Τρίτη 19 Μαρτίου 2013

Ο ΜΙΘΡΙΔΑΤΙΣΜΟΣ ΣΑΝ ΜΕΘΟΔΟΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΠΙΒΙΩΣΗΣ

Του Παντελή Μπουκάλα
 
Μεροληπτική είναι η μνήμη μας, μεροληπτική και η ακοή μας, με το αυτί στον ρόλο ενός παράδοξου εργαλείου γραφής που γράφει σβήνοντας. Αποδεικνύεται έτσι ότι ακόμα και η σιωπή έχει ηχώ. Διότι σε κάθε πρόταση που ακούμε, τείνουμε -σαν καθοδηγημένοι από κάποιο ισχυρότατο ένστικτο αυτοδικαίωσης- να εντοπίζουμε και να αναδεικνύουμε ό,τι μοιάζει με ηχώ των σιωπηρών μας σκέψεων, των άρρητων προτιμήσεών μας. Κατά κάποιον τρόπο, η ακοή μας, σαν αόρατος επιμελητής κειμένων, βάζει σε όσα θηρεύει εκείνα τα σημεία στίξεως που θα δώσουν το επιθυμητό νόημα, με το οποίο θα επικυρωθούν όσα ήδη πιστεύουμε. Η ιστορία με τους χρησμούς της Πυθίας, και το κρίσιμο κόμμα πριν ή μετά, επαναλαμβάνεται καθημερινά σε σμικρογραφία άπειρες φορές. Το νόημα δεν το δίνει η μάντισσα αλλά οι ερμηνείς.
Ενα παράδειγμα. Σε μια από τις λίγες φορές που ο λόγος του έγειρε προς τη γενναιοδωρία, ο κ. Βόλφγκανγκ Σόιμπλε επαίνεσε την Ελλάδα σε συνέντευξή στην αυστριακή εφημερίδα «Ντερ Στάνταρντ», το Σάββατο 9 Μαρτίου. Τα περισσότερα θερμά λόγια του τα ξόδεψε βέβαια για να συντάξει τον αυτοέπαινό του, δηλαδή το εγκώμιο ενός προγράμματος ασφυκτικής, τιμωρητικής λιτότητας που έχει ήδη γονατίσει τον ευρωπαϊκό Νότο. Περίσσεψαν ωστόσο και λίγες λέξεις αβρότητας για τη «σαφή βελτίωση των βασικών στοιχείων της ελληνικής οικονομίας», ανάμεσα στα οποία «η μείωση του ελλείμματος, το πλεόνασμα στις εξαγωγές και η πρώτη μείωση της ανεργίας. Ομως - » Εδώ ακριβώς όμως, στο «όμως», επεμβαίνουν αστραπιαία οι κυβερνητικοί μας, τρισευτυχισμένοι από τον γερμανικό έπαινο, και με κάποια αγένεια βάζουν αυθαιρέτως τελεία στα λεγόμενα του υπουργού Οικονομικών της Γερμανίας, παρότι αυτός συνεχίζει να μιλάει. Ή μάλλον όχι. Δεν βάζουν μία τελεία αλλά τρεις. Αποσιωπητικά δηλαδή. Και ενώ κάνουν σημαία τους τα εξυμνητικά λόγια («είδατε πόσο καλά τα πάμε; Ακόμα και ο βαρύς Σόιμπλε το παραδέχεται...»), ενώ αρπάζονται από ένα ασήμαντο -0,2% στον απελπιστικό δείκτη της ανεργίας, αποσιωπούν, παραβλέπουν, σβήνουν τις ενοχλητικές επικρίσεις με τις οποίες συνόδεψε το εύγε του ο Γερμανός πολιτικός. Διότι δεν ακούμε ό,τι έχει όντως ενδιαφέρον. Ακούμε και προσέχουμε ό,τι είναι συμφέρον. Η εθελοτυφλία έχει και το ακουστικό ταίρι της.
Τι άλλο είπε λοιπόν ο κ. Σόιμπλε, ο ισχυρός της Ευρώπης, που θα έπρεπε να ενοχλήσει την ελληνική πολιτική τάξη και να την ωθήσει να το συζητήσει, να το αποδομήσει, ει δυνατόν και να το καταρρίψει; Πάνω-κάτω είπε όσα λένε χρόνια τώρα οι ημεδαποί «λαϊκιστές», οι «μίζεροι», οι «μονιμάδες της γκρίνιας» κ.λπ. Οτι δηλαδή «οι ανεύθυνες πολιτικές ελίτ της Ελλάδας θυσίασαν την οικονομία της χώρας τους για τα δικά τους βραχυπρόθεσμα συμφέροντα και για τα συμφέροντα συγκεκριμένων ομάδων». Βαρύτατη η κατηγορία, θα έπρεπε να προκαλέσει θυμό, αγανάκτηση, σάλο. Κι όμως. Σιωπή. Δηλαδή αποδοχή. Βεβαίως, ο καλός μας φίλος παρέλειψε να πει αυτό που δεν θα ήθελε να ακούσει από τρίτους, ότι δηλαδή εξυπηρετώντας τα δικά της συμφέροντα (και τα συμφέροντα ανωνύμων πλην «συγκεκριμένων ομάδων») η καταγγελλόμενη ανεύθυνη ελληνική πολιτική ελίτ υπηρέτησε και τα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα της γερμανικής ελίτ, λ.χ. με αγορές επικλινών υποβρυχίων ή με τον σφοδρό της έρωτα για τη σκανδαλοποιό Ζίμενς. Κι αν η ελίτ αυτή (δηλαδή; οι δέκα - δεκαπέντε οικογένειες που νέμονται παραδοσιακά την εξουσία; αυτοί ενοχοποιούνται δίχως να κατονομάζονται;), αν λοιπόν η ελίτ αυτή «θυσίασε την ελληνική οικονομία», από ανευθυνότητα όπως διατείνεται ο κ. Σόιμπλε, που μάλλον ξέρει περισσότερα απ’ όσα ο «μέσος Ελλην» και ο «μέσος Γερμανός», η γερμανική ελίτ συγκαταλέγεται οπωσδήποτε στους περισσότερο ωφελημένους. Αλλά είπαμε. Αυτά τα παρέλειψε ο κ. Σόιμπλε. Δεν πειράζει όμως. Αρκούν όσα είπε· κι ας θυμίζουν το παροιμιωδώς γνωστό «έλα, παππού μου, να σου δείξω τ’ αμπελοχώραφά σου».
Μυστηριωδώς, τίποτα το αντιρρητικό δεν ακούστηκε από τη δεινώς στηλιτευθείσα ελληνική πολιτική ελίτ και κανένας από τους επιτιμητικά δακτυλοδειχθέντες δεν ύψωσε φωνή διαμαρτυρίας – πιθανόν, μια και βρισκόμαστε στον χώρο των παροιμιών, για να μην ακούσει από τους υπόλοιπους το χαιρέκακο «όποιος έχει τη μύγα μυγιάζεται». Κανένα στέλεχος της «ελίτας» λοιπόν, όπως την ακούγαμε κάποτε στην παπανδρεϊκή, κανείς απ’ όσους κυβέρνησαν και κυβερνούν, από όσους άσκησαν πολιτική από υπουργεία, γραμματείες και προεδρεία οργανισμών, δεν θίχτηκε, δεν διανοήθηκε ότι οφείλει να υπερασπίσει αμέσως και δίχως περιστροφές τη συνομοταξία του, τη συντεχνία, το σόι του. Να πει δηλαδή ότι ο κ. Σόιμπλε δεν έχει το δικαίωμα να παρεμβαίνει με τέτοια προπέτεια και με ύφος πατερναλιστικό, σαν αυτοδιόριστος κήνσορας ή μάλλον ηθικός επίτροπος (εκτός από οικονομικοπολιτικός). Να προσθέσει ότι το καλύτερο που έχει να κάνει είναι να ασχοληθεί με τα του εθνικού οίκου του, όπου δεν είναι δα και λίγα τα σκάνδαλα. Και να απαιτήσει αποδείξεις, ονόματα, πειστήρια. Ωστε να μη χαρακτηριστεί κοινός συκοφάντης ή έστω επιπόλαιος λογάς.
Ετσι δεν θα ’πρεπε; Ετσι δεν θα αντιδρούσε οποιοσδήποτε «μέσος άνθρωπος» δεχόταν τέτοια προσβολή, αν βέβαια δεν ήταν οπαδός του αυτοπροστατευτικού περαβρεχισμού; Μάλλον. Αλλά τέτοιου είδους αντιδράσεις, άμεσες, «θυμικές», ανθρώπινες εντέλει, δεν αρμόζουν σε όσους δεν είναι «μέσοι». Αυτοί πάσχουν από τη βολική νόσο του μιθριδατισμού, χάρη στην οποία μένουν ατάραχοι όπως κι αν χαρακτηρίζονται, για ό,τι κι αν καταγγέλλονται. Νιώθουν παντοδύναμοι έναντι των «μέσων ανθρώπων» αλλά παντελώς ανήμποροι μπροστά στους όντως ισχυρούς σαν τον κ. Σόιμπλε, γι’ αυτό και πρέπει να μετράνε και να ξαναμετράνε τις λέξεις τους πριν τις πουν. Και μια στο τόσο, πρέπει να κάνουν ότι δεν άκουσαν. Για να μην μπλέξουν. Κάπως έτσι, κανείς δικός μας (ας πούμε κάποιος από τους διακινητές του δόγματος «μαζί τα φάγαμε») δεν ένιωσε προσωπικά προσβεβλημένος. Ουδείς σκέφτηκε να πει ότι οι Ελληνες πολιτικοί έχουν μονάχη έγνοια τους τα συμφέροντα του έθνους και όχι τα δικά τους ή «συγκεκριμένων ομάδων», και ότι αν ξόκειλε το καράβι, δεν φταίνε οι άξιοι κυβερνήτες του, πάντοτε αυτοθυσιαστικοί, αλλά οι κωπηλάτες, κοινώς πολίτες, πάντοτε λουφαδόροι και κοπανατζήδες. Οχι. Οσα επικριτικά είπε ο κ. Σόιμπλε παραδόθηκαν στη σιωπή. Οι εθνικώς υπερήφανες απαντήσεις, άλλως πως λεονταρισμοί, προορίζονται για την εσωτερική σκηνή και κατανάλωση.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου