Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2011

ΓΚΡΕΚ, ΤΟ ΒΡΟΜΙΚΟ ΓΟΥΡΟΥΝΑΚΙ.

«Είμαι ένα γουρουνάκι βρόμικο πολύ/ όλη μέρα μεσ’ στη λάσπη τρέχω στην αυλή/ όμως δεν με παίζουνε τ’ άλλα τα παιδάκια/ γιατί είμαι ένα γουρουνάκι βρόμικο πολύ…» Και τούμπαλιν.

Μ’ αυτό το τραγούδι ο Γκρεκ, το γουρουνάκι, άρχιζε και τέλειωνε τη μέρα του. Ήταν ο ύμνος του, για τον οποίο ίσως και να τον ζήλευαν τ’ άλλα ζώα της φάρμας. Ο Γκρεκ το γουρουνάκι όλη μέρα έτρωγε φρούτα και λαχανικά από τις ξέχειλες ταΐστρες, κυλιόταν στη δροσερή λάσπη του χοιροστάσιου, αφόδευε στις γωνίες του μαντρωμένου χώρου του κι έτρεχε ανέμελο σ’ όλη τη φάρμα. Ένα στρογγυλό άνοιγμα ενός μέτρου περίπου στη μάντρα τού εξασφάλιζε ελευθερία κίνησης σ’ όλη τη φάρμα. Γενικώς, ήταν ένα αρκετά παραγωγικό ζώο, αν λάβουμε ως δεδομένο ότι όφειλε να γίνει όσο το δυνατόν πιο παχύ και βαρύ. Το μέγεθος ήταν το παν στη φάρμα, κι ο Γκρεκ, απολύτως συμφιλιωμένος με τον προορισμό του ως άφθονου, λιπαρού και τρυφερού κρέατος, έκανε ό,τι μπορούσε γι’ αυτό. Είχε μάλιστα επανειλημμένα διακριθεί για την ταχύτητα πάχυνσής του από τη HOIROSTAT, την ειδική οικονομετρική υπηρεσία της φάρμας. Ο Γκρεκ φρόντιζε μόνο να μη μεγαλώνει η περιφέρειά του τόσο ώστε να του είναι αδύνατο να βγαίνει από την τρύπα. Και, όταν τα πράγματα έφταναν σε οριακό σημείο, ρουφούσε λίγο την κοιλιά του, κυλιόταν στη λάσπη για να γλιστράει κι ορμούσε στην τρύπα, η οποία σπανίως του άφηνε λίγες εκδορές στο χοντρό πετσί του. Αλλά ο Γκρεκ δεν μάσαγε.

Όλα πήγαιναν καλά στη φάρμα, ή έτσι τουλάχιστον νόμιζαν τα ζώα, μέχρι που εμφανίστηκε ο νέος επιστάτης. Ο οποίος, αφού επέπληξε τους ιδιοκτήτες για την εντελώς αντιπαραγωγική εκμετάλλευση των ζώων, επέβαλε διαρθρωτικά μέτρα. Τα πιο σκληρά αφορούσαν τον Γκρεκ, το βρόμικο γουρουνάκι, το οποίο ο επιστάτης κοίταζε με απέχθεια, φωνάζοντας ότι κανείς πια δεν τρώει τόσο λιπαρά παχύδερμα. «Δίαιτα, εντατική άσκηση και καθαριότητα», φώναζε ο επιστάτης, που δεν έμοιαζε καθόλου με τον παλιό. Δεν φορούσε παλιόρουχα και γαλότσες, αλλά κοστούμια και χειροποίητα σκαρπίνια και δεν έμπαινε ποτέ στο χοιροστάσιο. Διέταξε, λοιπόν, να του φέρουν τον Γκρεκ για καταγραφή, απογραφή, κάτι τέτοιο, δεν κατάλαβε καλά το γουρουνάκι. Πρώτα τον ζύγισε και κατέγραψε το βάρος του (100 κιλά – ο Γκρεκ, που δεν είχε καταλάβει τι εστί διαρθρωτική αλλαγή, ένιωσε περήφανος για το ρεκόρ του). Ύστερα, μέτρησε την περιφέρειά του. Ο Γκρεκ, που εξακολουθούσε να νομίζει ότι το μέγεθος είναι το παν, φούσκωσε όσο μπορούσε την κοιλιά του την ώρα που ο μετρητής τού περνούσε τη μεζούρα στην περιφέρεια, «1,10», είπε ο μετρητής, «γράψε 1,30, ρουφούσε την κοιλιά του», ούρλιαξε ο επιστάτης, που κατέληξε: «Εμετρήθη, εζυγίσθη και ευρέθη παχύδερμο».

Το πρόγραμμα αδυνατίσματος του Γκρεκ περιλάμβανε σταδιακή μείωση των μερίδων τροφής, τρέξιμο εντός του χοιροστασίου των 20 τετραγωνικών και σταδιακή μείωση της διαμέτρου της τρύπας εξόδου στη φάρμα «για να έχει κίνητρο ν’ αδυνατίσει». Ο επιστάτης, βάσει του μνημονίου λέπτυνσης, έκανε την εξής πονηριά. Όταν ο Γκρεκ το γουρουνάκι έπεφτε στα 80 κιλά και η περιφέρειά του μειωνόταν στα 90 εκατοστά, η διάμετρος της εξόδου μειωνόταν στα 80 εκατοστά. Ο Γκρεκ έφραζε στην προσπάθεια να βγει, κι επέστρεφε στο χοιροστάσιο αποφασισμένος ν’ αδυνατίσει ταχύτερα. Όταν το βάρος του έπεσε στα 60 κιλά κι η περιφέρεια στα 70 εκατοστά, η διάμετρος της εξόδου είχε κλείσει στα 50 εκατοστά. Όταν ο Γκρεκ έπεσε στα 40 κιλά κι η περιφέρειά του στα 50 εκατοστά, η τρύπα είχε περιοριστεί στα 30 εκατοστά. Και κάθε φορά που ο Γκρεκ το γουρουνάκι έφραζε στην τρύπα και διαμαρτυρόταν στον επιστάτη, αυτός του απαντούσε πως του έδινε καλό κίνητρο για ν’ αδυνατίσει ταχύτερα, έναν ακόμη πιο φιλόδοξο στόχο. Κι αυτό συνεχιζόταν με γεωμετρική πρόοδο, μέχρι που η τρύπα έγινε λεπτή σαν σαλάμι, κι ακόμη πιο λεπτή σαν λουκάνικο και στο τέλος τόσο λεπτή όσο αυτή της μηχανής του κιμά. Ο Γκρεκ κατέρρεε στην ιδέα ότι θα καταντήσει ένα άνοστο, άπαχο μπιφτέκι. Ποιος; Αυτός που ήταν προορισμένος να δοξαστεί σαν γουρουνόπουλο σούβλας ή σαν μπριζόλες στα κάρβουνα. Τι ξενέρωτοι αυτοί οι Ευρωπαίοι!

Συν τοις άλλοις, η ζωή στο μικρό χοιροστάσιο γινόταν όλο και πιο άθλια όχι μόνο γιατί το φαγητό ήταν όλο και μικρότερες μερίδες από ανακυκλωμένα αποφάγια εισαγωγής, αλλά και γιατί είχε στερηθεί και την έξτρα απόλαυση της ελεύθερης βοσκής στο δάσος όπου έβρισκε άφθονα βελανίδια. Ακόμη χειρότερα, στο μικρό μαντρί τού Γκρεκ ο ζωτικός χώρος όλο και μειωνόταν, η δυνατότητα να κινηθεί και να ασκηθεί, όπως του επέβαλε ο επιστάτης, περιοριζόταν δραματικά, καθώς κανείς δεν καθάριζε τα κόπρανα που συσσωρεύονταν σε μικρούς λόφους. Στο τέλος ο μόνος χώρος που έμεινε για τον Γκρεκ ήταν μόλις ένα τετραγωνικό μέτρο κοντά στην έξοδο. Ίσα ίσα μια κυλίστρα…

Το αποκορύφωμα της τραγωδίας του ήταν πως, ενώ ο επιστάτης κατά την περιοδική μέτρησή του έβρισκε ότι υπολείπεται των στόχων του με κριτήριο τη λεπτή σαν μακαρόνι τρύπα, ο Γκρεκ δεχόταν και τη μαζική επίθεση από τα υπόλοιπα ζώα της φάρμας, που τον κατηγορούσαν ως υπεύθυνο για τα δικά τους ανάλογα μαρτύρια.

«Εξαιτίας σου έχω στερηθεί την άσκηση, το μυϊκό μου σύστημα έχει καταρρεύσει και θα χάσω και το γκραν πρι», χλιμίντρισε οργισμένο το άλογο.
«Εξαιτίας σου με έχουν μαντρώσει σαν τ’ αρνιά, μου λείπει η ελεύθερη βοσκή και τρώω μονάχα ένα αηδιαστικό φύραμα», είπε η κατσίκα.
«Εξαιτίας σου δεν μας αφήνουν να κλωσήσουμε τ’ αυγά μας, τα παίρνουν και τα βάζουν στις μηχανές, κάτω από κάτι φρικτές λάμπες και τα κοτοπουλάκια μας βγαίνουν καχεκτικά και νωθρά», κακάρισαν οι κότες.
«Εξαιτίας σου μας έχουν κόψει και το πήδημα, μια φορά τον μήνα κι αν, γιατί προκαλούμε λέει πληθωρισμό. Γεννάμε πια σπανιότερα κι από ανθρώπους», είπαν τα κουνέλια.
«Εξαιτίας σου είμαι όλη τη μέρα ακινητοποιημένη σ’ ένα κλουβί, τρώω ένα απαίσιο άλευρο αντί για φρέσκο χορτάρι κι έχω και κάτι μηχανές να μου ρουφάνε συνέχεια τα μαστάρια για να βγάλουν ένα πράγμα που πιο πολύ νερό παρά γάλα είναι», μουγκάνισε η αγελάδα.

Ο Γκρεκ, το βρόμικο γουρουνάκι, απομονωμένο και δυστυχισμένο, δεχόταν καθημερινά τέτοιες φραστικές επιθέσεις από τους εταίρους του στη φάρμα. Εν τω μεταξύ, η κόπρος στο χοιροστάσιό του είχε γίνει βουνό. Η τρύπα εξόδου αόρατη. Ο Γκρεκ έκανε απελπισμένες προσπάθειες να σηκώνεται στα δυο του πόδια για να δει τη φάρμα πάνω από τη μάντρα της φυλακής του. Έβλεπε τον επιστάτη να τσακώνεται καθημερινά με τους ιδιοκτήτες, άκουγε τα ζώα να διαπληκτίζονται και να αλληλοκατηγορούνται για την παρακμή της φάρμας, παρακολουθούσε τους επιθεωρητές της HOIROSTAT, στις περιοδικές επισκέψεις τους, να ωρύονται γιατί η φάρμα έχει πέσει έξω σ’ όλους τους στόχους, γιατί το πρόγραμμα εξυγίανσης έχει εξελιχθεί σε φιάσκο και να ζητούν νέα διαρθρωτικά μέτρα. «Α, δεν αντέχω πια», ακούστηκε να ουρλιάζει από μακριά ο επιστάτης, «αναδιάρθρωση τώρα. Το γουρούνι πάει για σφάξιμο και κιμά».

Ο Γκρεκ, το βρόμικο γουρουνάκι, κατάλαβε ότι έρχεται το τέλος – άδοξο και ταπεινωτικό. Κι αποφάσισε να δράσει. Έπρεπε να βγει με κάθε τρόπο από τη φυλακή του κόπρου του. Έπρεπε να επιστρατεύσει το έσχατο, μυστικό του όπλο. Έφαγε όλο τον αηδιαστικό χυλό από αποφάγια που του διέθεταν. Έφαγε κάθε σκουπίδι στο χοιροστάσιο. Κι ύστερα άρχισε να τρώει αργά, συστηματικά τα ίδια τα κόπρανά του. Έφαγε όσο μπορούσε από τον βρομερό σωρό που κατέκλυζε τον χώρο. Αισθάνθηκε την κοιλιά του έτοιμη να σκάσει. Κι ύστερα άφησε τον πεπτικό του σωλήνα να κάνει τη δουλειά. Κάθισε και περίμενε. Τέλος, πήρε θέση μάχης. Έστρεψε τα καπούλια του στη μάντρα, ξάπλωσε -ακριβώς σαν γουρούνι να κλάσει-, σφίχτηκε, σφίχτηκε, σφίχτηκε, και… Ένας εκκωφαντικός θόρυβος, σαν έκρηξη, τάραξε την ησυχία της νύχτας, ένα ωστικό κύμα γκρέμισε τη χαμηλή μάντρα του χοιροστάσιου στο σημείο της φραγμένης πια εξόδου, χλιμιντρίσματα, κακαρίσματα, μουγκανίσματα και φωνές πανικού ακούστηκαν από ανάστατα ζώα και ανθρώπους.

Όταν ο επιστάτης κι οι ιδιοκτήτες πλησίασαν στο σημείο από όπου προήλθε ο εκρηκτικός θόρυβος, είδαν το χοιροστάσιο ισοπεδωμένο, τον σωρό από κόπρανα διασκορπισμένο σ’ όλη τη φάρμα και τον Γκρεκ, το βρόμικο γουρουνάκι, άφαντο και προφανώς ελεύθερο, χάρη στην απελπισμένη κι οργισμένη του πορδή.

Υ.Γ. Επειδή τα έχουμε πει όλα σε κάθε εκδοχή, είπα να τα πούμε και ως παραμύθι, μπας και συγκινηθεί κανείς.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου