπνιστές δεν πρέπει να προσπαθήσουν να κόψουν το κάπνισμα εξαιτίας αυτής της δυσκολίας. Όταν κάποιοι άνθρωποι πιστεύουν στην πρόταση «Ο Θεός είναι φιλεύσπλαχνος», δεν συνεπάγεται αυτόματα το συμπέρασμα ότι και οι ίδιοι πρέπει να είναι φιλεύσπλαχνοι. Μια πρόταση του «είναι» δεν ταυτίζεται, ούτε συνεπάγεται αυτομάτως με μια πρόταση του «πρέπει». Και όμως, η σύγχυση αυτή, όσο και αν φαίνεται σε πολλούς αυστηρά επιστημολογική, αποτελεί τη βάση του προβλήματος και την αρχή των παρεξηγήσεων που οδηγούν στην ποιοτική υποβάθμιση των ηλεκτρονικών μέσων ενημέρωσης και των προϊόντων τους. Η πραγματικότητα ή ορισμένα επί μέρους δεδομένα της δεν μπορούν να αποτελούν έναν εκ των πραγμάτων οδηγό για τις ανθρώπινες πράξεις. Επειδή τυγχάνει για παράδειγμα να διανύουμε μια εποχή κατά την οποία η πληθώρα των τηλεοπτικών προγραμμάτων ασχολείται με την ξεδίπλωση οδυνηρών προσωπικών εμπειριών ορισμένων ατόμων, αυτό δεν μπορεί να αποτελέσει και οδηγό, προϋπόθεση ή κανόνα βάσει του οποίου θα οριοθετήσουμε τις μελλοντικές μας ενέργειες σχετικά με την εξελικτική πορεία της τηλεόρασης.
Η ανάλυση των δεδομένων της εμπειρικής πραγματικότητας φυσικά και μας προσδίδει χρήσιμη και αξιοποιήσιμη γνώση. Ωστόσο η ηθική είναι κάτι που ξεφεύγει από τα δεσμά της εμπειρίας, γι αυτό και συντάσσεται με το ευρύτερο φιλοσοφικό σκεπτικό της ανατροπής των καταστάσεων και της δημιουργίας νέων εμπειριών προς αποκομιδή. Άλλωστε ο ορισμός του φιλοσοφούντος ανθρώπου περικλείει όχι την ανάλυση της εμπειρίας, αλλά την διατύπωση προτάσεων σχετικά με το πώς θα μπορούσαν να ήταν τα πράγματα. Πόσες ιδέες και θεωρήσεις άραγε που σήμερα είναι αποδεκτές, κάποτε ήταν εκκεντρικές; (Russell, 1967-1969). H ανάλυση της εμπειρίας έχει παραδοθεί προ πολλού στις εξειδικευμένες επιστήμες και ο ρόλος της ηθικής σίγουρα δεν είναι να εγκλωβίζεται ή να κατευθύνεται από αυτές. Η στατιστική των τηλεοπτικών και ακροαματικών μετρήσεων αποτελεί απλά μια δήλωση περιγραφικής σημασίας, έναν εμπλουτισμό του εμπειρικού μας κόσμου. Σε καμία περίπτωση δεν συνεπάγεται την υιοθέτηση κάποιας συγκεκριμένης ηθικής στάσης. Ωστόσο, η σύγχρονη πραγματικότητα μας διαψεύδει: τα ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης στην συντριπτική τους πλειοψηφία είναι στενά εξαρτημένα από τις μετρήσεις αυτές. Ως εκ τούτου τα προϊόντα τους έχουν αφετηρία και προορισμό τους συγκεκριμένους αριθμούς των στατιστικών στοιχείων. Κάθε ηθικός προβληματισμός απλά απουσιάζει, δεν έχει χώρο στις εμπορικές δοσοληψίες αυτού του είδους.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου