Του Τάκη Θεοδωρόπουλου
Κατ' άλλους πατρίδα είναι η παιδική ηλικία, αυτή που χάραξε τις ανεξίτηλες αναμνήσεις της στον πηλό της μνήμης. Κατ' άλλους είναι η γλώσσα, οι λέξεις που οργανώνουν τη συνείδηση, τον τρόπο που βλέπεις τον κόσμο και τον εαυτό σου. Υπάρχουν και τα υποκατάστατα εννοείται. Για πολλούς είναι το εξοχικό που κατάφεραν να χτίσουν, το αυτοκίνητο που απέκτησαν, η ποδοσφαιρική τους ομάδα, ο τόπος της ευκαιρίας. Για μερικούς, τους πιο προνομιούχους, πατρίδα είναι η χώρα που φιλοξενεί τους τραπεζικούς τους λογαριασμούς.
Την Ελλάδα τη γεμίσαμε υποκατάστατα. Της βάλαμε σημαία ευκαιρίας και τη μετατρέψαμε σε υποκατάστατο πατρίδας. Λες και θέλαμε να σκοτώσουμε μέσα μας τις αναμνήσεις της παιδικής μας ηλικίας και να σβήσουμε τη γλώσσα μας. Και δεν εννοώ μόνον τα χρήματα που δανειστήκαμε, τη φτήνια που ξοδέψαμε γιατί μας ήταν ακριβή, την κακογουστιά του λάιφ στάιλ, την αμορφωσιά που ανακηρύξαμε σε δημόσιο αγαθό. Τώρα που όλα αυτά καταρρέουν με πάταγο πάνω στα κεφάλια μας δεν μας μένει παρά να την ξαναβρούμε.
Γιατί όλοι μας κουβαλάμε μέσα μας μια Ελλάδα που αγαπάμε. Οπως όλοι μας κουβαλάμε και το βάρος μιας Ελλάδας που μισούμε, μιας άσχημης, κακοχυμένης χήρας που ρουφάει τη ζωή σου για να την κάνει απόβλητο. Και το ζητούμενο δεν είναι να βρούμε ποιοι από εμάς είναι «καλοί» και ποιοι «κακοί» Ελληνες. Αυτό ας το αφήσουμε για τους πατριδοκάπηλους, όσους εκ γενετής έχουν αποφασίσει πως ήταν, είναι και θα είναι οι «καλοί». Το ζητούμενο για εμάς, τους υπόλοιπους, ας είναι ένα: να βρούμε ποια Ελλάδα αγαπήσαμε, κι ας την αφήσουμε αυτή να μας δείξει ποια Ελλάδα θέλουμε να φτιάξουμε, σε ποια Ελλάδα θέλουμε να ζήσουμε. Αυτή θα μας δώσει τις διαχωριστικές γραμμές, κι αυτή θα ορίσει το μέτρο της αντίστασης στην απόλυτη καταστροφή.
Στις δεκαετίες της ευμάρειας ο πατριωτισμός ήταν είδος πολυτελείας, πόζα, ρητορεία. Μπροστά στις δυσκολίες είναι είδος πρώτης ανάγκης. Η ηθική σωτηρία δεν είναι κεκτημένο δικαίωμα για να το διεκδικήσεις απ' τους άλλους. Είναι υποχρέωση απέναντι στον εαυτό σου.
Γιατί στο κάτω κάτω κανείς δεν μπορεί να μου αφαιρέσει την αξιοπρέπεια που αισθάνομαι όταν στέκομαι μπροστά στο τοπίο μιας θάλασσας ικανής να σε συμφιλιώσει ακόμη και με τη δυστυχία σου. Κι αυτό μόνον εδώ μπορώ να το βρω γιατί «εδώ» αυτό με βρήκε για πρώτη φορά στη ζωή μου. Κοινοτοπίες, θα μου πείτε. Φτηνοί συναισθηματισμοί; Ομως αυτό δεν είναι το ζητούμενο; Το ζητούμενο είναι να βρούμε το κοινό αίσθημα της πατρίδας που χάνεται μέσα στον πανικό.
Μια μουσική του Χατζιδάκι, μια σελίδα από τις μέρες του Σεφέρη, το «σαν έτοιμος από καιρό» του Καβάφη, η τρέλα του Σικελιανού, η λόξα του Εγγονόπουλου κι άλλα πολλά, ων ουκ έστιν αριθμός. Πολλά αλλά σπάνια. Εκαστος εφ' ω ετάχθη, κι όλοι μαζί πρέπει να βρούμε τους κοινούς μας τόπους. Για να διώξουμε κι από μέσα μας, τώρα που γκρεμίζονται γύρω μας, την ασχήμια του αυθαίρετου που χάλασε το ωραίο τοπίο, τον αμόρφωτο αχρείο που έγινε λαμόγιο για να βρει τον εαυτό του, την προπέτεια του ηλίθιου που νομίζει πως του ανήκει ο κόσμος όλος γιατί πήρε δάνειο με συμφέροντες όρους.
Τώρα που χανόμαστε μόνον η Ελλάδα που αγαπήσαμε μπορεί πια να μας σώσει.
Πολύ ωραίο άρθρο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΌταν όλα καταρρέουν, το μόνο που απομένει για να κρατηθείς είναι όσα αγάπησες.
Ανάλογα με τον ψυχισμό σου,
την καλλιέργειά σου,
το υπόβαθρό σου...
και όχι μόνο...
Υ. Γ. Τα άρθρα του Τάκη Θεοδωρόπουλου συχνά είναι πολύ ενδιαφέροντα.
κ.κ.