Του Νίκου Βράντση
Ένας άστεγος εισέρχεται σε μια πολυκατοικία. Απλώνει τις κουβέρτες του στο χιλιοπατημένο δάπεδο και ξαπλώνει. Θέλει να προστατευθεί από το κρύο. Είναι προφανές πως πρόσφατα μετατράπηκε σε άστεγο. Κάθε φορά που ακούει κάποιον ήχο, φοβισμένος σηκώνεται να ελέγξει. "Τώρα θα με διώξουνε, τώρα θα μου φωνάξουν, τώρα θα με χτυπήσουν". Κάποιοι τον προσπερνούν, κάποιοι σταματούν και τον κοιτάζουν. Φωνές από τον δεύτερο όροφο, όπου κάποιος παραπονιέται στη διαχειρίστρια.
- Είναι θέαμα αυτό; Τί την περάσαμε την πολυκατοικία; Διώξ' τον εσύ για να μη καλέσω την αστυνομία.
Ο άστεγος σηκώνεται, μαζεύει την πραμάτεια του και αποχωρεί σκυφτός. Δεν ταιριάζει στο decor της απεριποίητης πολυκατοικίας. Το άσχημο θέαμα που προκαλεί ίσως του στοιχίσει τη ζωή. Μάλλον οι άνθρωποι δε θέλουν να αντικρίσουν το φάντασμα της μιζέριας που τους απειλεί καθημερινά και τη ξορκίζουν.
Επιστροφή από ένα μπουζουξίδικο, όπου σπαταλήσαμε τόσα λεφτά και τραγουδήσαμε με τόσο πόνο το άσμα " Το κρύο είναι τσουχτερό". Η Ναβαρίνου μέχρι προχτές έσφυζε από ζωή ετοιμοθάνατη. Σήμερα ήταν άδεια. Ο βαρδάρης και το τσουχτερό κρύο, πάγωσαν το κορμί τους και τους σκόρπισε. Το ψύχος δε φεύγει όση πρέζα και αν πιείς. Πού πήγαν όλα αυτά τα φαντάσματα της Ναβαρίνου; Πώς θα αντέξουν; Νοιάζεται κανείς; Τραγική ειρωνεία.
Στην είσοδο ενός καφέ ένας ηλικιωμένος. Αξύριστος και αμίλητος φορώντας ένα γυναικεία μώβ πανωφόρι σε ικετεύει με το χαμένο βλέμμα του. Κουνάει ένα πλαστικό ποτήρι που διψάει για χαλκό. Γνώριμη φυσιογνωμία. Όλο και σε κάποιο σοκάκι θα τον έχεις συναντήσει. Τον πλησιάζει κάποιος και τον ρωτά αν έχει κάποιο μέρος να περάσει τη νύχτα. Ο γέρος δε μιλά. Ο περαστικός του δίνει μερικά χάλκινα κέρματα και τον στέλνει στο 13ο γυμνάσιο στην Γαμβέτα, πίσω από την Εθνικής Αμύνης, που έχει μετατραπεί σε κατάλυμα αστέγων, για τις κρύες αυτές νύχτες. Κανείς δε γνωρίζει αν πήγε.
"Φίλε, έχεις να μου δώσεις κάτι για να φάω;" Έτσι ξεκίνησε η κουβέντα με τον Δημήτρη, έναν νέο άστεγο. Συνήθως δυσπιστώ σε παρόμοιες καταστάσεις υπό τον φόβο ότι το χρήμα θα γίνει πρέζα και η πρέζα θάνατος. Και χρηματοδότης θανάτου δεν μου αρέσει να γίνομαι. Αλλά η όψη του Δημήτρη είχε κάτι διαφορετικό.
- Πού κοιμάσαι;
- Όπου βρω ρε φίλε. Στα παγκάκια, στα πεζοδρόμια, με μαύρους, με πρεζόνια. Ο δρόμος ενώνει. Αλλά δεν τους θέλω αυτούς, προτιμώ μόνος. Αυτοί έχουν φτάσει στο σημείο να σε σκοτώνουν κατά τη διάρκεια της νύχτας για ένα ρούχο.
- Και πώς επιβιώνεις;
- Με την ελεημοσύνη του κόσμου. Πού δουλειά; Αφού έχω το στίγμα του άστεγου. Η εμφάνισή μου, η μυρωδιά μου. Και εγώ πάλι είμαι καλά. Μπαίνω που και που σε κανά νοσοκομείο πλένομαι κρυφά και ξυρίζομαι. Άλλοι έχουν να πλυθούν μήνες ολόκληρους.
Έβγαλε ο Χρήστος μερικά ψιλά, έβγαλα κάποια κι εγώ. Του δείξαμε ένα μέρος, όπου μπορούσε να βρει φαγητό και ζέστη και προχωρήσαμε.
Τα περιστατικά δεν τελειώνουν. Μιζέρια σε κάθε γωνιά του δρόμου. Άνθρωποι σε σκουπίδια να ψάχνουν για τροφή και ρούχα, ζητιάνοι, άστεγοι, πρεζάκια και κατάθλιψη. Οι θερμοκρασίες στο μείον και από τους δέκα χιλιάδες συμπολίτες μας πού καταδικάστηκαν να περιπλανώνται στο δρόμο για χρονικό διάστημα αόριστο, κάποιοι θα πεθάνουν από το κρύο αυτές τις μέρες. Πού οδηγείται μια κοινωνία που παράγει τόση απελπισία, τόσα φαντάσματα;
Αν έχετε ένα ρούχο που δε θα φορέσετε ή ένα φαγητό που δε θα φάτε, δώστε το. Ίσως σώσετε μια ζωή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου