Κυριακή 12 Δεκεμβρίου 2010

Η ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΣΤΗΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΤΗΣ ΦΕΟΥΔΑΡΧΙΑΣ;

Του Νίκου X. Βαρσακέλη, Αναπληρωτή Καθηγητή,
Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Α.Π.Θεσσαλονίκης


Ο Φ. Ένγκελς γράφει σε μια επιστολή του προς τον Ε. Μπερνστάιν (12 Μαρτίου 1881) «…είναι απλή απάτη να αποκαλείται «σοσιαλισμός» κάθε παρέμβαση του κράτους στον ελεύθερο ανταγωνισμό, όπως διαδίδεται από την αστική τάξη του Μάντσεστερ, φυσικά για το δικό της συμφέρον,…» Παρακάτω αναφέρει «…αυτός ο ισχυριζόμενος «σοσιαλισμός» στοχεύει, μεταξύ άλλων, στη μετατροπή όσο το δυνατόν περισσότερων προλετάριων σε δημοσίους υπαλλήλους και συνταξιούχους, που εξαρτώνται από το κράτος, δημιουργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο ένα νέο στρατό πειθαρχημένων δημοσίων υπαλλήλων…». Ο Κ. Μαρξ χαρακτηρίζει τον καπιταλισμό προοδευτικό σύστημα που, σε αντιδιαστολή με την φεουδαρχία, χαρακτηρίζεται από δημιουργικότητα, κινητικότητα, ευελιξία και προσαρμοστικότητα σε νέα περιβάλλοντα. Αντίθετα η φεουδαρχία χαρακτηρίζεται από οπισθοδρομικότητα, αντίδραση στο νέο και στην κοινωνική κινητικότητα.
Η άρχουσα φεουδαρχική ελίτ, προκειμένου να προστατεύσει τα ταξικά της συμφέροντα, προσπαθεί να δημιουργήσει έναν κυματοθραύστη, ώστε να περιορίσει την κοινωνική κινητικότητα. Ειδικότερα όμως ενδιαφέρεται για την κινητικότητα που αφορά την ίδια, δηλαδή, την είσοδο στην ελίτ ανθρώπων προερχόμενων, είτε από το προλεταριάτο, είτε από τη μικροαστική τάξη. Σύμφωνα με τα παραπάνω γραφόμενα του Ενγκελς, τον ρόλο του κυματοθραύστη καλείται να παίξει ο στρατός των δημοσίων υπαλλήλων. Όσο περισσότεροι είναι οι δημόσιοι υπάλληλοι, τόσο μειώνεται η επιχειρηματικότητα. Αυτό οφείλεται σε δύο λόγους. Πρώτον, το όραμα των πολιτών της χώρας για τον σοσιαλισμό εξυπηρετείται από την εξασφάλιση μιας θέσης στον δημόσιο τομέα, καθώς οι πολίτες θεωρούν ότι η είσοδος στον δημόσιο τομέα οδηγεί προς τον «σοσιαλισμό». Δεν είναι πλέον απαραίτητη η γνώση, η δημιουργικότητα και η φαντασία, που σύμφωνα με τον J. Schumpeter, είναι αναγκαίες για την επιχειρηματικότητα και την ανάπτυξη του καπιταλισμού. Το σύστημα παραμένει φεουδαρχικό, σύμφωνα με τον Ενγκελς. Δεύτερον, η μεγέθυνση του δημοσίου τομέα καθιστά αναγκαία την ύπαρξη έργου που πρέπει να εκτελούν οι δημόσιοι υπάλληλοι. Το σύστημα γιγαντώνεται και αυτοτροφοδοτείται, τόσο από τον όγκο, όσο και τη πολυμορφία του νομοθετικού και γραφειοκρατικού μηχανισμού. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον είναι δύσκολο, ίσως και αδύνατον, να αναπτυχθεί η όποια επιχειρηματικότητα. Καθώς λοιπόν δεν δημιουργούνται νέες επιχειρήσεις δεν κινδυνεύει η πρωτοκαθεδρία της άρχουσας φεουδαρχικής ελίτ.
Πολλές μελέτες έδειξαν ότι η εκπαίδευση αποτέλεσε τον βασικό μηχανισμό κοινωνικής κινητικότητας σε όλες τις χώρες της δύσης, μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο μέχρι σήμερα. Σε χώρες καπιταλιστικές, η επιβίωση του συστήματος δεν εξαρτάται από την επιβίωση της άρχουσας ελίτ, αλλά από την διαρκή ανανέωση. Το καπιταλιστικό σύστημα ανελίσσεται με τον θάνατο των γηρασμένων και την γέννηση του καινούργιου . Η δυναμική του συστήματος εξυπηρετείται από την ύπαρξη ενός συνεχώς εξελισσόμενου και βελτιούμενου εκπαιδευτικού συστήματος, το όποιο βρίσκεται σε συνεχή επικοινωνία με την κοινωνία και την οικονομία. Γι’ αυτόν τον λόγο τα πανεπιστήμια των ΗΠΑ θεωρούνται τα κορυφαία του κόσμου.

Ελλάδα και Φεουδαρχική Τάξη

Ας έλθουμε τώρα στην χώρα μας. Η τελευταία εικοσιπενταετία χαρακτηρίζεται ως μια περίοδος γιγάντωσης του δημόσιου τομέα, αύξησης του στρατού των δημοσίων υπαλλήλων, εκπληκτικής ανόδου του κόστους διατήρησης του γραφειοκρατικού μηχανισμού και τερατώδους γιγάντωσης της νομοθετικής πολυπλοκότητας. Ακολουθώντας τα βήματα της φεουδαρχικής ελίτ του Μάντσεστερ, που κριτικάρισε ο Ένγκελς, η πολιτική που ακολουθήθηκε ήταν πολιτική διατήρησης ενός φεουδαρχικού συστήματος με τον περιορισμό της κινητικότητας προς την άρχουσα φεουδαρχική ελίτ. Οι μοναδικές εξαιρέσεις κινητικότητας μετρώνται στα δάχτυλα ενός χεριού και οι περισσότερες από αυτές ήταν κρατικά χρηματοδοτούμενες. Τα υπόλοιπα «τζάκια» είναι αυτά που δημιουργήθηκαν μέχρι την δεκαετία του 1960.
Δεν άρκεσε όμως μόνο η δημιουργία ενός τεράστιου γραφειοκρατικού δημόσιου τομέα με το στρατό των δημοσίων υπαλλήλων, πιστών στην άρχουσα φεουδαρχική ελίτ. Έπρεπε να διακοπεί και η όποια δυνατότητα κινητικότητας υπήρξε στις προηγούμενες δεκαετίες μέσω της εκπαίδευσης και κυρίως της δημόσιας. Η άρχουσα ελίτ έπρεπε να προστατευθεί για να μην υπάρξει επανάληψη της κατάστασης του 1950-1960, οπότε δημιουργήθηκε μια νέα γενιά επιχειρηματιών, στελεχών και επιστημόνων. Τον ρόλο της τροχοπέδης θα έπαιζε η εκπαίδευση. Αφού η καλή εκπαίδευση συντελεί στην κοινωνική ανέλιξη, η κακή θα βοηθήσει στην παρεμπόδιση της. Ξεκίνησε λοιπόν μια διαδικασία υποβάθμισης της δημόσιας εκπαίδευσης. Το κτύπημα της δημόσιας εκπαίδευσης, σε όλες τις βαθμίδες, ήλθε από δύο μεριές. Το υπουργείο παιδείας, με τις συνεχείς νομοθετικές παρεμβάσεις, κατάφερε να αποδιοργανώσει τελείως το δημόσιο σχολείο. Οι πραγματικοί εκπαιδευτικοί γνωρίζουν πολύ καλά τι συμβαίνει, όμως είναι η σιωπηλή πλειοψηφία . Έβλεπαν, όμως, ό,τι και αυτή κρατική παρέμβαση μπορούσε να αποδειχθη ανεπαρκής. Το δημόσιο σχολείο ότι μπορούσε να αντισταθεί μέσα από το μεράκι των δασκάλων. Σε αυτό το σημείο κλήθηκαν να αναλάβουν δράση οι συνδικαλιστικές ηγεσίες. Με το πρόσχημα της προάσπισης των δικαιωμάτων των δασκάλων και της δημόσιας δωρεάν παιδείας, προχώρησαν σε ανούσιες μακροχρόνιες απεργίες, καλή ώρα όπως αυτή των ημερών μας.
Σε μια δεκαετία το δημόσιο σχολείο απαξιώθηκε σε μεγάλο βαθμό, ενώ τα ιδιωτικά σχολεία, που στις προηγούμενες δεκαετίες ήταν τα σχολεία της εύκολης αποφοίτησης για τους πολύ αδύνατους μαθητές, άρχισαν να ξεχωρίζουν και να συγκεντρώνουν άριστους και πολύ καλούς μαθητές. Η ραγδαία ανάπτυξη των ιδιωτικών σχολείων, ταυτόχρονα με τη συνεχή επέκταση των ιδιωτικών φροντιστηρίων και ιδιαιτέρων μαθημάτων, υπήρξε μια συντριπτική ταξική επίθεση κατά των χαμηλών εισοδηματικών τάξεων, όπως των ιδιωτικών υπαλλήλων, των εργατών και των φτωχών αγροτών. Πολιτών δηλαδή που δεν είχαν την δυνατότητα να στείλουν το παιδί τους σε ιδιωτικό σχολείο, και αρκούνταν στην συνεχώς υποβαθμιζόμενη δημόσια εκπαίδευση. Ταυτόχρονα, η πρόσβαση στα πανεπιστήμια έγινε δύσκολή, καθώς το κόστος της φροντιστηριακής εκπαίδευσης αυξήθηκε σημαντικά, λόγω της πτώσης του δημοσίου σχολείου και επακόλουθης αύξησης της ζήτησης για φροντιστηριακή εκπαίδευση. Η άρχουσα φεουδαρχική ελίτ έχει θριαμβεύσει. Η δευτεροβάθμια, κυρίως, εκπαίδευση έχει αποσαρθρωθεί πλήρως. Το αποτέλεσμα το βλέπουμε και στους διεθνείς διαγωνισμούς, που διοργανώνει ο ΟΟΣΑ, στους οποίους τα ελληνόπουλα καταλαμβάνουν συνεχώς τις τελευταίες θέσεις. Οι συνδικαλιστές έχουν κάνει περίφημα τη δουλειά τους και ανταμείβονται με θέσεις.
Η ελεύθερη πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση αποτέλεσε μια σημαντική καινοτομία που εφεύρε η άρχουσα ελίτ της χώρας, προκειμένου να απαξιώσει ακόμη περισσότερο την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Η «εξίσωση» ΤΕΙ και ΑΕΙ, παράλληλα με τη δημιουργία πανεπιστημιακών τμημάτων και τμημάτων ΤΕΙ σε κάθε πόλη και χωριό, οδήγησαν κατ’ αρχή σε αύξηση φοιτητών. Όμως η κοινωνιολογική ανάλυση των φοιτητών και σπουδαστών, που γράφτηκαν και φοιτούν σε περιφερειακά ΤΕΙ και ΑΕΙ, αποκαλύπτει αμέσως ότι προέρχονται από φτωχές εισοδηματικές τάξεις, κυρίως από την επαρχία ή τις υποβαθμισμένες συνοικίες της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης. Ιδιαιτέρα αυτοί που εισάχθηκαν με βαθμούς κάτω από την βάση. Θα αναρωτηθεί όμως ο αναγνώστης γιατί αποτέλεσε κόλπο της άρχουσας ελίτ αφού, λόγω αυτής της καινοτομίας, μπήκαν σε κάποιο ΤΕΙ ή ΑΕΙ φτωχά παιδιά. Οι φοιτητές αυτοί έχουν πολύ χαμηλό σχεδόν μηδαμινό γνωσιολογικό υπόβαθρο, κυρίως για τους λόγους που αναφέραμε παραπάνω. Εισερχόμενοι λοιπόν σε μια τριτοβάθμια σχολή είναι σχεδόν βέβαιο ότι δε θα καταφέρουν να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους. Κατά τη διάρκεια όμως των σπουδών τους η οικογένεια έχει δαπανήσει, ύστερα από μεγάλες στερήσεις, χιλιάδες ευρώ σε τουριστικές κα όχι μόνο υπηρεσίες στον τόπο της σχολής τους (περίπου 600-800 ευρώ ανά μήνα ανέρχεται το κόστος της σπουδής σε άλλη πόλη, δηλαδή περίπου 25000-30000 ευρώ για το σύνολο των σπουδών τους). Με άλλα λόγια η κεντρική εξουσία (εάν θέλετε η άρχουσα ελίτ) ασκεί κοινωνική περιφερειακή πολιτική, όχι με μεταφορά πόρων από τις υψηλές εισοδηματικά τάξεις, αλλά από τις φτωχές οικογένειες, προς τους ιδιοκτήτες ακινήτων και τους εστιάτορες των πόλεων υποδοχής φοιτητών. Εάν αυτό δε αποτελεί ταξική επίθεση τότε δυσκολεύομαι να καταλάβω τι συνιστά ταξική επίθεση.
Η τελική επίθεση της άρχουσας φεουδαρχικής ελίτ έχει ξεκινήσει, μέσω των οργάνων της των συνδικαλιστών, τα τελευταία δύο χρόνια, με αφορμή την προσέγγιση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης της χώρας με τα εκπαιδευτικά συστήματα τα Ευρώπης, στα πλαίσια της δημιουργίας το Ενιαίου Ευρωπαϊκού Χώρου Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης. Φοβήθηκαν, δηλαδή, μήπως μέσω της Ευρωπαϊκής Ένωσης τα πανεπιστήμια της χώρας ξεφύγουν από το τέλμα που τα οδήγησαν. Έρχεται μια νέα γενιά συνδικαλιστών, αυτοί της ΠΟΣΔΕΠ, και με ιδεολογήματα του τύπου «να διαφυλάξουμε το δωρεάν δημόσιο χαρακτήρα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης» προσπαθούν να σαμποτάρουν κάθε προσπάθεια εναρμόνισης της χώρας με τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Φοβούνται μήπως τα Ελληνικά πανεπιστήμια γίνουν σαν τα πανεπιστήμια της Ουτρέχτης, της Στοκχόλμης, της Τουλούζης, του Εδιμβούργου. Αυτές οι εξελίξεις είναι επικίνδυνες. Καλή η ΕΕ, αλλά μόνο για να δίνει κονδύλια για την άρχουσα φεουδαρχική ελίτ, όχι για να φτιάξουμε σωστή εκπαίδευση και στο τέλος καπιταλισμό. Η φεουδαρχία είναι το καθεστώς που αρμόζει στην Ελλάδα
Στην χώρα δεν έχει αναπτυχθεί αστική τάξη (καπιταλιστές) με τα χαρακτηριστικά των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών της δύσης. Σύμφωνα με τον Εγκελς «…αυτός ο ισχυριζόμενος «σοσιαλισμός» δεν είναι τίποτε άλλο από μια φεουδαρχική αντίδραση και μια πρόφαση για την άντληση χρήματος…». Οι απεργίες τελικά στο δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα ήταν ταξικές όμως προς όφελος της άρχουσας φεουδαρχικής τάξης. Τι κάνουν όμως τα κόμματα; Τι κάνει η κοινωνία;
Πηγή

1 σχόλιο:

  1. ΤΙ ΛΕΕΙ ΡΕ, είναι φουλ στις ανακρίβειες αυτό το άρθρο, ντροπή του που προσπαθεί να κατευθύνει κόσμο.
    μόνο στην 1η παράγραφο: κάνει τουμπεκί για την λίστα Σανγκάης των πανεπιστημίων και τι εκπροσωπεί. κάνει τουμπεκί επίσης για το πως η ΕΣΣΔ από το τίποτα με βάση το δημόσιο κατάφερε να ανελιχθεί σε υπερδύναμη μέσα από συνθήκες ψυχροπολεμικές και να ανταγωνιστεί τις ΗΠΑ, το κάστρο του καπιταλισμού.

    ΑπάντησηΔιαγραφή