Της Αναστασίας Τσουκαλά*
Όταν καταβαραθρώνεται το βιοτικό επίπεδο της χώρας, είναι λογικό να στρέφεται η προσοχή στις οικονομικές πτυχές της πολιτικής σκηνής. Η υποβάθμιση των όρων διαβίωσης πολλών οικογενειών δεν υποθηκεύει απλώς το μέλλον της νέας γενιάς, αναιρεί την αξιοπρέπεια και την ελευθερία των ανθρώπων να καθορίσουν σχέδια ζωής. Η αγωνία για τη συρρίκνωση αυτής της ελευθερίας δεν πρέπει όμως να μας κάνει να υποτιμήσουμε τον κίνδυνο της συμμετρικής συρρίκνωσης της πολιτικής μας ελευθερίας.
Ο προβληματισμός γίνεται πλέον έντονος με τη συζητούμενη νομοθετική πρωτοβουλία για τις διαδηλώσεις. Η πρωτοβουλία αυτή συγκρούεται με την αρχή ότι σε μια ευνομούμενη πολιτεία όλοι οι περιορισμοί της ελευθερίας των συναθροίσεων προβλέπονται μόνο από το Σύνταγμα. Δεδομένου ότι όλα τα αδικήματα που μπορούν να τελεστούν κατά τη διάρκεια μιας διαδήλωσης προβλέπονται από τον Ποινικό Κώδικα, αρκεί η τήρηση των διατάξεων του Συντάγματος και του ποινικού δικαίου για να εξασφαλιστεί η προστασία της έννομης τάξης χωρίς να απαιτείται προσφυγή σε κανέναν άλλο νόμο. Συνεπώς, ακόμα και ο πιο φιλελεύθερος εκτελεστικός νόμος είναι ανελεύθερος γιατί, εξ ορισμού, δεν μπορεί παρά να επιφέρει περαιτέρω περιορισμούς στο δικαίωμα του συνέρχεσθαι. Υπενθυμίζεται δε ότι η ισχύουσα συνταγματική παραπομπή στον κοινό νομοθέτη για την ψήφιση εκτελεστικού νόμου είναι απλώς δηλωτική του φόβου της πρώτης μεταπολιτευτικής κυβέρνησης έναντι του όγκου των τότε λαϊκών αγώνων.
Τα χουντικά διατάγματα που προσδιορίζουν το πλαίσιο της νόμιμης αστυνόμευσης των διαδηλώσεων είναι εν τοις πράγμασι ανενεργά εδώ και πολλά χρόνια. Οι ισχύοντες κανόνες εμπλοκής της Αστυνομίας καθορίζονται από τον Κανονισμό Οργάνωσης και Τακτικής Αστυνομικών Επιχειρήσεων του 2003. Τα κρούσματα αστυνομικής βίας εις βάρος διαδηλωτών οφείλονταν στη χαλαρή εφαρμογή των διατάξεων του Κανονισμού και σε εγγενείς αδυναμίες εκπαίδευσης και επιχειρησιακού σχεδιασμού. Η ηγεσία του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη προέβη σε μια σειρά μεταρρυθμίσεων με γνώμονα την προστασία της ανθρώπινης ζωής, ως ύψιστο έννομο αγαθό. Όπως διαπιστώθηκε σαφώς στις 17 Νοεμβρίου και στις 6 Δεκεμβρίου, η ήπια αστυνόμευση όντως συνέβαλε στην ειρηνικότερη διεξαγωγή των διαδηλώσεων: τα επεισόδια ήταν λιγοστά, ήσσονος σημασίας, με κανένα σοβαρό τραυματία και ελάχιστες υλικές ζημιές. Η κατάργηση των χουντικών διαταγμάτων είναι επομένως επιθυμητή, ως συμβολική κίνηση, υπό τον όρο να μη νομιμοποιήσει τον περιορισμό της ελευθερίας των συναθροίσεων.
Ωστόσο, ο περιορισμός αυτός προβάλλεται σήμερα ως αναγκαίος και νόμιμος εν ονόματι της αρχής της αναλογικότητας και της εξισορρόπησης αντικρουόμενων έννομων συμφερόντων. Φυσικά, είναι αδύνατον να σχολιασθούν εδώ αυτοί οι αμφιλεγόμενοι νομικοί ισχυρισμοί. Ούτως ή άλλως, όμως, η στενή νομική ανάγνωση της πρωτοβουλίας θα ήταν άστοχη γιατί θα την απέκοπτε από το πολιτικό πλαίσιό της.
Η προαναγγελθείσα αναθεώρηση της ελευθερίας των συναθροίσεων προβληματίζει γιατί δεν συνδέεται αιτιωδώς με την προστασία των επιχειρήσεων του Κέντρου της Αθήνας.
Για παράδειγμα, οι μικρές διαδηλώσεις καθώς και οι καλά οργανωμένες και περιφρουρημένες μαζικές διαδηλώσεις σπάνια συνοδεύονται από επεισόδια. Ο ισχυρισμός ότι η πληρότητα των ξενοδοχείων θίγεται από τις διαδηλώσεις είναι ουσιαστικά παραπλανητικός. Παραγνωρίζει τον αρνητικό αντίκτυπο των απεργιών, τη χρόνια ανυπαρξία συνεδριακού τουρισμού και την παταγώδη αποτυχία όλων να γίνει η Αθήνα τουριστικός προορισμός. Παραβλέπει το πόσο επηρεάζεται η πληρότητα των ξενοδοχείων από την οικονομική κρίση και την έλλειψη ρευστότητας του τραπεζικού συστήματος.
Συνεπώς ο συζητούμενος και για κάποιους επιδιωκόμενος περιορισμός των πολιτικών δικαιωμάτων όλων των πολιτών προκειμένου να προωθηθούν οικονομικές επιδιώξεις μερίδας πολιτών συνιστά στην ουσία μετακύλιση των δυσμενών αποτελεσμάτων της οικονομικής κρίσης στο πολιτικό πεδίο. Επιπλέον, αποτελεί έκφραση ψηφοθηρικής τακτικής ορισμένων πολιτικών φορέων, οι οποίοι αποβλέπουν στη θεσμική επισφράγιση της επικράτησης των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων επί της πολιτικής δράσης.
Παρεμφερής διείσδυση στον πυρήνα του πολιτικού βίου ισοδυναμεί με μόνιμη αλλοτρίωση της Πολιτείας. Αν συμβεί αυτό, δεν θα έχει σημασία πότε θα βγει από την ύφεση η χώρα, ούτε τι επιπτώσεις θα έχει ενδεχομένως η κρίση στο καθεστώς της. Είτε διατηρήσει τη μορφή της αστικής δημοκρατίας, είτε αναπτυχθεί ως πλέγμα ελευθεριακών κοινοτήτων, είτε υιοθετήσει κάποιο αδιαμόρφωτο ακόμα καθεστώς διακυβέρνησης, δεν θα υπάρχει ως Πολιτεία. Διότι δεν νοείται Πολιτεία με πολιτικά ανελεύθερους, εθελόδουλους πολίτες.
*Η Αναστασία Τσουκαλά είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Εγκληματολογίας στο Πανεπιστήμιο Paris 11, σύμβουλος του υπουργού Προστασίας του Πολίτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου