Του Τάκη Θεοδωρόπουλου
Ήταν κάποτε παντοδύναμες. Είχαν την οικονομία με το μέρος τους, ήταν τα αντικείμενα του πόθου της μεγάλης πολιτικής. Τα κόμματα, τα μεγάλα κόμματα, τα «κόμματα εξουσίας» όπως χαρακτηρίζονταν, έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους για να κερδίσουν τον έρωτά τους, έφτιαχναν μηχανισμούς ολόκληρους για να υπηρετήσουν τη σχέση τους μαζί τους, ψήφιζαν νόμους, οργάνωναν πολιτικές. Είχαν τη δημοκρατία με το μέρος τους. Αυτές αποφάσιζαν για τα αποτελέσματα των εκλογών, για την επόμενη κυβέρνηση, για την επόμενη αντιπολίτευση. Ηταν οι περίφημες «μεσαίες τάξεις», η συντριπτική πλειονότητα του πληθυσμού, από τη φυλή των Καγιέν ώς τους περίφημους, ηρωικούς και ιστορικούς μικρομεσαίους του ελληνικού σοσιαλισμού. Στις τάξεις περιλαμβάνονταν οι λεγεώνες των δημοσίων υπαλλήλων, οι επιδοτούμενοι αγρότες, η επιστημονική κοινότητα της χώρας.
Ποιοι εξαιρούνταν από το δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας στο εσωτερικό τους, ποιοι δεν είχαν τη δυνατότητα να παρκάρουν το αυτοκίνητό τους έξω από το κέντρο όπου τραγουδούσε η Βίσση, ποιοι δεν μπορούσαν να πάνε στη Μύκονο το καλοκαίρι ή το Πάσχα; Ελάχιστοι και δαχτυλοδεικτούμενοι. Οι αποκλεισμένοι από το «οικονομικό θαύμα» της ευρωπαϊκής Ελλάδας, όσοι δεν ξυπνούσαν μεσημέρι για να απαντήσουν στο τηλεφώνημα της τράπεζας που τους πρότεινε την τελευταία της πιστωτική, ήταν ελάχιστοι. Το μεγαλύτερο μέρος ήταν αυτό που αθροιζόταν στο περίφημο 80% του δικομματισμού. Ποιο ήταν το πολιτικό όνειρο του δικομματισμού, τι πρότεινε ο δικομματισμός; Μα το δικαίωμα του υπαλλήλου που κερδίζει 1.500 ευρώ να κυκλοφορεί με 2.000 κυβικά. Διότι μάθαμε την κοινωνική επιτυχία να τη μετράμε με κυβικά.
Ηταν οι κυρίαρχοι του παιχνιδιού και, όπως είναι φυσικό, όταν το παιχνίδι χάθηκε, αυτοί πλήρωσαν το μεγαλύτερο κόστος. Τους τσάκισαν οι φόροι, τους γονάτισαν οι μειώσεις των μισθών και των αμοιβών, τους αποτέλειωσαν οι ασφαλιστικές εισφορές και η εντροπία του συστήματος: η κλειστή οικονομία που είχαν φτιάξει στηριζόταν αποκλειστικά στις εσωτερικές συναλλαγές. Οταν αυτές κατέρρευσαν, τίποτε δεν υπήρχε για να συγκρατήσει την εσωτερική κατάρρευση. Εμεινε μόνον το καρκίνωμα της ανεργίας, η συσσώρευση νεκρών κοινωνικών κυττάρων. Οι κλειστές τζαμαρίες με τους λόφους από τους κλειστούς φακέλους των λογαριασμών πίσω από την επιγραφή «Ενοικιάζεται» ή «Πωλείται» είναι η πιο εύγλωττη εικόνα της ηττημένης μεσαίας τάξης. Οι μάντρες των μεταχειρισμένων είναι γεμάτες με Καγιέν, οι δε νεόκτιστες μεζονέτες, το όραμα της Μεγάλης Ελλάδας των προαστίων, πρέπει να περιμένουν την επόμενη περίοδο για να ανθήσουν. Τους φταίνε οι πολιτικοί, αυτοί που μέχρι προχθές τους υποστήριζαν και τους χειροκροτούσαν, τους φταίει το κράτος που έχουν φτιάξει, τους φταίει ο καιρός, η ζέστη και το κρύο, και αν τους έχει απομείνει και λίγη λογική μέσα στην τρέλα της καθημερινότητας τη χρησιμοποιούν για να καταλάβουν ποιες είναι οι διαφορές του νέου δικομματισμού από τον παλιό, καλό τους γνώριμο. Εχουν να κερδίσουν τίποτε από τη διχοτομία Μνημόνιο και Αντιμνημόνιο, ή μήπως τους περιμένει μία από τα ίδια; Οταν ξυπνήσει ο Τσίπρας, αν ξυπνήσει ποτέ με τον Λαφαζάνη στο πλευρό του, και καταλάβει τους λόγους της δυσπιστίας του υποψήφιου κοινού του, θα είναι αργά.
Οι μεσαίες τάξεις λοιπόν, με όλες τις εσωτερικές τους διαφορές, ήταν κάποτε οι κυρίαρχες του παιχνιδιού. Κάποτε, όχι και τόσο παλιά, κάποτε και επί μακρόν, κάτι δεκαετίες, στη μακρόσυρτη αυτή περίοδο που ονομάζουμε μεταπολίτευση. Ο δημόσιος βίος θύμιζε ορθόδοξη λειτουργία, μακρόσυρτη, με τα ίδια πρόσωπα και τις ίδιες επαναλαμβανόμενες συγκρούσεις και αντιθέσεις, που αν και δεν οδηγούσαν πουθενά κανείς δεν ήταν διατεθειμένος να τις εγκαταλείψει.
Και τώρα αυτές οι ίδιες «μεσαίες τάξεις» περιφέρονται άστεγες και ανυπόδητες, ψάχνοντας να βρουν τους πολιτικούς τους προστάτες, εκλιπαρώντας για λίγη επιείκεια, επαιτώντας για οτιδήποτε μπορεί να τους βγάλει από τον φόβο και την ανασφάλεια. Κανείς όμως δεν αναρωτιέται τι έκαναν στα χρόνια της παντοδυναμίας τους, τότε που ανέβαζαν και κατέβαζαν τους πολιτικούς τους και στελέχωναν το βαθύ κράτος για να μπορεί να εξυπηρετεί την οικοδόμηση αυθαιρέτων. Εφτιαξαν σχολεία για τα παιδιά τους; Και δεν εννοώ κτίρια, εννοώ σχολεία, παιδεία, εκπαίδευση με δασκάλους και μαθητές. Εφτιαξαν πανεπιστήμια για τα παιδιά τους; Και πάλι δεν αναφέρομαι στα κτίρια, ούτε σ’ αυτά τα δήθεν εκπαιδευτικά ιδρύματα που χρησιμεύουν για κράχτες στις γκαρσονιέρες της περιοχής και τα σουβλατζίδικα. Και τώρα διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους γιατί τα καλύτερα παιδιά μας φεύγουν. Φταίει η κρίση; Φταίει. Ομως, ακόμη και η κρίση να μη μας είχε κυνηγήσει, πάλι τα πανεπιστήμιά μας δεν λειτουργούσαν όπως έπρεπε και τα σχολεία μας ήταν κατώτερα των περιστάσεων. Μήπως οι μεσαίες τάξεις απαίτησαν από τους πολιτικούς να φτιάξουν νοσοκομεία, κι αν όχι νοσοκομεία, πλατείες και πεζοδρόμια; Θα μου πείτε, θα γλίτωναν την ήττα οι λεγεώνες των μεσαίων τάξεων αν υπήρχαν πεζοδρόμια για να μπορούν να περπατήσουν. Οχι, απλώς θα είχαν πεζοδρόμια για να μπορούν να περπατήσουν και πλατείες που κάνουν τις πόλεις να μοιάζουν με πόλεις και όχι με ανθρώπινες χωματερές. Μήπως έφτιαξαν πόλεις, ναι, αυτές τις οργανωμένες πόλεις που κουβαλούν και μνήμη και ιστορία και παρόν, άρα έχουν και μέλλον;
Οι λεγεώνες των μεσαίων τάξεων ηττήθηκαν από την κρίση. Ομως, για την ήττα τους εργάστηκαν και οι ίδιες σκληρά, για χρόνια.
Ποιοι εξαιρούνταν από το δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας στο εσωτερικό τους, ποιοι δεν είχαν τη δυνατότητα να παρκάρουν το αυτοκίνητό τους έξω από το κέντρο όπου τραγουδούσε η Βίσση, ποιοι δεν μπορούσαν να πάνε στη Μύκονο το καλοκαίρι ή το Πάσχα; Ελάχιστοι και δαχτυλοδεικτούμενοι. Οι αποκλεισμένοι από το «οικονομικό θαύμα» της ευρωπαϊκής Ελλάδας, όσοι δεν ξυπνούσαν μεσημέρι για να απαντήσουν στο τηλεφώνημα της τράπεζας που τους πρότεινε την τελευταία της πιστωτική, ήταν ελάχιστοι. Το μεγαλύτερο μέρος ήταν αυτό που αθροιζόταν στο περίφημο 80% του δικομματισμού. Ποιο ήταν το πολιτικό όνειρο του δικομματισμού, τι πρότεινε ο δικομματισμός; Μα το δικαίωμα του υπαλλήλου που κερδίζει 1.500 ευρώ να κυκλοφορεί με 2.000 κυβικά. Διότι μάθαμε την κοινωνική επιτυχία να τη μετράμε με κυβικά.
Ηταν οι κυρίαρχοι του παιχνιδιού και, όπως είναι φυσικό, όταν το παιχνίδι χάθηκε, αυτοί πλήρωσαν το μεγαλύτερο κόστος. Τους τσάκισαν οι φόροι, τους γονάτισαν οι μειώσεις των μισθών και των αμοιβών, τους αποτέλειωσαν οι ασφαλιστικές εισφορές και η εντροπία του συστήματος: η κλειστή οικονομία που είχαν φτιάξει στηριζόταν αποκλειστικά στις εσωτερικές συναλλαγές. Οταν αυτές κατέρρευσαν, τίποτε δεν υπήρχε για να συγκρατήσει την εσωτερική κατάρρευση. Εμεινε μόνον το καρκίνωμα της ανεργίας, η συσσώρευση νεκρών κοινωνικών κυττάρων. Οι κλειστές τζαμαρίες με τους λόφους από τους κλειστούς φακέλους των λογαριασμών πίσω από την επιγραφή «Ενοικιάζεται» ή «Πωλείται» είναι η πιο εύγλωττη εικόνα της ηττημένης μεσαίας τάξης. Οι μάντρες των μεταχειρισμένων είναι γεμάτες με Καγιέν, οι δε νεόκτιστες μεζονέτες, το όραμα της Μεγάλης Ελλάδας των προαστίων, πρέπει να περιμένουν την επόμενη περίοδο για να ανθήσουν. Τους φταίνε οι πολιτικοί, αυτοί που μέχρι προχθές τους υποστήριζαν και τους χειροκροτούσαν, τους φταίει το κράτος που έχουν φτιάξει, τους φταίει ο καιρός, η ζέστη και το κρύο, και αν τους έχει απομείνει και λίγη λογική μέσα στην τρέλα της καθημερινότητας τη χρησιμοποιούν για να καταλάβουν ποιες είναι οι διαφορές του νέου δικομματισμού από τον παλιό, καλό τους γνώριμο. Εχουν να κερδίσουν τίποτε από τη διχοτομία Μνημόνιο και Αντιμνημόνιο, ή μήπως τους περιμένει μία από τα ίδια; Οταν ξυπνήσει ο Τσίπρας, αν ξυπνήσει ποτέ με τον Λαφαζάνη στο πλευρό του, και καταλάβει τους λόγους της δυσπιστίας του υποψήφιου κοινού του, θα είναι αργά.
Οι μεσαίες τάξεις λοιπόν, με όλες τις εσωτερικές τους διαφορές, ήταν κάποτε οι κυρίαρχες του παιχνιδιού. Κάποτε, όχι και τόσο παλιά, κάποτε και επί μακρόν, κάτι δεκαετίες, στη μακρόσυρτη αυτή περίοδο που ονομάζουμε μεταπολίτευση. Ο δημόσιος βίος θύμιζε ορθόδοξη λειτουργία, μακρόσυρτη, με τα ίδια πρόσωπα και τις ίδιες επαναλαμβανόμενες συγκρούσεις και αντιθέσεις, που αν και δεν οδηγούσαν πουθενά κανείς δεν ήταν διατεθειμένος να τις εγκαταλείψει.
Και τώρα αυτές οι ίδιες «μεσαίες τάξεις» περιφέρονται άστεγες και ανυπόδητες, ψάχνοντας να βρουν τους πολιτικούς τους προστάτες, εκλιπαρώντας για λίγη επιείκεια, επαιτώντας για οτιδήποτε μπορεί να τους βγάλει από τον φόβο και την ανασφάλεια. Κανείς όμως δεν αναρωτιέται τι έκαναν στα χρόνια της παντοδυναμίας τους, τότε που ανέβαζαν και κατέβαζαν τους πολιτικούς τους και στελέχωναν το βαθύ κράτος για να μπορεί να εξυπηρετεί την οικοδόμηση αυθαιρέτων. Εφτιαξαν σχολεία για τα παιδιά τους; Και δεν εννοώ κτίρια, εννοώ σχολεία, παιδεία, εκπαίδευση με δασκάλους και μαθητές. Εφτιαξαν πανεπιστήμια για τα παιδιά τους; Και πάλι δεν αναφέρομαι στα κτίρια, ούτε σ’ αυτά τα δήθεν εκπαιδευτικά ιδρύματα που χρησιμεύουν για κράχτες στις γκαρσονιέρες της περιοχής και τα σουβλατζίδικα. Και τώρα διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους γιατί τα καλύτερα παιδιά μας φεύγουν. Φταίει η κρίση; Φταίει. Ομως, ακόμη και η κρίση να μη μας είχε κυνηγήσει, πάλι τα πανεπιστήμιά μας δεν λειτουργούσαν όπως έπρεπε και τα σχολεία μας ήταν κατώτερα των περιστάσεων. Μήπως οι μεσαίες τάξεις απαίτησαν από τους πολιτικούς να φτιάξουν νοσοκομεία, κι αν όχι νοσοκομεία, πλατείες και πεζοδρόμια; Θα μου πείτε, θα γλίτωναν την ήττα οι λεγεώνες των μεσαίων τάξεων αν υπήρχαν πεζοδρόμια για να μπορούν να περπατήσουν. Οχι, απλώς θα είχαν πεζοδρόμια για να μπορούν να περπατήσουν και πλατείες που κάνουν τις πόλεις να μοιάζουν με πόλεις και όχι με ανθρώπινες χωματερές. Μήπως έφτιαξαν πόλεις, ναι, αυτές τις οργανωμένες πόλεις που κουβαλούν και μνήμη και ιστορία και παρόν, άρα έχουν και μέλλον;
Οι λεγεώνες των μεσαίων τάξεων ηττήθηκαν από την κρίση. Ομως, για την ήττα τους εργάστηκαν και οι ίδιες σκληρά, για χρόνια.