Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2011

ΣΥΓ-ΧΩΡΟΥΝ ΟΛΟΙ ΣΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ;

Του Γιάννη Πανούση*



Ας κρατήσουμε το παράθυρο ανοιχτό
Ίσως έτσι το φως κουράζεται λιγότερο
να μπει στο δωμάτιο
 
Τάσος Κουράκης, Ιερωτικόν


 
1. Η πρόληψη της παραβατικότητας στο σχολείο συνδέεται άρρηκτα με την εκπαιδευτική πολιτική (αρκεί να μη λειτουργεί το εκπαιδευτικό σύστημα ως αποκλειστικός θεσμός κοινωνικού ελέγχου) αλλά και με μια κοινοτική εκπαιδευτική οικολογία (που εντάσσει τη σχολική μονάδα στον κοινωνικό ιστό). Οι εν-τάσεις και οι συ-γκρούσεις μέσα στο σχολικό περιβάλλον δεν παραπέμπουν υποχρεωτικά στην «εγκληματική βία», αφού τα υφέρποντα ή και εμφανή κίνητρα συνδέονται περισσότερο με το γόητρο, το παληκαριλιρίκι, την ισχύ, την εξουσία ή ακόμα με την ανισότητα και την υποβάθμιση. Πέρα, δηλαδή, από τα όποια ατομικά χαρακτηριστικά δράστη/δραστών και θύματα/θυμάτων, το κοινωνικό, πολιτισμικό και σχολικό οικοσύστημα καθορίζει τους όρους και τους τρόπους εμφάνισης του φαινομένου. Το πέρασμα από την πειθαρχία επί των μαθητών στη διαχείριση της τάξης πρέπει να στηρίζεται στην πρόληψη, τη συμβολική διάδραση, στη δυναμική της ομάδας, στην οικολογική προσέγγιση.
Σε κάθε περίπτωση, εάν και εφόσον το σχολείο εξακολουθεί να είναι χώρος ελεύθερης μάθησης και όχι υποχρεωτικού εγκλεισμού, εάν γνωρίζει και μπορεί να (δια)χειριστεί τα πολιτισμικά σοκ που προκαλούνται από την είσοδο διαφορετικής προέλευσης μαθητών στην τάξη, εάν δεν αντιμετωπίζει τον ατίθασο νέο ως (εσωτερικό;) εχθρό, τότε υπάρχει πεδίο για διαχείριση τον εντάσεων.
Εντέλει το σχολείο μπορεί να προκαλέσει αλλά και να διαχειριστεί με ορθό παιδαγωγικό τρόπο τη νεανική έκρηξη βίας είτε αυτή ορίζεται ως αντιδρώσα είτε ως αυτόνομη. Η άποψη, όμως, ότι και το σχολείο «ασκεί» πρωτογενή βία (λόγω της υποχρεωτικής παρακολούθησης μαθημάτων και του ελέγχου) δεν είναι πειστική, αφού οι διαφορές στην εκδήλωση ενδοσχολικής βίας είναι σημαντικές στα διάφορα σχολεία.

2. Ο θυμός μέσα στο σχολείο και έναντι όλων, συνδυάζεται και ενισχύεται από την πλήξη (53%) και την απογοήτευση (32%), αλλά δεν αίρουν την ανάγκη του μαθητή να ανήκει σε μια ομάδα χωρίς να χάνει την ατομικότητά του. Η ενσωμάτωση στην κοινότητα των (ακόμα και επιθετικών) συνομηλίκων, η ατομική ή συλλογική λεκτική επιθετικότητα των μαθητών κινούνται ανάμεσα στο παιχνίδι, το χιούμορ και την προσβολή αλλά δύσκολα θα μπορούσαν να εκφράζουν ακραίες εξουσιαστικές διαθέσεις (στο ελληνικό, τουλάχιστον, πολιτισμικό πλαίσιο). Μάλλον πρόκειται για ομαδικές κοινωνικές αναπαραστάσεις ή για συμπεριφορές αναζήτησης ζωτικού χώρου (όπου ο ανταγωνισμός, η προσαρμογή, ο συμβιβασμός και η συνεργασία συνυπάρχουν).
Οι ανομικές φασαρίες μέσα στην τάξη αποδεικνύουν το τέλος των αντοχών του μαθητή στις πιέσεις που δέχεται για να «πετύχει».
Ας μην ξεχνάμε ότι το ελληνικό όνειρο επιτυχίας «που καλλιεργούν οι γονείς», μεταλλάσσει συναισθηματικά τα νέα παιδιά που διαισθανόμενα ότι δεν μπορούν ν’ ανταποκριθούν στα υψηλά standards και στις προσδοκίες, επιδίδονται σε ανομική φασαρία και καταστροφική άρνηση και αντί-δραση. Η οποιαδήποτε ανυπακοή σε μοντέλα, αμφισβήτηση μεθόδων και διεκδίκηση άλλου μέλλοντος δεν πρέπει, όμως, να προσεγγίζεται σαν βία και να επισύρει ηθικούς πανικούς.
Το πέρασμα από την ανομική φασαρία στην τάξη στην εγκληματικότητα (και όχι απλά στη συμβολική) βία, δεν είναι τόσο απλό ή αυτόματο.

3. Πώς να διαμορφώσεις «όρους ειρηνικού σχολείου», μέσα σ’ ένα κοινωνικό πλαίσιο βίας;
Οι ρίζες της βίας είναι βαθιά χωμένες στον Πολιτισμό και στην κοινωνία. Στις ανισότητες και στις αδικίες. Από την άλλη, οι ορισμοί και οι εννοιολογήσεις της (σχολικής) βίας δημιουργούν συχνά συγχύσεις. Οι αιτίες μπλέκονται με τ’ αποτελέσματα και όλα αυτά με διάφορα ιδεολογήματα. Όλα έχουν ειπωθεί και γραφτεί (αλλά και τα αντίθετά τους). Όλα είναι κρίσιμα (αλλά δεν αποτρέπουν την κρίση).
Το συχνά αδιάφορο σχολείο δεν έχει μηχανισμούς και δασκάλους προετοιμασμένους να χειριστούν δύσκολες (μέχρι και βίαιες) καταστάσεις, ενώ η γειτονιά και η τοπική κοινωνία απλώς κάθε φορά εκπλήσσονται (κρύβοντας κάτω από το χαλί την «οικολογία του φόβου και της αποτυχίας»). Κι, όμως, η ζεστή σχολική ατμόσφαιρα (της κατανόησης και της συνεννόησης) μπορεί να δημιουργεί θετικά συναισθήματα και αίσθημα ασφαλούς περιβάλλοντος και να χρησιμοποιεί την επικοινωνία ως μέσο κοινωνικής ένταξης και ψυχολογικής υποστήριξης.
Ακόμα και οι ακραίες περιπτώσεις μαθητικής συμπεριφοράς, όπου και αν οφείλονται και σε ό,τι και αν καταλήγουν (βία, ναρκωτικά, πορνεία κλ.π), πρέπει να βρουν μέσα στο σχολείο ένα «χώρο ζωής» κι έναν «κώδικα ζωής», που θ’ ανατρέπουν τους αρνητικούς όρους (κοινωνικούς, πολιτισμικούς, οικογενειακούς) οι οποίοι ώθησαν τον νέο στα άκρα.
Άλλωστε, η συγχωρητικότητα ή ικανότητα συγχώρεσης είναι συνυφασμένες με τη διαλλακτικότητα και την ενσυναίσθηση και αφορούν τις διαπροσωπικές αντιδικίες.

4. Η σχολική βία παραμένει «μια βία που επερωτά», που στέλνει μηνύματα ιδίως όταν ανθεί μέσα σε «υπέρμετρα ιδιάζοντα σχολεία» κοινωνικών προβλημάτων (ανεργίας και στιγματισμού).
Τα «κακά υποκείμενα-μαθητές» ζητούν –δια της βίας- επικοινωνία, δηλώνουν «παρών» με τις πράξεις-προφάσεις τους, αποσυμπιέζουν τα αισθήματα καταπίεσης (μέσω μιας προσωρινής ισορροπίας) κι ανευρίσκουν ταυτότητα (ίσως και αξίες αρρενωπότητας).
Άρα, δεν χρησιμεύουν σε τίποτα οι ευχές και οι κατάρες.
Χρειάζονται δύσκολες αποφάσεις. Ουδείς θα δεχτεί παθητικά «τον κοινωνικό του θάνατο».
Το σχολείο δεν στάθηκε ικανό να παραδώσει μαθήματα συμβίωσης χωρίς βία.
Το σχολείο οφείλει, λοιπόν, αφενός να κατανοήσει και αφετέρου να (μάθει να) διαχειρίζεται τις κρίσεις που προκαλούν η ανισότητα, η αδικία και η αμάθεια -εντός και εκτός των «σχολικών τειχών». Γιατί μόνον έτσι το σχολείο μπορεί να γίνει ένα πεδίο διαλόγου και διαχείρισης της βίας. Αρκεί να γεφυρώσει –και όχι να γκρεμίσει- τη σχέση «οικογενειακό – κοινωνικό περιβάλλον» και «σχολικό περιβάλλον» (με όσα πολιτισμικά στοιχεία το καθένα από αυτά φέρει και επιβάλλει).
Το σχολείο ως χώρος συμβίωσης και επικοινωνίας είναι, ταυτόχρονα, και το κατεξοχήν πεδίο διαμόρφωσης συνειδήσεων, αντιλήψεων και πρακτικών ήπιας επίλυσης των ενδο-συγκρούσεων.
Η εξωτερική ασφάλεια του σχολείου (security) που περιλαμβάνει προσωπικό ασφαλείας, ηλεκτρονικό έλεγχο και ηλεκτρονικό κλείδωμα των χώρων, ειδικά καρτελάκια με τη φωτογραφία τους που φέρουν οι μαθητές, κουμπί συναγερμού στην έδρα του δασκάλου, έλεγχο για ναρκωτικά και όπλα, συγκρούεται με την εσωτερική ασφάλεια (safety) ενός χώρου εκπαιδευτικής διαδικασίας που απαιτεί άλλο περιβάλλον και άλλες σχέσεις. Ούτε η ποινικοποίηση κάθε αντικανονικής συμπεριφοράς, ούτε ο εισαγγελέας, ούτε η αστυνομία του σχολείου, ούτε τα σχολεία-φρούρια, ούτε η επαναφορά της βέργας, καλλιεργούν συνείδηση συνύπαρξης.
Η κοινωνική ομπρέλα προστασίας σχετίζεται με τη συνευθύνη των κοινωνικών φορέων και όχι με την αστυνόμευση. Χρειάζεται μια συνέργεια πολλών θεσμών και φορέων για να πεισθούν οι νέοι να ξαναγυρίσουν στην κοινωνική συμβίωση χωρίς βία.
Η βία στο σχολείο δεν εγγράφεται στο κληρονομικό φορτίο του θεσμού. Πρέπει, συνεπώς, το σχολείο να ξαναβρεί την εσωτερική του δημοκρατία (ισότητα, διάλογος, ηπιότητα, ελευθερία έκφρασης) και ν’ αναπτύξει δίκτυο κοινωνικών υπηρεσιών. Πρέπει να «επανεφεύρουμε» το σχολείο, που σημαίνει νέα δομή, νέα μορφή, νέες σχέσεις, νέα αισθητική, νέα λειτουργία, νέοι ρόλοι, πρέπει να αυτονομήσουμε (έστω σχετικά) το σχολείο από τη διαδικασία νομιμοποίησης της κρατούσας κοινωνικής τάξης για να μην είναι καταδικασμένο (και αυτό κι εμείς) ν’ αναπαράγουμε ή και να διευρύνουμε τις προϋπάρχουσες ανισότητες.
Το σχολείο που πληγώνει αντί να εκ-παιδεύσει, οι υπόγειες διαδρομές της βίας στο σπίτι, στην πλατεία και της σχολικής βίας, ο ανταγωνισμός ως εργαλείο επιτυχίας και το παιχνίδι ως μέσον ενηλικίωσης, οι περικυκλωμένοι από «όχι» και «μη» έφηβοι, διαμορφώνουν τους όρους μιας «αντι-δραστικής» επιθετικότητας, έντασης, θυμού, διάψευσης, δυσφορίας.

5. Στο σχολείο συναντώνται πολλές κρίσεις: Εφηβείας, αμφισβήτησης από τους νέους, διάψευσης, κόπωσης από τους δασκάλους, απαξίωσης, υποβάθμισης ρόλου από τους γονείς, αμφίσημης αντιμετώπισης από την Πολιτεία. Η «μάχη για επιβίωση» προτιμάει βίαια σχολεία σε βίαιο κόσμο. Γι’ αυτό χρειάζεται από τη μία η χάραξη ορίων σε όλη την κοινωνική δράση κι από την άλλη η αλλαγή πλαισίου ζωής των νέων.

*Ο Γιάννης Πανούσης είναι καθηγητής Εγκληματολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου