Της Αννίτας Λουδάρου
Σαν σήμερα θυμάσαι τη μέρα που σου στείλανε τα παπούτσια. Η μάνα σου είχε βάλει τη ζακέτα με το άσπρο γιακαδάκι , αυτή που φορoύσε στις παρελάσεις, για να παραλάβει το δέμα. Ιστορική στιγμή. Δεν σε είχε ειδοποιήσει. Ήσουν μικρός και δεν ήξερες. Ένα ζευγάρι μαύρα , ολοκαίνουργια λουστρίνια. Δέρμα φίνο, μαλακό , δένανε με κορδόνια. Τρίζανε από την καινουργιάδα. Όταν σου τα έδωσε , στάθηκες εκστατικός . Μια κοίταγες τα παπούτσια και μια τον δρόμο που θα έβγαινες.
«Πώς θα περπατώ μάνα, εγώ, με τα παπούτσια αυτά», τη ρώτησες. Πέρα από δυό ζευγάρια πάνινα που είχες , για τις γιορτές και το σχολειό , άλλα δεν είχες. Βάναυσα ζούσες , όμως είχες και τις χαρές σου, κάτι σου έμενε. Κοιτούσες τα παπούτσια με απορία. Από τη μια τα καμάρωνες , από την άλλη ξένα σου φαινόντουσαν.
«Γιατί μου τα έστειλαν» σκεφθόσουν, «εγώ μια φορά δεν τους τα ζήτησα». Είχες συνηθίσει χωρίς παπούτσια.
Στην αρχή οι πατούσες σου είχαν πληγιάσει , μετά ματώσανε και στο τέλος σκληρύνανε για να αντέξουν. Νύχτα μέρα ονειρευόσουν πως με τα πρώτα σου λεφτά θ’ αγόραζες της μάνας σου πρώτα παπούτσια , μετά του μικρού σου αδερφού του Νικολί και στο τέλος θα αγόραζες και για σένα. Έτσι για τη χαμένη τιμή.
«Για καλό σου, γιέ μου σου τα στείλανε», είπε η μάνα σου, «να σε προστατέψουν θέλουν, φόρα τα». Έτσι τα πήρες και τα φόρεσες, για καλό. Ένα ξαφνικό καλό, χωρίς ανταλλάγματα. Τα φόρεσες και ψήλωσε το τακούνι σου. Και αμέσως αρχίσανε τα διλήμματα. Κάτι διλήμματα, πελώρια σαν κύματα. Εσύ ήσουν και αισθανόσουν φτωχός από τη μία και από την άλλη κοίταγες τα μοκασίνια σου , να τρίζουν ολοκαίνουργια και ξεχνιώσουν.
Άρχισες να πηγαίνεις και στα καφενεία. Ασσόδυο , ντόρτια και έμπαινες. Σούσουρο αμέσως.
«Κοίτα βρε τον Γιωργή, τι παπούτσια φορεί», λέγανε όλοι. Καμάρωνες εσύ!
«Πιάσε μια ρακή», φώναζες , «και γράψτα στα βερεσέδια». ‘Αρχισες να πηγαίνεις όλο και λιγότερο στα χωράφια, άφησες και το όνειρό σου να μπαρκάρεις. Δεν ήσουν εσύ τώρα για αυτά. Επιπλέον ερχόντουσαν και τα πακέτα , δεν ήταν για να λείπεις από την παραλαβή.
Καμιά φορά επιστρέφοντας στο πατρικό σου σπίτι από τις ολονύχτιες συζητήσεις για τα διλήμματα , το καλοκαίρι με το πορτοκαλί φεγγάρι ή τον χειμώνα με τη μουτζουρωμένη από το καυσαέριο βροχή και με το κρύο, έκανες ό,τι κάνεις και σήμερα κλεισμένος στα αδιέξοδά σου. Μετέτρεπες τις συνηθισμένες αυτές διαδρομές σε διαδρομές προσωπικής δοκιμασίας, σε πορείες αινίγματος και επιθυμίας , με το ενδεχόμενο να σε οδηγήσουν κάποτε στο αληθινό σου σπίτι. Οι ασήμαντες λακούβες του νερού άλλαζαν σχήμα και κλίμακα τότε. Γινόντουσαν χώροι τεράστιοι , λιμναίοι και κατοικήσιμοι. Ύψωνες μάντρες , εκεί που δεν υπήρχαν με καταράκτες αναρριχητικών που εντός τους φανταζόσουν μια αξιοπρεπή ζωή που σε αφορούσε. Μια ζωή απείρως πιο ενδιαφέρουσα από την πραγματική ζωή που ζούσες.
Μα το πρωί άρχιζες όλα αυτά να τα αποφεύγεις και επέστρεφες στον κλεφτοπόλεμο. Εσύ πια εξαπατούσες και τη μάνα σου την ίδια, αφού και αυτή φρόνιμα όταν έπρεπε δεν σου μίλησε. Μονάχα σε κράτησε μικρό και κολλημένο στη φούστα της. Έκοψες και τα συναισθήματα , να μην σε ενοχλούν. Επιβίωνες. Εσωτερίκευσες μηδενικά. Έγινες εγωιστής. Όταν η μάνα σου ήθελε να σε ηρεμήσει , σου έκανε τα χατήρια και τα κατάφερνε, σε τουμπάριζε. Ίσως και να σου θύμιζαν τα παπούτσια, τον πατέρα σου που δεν γνώρισες ποτέ.
Τώρα στέκεις αδύναμος να κοιτάς το αδιέξοδο. Ένα λεπτό πριν ήσουν ευτελής ακόμα. Άπραγος έμεινες τόσα χρόνια και ξέχασες να πιστεύεις στον εαυτό σου. Η ευκολία σε κράτησε παιδί.
«Σήκω αδερφέ μου και πολέμα. Να πετάξουμε τα παπούτσια, μας θυμίζουν το χθες. Αδιέξοδος και διέξοδος εμείς οι ίδιοι. Με γυμνά πέλματα να κάνουμε τα πρώτα βήματα. Γεμάτοι ερωτήσεις, όμως, και όχι απαντήσεις , γιατί ήρθε η ώρα να μάθουμε πιά».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου