Τετάρτη 29 Μαΐου 2013

Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΗΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ.

Δεν μπορώ να εξηγήσω αυτήν τη διαρκή μου επιστροφή στο χθες. Με την παραμικρή αφορμή που θα βρεθεί μπροστά μου, θα φορέσω τη στολή της νοσταλγίας και θα καβαλήσω τη μηχανή του χρόνου, επιδιώκοντας ακόμα ένα ταξίδι σε εποχές άλλες, περασμένες. Και δεν είναι βέβαιο ότι έζησα σ’ αυτές όλες τις εποχές. Συχνά, αρκεί και μόνο να μου τις αφηγηθεί κάποιος, να μου τις περιγράψει και θα ‘ναι σαν να τις έχω ζήσει κι εγώ. Ειδικά αν το κάνει με πάθος, αναφέροντας όλες εκείνες τις χαρακτηριστικές λεπτομέρειες, όπως κάνανε κάποτε οι γιαγιάδες, κάθε φορά που διαβάζαν παραμύθια στα εγγόνια τους. Τότε που έβλεπες την απόλαυσή τους σε κάθε συλλαβή, καθώς ξεστόμιζαν τις λέξεις, τόσο που νόμιζες ότι υπήρξαν στ’ αλήθεια όλες εκείνες οι ιστορίες και ότι οι δράκοι ήταν πραγματικοί και εκείνη η πανέμορφη πριγκήπισσα έμενε λίγα στενά παρακάτω από το σπιτάκι σου. Καμιά φορά πάλι, όταν πετυχαίνω κανέναν από εκείνους τους ηθοποιούς του παλιού καλού ελληνικού κινηματογράφου να δίνουν κάποια από τις αναλυτικές τους συνεντεύξεις, παρασύρομαι. Ο τρόπος με τον οποίο μιλάνε για την Ελλάδα τού τότε είναι τόσο ζωηρός που μεταφέρομαι μέσα σε δευτερόλεπτα κι εγώ εκεί, στις αλάνες, στα βράδια με τις κούρσες, τις φωταγωγημένες αφίσες, τα πολυάριθμα, χαμογελαστά πρόσωπα. Ωχού, αυτές οι ρημαδιασμένες διαφημίσεις θα πέσουν πάλι στο καλύτερο σημείο. Ειδικά αυτό το επαναλαμβανόμενο σποτ για το αποψινό δελτίο ειδήσεων, μου ανεβάζει το αίμα στο κεφάλι. “Έρχεται φοροκαταιγίδα. Οι περισσότεροι άνεργοι της Ευρώπης. Ηλικιωμένη απανθρακώθηκε. Στα χέρια της βρέθηκαν σελίδες από παραμύθια”. Και τώρα, η συνέχεια.

Ποια συνέχεια τελικά; Γιατί, αναρωτιέσαι αν υπήρξε ποτέ συνέχεια και μήπως στην πορεία χάσαμε το δρόμο και απομακρυνθήκαμε μια για πάντα από τις ημέρες εκείνες και βρεθήκαμε όλοι, σωριασμένοι εδώ, να περιεργαζόμαστε το απανθρακωμένο σήμερα. Όχι, δεν είναι απαισιόδοξες οι σκέψεις, όλο αυτό δεν είναι μια αποτυχημένη προσπάθεια διαφυγής, ούτε κάποια αχαλίνωτη λαγνεία για το παρελθόν. Αυτό που νιώθω να μου λείπει δεν είναι ούτε οι τόποι, ούτε οι εποχές, ούτε τα δειλινά. Πιο πολύ είναι ότι συνεχώς γυρίζω πίσω, ψάχνοντας παλιά, ξεχασμένα συναισθήματα. Μιας και λέγαμε για ηθοποιούς, με πιάνει, για παράδειγμα, μια περίεργη αναπόληση για τον ενθουσιασμό που είχαμε όταν ερχόταν ο κινηματογράφος στο χωριό μου, τότε που βλέπαμε από μακριά εκείνο το πράσινο, μικρό φορτηγάκι με τα άσπρα, καλλιγραφικά γράμματα, “ΣΙΝΕΜΑ, Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ”, και πανηγυρίζαμε και τρέχαμε όλοι μαζί με τις πλαστικές μας τις καρέκλες για να πάρουμε όσο καλύτερη θέση μπορούσαμε μπροστά στο πανί, καθώς αυτό πηγαινοερχόταν σε κάθε ανάσα του ανέμου. Τότε, που μας έβαζαν στα γόνατά τους οι παπούδες και αν δεν είχαμε το πεντακοσάρικο για το εισιτήριο, μας το χώνανε διπλωμένο κρυφά στην τσέπη, για να να μην απογητευτούμε και χάσουμε αυτόν τον πολύτιμο, πηγαίο ενθουσιασμό μας. Τώρα, βλέπεις τα παιδιά να στραβώνονται μ’ εκείνα τα πολύχρωμα, τρισδιάστατια γυαλιά στα μάτια, που τα κάνουν να φαίνονται λες και είναι πλάσματα εξωγήινα. Και οι παπούδες κρύβονται γιατί δεν έχουν να δώσουν πια χαρτζηλίκι. Κι εκείνος ο κινηματογράφος έπαψε να έρχεται στη γειτονιά. Γιατί και η γειτονιά έπαψε να υπάρχει.
Έλα, μην αργείς, έχω ετοιμάσει φαγητό έξω, στην αυλή”. Ακόμα έχω τη φωνή της μάνας στα αυτιά μου, τότε που πήγαινε πέρα δώθε διαρκώς, μεταφέροντας σαλάτες και πιάτα και φρούτα κομμένα από τον κήπο μας. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την απίθανη, σχεδόν μαγική αίσθηση που μου άφηνε στο στόμα εκείνη η ντομάτα, λες και ήταν ένα παράξενο, σπάνιο γεύμα της φύσης, έτσι όπως τη σέρβιρε, χαραγμένη στα τέσσερα, με λίγο αλάτι μόνο, χωρίς πολλά-πολλά, όπως δηλαδή οι περισσότερες εμπειρίες της ζωής μας εκείνη την εποχή. Λιτές, ατόφιες και αξέχαστες. Και το απαλό αεράκι του μεσημεριού να μας προσπερνά, λίγο πριν παρασύρει μακριά τις λευκές χαρτοπετσέτες, την ώρα που τα γειτονόπουλα ξεπόρτιζαν για παιχνίδι και κυνηγητό. Τρέχανε τόσο γρήγορα και φωνάζανε τόσο δυνατά, λες και ο καλύτερος θα ήταν αυτός που θα έκανε την περισσότερη φασαρία. Δεν ήταν λίγες οι φορές που παραλίγο να πέσουν πάνω στο τραπέζι μας, έτσι όπως ερχόντουσαν με φόρα και χωρίς να κοιτάνε μπροστά τους. Ακόμα κι αν έπεφταν και χτύπαγαν όμως, θα συνέχιζαν, με τα γδαρμένα τα γόνατα και τα σκισμένα παντελόνια, λες και δεν πόνεσαν ποτέ τους, κι ας μάτωναν φορές χιλιάδες. Όχι, δεν ήταν γιατί υπήρχε η λεγόμενη “άγνοια κινδύνου”, όπως θα πούνε μερικοί μπουρδολόγοι αναλυτές, ήταν γιατί υπήρχε η ανάγκη της υπέρβασης, ναι, τότε ο κόσμος δεν είχε το νου του στα εμπόδια που μπορεί να μπαίνανε στο διάβα του, τον απασχολούσε κυρίως η διαδρομή, η προσπάθεια, έχοντας την πεποίθηση ότι στο τέλος θα τα καταφέρει και ότι θα στεκόταν στα πόδια του, όσες φορές και αν έπεφτε. Ένας κόσμος που πήγαινε μπροστά, χωρίς να κοιτά μπροστά του.
Με αφορμή τις ντομάτες, να μην ξεχάσω να κατέβω στο super market να πάρω εκείνες τις εισαγόμενες που λύσσαξε να διαφημίζει στο ραδιόφωνο το τελευταίο δεκαήμερο αυτός ο κωλοσταθμός. Που τετραγωνικά πια για κήπους και καλλιέργεια και παιδιά που κυλιούνται πάνω στους κήπους. Δεν ξέρω, σταδιακά συνειδητοποιείς ότι ένα σωρό συνήθειες σταμάτησαν απλά με το πέρασμα του χρόνου να υπάρχουν. Πικ-νικ. Πάει κι αυτό. Θυμάμαι, με το που έμπαινε η Άνοιξη, μόλις ο ήλιος γινόταν λιγάκι πιο θερμός και η υγρασία στέγνωνε στα δέντρα, βρίσκαμε ευκαιρία να φύγουμε από το σπίτι και να πάμε οικογενειακώς στο πρώτο λιβάδι που θα πετύχουμε. Εκεί θα απλώναμε τα τριανταφυλλένια σεντόνια μας, με πολύχρωμα τάπερ και τραγούδια και μετά θα αποκοιμιόμασταν αγκαλιά, την ώρα που το τρανζιστοράκι θα έπαιζε μελωδίες πίσω από τα ελαφρά αλλά τόσο ρομαντικά παράσιτά του. Και από το δρόμο θα μας βλέπανε άλλοι περαστικοί και οδηγοί που θα μας κορνάρανε, δίχως να μας ξέρουν, και εμείς θα χαιρετούσαμε με γέλια και τα χέρια ψηλά, λες και πανηγυρίζαμε όλοι μαζί κάποια εθνική επιτυχία. Ακόμα δεν βρήκα απάντηση στο γιατί τα σκέφτομαι όλα αυτά. Ίσως να μου έχει ανοίξει η όρεξη για ομοψυχία, ίσως πάλι να μου κόβεται τελείως, μ’ αυτούς όλους που νοσταλγούν αλλιώς την Ελλάδα και λένε ότι μόνο μια φορά υπήρξε τάξη και προκοπή και ότι όλο το πολιτικό σύστημα θυμίζει σάπιο ζαρζαβατικό, που τώρα το παίρνουν στα χέρια τους και το πετάνε μαζί με αβγά και φτυσίματα σε όποιον τους αμφισβητίσει. Ελλάς, Ελλήνων, ζαρζαβατικών.
Ας διαβάσω την εφημερίδα μου, μήπως και σταματήσω να θυμάμαι. Την έχω ξεφυλλίσει από την αρχή τόσες φορές, αλλά δεν μπορώ να βγάλω από το μυαλό μου τούτο το άρθρο που μιλάει για ένα πολύ πρωτότυπο ζήτημα. Σε μερικές χώρες, λέει, πρόκειται να εισαχθεί στο πρόγραμμα των σχολικών μαθημάτων ακόμα ένα, το μάθημα της ευτυχίας. Είναι αληθινή είδηση, δεν πρόκειται για φάρσα. Μαζί με τη γεωγραφία, την ιστορία, τα μαθηματικά, ο άνθρωπος θα διδάσκεται την ευτυχία. Αυτό αποφασίστηκε, λέει, γιατί αυξήθηκαν ανησυχητικά τα ποσοστά των αυτοκτονιών στους νέους, με το μέσο όρο ηλικίας όσων αυτοκτονούν να πέφτει στα 14 από τα 30. Δεν μένουν εκεί όμως όλες αυτές οι πρωτοποριακές ιδέες. Στο άμεσο μέλλον θα διαμορφωθεί μαζί με τον δείκτη του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος, ένας άλλος δείκτης, αυτός της Ακαθάριστης Εγχώριας Ευτυχίας. Για να εξάγονται χρήσιμα συμπεράσματα σχετικά με το πώς μπορεί ένας λαός να είναι ευτυχισμένος και ποια μέτρα να λαμβάνει, όταν η ευτυχία του ξεφεύγει. Που ‘σαι ρε πατέρα, να ακούσεις. Ακόμα έρχονται οι παλιόφιλοί σου και μου λένε για το πόσο ωραία περνούσατε τότε, ακόμα μου μιλάνε για την “ωραία ζωή” που ζήσατε. Χωρίς σπίτια δανεικά, χωρίς άγχη τοκοχρεωλυτικών δόσεων, χωρίς αναβαθμισμένα προγράμματα κινητής τηλεφωνίας μιας ζωής που έπαψε προ πολλού να κινείται. Να κάτσουμε παρέα, να τα πούμε, να βάλουμε τα γέλια και τα κλάμματα με τούτο τον κόσμο τον παράξενο. Να με δεις πως ρυτίδιασα και με πιάνουν αναμνήσεις για συναισθήματα. Νοσταλγίες και ερωτήματα. Που ‘ναι τα χρόνια, πατέρα.
Ωραία χρόνια.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου