Του Ορέστη Ανδρεαδάκη.
Στο πλατό τον βρήκε ο θάνατος τον Θόδωρο. Στην μέση των γυρισμάτων της ταινίας του. Στον πυρετό της δουλειάς. Κάπου ανάμεσα σε μια κλακέτα, σε ένα «μοτέρ», σε ένα «πάμε», σε ένα «cut». Ο θάνατος δεν είναι, βέβαια, ποτέ δίκαιος. Δεν είναι ούτε καν δικαιολογημένος. Αυτός ο θάνατος, όμως, ήταν κάτι παραπάνω από τρελός.
Μια μοτοσικλέτα, μια φριχτή απροσεξία, ένα φρενάρισμα που δεν έγινε στην ώρα του, ένα πλάνο που έμεινε εκκρεμές. Η «Άλλη Θάλασσα», η ταινία του, που ξαφνικά έμεινε ορφανή και δεν ξέρει πια πώς να πει τα τελευταία της λόγια.
Μέχρι χθες ήταν ο «Τεό» ή πιο απλά ο «Θεός», ο «άρχων του ελληνικού σινεμά». Συγκέντρωσε πάνω του τον θαυμασμό, αλλά ακόμη περισσότερο την ζήλια, την εχθρότητα, την κοροϊδία. Από σήμερα θα είναι απλώς ο «ποιητής των εικόνων». Το έχει αυτό ο θάνατος. Ξεκαθαρίζει τα πράγματα. Τα κάνει απλούστερα. Πιο επιτακτικά. Ή ίσως και να κρύβει όλα αυτά που δεν θα έπρεπε καν να είχαν ειπωθεί.
Η βιβλιογραφία για το έργο του είναι τεράστια. Ούτε κι ο ίδιος δεν ήξερε όλα αυτά που είχαν γραφτεί για τις ταινίες του. Χιλιάδες άρθρα, βιβλία σε όλες τις γλώσσες του κόσμου, πανεπιστημιακές διατριβές, μελέτες, δοκίμια, φιλοσοφικά μελετήματα, αισθητικές και πολιτικές αναλύσεις.
Υπερασπίστηκε πάντα το όραμά του και έφτιαξε μόνος του μια ολόκληρη κινηματογραφική μυθολογία. Μελέτησε την Ιστορία και βίωσε έντονα το φόβο για το τέλος ενός κόσμου που λάτρευε αλλά δεν μπορούσε να κρατήσει. Μίλησε για την Αριστερά και την ήττα της, πίστεψε στις μεγάλες ιδέες και θρήνησε γι αυτές.
Πάλεψε με τον κινηματογραφικό χρόνο και τον έκανε κτήμα του. Τα αργόσυρτα πλάνα του, τα τεράστια τράβελινγκ και τα εικαστικά κάδρα, σημάδεψαν το παγκόσμιο σινεμά. Και σε αρκετές περιπτώσεις έγιναν ανέκδοτα. Κι ο ίδιος, βέβαια, τα γνώριζε αυτά τα ανέκδοτα και- πολύ συχνά- γελούσε στις παρέες του.
Μας έμαθε, επίσης, ότι αυτός ο κινηματογραφικός χρόνος δεν ήταν ποτέ ο ίδιος και έπαιξε μαζί του- από την εποχή του «Θίασου» (1975) και των «Κυνηγών» (1977).
Αναζήτησε, ακόμη, την ουτοπία, δημιουργώντας τον αρχετυπικό «Μεγαλέξανδρο» (1980) και συνέχισε να παλεύει μαζί της, ελπίζοντας ότι θα μπορούσε κάποτε να τη νικήσει- ή έστω να της παραδοθεί με μεγαλοπρέπεια.
Μέτρησε την εξορία και τα σύνορα που αλλάζουν, με «Το μετέωρο βήμα του πελαργού» (1991) και «Το βλέμμα του Οδυσσέα» (1995) και αντέστρεψε την έννοια του θανάτου με το «Μια αιωνιότητα και μια μέρα» (1998).
Ήταν χαρακτηριστικά και αθεράπευτα μοντερνιστής- ακόμη κι όταν ο μοντερνισμός έπαψε πια να είναι της μόδας. Ακολούθησε τα βήματα του Αντονιόνι και του Ζαν Ρους, συμπορεύτηκε με τον Όσιμα, τον Μπερτολούτσι και τον Βέντερς και βρήκε διακριτικές συγγένειες με την ποίηση του Σεφέρη και του Σολομού.
Μας έμαθε ότι η Ελλάδα δεν είναι μόνο ήλιος, αλλά και ομίχλη, λάτρεψε τα χιονισμένα τοπία και κάρφωσε το βλέμμα του στον Θερμαϊκό την ώρα που το φως σβήνει κάνοντας τις βάρκες να αιωρούνται στο κενό.
Κέρδισε βραβεία σε όλα τα Φεστιβάλ του κόσμου. Κι ανάμεσά τους τον Χρυσό και τον Αργυρό Λέοντα της Βενετίας, το βραβείο σεναρίου, το Μεγάλο Βραβείο και τον Χρυσό Φοίνικα των Καννών. Έγινε Ιππότης και Αξιωματικός της γαλλικής Λεγεώνας της Τιμής και της Λεγεώνας των Γραμμάτων και των Τεχνών, αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας σε τέσσερα πέντε Πανεπιστήμια. Ερωτεύτηκε έντονα, παντρεύτηκε την Φοίβη Οικονομοπούλου και έκανε τρεις κόρες: την Άννα, την Κατερίνα και την Ελένη.
Το ποίημα που έγραψε για το «Ταξίδι στα Κύθηρα» (1984) είναι ίσως το καλύτερο αντίο του:
«Σας εύχομαι υγεία και ευτυχία αλλά δεν μπορώ να κάνω το ταξίδι σας
Είμαι επισκέπτης
Το κάθε τι που αγγίζω με πονάει πραγματικά
κι έπειτα δεν μου ανήκει
Όλο και κάποιος βρίσκεται να πει «δικό μου είναι»
Εγώ δεν έχω τίποτε δικό μου είχα πει κάποτε με υπεροψία
Τώρα καταλαβαίνω πως το τίποτε είναι τίποτε
Ότι δεν έχω καν όνομα
Και πρέπει να γυρεύω ένα κάθε τόσο
Δώστε μου ένα μέρος να κοιτάω
Ξεχάστε με στη θάλασσα
Σας εύχομαι υγεία και ευτυχία».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου