Της Μαριάννας Τζιαντζή
«Aν δεν μάθεις γράμματα, θα γίνεις σκουπιδιάρης». Αυτή ήταν η ύστατη(και κάθε άλλο παρά πολιτικά ή παιδαγωγικά σωστή) προειδοποίηση ή απειλή στην οποία κατέφευγαν κάποτε οι δάσκαλοι για να συνετίσουν τους νωθρούς μαθητές τους.
Αυτό το εφιαλτικό μέλλον ήταν χειρότερο από την προοπτική της μετανάστευσης στη Γερμανία. Στη φτωχή μεταπολεμική Ελλάδα η μαύρη μοίρα για ένα παιδί που «δεν έπαιρνε τα γράμματα» δεν ήταν το χωράφι, η οικοδομή ή το εργοστάσιο, αλλά το να γίνει υπάλληλος καθαριότητας ή οδοκαθαριστής, σύμφωνα με την πιο κομψή διατύπωση.
Την Τετάρτη λήγει η προθεσμία υποβολής αιτήσεων για 400 θέσεις εργασίας οκτάμηνης διάρκειας στην «Υπηρεσία καθαριότητας και ηλεκτρολογικού» του Δήμου Θεσσαλονίκης. Δεν ξέρουμε εάν έως τότε οι αιτήσεις θα ξεπεράσουν το«ψυχολογικό» (;) φράγμα των 10.000, όπως προβλέπεται, αν όμως αναλογιστούμε ότι μόνο την περασμένη Τρίτη, πρώτη ημέρα υποβολής τους, οι σχετικές αιτήσεις έφτασαν τις δύο χιλιάδες, δεν αποκλείεται ο τελικός αριθμός των επίδοξων οδοκαθαριστών να ξεπεράσει τη μυριάδα.
Στη δεκαετία του ’90, σε κάποιο ιδιωτικό κανάλι είχε προβληθεί ένα ρεπορτάζ για έναν μεσόκοπο Αλβανό, πρώην πολύ υψηλόβαθμο στέλεχος της κυβέρνησης του Εμβέρ Χότζα. Ο Κύριος-Περασμένα-Μεγαλεία, που είχε μεταναστεύσει στην Αθήνα, τώρα βρισκόταν σε δεινή θέση και είχε εναποθέσει τις ελπίδες του για επιβίωση στον τότε δήμαρχο της Αθήνας, τον Δημήτρη Αβραμόπουλο, τον οποίο παρακαλούσε για μια άδεια υπαίθριου κουλουρτζή. Ποιος ξέρει, σκεφτόμαστε τότε,ο άνθρωπος από τον οποίο αγοράζουμε το κουλούρι μας, μπορεί να είναι πρώην στρατάρχης ή υπουργός Αμυνας ή καθηγητής πανεπιστημίου της βασανισμένης γειτονικής χώρας.
Σήμερα χιλιάδες Ελληνες που «έπαιρναν τα γράμματα» και θα μπορούσαν να γίνουν στρατάρχες, υπουργοί, καθηγητές γυρεύουν κάτι ακόμα πιο λίγο από μια άδεια κουλουροπώλη, ζητούν να γίνουν οδοκαθαριστές. Οχι γιατί ορέγονται σταδιοδρομία ή μονιμότητα, αλλά για να πάρουν μια ανάσα, για να ξεφύγουν, έστω προσωρινά,από την ασφυξία της ανεργίας.
Να εργαστούμε σκληρά και ποιοτικά, να σοβαρευτούμε, να επιμορφωθούμε, να τολμήσουμε την καινοτομία, να δράσουμε σε βάθος χρόνου, να αποκτήσει ο λογισμός μας ευρωπαϊκό ορίζοντα. Εύκολα και κατανοητά όλα αυτά τα «πρέπει», όμως το «εδώ και τώρα» είναι αμείλικτο.
Εκατομμύρια αγρότες, όπως και ταπεινοί υπάλληλοι και αφανείς χειρώνακτες, ειδικευμένοι και ανειδίκευτοι, ίδρωσαν, κινδύνευσαν σε σκαλωσιές,γυάλισαν στρέμματα υαλοπινάκων, γέρασαν πρόωρα για να σπουδάσει το παιδί, για να μην έχει τη δική τους μοίρα. Τώρα αυτοί που γνώρισαν τα ευεργετήματα της θυσίας της προηγούμενης γενιάς βλέπουν τα δικά τους παιδιά να γυρεύουν μια οκτάμηνη οδοκαθαριστική ανάσα.
Το αλβανικό χθες έγινε ελληνικό παρόν. Κανείς πια δεν ξαφνιάζεται αν δει μια απόφοιτη της Σχολής Καλών Τεχνών να σφουγγαρίζει κοινόχρηστες σκάλες ή έναν πυρηνικό φυσικό να οδηγεί ταξί. Και ίσως κανείς γονιός να μην προσβληθεί αν ο δάσκαλος προβλέψει ότι το μέλλον του γιου του είναι να γίνει σκουπιδιάρης.«Μακάρι, δάσκαλε, μακάρι. Από το στόμα σου και στου δημάρχου το αυτί!»
Δυστυχώς είναι ένα από τα μεγάλα προβλήματα της Παιδείας μας ότι μετά από 12 χρόνια στα θρανία το καλύτερο που μπορεί να υποσχεθεί είναι μια καλή απόδοση στις εξετάσεις για την Τριτοβάθμια. Πουθενά δεν υπάρχει η εμπειρία της εργασίας έξω από τα βιβλία, έστω ως απασχόληση ελευθέρου χρόνου ή με τη λογική "Μάθε τέχνη κι άσ'τηνε". Όλοι οι γείτονες Αλβανοί και άλλοι που πρόκοψαν στην Ελλάδα, όσα πτυχία κι αν είχαν, καταξιώθηκαν με τον κασμά και το μυστρί. Μήπως κάτι θα πρέπει να διδαχθούμε από αυτό;
ΑπάντησηΔιαγραφή