Σάββατο 1 Σεπτεμβρίου 2012

ΟΙ ΜΑΓΚΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΚΟΡΟΪΔΑ...

Του Θανάση Γκότοβου*
 
Όταν διαχειρίζεται κανείς μια κρίση, λέγεται ότι όλες οι προσπάθειες πρέπει να είναι εστιασμένες στην αντιμετώπισή της και ότι είναι πολυτέλεια, ίσως και αντιπαραγωγική, να ασχολούμαστε με τις αιτίες της. Ξεκαθαρίζω από την αρχή ότι δεν ανήκω σ’ αυτή τη σχολή σκέψης.
Πρώτον, διότι χωρίς διάγνωση των αιτίων μιας κατάστασης δυσκολεύομαι να φανταστώ πώς θα μπορούσε κανείς να σχεδιάσει και να αποφασίσει λογικά μέτρα για την αντιμετώπισή της. Δεύτερον, επειδή τα μέτρα, ακόμη και αν είναι εξ αντικειμένου σωστά, δεν πρόκειται να γίνουν αποδεκτά από τους πολίτες, αν οι τελευταίοι δεν καταφέρουν να δουν τη σχέση των μέτρων με τις αιτίες της κρίσης. Τρίτον, επειδή εκείνοι που τα θεσπίζουν δεν νοείται να είναι συμμέτοχοι στη δημιουργία της κρίσης, παρά το ομηρικό «ο τρώσας και ιάσεται». Και, τέταρτον, επειδή υπάρχει μια διάχυτη και δικαιολογημένη απαίτηση να ξέρουμε ποιος φταίει, όχι τόσο για την κρίση – αυτό είναι ζήτημα πολύπλοκο. Αλλά, κυρίως, ποιος «φρόντισε» να εξοπλίσει την Ελλάδα με αυτά τα σαθρά μέσα, έτσι που να μη μπορεί να αντέξει τελικά το τσουνάμι της κρίσης χρέους, ένα τσουνάμι που προκάλεσε όχι η Ελλάδα, αλλά το παράλληλο, ως προς την πραγματική οικονομία, παγκόσμιο σύστημα αγοράς και ασφάλισης χρήματος με τα παραφερνάλιά του.
Πρέπει να ξέρουμε ποιοι δεν φρόντισαν να αρματώσουν το ελληνικό καράβι καλά για να αντέξει την τρικυμία και, κυρίως, ποιοι με τις αποφάσεις και τις συμπεριφορές τους αποδυνάμωσαν συστηματικά τις αντοχές της ελληνικής οικονομίας και του δημόσιου ταμείου δι’ ίδιον όφελος. Γιατί αυτοί πρέπει να υποστούν κυρώσεις, πρωτίστως για παιδαγωγικούς λόγους. Αλλιώς ο πολίτης που υφίσταται τα επώδυνα μέτρα και που δεν ωφελήθηκε από το φαγοπότι της εποχής των παχειών αγελάδων, θα αναρωτιέται δικαιολογημένα για ποιο λόγο πρέπει αυτός να πληρώσει το μάρμαρο, όταν άλλοι προκάλεσαν τη ζημιά και ωφελήθηκαν από αυτή. Εναλλακτική δυνατότητα να νομιμοποιηθούν πολιτικά και ηθικά τα σκληρά μέτρα λιτότητας, για μεγάλο χρονικό διάστημα, δυσκολεύομαι να δω.
Στο δημόσιο διάλογο για την κρίση κυκλοφορούν τρία, τουλάχιστον, τυπικά σενάρια για τους εγχώριους παράγοντες της κρίσης. Για τους εξωτερικούς παράγοντες, τα σενάρια είναι περισσότερα, λόγω και της ισχυρής τάσης για μετάθεση των εγχώριων ευθυνών σε «ξένες δυνάμεις», «ξένους δακτύλους» και τη διεθνή των «ανθελλήνων».
Στο πρώτο, τυπικό για τα αριστερά ακροατήρια σενάριο, αιτία της κρίσης είναι οι εκπρόσωποι του καπιταλισμού στην Ελλάδα: βιομήχανοι, εργολάβοι, έμποροι και τραπεζίτες, που συντονίζονται από μια συγκεκριμένη πολιτική τάξη – τα αστικά κόμματα – στη ληστρική τους δράση. Η κρίση είναι εγγενής και δεν θεραπεύεται χωρίς την υπέρβαση ή τη συντριβή του καπιταλισμού. Το κύριο πρόβλημα με την ερμηνεία αυτή είναι ο μεταφυσικός της αναγωγισμός. Ένα δευτερεύον πρόβλημα είναι ότι αρχίζει να προβάλλεται από εκπροσώπους μη-αριστερών κομμάτων. Οπότε, ποιους να πιστέψεις;
Στο δεύτερο, κάπως απλοϊκό, σενάριο προβάλλεται η άποψη ότι φτάσαμε εδώ που φτάσαμε επειδή το πολιτικό μας προσωπικό – με ευθύνες που επιμερίζονται ανάλογα με τη δύναμη και το ρόλο κάθε παράταξης – συμπεριφέρθηκε ανεύθυνα και με ιδιοτέλεια. Είδε την Ελλάδα από τη σκοπιά του κοτζαμπάση, ως φέουδο που μπορεί να αναλωθεί για την απόκτηση και διατήρηση της «αρχής», μέσω της οποίας δημιουργούνται, διασφαλίζονται και διαιωνίζονται προνόμια και πλούτος. Κάποιοι έχουν προτείνει ήδη τον όρο cleptocracy για αυτή τη διακυβέρνηση.
Στο τρίτο, επίσης απλοϊκό, σενάριο προτείνεται η θεωρία της συλλογικής ευθύνης και της συλλογικής ενοχής. Δεν φταίει μόνο το πολιτικό προσωπικό της χώρας, λένε οι διακινητές του, αλλά όλοι οι Έλληνες. Όπως απόκτησαν οι πολιτικοί προνόμια και οφέλη από τη διακυβέρνηση των τελευταίων τριάντα χρόνων, το ίδιο έκαναν και οι υπόλοιποι. Όλοι πήραν κάτι. Ποσοτικές διαφορές υπάρχουν, αλλά αυτά είναι λεπτομέρειες. Από ποιοτικής πλευράς η κουλτούρα είναι η ίδια, οδηγεί σε παρόμοιες παραβατικές συμπεριφορές.
Θα μπορούσε να υπάρχει, όμως, και ένα τέταρτο σενάριο, εμπνευσμένο από τη μουσική παράδοση του ρεμπέτικου. Το σενάριο αυτό βλέπει τέσσερις πρωταγωνιστές στο πρόσφατο ελληνικό δράμα. Από τους τέσσερις, οι τρεις είναι οι κερδισμένοι της υπόθεσης, ενώ ο τέταρτος είναι ο χαμένος. Αν χρησιμοποιήσουμε τη γλώσσα του ρεμπέτικου, οι τρεις πρώτοι είναι οι «μάγκες», ενώ ο τέταρτος είναι το «κορόϊδο». Στους μάγκες τύπου Α΄ ανήκουν όσοι από το πολιτικό προσωπικό όφειλαν να θωρακίσουν τη χώρα απέναντι σε πιθανές αναταράξεις από την παγκοσμιοποίηση, και δεν το έκαναν. Όχι γιατί δεν μπορούσαν να φανταστούν ότι θα έρθουν δύσκολοι καιροί, αλλά επειδή πίστευαν ότι προτεραιότητα έχει το μοναστήρι – το κόμμα και όσα ευχάριστα προκύπτουν από τη γειτνίαση του κόμματος με την εξουσία. Γι αυτούς η εξουσία είναι μαγκιά. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι τέτοιους μάγκες είχαμε πολλούς στην Ελλάδα. Και φοβάμαι ότι κάποιους από αυτούς τους κουβαλάμε ακόμη στην καμπούρα μας.
Στους μάγκες τύπου Β΄ ανήκουν οι «κολλητοί»: η κομματική – και από ένα σημείο και μετά διαπλεκόμενη – νομενκλατούρα. Αυτή ευδοκιμεί σε όλους τους κοινωνικούς χώρους και διακρίνεται για την ισχυρή οικονομική της όσφρηση και τον λυγερό αυχένα. Θα τους βρείτε στην οικονομία, στο κράτος, στα συνδικάτα, μέχρι και τους τοπικούς κομματικούς παράγοντες και παραγοντίσκους που προσδοκούν και λαμβάνουν κάποιο «δώρο» από την εξουσία. Είτε δουλειές, είτε επιδοτήσεις, είτε φοροαπαλλαγές, είτε επίζηλα και ακριβοπληρωμένα πόστα, είτε προγράμματα, είτε – ας μην το ξεχνούμε – «προστασία» από κακοτοπιές. Η κοινωνία γνωρίζει αυτούς τους μάγκες, για ορισμένες περιπτώσεις υπάρχουν και επίσημα τεκμήρια – οι ευνοϊκές αποφάσεις είναι δημοσιευμένες στα ΦΕΚ. Αγνοούμε μόνο το παζάρι και τους παράγοντες που άσκησαν τις πιέσεις για να γίνουν οι επιθυμίες τους νόμος του κράτους.
Ίσως αυτούς έχει υπόψη ο Θεόδωρος Πάγκαλος, όταν ισχυρίζεται ότι δεν ήταν μόνοι τους οι πολιτικοί στο «κόλπο». Πράγματι, δεν ωφελήθηκαν μόνο πολιτικοί από τη σπατάλη. Θα ήταν, όμως, χρήσιμο να προσδιοριστεί κάπως η ακτίνα αυτού του πληθυντικού. Ποιοι συνιστούν το «εμείς» στη φράση «μαζί τα φάγαμε»;
Ο τρίτος πρωταγωνιστής της κρίσης είναι οι μάγκες τύπου Γ΄, κάτι σαν τους μαχαλόμαγκες ή τους ψευτόμαγκες του τραγουδιού. Διαθέτοντας κάποιο βύσμα με τη νομενκλατούρα, ο τύπος αυτός μπορεί να κάνει τη μικρομαγκιά για να συνδέσει την τσέπη του με το δημόσιο ταμείο, δηλώνοντας τυφλός, χωλός, παραπληγικός, πάσχων από ανίατη ασθένεια ή απλά ζωντανός. Τα επιδόματα που απαλλοτριώνει από την κοινωνία ο ψευτόμαγκας είναι ψίχουλα μπροστά σε εκείνα που «αριοποιεί» η νομενκλατούρα και η τάξη των προστατών της. Αλλά δεκάδες χιλιάδες ψίχουλα είναι λογαριασμός για τις δημόσιες δαπάνες και τα δάνεια που πρέπει να συνάψει η χώρα για να διανέμει αδιαλείπτως τα ψίχουλα.
Ο τέταρτος πρωταγωνιστής της κρίσης είναι τα κορόϊδα. Η λέξη «κορόϊδο» στη ρεμπέτικη μουσική κουλτούρα έχει αρκετές σημασίες. Η κεντρική του σημασία είναι αυτή που προκύπτει για τη λέξη, όταν τη χρησιμοποιεί ο μάγκας για να αναφερθεί στον αδαή που καταφέρνει να εξαπατήσει με τη μαγκιά του, για να καρπωθεί ο ίδιος το όφελος. Κορόϊδο είναι ο αφελής, αυτός που δεν μπορεί να αυτοπροστατευτεί από την εξυπνάδα του μάγκα, το θύμα, αυτός που χάνει στη συναναστροφή με τους μάγκες.
Στη συναναστροφή με το πολιτικό προσωπικό και τη νομενκλατούρα του, εκατομμύρια ΄Έλληνες υπήρξαμε κανονικά κορόϊδα. Όχι μόνο γιατί επιτρέψαμε με μύριους τρόπους, και πρωτίστως με την ανοχή μας, στους μάγκες να κάνουν τις δουλειές τους. Κυρίως επειδή δεν καταφέραμε ούτε και μετά την οδυνηρή εμπειρία της κρίσης να ανανεώσουμε τον πολιτικό χάρτη της χώρας και με τον τρόπο αυτό την εγχώρια πολιτική κουλτούρα. Όχι ότι θα διαγραφόταν το χρέος αν αυτό είχε γίνει, αλλά τουλάχιστον θα λούφαζαν κάπως οι μάγκες. Γιατί σας πληροφορώ ότι διόλου δεν έχουν πτοηθεί από την κρίση. Συνεχίζουν να υπερασπίζονται τα προνόμιά τους και ασκούν, όπως πάντα, πιέσεις για τη διανομή. Την ώρα που μεγάλο μέρους της νέας γενιάς δεν λιμοκτονεί μόνο και μόνο επειδή οι γονείς είναι ακόμη ζωντανοί.
Οι μάγκες δεν υπάρχουν πια, τραγουδούσε εδώ και καιρό ο Ρασούλης, έχοντας υπόψη τους ιδανικούς μάγκες. Όμως οι ρεάλ μάγκες δεν έφυγαν. Υπάρχουν και θα υπάρχουν, όσο συνεχίζεται η ομερτά των κορόϊδων. Γι αυτή την ομερτά θα τα πούμε άλλη φορά.
 
*O Θανάσης Γκότοβος είναι καθηγητης Παιδαγωγικής του Πανεπιστημιου Ιωαννίνων.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου