Της Ερμιόνης Φραγκουλίδου
Σαν ξημέρωσε ο γέρος κύριος σηκώθηκε, ντύθηκε και ξεκίνησε για την τράπεζα: ήταν μέρα πληρωμής. Μια στάση στο ΑΤΜ ήταν αρκετή για να διαπιστώσει ότι η σύνταξη ήταν πάλι μειωμένη. Μπήκε στην τράπεζα και αναζήτησε με το βλέμμα τον υπάλληλο που εξυπηρετούσε θέματα καρτών και δανείων. Είχε επιχειρήματα και ήταν λογικά: η σύνταξη μειώθηκε, οι δόσεις δε μπορούν να πληρωθούν, ο τόκος είναι υψηλός και η κατάσταση παίρνει μορφή χιονοστιβάδας, σε κοιτώ και αντιλαμβάνομαι την απροθυμία σου όμως είμαι ο ίδιος που στους καλούς καιρούς μου τηλεφωνούσες 2-3 φορές το μήνα για να μου δώσεις κι άλλη κάρτα, να μου αυξήσεις το πιστωτικό όριο γιατί ήμουν καλός πελάτης, να μου προτείνεις ένα εορτοδάνειο, διακοποδάνείο, με έπιασες στη φάκα και τώρα είμαι για σένα πονοκέφαλος, σε κοιτώ και σκέφτομαι ότι εσύ και τόσοι άλλοι είστε για μας πονοκέφαλος, το σύστημα δουλεύει έτσι κι αφού τα χρήματα τα πήρες βρες τρόπο να τα ξεχρεώσεις, όσα σκέφτομαι όμως στα λέω ευγενικά, καλό είναι να κρατάς μια πισινή γιατί οι καιροί μπορεί να αλλάξουν και να γίνεις πάλι από τους αγαπημένους μου πελάτες.
Ο γέρος κύριος αποφάσισε ότι δεν άξιζε να συγχυστεί άλλο και συνέχισε το δρόμο του προς το φαρμακείο. Η πίστωση φαρμάκων έχει κοπεί. Ίσως όμως κάνουν μια εξαίρεση σε έναν καλό πελάτη, στο ζητάω και αντιλαμβάνομαι την απροθυμία σου, όμως είμαι ο ίδιος που τόσα χρόνια σου καταθέτω το ταπεινό βαλάντιο μου, εγώ δε σου χρωστάω τίποτα, δε μπορείς να μου φέρεσαι έτσι, αν δεν σου αρέσει η κατάσταση βγες από όλα τα ταμεία και δες αν μπορείς να τα βγάλεις πέρα, σε κοιτώ και καταλαβαίνω την ανάγκη σου, όμως το σύστημα δουλεύει έτσι και μόνο φέρνοντας εσένα σε απόγνωση μπορώ να πείσω το κράτος να με πληρώσει, είσαι καλός πελάτης δε λέω αλλά κι εγώ είμαι έμπορος και ο έμπορος λέει τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη τουλάχιστον στους κακούς καιρούς γιατί στους καλούς πάλι θα σε καλοδεχτώ.
Ο γέρος κύριος συνέχισε τον δρόμο του. Σταμάτησε στο περίπτερο να πάρει καραμέλες για τα εγγονάκια του, ζητάνε κι αυτά τα καημένα και δεν μπορούν να καταλάβουν γιατί πλέον τα χέρια μου είναι πάντα άδεια, ο παππούς είναι στεναχωρημένος, έχει κρίση λένε, τι να πουν κι αυτά. Είδε φευγαλέα και τους τίτλους των εφημερίδων. Κι άλλη αυτοκτονία, τόσες πολλές τώρα τελευταία, τόσος κόσμος σε απόγνωση.
Αποφάσισε να γυρίσει στο σπίτι πριν πιάσει η ζέστη. Λίγο πριν ξαπλώσει μέτρησε τα χάπια του… κι αν τα έπαιρνε όλα με τη μια; Μήπως έβρισκε κι αυτός τη λύση; Το σκέφτηκε από δώ, το σκέφτηκε από κει. Και τελικά τα άφησε στην άκρη. Όχι για το ταξίδι και την Ιθάκη. Ήταν πολύ γέρος για τέτοια. Πιο πολύ γιατί καταλάβαινε ότι ο Γόρδιος δεσμός δε μπορεί πάντα να κόβεται. Κάποια στιγμή πρέπει να λυθεί. Και χάρηκε που το μυαλό του δεν το είχαν ισοπεδώσει ακόμα και μπορούσε να κάνει τέτοιες σκέψεις. Ξάπλωσε και έκλεισε τα μάτια του. «Και για το πείσμα σας γουρούνια θα αντέχω» μουρμούρισε και αποκοιμήθηκε.
Άμες δε γεσσόμεθα πολλώ κάρρονες,παπούλη!
ΑπάντησηΔιαγραφή