Πέμπτη 29 Νοεμβρίου 2012

Η ΑΓΩΝΙΑ ΤΗΣ ΑΓΕΛΑΔΑΣ

Του Χρήστου Διάφα
 
Οι καλοντυμένοι που σε πλησιάζουν και σε άπταιστα ελληνικά σου ζητάνε χαμηλόφωνα μισό ευρώ, γίνονται όλο και περισσότεροι. Το ίδιο και οι βιτρίνες της περιοχής σου, που μέσα σε ένα βράδυ αλλάζουν τις γενναιόδωρες εκπτώσεις στο τζάμι με ένα τόσο δα ξερό «Ενοικιάζεται». Στον ευρύτερο κύκλο φίλων και γνωστών, όλο και σκάει μια νέα ιστορία για έναν φρεσκοαπολυμένο οικογενειάρχη με παιδιά στο Λύκειο- ενδεχομένως και με δάνειο στην τράπεζα. Τον ξέρεις μωρέ, που είχατε γνωριστεί τότε εκεί, σου θυμίζουν οι κομιστές του κακού νέου και εσύ κουνάς σιωπώντας το κεφάλι. Τι να πεις;
Στο μεταξύ, οι ειδήσεις στα κανάλια σπάνια καταπιάνονται πια με κάτι άλλο εκτός από την κρίση. Το πεινάω, το δεν έχω φάρμακα, το απελπίζομαι, το οργίζομαι, εισβάλλουν ψηφιακά σε όλα τα πρόσωπα και χρόνους, αλλά κυρίως στον ενεστώτα και σε πρώτο πληθυντικό.
Θα έπρεπε να είσαι αμοιβάδα για να αδιαφορείς και αγελάδα για να μην νοιάζεσαι για το πώς θα ανακοπεί το θανατερό σπιράλ στο χάος.
Το κακό είναι ότι εγώ μετά βίας δικαιούμαι να ξεφύγω από το ρόλο της αμοιβάδας. Άντε να μου επιτρέψουν να φτάσω μέχρι το στάδιο του απαθούς μηρυκαστικού. Αλλά ως εκεί και μη παρέκει. «Τι ανάγκη έχεις εσύ;», λένε τα μάτια και οι γκριμάτσες κάποιων μόλις η συζήτηση βάλει μοιραία πλώρη προς το «πού πάμε ως χώρα». Δεν το ξεστομίζουν βέβαια κατάμουτρα, αλλά από τα συμφραζόμενα μυρίζεσαι ότι θα απαξιώσουν οποιαδήποτε γνώμη σου, αφού εσένα δε σε χτύπησε η κρίση.
Εντάξει ρε παιδιά, δε με χτύπησε και συγγνώμη, δε θα ξανασυμβεί. Αλλά δεν χρειάζεται να είσαι κότα για να πεις αν ένα αυγό είναι κλούβιο. Και στο κάτω- κάτω, μπορεί η κρίση να μη μου μάσησε ακόμη σε βαθμό επιβίωσης το πορτοφόλι, αλλά μου ροκανίζει το θυμικό. Συγκεκριμένα, μου το στραγγαλίζει μεθοδικά σε εικοσιτετράωρη βάση . Δηλαδή, όποιος ακόμη ανασαίνει, δεν έχει δικαίωμα στην αγωνία; Ποιος κανόνας λέει ότι επειδή δεν έπεσα στο πεδίο της μάχης, οφείλω να παραμένω αναίσθητος με όσα συμβαίνουν; Γιατί ναι, μπορεί να με θλίβουν για παράδειγμα τα τρισχειρότερα που συμβαίνουν στη Συρία, στην Παλαιστίνη ή και αλλού, αλλά δεν είναι το ίδιο. Εδώ, εκτός από το ότι το βιώνω κατάμουτρα και καθημερινά, με νοιάζει και με κόφτει εκατό φορές παραπάνω.
Γιατί εδώ είναι η χώρα μου. Η χώρα ΜΟΥ! Μ Ο Υ, λέμε.
(Και στοίχημα ότι θα υπάρξουν κακόβουλοι που θα εκλάβουν τα δύο απανωτά «μου» για μυκηθμό αγελάδας)
 

Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2012

Ο ΚΟΙΝΟΣ ΣΤΟΧΟΣ ΓΕΝΝΑΕΙ ΤΗΝ ΕΚΠΛΗΞΗ

Του Χρήστου Γιανναρά
 
Tο ποτήρι μπορεί να είναι μισοάδειο ή μισογεμάτο. Kαι οι εκβιαστικές απαιτήσεις των δανειστών μας, η βαναυσότητα των διλημμάτων που μας θέτει η τρόικα, επιδέχονται δυο θεωρήσεις, δυο ενδεχόμενες πολιτικές: Tην εκδοχή της συμφοράς, δηλαδή της ποινής, και την εκδοχή της ευκαιρίας. Ποτέ μέσα στην Iστορία δεν κερδίζεται ανάσταση χωρίς πικρή γεύση θανάτου, ανάκαμψη δίχως να προηγηθεί απόγνωση.
H κυβέρνηση παλεύει, με νύχια και με δόντια, να πειθαρχήσει στις απαιτήσεις της τρόικας σώζοντας αλώβητο το πελατειακό κράτος. Eπιλέγει την εκδοχή της ποινής, που τη φορτώνει ολόκληρη στο κοινωνικό σώμα σαν αδυσώπητη συμφορά. Tο καθεστώς της κομματοκρατίας άθικτο, οι εξωφρενικές προνομίες των κομματανθρώπων ταμπού: Pωτήστε, πόσοι «ειδικοί σύμβουλοι» του πρωθυπουργού σχολάζουν απράγμονες στο Mέγαρο Σταθάτου και με τι μισθούς, «έναντι» υπηρεσιών που προσφέρθηκαν ή ελπίζεται να προσφερθούν στο μέλλον. Πόσες «ειδικές γραμματείες» υπουργείων έχουν πρόσφατα δημιουργηθεί, πόσες εκατοντάδες εταιρειών του Δημοσίου συνεχίζουν να υπάρχουν μόνο για να χρυσοπληρώνονται κομματάνθρωποι. Πόσο μειώθηκαν οι απολαβές των βουλευτών και των υπαλλήλων της Bουλής, τι συνεχίζουν να στοιχίζουν στο πτωχευμένο κράτος τα «λειτουργικά έξοδα» των κομμάτων.
O εξωφρενικός δανεισμός (εν ψυχρώ κοινωνικό έγκλημα της κομματοκρατίας) έχει οδηγήσει τη χώρα σε απώλεια της εθνικής κυριαρχίας, στον έσχατο εξευτελισμό να επιτροπεύεται η άσκηση της εξουσίας. Kαι κάτω από αυτές τις συνθήκες, η υπό επιτροπείαν κυβέρνηση επιλέγει την υποταγή των κοινών αναγκών στην προτεραιότητα διάσωσης του πελατειακού κράτους. Eπιλέγει να παραμένει το κράτος φέουδο συντεχνιακών συμφερόντων, συνδικαλισμένης ανικανότητας, παρασιτισμού και φυγοπονίας, κράτος θεσμοποιημένης κοινωνικής αδικίας, αναιδέστατης αναξιοκρατίας. Eτσι μεταβάλλει η κυβέρνηση την εξόφληση των δανείων σε σισύφειο εγχείρημα, δηλαδή σε εξόφθαλμη ματαιοπονία. Tο υπάρχον πολιτικό σύστημα αρνείται πεισματικά να δει τη συντελεσμένη καταστροφή σαν ευκαιρία αναγεννητικού κοινωνικού μετασχηματισμού, κατάλυσης του πελατειακού κράτους.
H τρόικα φυσικά και δεν ενδιαφέρεται να μας απαλλάξει από την ντροπή και την αθλιότητα της κομματοκρατίας –εξάλλου τηρεί και τα προσχήματα της μη-παρέμβασης σε όσες τυπικές-φορμαλιστικές (εντελώς ψευδιασθητικές) «ελευθερίες» μας επιτρέπουν να συντηρούμε. Oμως τα όσα εκβιαστικά απαιτούν κρατώντας μας ομήρους των δόσεων του αέναου δανεισμού μας, επιδέχονται, ναι, δύο τρόπους, δύο πολιτικές πρακτικές αντιμετώπισης: Nα δεχθούμε τον πνιγμό του εκβιασμού και της ομηρίας σαν ποινή και συμφορά ή να τον δεχθούμε σαν ευκαιρία ριζοσπαστικών τομών κρατικής ανασυγκρότησης, ανατροπής του πελατειακού κράτους.
Zητάει η τρόικα να περιμαζευτεί ο χαοτικός, δυσλειτουργικός δημόσιος τομέας στη χώρα μας, να απολυθούν πολλές χιλιάδες δημοσίων υπαλλήλων. H κυβερνητική προάσπιση του πελατειακού κράτους εμφανίζει την απαίτηση μόνο σαν ποινή και τη μεταβιβάζει στο κοινωνικό σώμα σαν συμφορά: Eντέλλεται απολύσεις με «κούρεμα», δηλαδή αδιάκριτες, χωρίς έλεγχο ποιος χρειάζεται και ποιος περιττεύει, χωρίς αξιολόγηση ικανοτήτων και προσφοράς (προκαλώντας βάναυση κοινωνική αδικία), αλλά και χωρίς στάθμιση των αναγκών κάθε συγκεκριμένης κρατικής υπηρεσίας (προδίδοντας παγερή αδιαφορία για τη λειτουργικότητα του κράτους). Προτιμάει η κυβέρνηση το αδιάκριτο «κούρεμα», διότι τον παραλογισμό του μέτρου τον φορτώνει στην τρόικα.
O άλλος τρόπος, η διαφορετική πολιτική πρακτική, θα ήταν να αξιοποιηθεί ο στυγνός εκβιασμός της τρόικας ως γόνιμη πρόκληση για καθολική κοινωνική συνέγερση στο τόλμημα «επανίδρυσης του κράτους». O πολίτης ξέρει ότι το πελατειακό κράτος (έστω κι αν το χρησιμοποιεί και ο ίδιος με ιδιοτέλεια) είναι συνώνυμο της υπανάπτυξης, της κοινωνικής αδικίας, του φασιστικού τραμπουκισμού των συνδικαλιστών του. Aν πιστοποιούσε ανιδιοτέλεια στον ηγέτη του, μάλλον θα στρατευόταν, με κάθε θυσία, στο εγχείρημα να στηθεί εξ υπαρχής κράτος στην υπηρεσία των πολιτών, κράτος άτεγκτης αξιοκρατίας, με πρώτο στόχο την ποιότητα της ζωής. Kαι μια καθολική συνέγερση σε τέτοιο εγχείρημα θα συνεπέφερε σχεδιασμούς και μεθοδικές πρακτικές για την απορρόφηση σε παραγωγικές πρωτοβουλίες των χιλιάδων, που σήμερα ανέλπιδα υποχρεώνονται να στερηθούν την ισόβια σίτιση από τον κρατικό κορβανά χωρίς τίποτα να αλλάζει στο «σύστημα».
Kάτι ανάλογο θα μπορούσε να κατορθωθεί και με αφορμή την απαίτηση της τρόικας για απελευθέρωση των «κλειστών» επαγγελμάτων: H τρόικα ενδιαφέρεται να επιβάλει την «ελευθερία», χωρίς έλεγχο και φραγμό, της ατομοκεντρικής επιχειρηματικής πρωτοβουλίας. Mια ανιδιοτελής (και προπάντων οξυμένης νοημοσύνης) πολιτική ηγεσία θα αξιοποιούσε τη δογματική απαίτηση για να διαλύσει «καρτέλ» συμφερόντων, να αναιρέσει ανισότητες ευκαιριών, να αποκαταστήσει κοινωνικό έλεγχο, δηλαδή όρους δικαιοσύνης στην άσκηση επαγγελμάτων, όρους γόνιμου ανταγωνισμού.
Kόπτεται η τρόικα και ηθικολογούν γαυριώντες και φρυαττόμενοι οι πολιτικοί λακέδες των δανειστών μας: να εξαλειφθεί η φοροδιαφυγή στη χώρα μας. Aλλά η κυβέρνηση για να εξαλείψει τη φοροδιαφυγή πρέπει να απαρνηθεί το πελατειακό κράτος, δηλαδή τον τρόπο ή την πρωτεύουσα πρακτική με την οποία ασκείται η πολιτική στο Eλλαδιστάν. Δεν έχει την πρόθεση να το κάνει. Παίζει κρυφτούλι με την τρόικα κυνηγώντας μικροπωλητές της «λαϊκής» ή ψιλικατζήδες βιοπαλαιστές και αφήνοντας ανενόχλητους τους κεντρικούς πυλώνες, τα εδραιώματα της φοροδιαφυγής, που είναι και αντερείσματα του πελατειακού κράτους.
Kοντολογίς: το καθεστώς επιτροπείας, δηλαδή η υποδούλωση της χώρας στους δανειστές της, θα είναι η αδιέξοδη μοίρα μας, για πολλές δεκαετίες, αν δεν απαλλαγούμε, ρεαλιστικά και με συνέπεια, από το σημερινό πολιτικό μας σύστημα, τη γάγγραινα του πελατειακού κράτους, τη συμφορά και ντροπή της κομματοκρατίας. Tο δίλημμα για την ελληνική κοινωνία είναι ξεκάθαρο: Ή απαλλάσσεται από το πελατειακό κράτος, δηλαδή από το σημερινό πολιτικό σύστημα, και επιχειρεί με καινούργιο Σύνταγμα την επανίδρυση του κράτους (έναν κοινωνικό μετασχηματισμό που να στοχεύει στην ποιότητα, στην αξιοκρατία, στην αριστεία) ή μπαίνει οριστικά στο λούκι της επιτροπευόμενης συμφοράς με αναπόδραστη κατάληξη το ιστορικό της τέλος.
Φυσικό να ρωτάμε όλοι: πώς, με ποιες πολιτικές πρακτικές θα κατορθωθεί η απαλλαγή από την κομματοκρατία. Oμως τουλάχιστον από την Iστορία συνάγεται η απάντηση ότι για τις εκπλήξεις που επιφυλάσσει μια κοινωνία δεν υπήρξαν ποτέ προβλέψεις ή συνταγές. Στην έκπληξη οδηγεί η σαφήνεια των στόχων. Kαι το να γίνουν οι στόχοι κοινή συνείδηση μιας κρίσιμης μάζας του πληθυσμού.
Oι εκπλήξεις γεννιώνται, δεν υπαγορεύονται...
 

Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2012

ΜΕΤΑ ΤΟ ΝΑΥΑΡΙΝΟ

Του Νίκου Γ. Ξυδάκη
 
 
Διάχυτη αίσθηση: κάναμε ό,τι μπορούσαμε, και πέρα από το όριο αντοχής. Ματώσαμε, και διαρκώς αιμορραγούμε από ανεργία, ύφεση και ξενιτεμό. Κάναμε ό,τι μας είπανε, σοκαρισμένοι, σπαρταρώντας. Τώρα; Τώρα αφήνουμε τη μοίρα μας στην καλοσύνη των ξένων, σαν την Μπλανς Ντιμπουά, εναποθέτουμε τις ελπίδες μας σε ένα νέο Ναυαρίνο, όπως όταν ξεκινήσαμε. Η ναύαρχος Λαγκάρντ δίνει τη μάχη για λογαριασμό μας, και για λογαριασμό των εξωευρωπαϊκών Μεγάλων Δυνάμεων, για να βουλιάξει το χρέος-Ιμπραήμ που τις και μας κατατρώει. Εμείς, ανήμποροι και πένητες, παρακολουθούμε τη ναυμαχία από τις ακτές της καμένης Πελοποννήσου.
Ανάμεσα στ’ αποκαΐδια μας φουντώνει ο διαρκής εμφύλιος, όπως πάντα. Ποιος φταίει περισσότερο, ποιος άνοιξε τις θύρες να μπει το κακό, μα κυρίως ποιος θα κουμαντάρει το πτωχευμένο κρατίδιο, ποιος θα ’χει το γκουβέρνο της ελληνικής νομαρχίας, θα κανονίζει τα λιγοστά δοσίματα και τους ελάχιστους διορισμούς. Μαχαιρώματα, καπάκια, απειλές.
Η εις Αδου κάθοδος είναι στη μέση ακόμη. Ο παλαιός πολιτικός ιστός έχει φθαρεί, δείχνει όλο και μεγαλύτερα χάσματα, αλλά θα συνεχίσει να ξηλώνεται, φέρνοντας κι άλλο πόνο στην κοινωνία ― αλλά αυτή η καταστροφή είναι και η μόνη που φέρει το σπέρμα της αναγέννησης, της αναδημιουργίας, της ανάδυσης στον πάνω κόσμο, όπως κι αν είναι αυτός όταν θα αναδυθούμε.
Ποιοι, με ποιους; Μπορεί τώρα να μη διακρίνουμε τα πρόσωπα, τις μορφές, τους ηγέτες. Ομως μέσα στους Ελληνες παντού, στις πόλεις, στα νησιά, στο λαβωμένο πλήθος των μικρομεσαίων, στα μορφωμένα νιάτα της διασποράς, στους ποιητές και τους σεμνούς επιστήμονες, παντού μες στη διάχυτη βουβαμάρα και το κράτημα, υπάρχουν υπνώττουσες δυνάμεις, λανθάνουσες, μουδιασμένες τώρα, άνθρωποι άξιοι και έντιμοι, που κρατιούνται μακριά από τη βοή και τη σκόνη. Μπορούμε. Αλλάζοντάς τα όλα, από τη μορφή της δημοκρατικής διακυβέρνησης έως τους εαυτούς μας. Εμάς κυρίως.
 

Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2012

ΧΟΡΕΥΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΛΥΚΟΥΣ

Του Νίκου Φραντζή

Το κυρίαρχο ερώτημα, από εδώ και στο εξής, δεν έχει να κάνει με την παραμονή ή όχι της Ελλάδας στην Ευρωζώνη αλλά με το ποιοι θα είναι οι όροι διατήρησης από τη χώρα μας του κοινού νομίσματος, υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι η και Ευρωζώνη θα συνεχίσει να υπάρχει με τη σημερινή της μορφή.
Αυτό το τελευταίο δεν είναι κάτι το οποίο θα μπορούσαμε να επηρεάσουμε, αλλά σε ό,τι αφορά το είδος της συμμετοχής μας στην κοινή ευρωπαϊκή νομισματική πορεία είναι προφανές ότι μπορούμε και πρέπει να αναπτύξουμε πολύ συγκεκριμένη εσωτερική στρατηγική, στο βαθμό που είμαστε ακόμη σε θέση να λειτουργήσουμε ανεξάρτητα από τις επιθυμίες και τις επιδιώξεις των πολιτικών προϊσταμένων της τρόικας.
Πριν από λίγες ημέρες ένας Γερμανός, σημαίνων στέλεχος της επιχειρηματικής δραστηριότητας της χώρας του, διατύπωσε ένα από τα πλέον ειλικρινή σχόλια, σε ό,τι αφορά την καταγραφή των προθέσεων της Γερμανίας απέναντι στην Ελλάδα, και γενικότερα τις χώρες του Νότου.
Ο κ. Αντον Μπέρνερ, πρόεδρος του Συνδέσμου Εξωτερικού Εμπορίου σχολίασε ότι «η Ελλάδα είναι μια ασήμαντη αγορά για τις γερμανικές εξαγωγές, όμως, ο κίνδυνος είναι να τεθεί η χώρα εκτός Ευρωζώνης διότι τότε θα απομακρυνθεί στην πράξη και από την Ευρωπαϊκή Ενωση και θα έπεφτε στην αγκαλιά της Κίνας ή της Ρωσίας.
Η Ελλάδα θα αποκόμιζε τεράστια κέρδη και η Ευρώπη θα αποκτούσε ένα πρόβλημα ασφαλείας και μάλιστα για πολλές δεκαετίες. Αν πληρώσουμε για την Ελλάδα, αυτό ίσως θα μας κοστίσει φθηνότερα, αλλά η Γερμανία πρέπει να αναμειχθεί στην πολιτική των χωρών της Νότιας Ευρώπης».
Ο κ. Μπέρνερ μπορεί να μην είναι πολιτικός, ώστε να καθορίζει την πολιτική στρατηγική της χώρας του, όμως η ιδιότητά του είναι πολύ ισχυρή, καθώς οι θέσεις του εκφράζουν τις απόψεις της επιχειρηματικής ελίτ της Γερμανίας για το πώς οφείλει να κινηθεί η γερμανική κυβέρνηση σε ευρωπαϊκό πεδίο.
Απέναντι σε αυτήν τη στρατηγική, η σχέση μεταξύ των ενεργειών που πρέπει να γίνουν από εμάς και των αποτελεσμάτων που επιδιώκονται, δεν είναι τόσο απλά γραμμική όσο μπορεί να φαίνεται από αυτές τις δηλώσεις ή να υποδεικνύεται από κάποιους που «χτίζουν» πολιτικές θέσεις πάνω σε απλοποιημένες αντιπαραθέσεις. Δηλαδή οι εκβιασμοί με τα «πιστόλια στο τραπέζι» δεν έχουν και μεγάλη αξία αν δεν ξέρεις ή δεν μπορείς να ακολουθήσεις το παιχνίδι, έως το τέλος, με αξιώσεις. Το γνωρίσαμε αυτό στο πρόσφατο παρελθόν.
Ομως οι στόχοι που πρέπει να τεθούν - απέναντι σε πολιτικές που αναλύονται με τόσο σαφήνεια και περιεκτικότητα - θα καθορίσουν και τον τρόπο με τον οποίο θα αναδειχθεί η αποτελεσματικότητα των ενεργειών για να τους επιτύχουμε.

Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2012

ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΤΗΝ ΗΛΙΘΙΟΤΗΤΑ

 
Το παραμύθι συνεχίζεται. «Το πρόβλημα της Ελλάδας είναι ο δημόσιος τομέας». Όχι ότι δεν είναι πρόβλημα η νοσηρότητά του και οι παθογένειές του, αλλά έχει γίνει κουραστικό το επιχείρημα ότι αυτός κατέστρεψε τη χώρα.
Λένε όσοι εκμεταλλεύονται το δικαίωμα στην ανοησία ότι το Δημόσιο καταπίνει τα χρήματα των φορολογουμένων. Όμως μόνο την τελευταία 3ετία έξι τράπεζες κατάπιαν σε ρευστό και εγγυήσεις το ίδιο ποσό που κοστίζει ολόκληρη η λειτουργία του δημόσιου τομέα επί 12 χρόνια. Και αυτό το ποσό, οι τράπεζες το κατάπιαν από τους φορολογούμενους.
Ο Δημόσιος τομέας κουτσά – στραβά κάτι παράγει. Οι τράπεζες δεν παράγουν. Διαχειρίζονται χρήμα που το αγοράζουν φτηνά, το πουλάνε ακριβά και κερδοσκοπούν. Όμως ο ελληναράς ποτέ δε θα τολμούσε να εμφανιστεί μπροστά στον Λάτση και στον Σάλλα και να τους πει «Ακούστε ρε ρεμάλια, τεμπελχανάδες, εγώ σας πληρώνω οπότε θα μου δώσετε χαμηλότοκο δάνειο μην τα γαμήσω όλα».
Αντιθέτως, ο ελληναράς που πονάει το νύχι του ποδιού του θα εμφανιστεί στα επείγοντα ενός νοσοκομείου στις 3 το ξημέρωμα κι επειδή θα του έχει «πάρει τη σειρά» κάποιος τραυματίας από τροχαίο είναι ικανός να θιχτεί και να τα σπάσει όλα με το επιχείρημα ότι «εγώ σας πληρώνω ρε άχρηστοι γιατροί και νοσοκόμοι, εγώ θα μπω πρώτος».
Έτσι του έμαθαν, έτσι κάνει. Το καλύτερο είναι ότι μαγκιές πουλούσαν και οι ασφαλισμένοι του ΟΓΑ που μέχρι πρότινος είχαν μηδενικές ασφαλιστικές εισφορές. Παρ’ όλα αυτά, ένιωθαν κι εκείνοι ιδιοκτήτες του ΕΣΥ και εργοδότες του προσωπικού των νοσοκομείων.
Νιώθει μάγκας, λοιπόν ο ελληναράς όταν πληρώνει φόρους για τη λειτουργία του δημόσιου τομέα, αλλά νιώθει κότα όταν πληρώνει τα δεκαπλάσια για να κερδοσκοπεί ο ιδιωτικός τομέας και δη οι τράπεζες.
Δείτε έναν ελληναρά πώς πλησιάζει το γραφείο του διευθυντή ενός υποκαταστήματος τράπεζας για να ζητήσει συμβιβασμό στην αποπληρωμή του δανείου του. Σταχτί χρώμα και ιδρωμένος. Φοβισμένο ανθρωπάκι. Τραυλίζει. Στην τράπεζα κωλώνει, στα νοσοκομεία ξεσπαθώνει. Το δικαίωμα στην ηλιθιότητα. Το χρησιμοποιεί σε κάθε ευκαιρία.
Πάμε γι’ άλλα. Στο επόμενο επιχείρημα του κώλου. «Οι φόροι των πολιτών πηγαίνουν όλοι για τους μισθούς του Δημοσίου». Γελοιότητα. Οι μισθοί στο Δημόσιο μειώθηκαν τα 2 τελευταία χρόνια κατά 35%. Πόσο μειώθηκαν οι φόροι του ελληναρά; Λογικά θα έπρεπε να μειωθούν εφόσον οι φόροι πάνε εξ ολοκλήρου στη μισθοδοσία. Δε λέω ότι θα έπρεπε να μειωθούν κατά 35%, αλλά ένα 5%, ένα 10% δε θα έπρεπε; Κι όμως, παρά τη μείωση του μισθολογικού κόστους στο Δημόσιο, οι φόροι αυξήθηκαν 100% μαζί με νέα χαράτσια. Πού πάνε αυτά τα χρήματα; Έλα ντε ελληναρά. Πού είναι η μαγκιά σου; Άντε βρες το. Αποκλείεται να το βρεις μόνος σου, οπότε αν έχεις κότσια να μάθεις την αλήθεια διάβασε αυτό και ξεμπερδέψου λίγο. Αν βαριέσαι να διαβάσεις, δεν πειράζει, μείνε με το δικαίωμα στην ηλιθιότητα. Αυτό θέλουν.
Να πούμε και για τους εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα; Άλλο μεγάλο παραμύθι. Οι μειώσεις στους μισθούς θα κάνουν την Ελλάδα ανταγωνιστική, λέει το κρατικοδίαιτο νεοφιλελεύθερο μπουλούκι λαμογιών. Και πολλοί τους πιστεύουν. Μέχρι και κάποιοι απολυμένοι και άνεργοι που νιώθουν μέρος της δικαιολογημένης θυσίας για την πατρίδα. Το δικαίωμα στην ηλιθιότητα το έχουν όλοι. Πάρε, λοιπόν έναν πίνακα.

Χώρα Κατώτερος μισθός Κύρωσης της τελευταίας συμφωνίας
 
Λουξεμβούργο 1.757,56 ευρώ 01/01/2011
Βέλγιο 1.,498,87 ευρώ 05/01/2011
Ιρλανδία 1.499,33 ευρώ 01/07/2011
Ολλανδία 1.,424,40 ευρώ 01/01/2011
Γαλλία 1.,365,00 ευρώ 01/01/2011
Αυστρία 1.000,00 ευρώ 01/01/2009
Κύπρος 909,00 ευρώ 01/04/2011
Ελλάδα 739,56 ευρώ 15/07/2010
Μάλτα 664,95 ευρώ 01.01.2011
Ισπανία 653 ευρώ 01/03/2011
Πορτογαλία 485 ευρώ 01/01/2011
Σλοβακία 317,00 ευρώ 01/01/2011
Εσθονία 278,02 ευρώ 01/01/2008
 
(Τα στοιχεία της Ομοσπονδίας Ευρωπαϊκών Εργοδοτικών Οργανώσεων (FedEE) για το οικονομικό έτος 2011- Στον πίνακα δεν αναφέρονται η Γερμανία, η Ιταλία και η Φινλανδία διότι δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία από την FedEE)
 
Λοιπόν; Η Ολλανδία είναι πιο ανεπτυγμένη και ανταγωνιστική ή η Εσθονία; Η Γαλλία είναι πιο ανεπτυγμένη και ανταγωνιστική ή η Σλοβακία; Είναι εμφανές ότι οι 9 στις 10 χώρες που βρίσκονται στην πρώτη δεκάδα της λίστας έχουν υψηλότερο, μέσο αλλά και βασικό μισθό.
Μια ακόμη απόδειξη περί του μεγέθους της παπαριάς ότι η μείωση μισθολογικού κόστους φέρνει ανάπτυξη είναι και το γεγονός ότι η Ελλάδα βρίσκεται στην 90η θέση της παγκόσμιας κατάταξης της ανταγωνιστικότητας ανάμεσα σε 142 χώρες από όλο τον κόσμο, σύμφωνα με έρευνα του World Economic Forum . Η έρευνα δείχνει επίσης ότι η Ελλάδα βρίσκεται στην τελευταία θέση σε ανταγωνιστικότητα μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Πρώτη στην κατάταξη έρχεται η Ελβετία, ακολουθούμενη από την Σιγκαπούρη που παραγκώνισε την Σουηδία στην τρίτη θέση . Στην συνέχεια της λίστας βρίσκονται η Φιλανδία, οι Η.Π.Α., η Γερμανία, η Ολλανδία, η Δανία, η Ιαπωνία και η Βρετανία καταλαμβάνοντας τις θέσεις 4 ως 10 αντίστοιχα. Δηλαδή οι νεοφιλελεύθεροι μπουμπούκοι θέλουν να μας πείσουν ότι η Ελβετία, η Σουηδία και η Γερμανία έχουν μικρότερο μισθολογικό κόστος και γι’ αυτό κυριαρχούν στον πίνακα ανταγωνιστικότητας. Πάντως σίγουρα αυτό δε συμβαίνει στη Γερμανία καθώς σύμφωνα με έρευνα του Γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών (DIW) του Βερολίνου τα 2/3 των εργαζόμενων πλήρους απασχόλησης στη Γερμανία (14,9 εκατομμύρια εργαζόμενοι) έχουν μηνιαίο εισόδημα 2922 ευρώ μεικτά!
Ακόμη και πρωτοετής φοιτητής οικονομικής σχολής γνωρίζει ότι η ανταγωνιστικότητα εξαρτάται άμεσα από 5 παράγοντες: (1) το μισθολογικό κόστος, (2) το μη-μισθολογικό κόστος, (3) την απόδοση του εργαζομένου, δηλαδή την παραγωγικότητα της εργασίας του (4) την συναλλαγματική ισοτιμία όταν πρόκειται για εξαγωγές σε χώρες με διαφορετικό νόμισμα (5) και το γενικότερο οικονομικό – φορολογικό και θεσμικό πλαίσιο που προσφέρει μία χώρα στους επιχειρηματίες, δηλαδή το κατά πόσον ευνοεί τις επενδύσεις.
Άμεση απόρροια των παραπάνω είναι ότι το κόστος εργασίας είναι συσχετισμένο με την παραγωγικότητα, και κατά συνέπεια την ανταγωνιστικότητα μιας οικονομίας, αλλά δεν αποτελεί τη μοναδική αλλά ούτε καν την ισχυρότερη ερμηνευτική μεταβλητή. Είπα, όμως, το δικαίωμα στην ηλιθιότητα είναι σεβαστό. Απλώς γίνεται επικίνδυνο όταν μετατρέπεται σε κυβερνητική πολιτική.
Το τι κρύβεται πίσω από τις κατάρες που πέφτουν στο Δημόσιο Τομέα και στους «υψηλούς μισθούς» του Ιδιωτικού τομέα είναι γνωστό. Είναι η προστασία που παρέχει το Κράτος στους φοροφυγάδες, η ανοχή στα καρτέλ, η ασυλία που παρέχεται στους μεγαλοεργολάβους και η διαπλοκή εξουσίας – επιχειρηματιών. Το Δημόσιο σαφώς και είναι αντιπαραγωγικό. Μπορεί να γίνει παραγωγικότατο. Στα στοιχεία που παραθέτονται στο άρθρο της «Ελευθεροτυπίας» καταρρίπτεται ακόμη ένας μύθος. Αυτός του υπερτροφικού Δημόσιου Τομέα. Η «Έκθεση Ανταγωνιστικότητας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής» αποδεικνύει ότι στην Ελλάδα, το ποσοστό των δημοσίων υπαλλήλων επί του συνόλου των εργαζομένων είναι 11,4% και ότι αυτό το ποσοστό είναι ένα από τα 4 χαμηλότερα σε όλη την Ευρώπη. Φυσικά, μετά τις τελευταίες εξελίξεις, είναι πολύ πιθανόν ότι η Ελλάδα θα βρεθεί σύντομα στην τελευταία θέση. Όμως αυτό δεν αρκεί. Ο Δημόσιος τομέας στην Ελλάδα πρέπει να τελειώσει και να ξεπουληθεί. Ο πολίτης πρέπει να γίνει ολοκληρωτικά πελάτης.
Στο θέμα του μισθολογικού κόστους στον Ιδιωτικό Τομέα τα πράγματα είναι ακόμη απλούστερα. Οι μεγαλοεπιχειρηματίες πρέπει να κερδίσουν ακόμη περισσότερα. Κι αν είναι ξένοι επιχειρηματίες ή πολυεθνικοί καρχαρίες, ακόμη καλύτερα. Θα φοροδιαφεύγουν ακόμη ευκολότερα και θα πετάνε κοκαλάκια στην πολιτική τάξη για αντάλλαγμα.
Είναι πολλοί οι λόγοι που θαυμάζω τους Ισπανούς. Ένας από αυτούς είναι ότι δεν έπεσαν στην παγίδα να αλληλοσπαραχτούν εργαζόμενοι δημόσιου και ιδιωτικού τομέα. Αγωνίζονται μαζί, επειδή έχουν αντιληφθεί τον κοινό εχθρό. Στην Ελλάδα είναι δύσκολο να καταφέρουμε κάτι τέτοιο. Δεν έχουμε αντιληφθεί ότι οι εχθροί ζουν μέσα μας και είναι η ηττοπάθεια, ο φόβος και η εξάρτηση από τους ντίλερς ψεύτικων ελπίδων.
 

Κυριακή 18 Νοεμβρίου 2012

Η ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΟΥ ΡΟΜΑΝΤΙΚΟΥ

Ρομαντικός δεν γίνεσαι, γεννιέσαι.
Μπορεί να γεννηθείς σαν τους πολλούς και να ζήσεις όλη σου την ζωή ικανοποιώντας τα βασικά, ζωώδη ένστικτα σου ή μπορεί πιο σπάνια να γεννηθείς ρομαντικός ικανοποιώντας την ιδιαίτερη φύση σου, το πνεύμα..
Δύσκολη όμως υπόθεση να είσαι ρομαντικός, ιδεαλιστής, θα νιώθεις αυτό το βάρος της αδικίας όλου του κόσμου στους ώμους σου και πάντα θα απολογείσαι στους άλλους, στους προδότες της ανθρωπιάς, για τον ιδιαίτερο τρόπο σκέψης και πράξης σου.
Δεν θα ταιριάζεις με τα πρότυπα της εποχής τα οποία πάντα καταλήγουν να εκμεταλλεύονται τους αδύναμους και εσύ θα υποφέρεις που δεν θα μπορείς μόνος σου κάτι να αλλάξεις.
Πολλές φορές θα μοιάζει μάταιη η προσπάθεια να εξηγήσεις την αλήθεια, την ανθρωπιά, το δίκαιο, θα είναι σαν να προσπαθείς να εξηγήσεις τα χρώματα σε έναν τυφλό, την μουσική σε έναν κωφό.
Εκεί που εσύ θα βλέπεις ομοιότητες οι άλλοι θα βλέπουν διαφορές, εκεί που εσύ θα βλέπεις ανθρώπους οι άλλοι θα βλέπουν αριθμούς, εκεί εσύ που θα βλέπεις αγάπη οι άλλοι θα βλέπουν συμφέρον, εκεί που εσύ θα βλέπεις κάτι οι άλλοι θα βλέπουν σκοτάδι και κάπως έτσι θα πορευτείς μόνος, ολομόναχος.
Θα σε αποκαλέσουν αιώνιο έφηβο, ανόητο όταν θα μιλήσεις για ειρήνη, κομμούνι όταν θα κάνεις λόγο για το δίκαιο του εργαζομένου, ανθέλληνα όταν θα μιλήσεις για ισότητα, για ανθρώπινα δικαιώματα, άχρηστο επειδή δεν θα είναι αυτοσκοπός σου το χρήμα και η εξουσία, τρελό όταν θα βάλεις πιο πάνω το συμφέρον των άλλων από το δικό σου.
Θα σε κάνουν στην άκρη γιατί θα τους θυμίζεις αυτό που και αυτοί θα έπρεπε να είναι, αλλά δεν είναι.
Θα σε χλευάσουν, θα προσπαθήσουν στο περιθώριο να σε βάλουν, θα σε κυνηγήσουν γιατί τα λεγόμενα σου θα ενοχλούν τα πάσης φύσεως συμφέροντα, μικρά και μεγάλα.
Εσύ όμως αλλιώς δεν θα μπορείς να πράξεις.
Σε όποιο μέρος, σε όποια εποχή κι αν γεννηθείς ρομαντικέ εσύ άνθρωπε μην απελπιστείς,κάτι θα μείνει από το έργο σου, ακόμα κι αν σε σκοτώσουν ακόμα κι αν σε σταυρώσουν σε δύσκολες εποχές, σε αδιέξοδα, εσένα θα αναζητήσουν και εσύ θα αναστηθείς.
 

Παρασκευή 16 Νοεμβρίου 2012

Η ΕΘΝΙΚΗ ΜΑΣ ΜΝΗΜΗ

Του Στέλιου Συρμόγλου
 
Τα όσα διαδραματίζονται στη χώρα μας δεν είναι αποκομμένα από την εθνική μας μνήμη…Η μνήμη σ’ένα λαό δεν μπορεί να είναι καταγραφή απλώς απολιθωμένων γεγονότων, αλλά η κριτική πορεία μέσα απ’ αυτά.Ό,τι δεν αναλύεται, πεθαίνει. Ούτε πάλι η μνήμη μπορεί να είναι μνησικακία, που συντηρεί την εκδίκηση. Ούτε καταλογογράφηση, που αχρηστεύει τον νου. Ούτε “λαβωματιά” που θηριεύει τα ψυχικά συμπλέγματα. Ούτε φιλολογική αναφορά, που συντηρεί λείψανα. Ούτε εθνική λογόρροια, που οδηγεί στην αυτάρεσκη απραγία.
Ένας λαός έχει μνήμη κι όταν μπορεί να ξεχνάει και είναι αμνήμονας κι όταν θυμάται. Χρειάζεται κριτικός νους και ταυτόχρονα μια έγερση πάνω από την ιστορία, ακόμα και την επικαιρότητα, που θα επιτρέψει το διύλισμα, την αξιολόγηση και την κατάταξη των γεγονότων, ιδεών και καταστάσεων.Τίποτα δεν μπορεί να έχει σημασία από τα παρελθόντα, αν το εκλάβουμε ως δεδομένο. Αν, όμως, το δούμε μέσα στις συναρτήσεις που το γέννησαν, τότε προσλαμβάνει τη σημασία του και δηλώνει τη χρησιμότητά του, την αποδοκιμασία του, την καταδίκη του, την αποφυγή του.
Χρειάζεται η κριτική μνήμη στον λαό. Μόνον ο λαός που φροντίζει να διατηρεί τις μνήμες του και να είναι ώριμος, χωρίς να περιμένει να ωριμάσουν οι γύψοι των καθεστώτων, μπορεί να κοιτάζει μπροστά. Και η εξουσία αποκτά τόση σκληρότητα, όσο περισσότερο της αφήνεται με εμπιστοσύνη εν λευκώ και ακρισία ο λαός. Η τέτοια εμπιστοσύνη και ακρισία, ενίοτε συνδυασμένη με την αδιαφορία που προκύπτει από την αδυσώπητη καθημερινότητα, καταστρέφει τη μνήμη ή τη σηματοδοτεί αποπροσανατολιστικά, οπότε πάλι την αχρηστεύει. Τότε η πολιτική εμπειρία στο λαό παύει να λειτουργεί. Σαν να είναι πρωτάνθρωποι χωρίς, δηλαδή, παρελθόν. Ακριβώς, η παντεποπτική μνήμη είναι η πολιτική εμπειρία. Και εμπειρία δεν έχει ένας άνθρωπος ή ένας λαός που έζησε απαραίτητα πολλά, αλλά όποιος έδωσε κίνηση και δυναμισμό στην πείρα του. Εμπειρία είναι η μετάπλαση της πείρας σε βίωμα, σε διανόημα, σε πράξη!
Αν η πείρα ήταν εμπειρία και ικανότητα, ως αποτέλεσμα γνώσης,αναπροσαρμογής και μελετης, τότε οι δυστυχέστεροι λαοί, θα ήταν και οι ικανότεροι. Το μόνο που καταφέρνουν είναι να μακραιωνίζουν τη δυστυχία τους και την ανελευθερία τους…
Οι Έλληνες έχουμε, όσο ελάχιστοι λαοί, τις περισσότερες δυστυχισμένες και ευτυχισμένες περιόδους ζωής. Κάποτε, όμως, μας έμεινε η πείρα χωρίς να γίνει εμπειρία. Αρνούμαστε να μάθουμε πολιτική και ζωή, παρά την τόση πείρα μας. Καταντήσαμε να μην έχουμε πολιτική εμπειρία, παρά την ιστορική μας πείρα. Γι αυτό, δεχόμαστε και καταδεχόμαστε τις χειρότερες μεθοδεύσεις για τη ζωή μας, χειροκροτώντας και επικροτώντας ή και επιπόλαια αντιδρώντας…Και στεκόμαστε σε άνευ σημασίας λεπτομέρειες, την ίδια ώρα που τεκταίνονται τα χείριστα. Και τα χείριστα διογκώνονται. Και γίνονται αποδεκτές αναγκαιότητες. Τα “εξαγιάζει” το πέρασμα του χρόνου. Περνούν αμετάκλητα κάποια χρονική στιγμή στο αμάρτημα, όταν εμμένουν να μένουν, μετά τα πρώτα σημάδια του ξεπεράσματός τους. Και ό,τι εμμένει να μένει, όταν φαίνεται πως ξεπερνιέται, γίνεται σάπιο και καταναγκαστικό, για να επιβιώσει ως…βαλσαμωμένο λείψανο και πολιτικό σκιάχτρο.
Τα πουλιά φοβούνται τα σκιάχτρα και υποτάσσονται στην ανελευθερία και την πείνα τους. Κι όταν τα συνηθίσουν, δεν διανοούνται να τα προσπεράσουν. Κάπως έτσι στοιχειοθετήθηκε μέσα στην ιστορία η καθήλωση μας. Και κάπως έτσι , στους δαιδαλώδεις θαλάμους της λήθης, περιπλανώνται οι Έλληνες, εξαιτίας ιδίως των στερουμένων πολιτικής εμπειρίας και ιστορικής μνήμης ποδηγετών τους. Γι αυτό στην Έλλάδα δεν υπάρχει εθνική πολιτική και στάση. Γι αυτό παρατηρούνται αμετροέπειες, επιπολαιότητες, ευκαιριακές πολιτικές, παλινωδίες και αναγωγή του εφικτού σε μυθοπλασία, ενώ το “βάπτισμα” της όποιας πρόσκαιρης επιτυχίας “μπουκιάς” στα κομματικοιδεολογικά ποτήρια των νοθευμένων κρασιών, δίνουν τη διάσταση της πολιτικής υποτίμησης τούτου του λαού.
Ένας πολιτικός κόσμος περιχαρακωμένος μέσα στα φοβερά του λάθη και την έλλειψη ιστορικής μνήμης, συνθέτει το πλαίσιο της πολιτικής στάσης. Δεν λέμε πορείας, γιατί δεν πάμε πουθενά σαν λαός. Προγράμματα, εκσυγχρονιστικά σχέδια και οράματα είναι προκάτ και πατρόν, που εφαρμόζονται στα μέτρα του λαού, αλλά στο παλιό ρούχο.
Ως λαός ερχόμαστε αντιμέτωποι με το αποτέλεσμα, που είναι κατά κανόνα οδυνηρό. Η πρόθεση, η αναγγελία και η διαδικασία είναι προνόμιο της πολιτικής ηγεσίας. Το προνόμιο αυτό βέβαια εκλαμβάνεται ως αυθαίρετο δικαίωμα. Η δε δημοκρατία επιβάλλει και τη λαική συνηγορία. Αποφεύγω τον όρο κυριαρχία, γιατί η μεν κυριαρχία υφαρπάζεται από την εξουσία, η δε συνηγορία ζητείται από τον λαό. Η διασφάλισή της όμως δεν επιχειρείται με τη λογική εκτίμηση, αλλά με τη λογική υποτίμηση!
Και οι Έλληνες, ως λαός χωρίς εθνική μνήμη, θα ζητούν πάντα έναν Μεσσία. Κι αν δεν τον προσποιηθεί κάποιος, θα ενεδρεύουν οι διάφοροι “εθνοσωτήρες” τύπου Σαμαρά και Βενιζέλου και ανενδοίαστα θα ομιλούν για “έξοδο από την κρίση”, για νέους αγώνες και εκσυγχρονισμό. Ένας ακόμη κύκλος στην επιφάνεια του τέλματος, καθώς οι Έλληνες θα βυθίζονται “ανίδεοι” μα χορτάτοι από πλαστά λόγια, όπως οι σύντροφοι του Οδυσσέα…
 

Πέμπτη 15 Νοεμβρίου 2012

ΗΜΕΤΕΡΟΙ ΕΞ ΟΥΡΑΝΟΥ

Του Παντελή Μπουκαλα
 
Παραμυθητικό είναι να γίνονται στη Βουλή κηρύγματα υπέρ της ισοπολιτείας και της ισονομίας. Παραμυθητικό να δηλώνεται ότι και τα ρουσφέτια θα λείψουν, και οι ευνοούμενοι θα πάψουν να απολαμβάνουν τη βαρεμάρα τους σε καλοπληρωμένες θέσεις του Δημοσίου, και το πελατειακό κράτος θα εξαλειφθεί. Παραμυθητικό, εν ολίγοις, να βλέπεις ότι κάποιοι δείχνουν επιτέλους να κατανοούν πως η δημοκρατία νοθεύεται μέχρις ακυρώσεως όταν υπάρχουν δύο μέτρα και δύο σταθμά. Υπάρχει όμως ένα πρόβλημα. Είναι η εξόφθαλμη, εκ καταγωγής άλλωστε, σχέση του παραμυθητικού με το παραμυθένιο. Και είναι επιπλέον η απέραντη αθωότητα με την οποία αυτοπαρουσιάζονται οι δύο από τους τρεις συγκυβερνώντες, γιατί βέβαια η ΔΗΜΑΡ δεν είχε ώς τώρα μερίδιο στη διανομή του κράτους. Ενός κράτους που η Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ το αντιμετώπισαν (διαφθείροντες και διαφθειρόμενοι) σαν τιμάριό τους, σαν λεία για τους δικούς τους ανθρώπους, είτε πρασινοφρουρούς και γαλάζια παιδιά τους πούμε, όπως μια φορά κι έναν καιρό, είτε απλώς ημετέρους, κατά την πάγια ορολογία.
Ακούει λ.χ. κανείς τον κ. Σαμαρά και τον κ. Βενιζέλο, καθώς και τους κομματικούς πιστούς τους (και τους λιβανιστές τους στα Μέσα βέβαια), να κηρύσσουν τον πόλεμο εναντίον των όντως σκανδαλωδέστατα πριμοδοτημένων υπαλλήλων της Βουλής και μπαίνει σε σκέψεις: Καλά, ουρανοκατέβατοι είναι οι υπάλληλοι αυτοί, που μάλιστα υπερδιπλασιάστηκαν τα τελευταία χρόνια; Με αλεξίπτωτο έπεσαν στο Κοινοβούλιο: ΄Η έφτιαξαν λαγούμια, όπως στους πολέμους περασμένων αιώνων, και βρέθηκαν νυχτιάτικα στην άδεια Βουλή, την οποία και κατέλαβαν εξαπίνης και, κυρίαρχοι πια, έσπευσαν να κόψουν μισθούς στον εαυτό τους, να ορίσουν «αμετάθετα», να προβλέψουν ωραιότατα εφάπαξ κ.λπ.; Δεν φαίνεται πιθανό. Αλλωστε οι περισσότεροι (ανάμεσά τους και λαμπροί πλην αποτυχημένοι βουλευτές) είναι επιλεγμένοι και επί της ουσίας διορισμένοι, δίχως ΑΣΕΠ και λοιπά χρονοβόρα. Τους διόρισε το κόμμα τους, ο «προσωπικός» τους βουλευτής (συγγενής ή φίλος, τα ακούσαμε πρόσφατα αυτά από τον «μονοήμερο» κ. Πολύδωρα, που... έκανε ό,τι και οι άλλοι) ή ο εκάστοτε πρόεδρος της Βουλής. Ακόμα και αν υποθέσουμε ότι τα κόμματα βόλεψαν τους δικούς τους ανάλογα με το εκλογικό τους ποσοστό, και πάλι το μέγιστο μερίδιο ευθύνης πέφτει στα δύο που κυβέρνησαν στη μεταπολίτευση (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αθωώνονται όσοι «μικροί» διέπραξαν το ίδιο αμάρτημα). Αλλά για το πελατειακό σύστημα που οι ίδιοι εξέθρεψαν και εκμεταλλεύτηκαν δεν ακούσαμε ούτε μισή συγγνώμη, έτσι, για τα μάτια του κόσμου. Λες και είναι αυτοδημιούργητο. Τίποτα. Μόνο κηρύγματα περί ισοπολιτείας. Αλλά αν δεν προϋπάρξει τίμια αυτοκριτική, πιο πιθανό είναι να δούμε oυρανoκατέβατους υπαλλήλους στο Κοινοβούλιο παρά ουρανοκατέβατη ισονομία. Γιατί τα κηρύγματα στη Βουλή είναι εξίσου αποτελεσματικά με τα κηρύγματα στους ναούς. Λίγοι τα παίρνουν κατά γράμμα. Κληρικοί και λαϊκοί.
 

Τετάρτη 14 Νοεμβρίου 2012

ΧΑΜΕΝΗ ΓΕΝΙΑ Ή ΓΕΝΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΤΡΟΠΗΣ;

Του Κώστα Καπνίση
 

“ Ποτέ σου μη στέλνεις να ρωτήσεις για ποιον χτυπά η καμπάνα.
Χτυπάει για σένα ”
 

 
 
 
Τα τελευταία 20 χρόνια έχει επικρατήσει στους κόλπους της ελληνικής κοινωνίας μια πραγματικά «λαϊκίστικη» άποψη και συμπεριφορά σε ότι αφορά το δίπτυχο δικαιώματα – υποχρεώσεις. Όπως κάθε φυσικό φαινόμενο έχει και αυτό την εξήγησή του. Η αλήθεια είναι ότι κάποιες(λίγες) φωνές πραγματικά ανήσυχες είτε βρισκόμασταν σε περιόδους «ευημερίας» είτε ισχνών αγελάδων πάντα έβαζαν το καίριο ερώτημα: «Για να έχει κάποιος δικαιώματα πρέπει να είναι άξιος για αυτά;». Τα τρία τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει να ακούγεται στον δημόσιο διάλογο το επιχείρημα της συλλογικής ευθύνης, το όλοι μαζί τα φάγαμε, όλοι φταίμε για το πώς φτάσαμε ως εδώ. Αυτό το «όλοι», το «τσουβάλιασμα», ακούγεται τόσο φασιστικό και απεχθές που φτάνει στο επίπεδο καταρχάς της γελοιότητας.
Είναι παραδεκτό όμως ότι ο σύγχρονος αστικός τρόπος ζωής, το καταναλωτικό πρότυπο που επικράτησε, η ανασφάλεια που πάντα νιώθουμε ως άνθρωποι για το πως φαινόμαστε στα μάτια των άλλων, η ιδεολογική σύγχυση που οφείλεται στην προπαγάνδα των Μ.Μ.Ε και στη δική μας έλλειψη κριτικού πνεύματος, η μέτρια ή αν θέλουμε κακή ή ακόμα και ανύπαρκτη παιδεία μας, η τυπικότητα και όχι η ουσία στην λειτουργία της Δημοκρατίας μας σε επίπεδο θεσμών και ρόλων, η έλλειψη οργανωτικού πνεύματος στον καταμερισμό της εργασίας που καλούμαστε κάθε φορά να κάνουμε αλλά και στην εξειδίκευση των προβλημάτων που καλούμαστε να επιλύσουμε ανασύροντάς τα κάτω από το χαλί που επιμελώς τα κρύβαμε τόσα χρόνια, η μισαλλοδοξία και ο φανατισμός έχουν το δικό τους μερίδιο ευθύνης για το πώς φτάσαμε ως εδώ. Σίγουρα έχουμε ως κοινωνικό σύνολο ευθύνες για τη σημερινή κατάσταση. Σιωπήσαμε. Αδιαφορήσαμε. Αφήσαμε αλήθεια ποτέ πίσω μας ενοχικά σύνδρομα του παρελθόντος που μας διαίρεσαν ως κοινωνία; Σύνδρομα που δε μας άφησαν να προχωρήσουμε μπροστά ως χώρα; Χωρίς καμιά ιδιαίτερη δυσκολία γεννάται αυτόματα άλλο ένα βασανιστικό ερώτημα που ζητά απάντηση σήμερα όσο ποτέ άλλοτε. Μπορεί ο ανεύθυνος άνθρωπος να είναι ελεύθερος; Αναμφισβήτητα, ένα κοινωνικό σύνολο οφείλει να γνωρίζει τα δικαιώματά του, να τα διεκδικεί, να τα κατακτά και όταν ακόμα κινδυνεύει να τα χάσει ή ακόμα φτάνει και στο να τα χάνει τότε πρέπει να είναι έτοιμο να τα επανακτήσει μέσω ενός αδιάκοπου αγώνα. Μια κοινωνία οφείλει να προασπίσει πρώτα από όλα και τα δικαιώματα των αδυνάτων γιατί μόνο τότε είναι πραγματικά ελεύθερη, δεν έχει ενοχές και ανεβαίνει σε αξίες και ιδανικά. Πέρα από αυτή την καθαρά θεωρητική προσέγγιση οφείλουμε να κοιτάξουμε μέσα στον εαυτό μας, στον εσωτερικό μας καθρέφτη και να απαντήσουμε στο αν έχουμε κάνει αυτό που πρέπει. Ένας παλιός πολιτικός είχε κάποτε πει ότι δεν είμαστε ακόμα αυτοί που θα έπρεπε να είμαστε. Πότε θα είμαστε έτοιμοι; Όταν θα έχουμε ισοπεδωθεί ως κοινωνία;
Εδώ και τρία χρόνια παρατηρείται μια στασιμότητα, αδιαφορία, οκνηρία ακόμα και κυνική συμπεριφορά μπροστά στα πολιτικά και κοινωνικά τεκταινόμενα. Οι συζητήσεις μεταξύ κοινωνικών ομάδων, φίλων και γνωστών δίνουν και παίρνουν. Πάντα μας φταίνε κάποιοι άλλοι. Ποτέ εμείς. Η κακή η κοινωνία. Ο κόσμος που είναι κακός. Εμείς; Όλοι όσοι πηγαίνουν στις συγκεντρώσεις – διαμαρτυρίες- διαδηλώσεις έχουν να το λένε στον δρόμο της επιστροφής προς το σπίτι καταρρακωμένοι από τα χημικά, κατάκοποι από την πολύωρη ορθοστασία, τις αντίξοες καιρικές συνθήκες. «Σήμερα ήμασταν περισσότεροι». Μπορεί να είναι αλήθεια. Μπορεί και να πλησιάζει στην αλήθεια αυτό το ερώτημα. Το μόνο σίγουρο είναι ότι κυρίως λέγεται για να πιστέψουν οι ίδιοι λίγο παραπάνω στον αγώνα. Να «ανεβούν» παραπάνω για ψυχολογικούς λόγους. Για να μπορέσουν να ξανακατεβούν και να διαμαρτυρηθούν για τις ζωές τους που καταστρέφονται λόγω αυτής της βάρβαρης και αντιλαϊκής πολιτικής. Πολλές φορές όμως ακούγεται και το άλλο βασανιστικό ερώτημα. «Οι υπόλοιποι που είναι;». Εύλογο ερώτημα. Μόνο οι άνεργοι σε αυτή τη χώρα αγγίζουν το 1.500.000. Που είναι όλοι αυτοί; Τι κάνουν; Γιατί δεν αντιδρούν; Προφανώς περιμένουν ότι κάποιοι άλλοι θα τους σώσουν. Ήδη φυτοζωούν με ελάχιστους πόρους που εξασφαλίζουν από το σπίτι και απλά περιμένουν ότι θα τους βοηθήσει ο ξεσηκωμός των άλλων. Η γενιά των 30 και κάτι είναι αυτή που περιγράφεται και φωτογραφίζεται στο κάδρο. Η γενιά αυτή όμως λείπει. Είναι απούσα. Όσοι κατάφεραν και εξασφάλισαν έστω μια εργασία με μια μικρότερη ή μεγαλύτερη αμοιβή δεν εμφανίζεται.
Είναι η γενιά που προέρχεται από δύο προηγούμενες γενιές που πέρασαν πολλά. Πέρασαν Κατοχή, Εμφύλιο, Χούντα. Τους έλειψαν πολλά και όταν βελτιώθηκε το βιοτικό τους επίπεδο γαλούχησαν τα βλαστάρια τους με την λογική του «προχώρα μπροστά και μην κοιτάς πίσω» , «μη νοιάζεσαι για τον διπλανό σου», «κοίτα το σπίτι σου», «έχει ο θεός», «άκου – βλέπε- σώπα» και πολλές άλλες τέτοιες φράσεις και εκφράσεις. Γίνεται ιδιαίτερη αναφορά σε αυτή τη γενιά γιατί αυτή είναι που νομοτελειακά από πλευράς ηλικίας καλείται να κάνει οικογένεια και να φέρει στον κόσμο νέους ανθρώπους. Το ερώτημα είναι αν μπορεί. Η απάντηση προφανής. Δε μπορεί. Δε γίνεται να κάνει ένα νεαρό ζευγάρι οικογένεια όταν το ένα μέλος ή ακόμα και τα δύο είναι άνεργοι. Όσοι πάλι εργάζονται, το κάνουν μέσα σε ένα ιδιαίτερα ανασφαλές περιβάλλον που εκπέμπει αγωνία και αβεβαιότητα για το παρόν και το άμεσο μέλλον. Κι όμως αυτή η γενιά είναι που καλείται να πάρει τα πράγματα στα χέρια της. Η πλειονότητα αυτών των ανθρώπων είναι που πιέστηκε από τις μεγαλύτερες γενιές στις δύο τελευταίες αναμετρήσεις του Μάη και του Ιούνη ώστε με την ψήφο της να μην αλλάξει μια και για πάντα το πολιτικό σκηνικό της χώρας. Όχι απαραίτητα να σωθεί. Απλώς να αλλάξει τα πράγματα. Να υπάρξει έστω μια ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο. Να ανοιχτεί ένας άλλος δρόμος. Πολλοί το αποτόλμησαν. Όχι τόσοι ώστε να αλλάξουν τη ροή του ποταμού. Καταγράφηκε λοιπόν άλλη μια ήττα του λαού. Οριακή μεν αλλά ήττα. Αλήθεια είναι ότι όσο περνάει ο καιρός όλο και περισσότεροι άνθρωποι ειδικά μετά από την ψήφιση των μέτρων της προηγούμενης εβδομάδας που ισοπεδώνουν και καταστρέφουν την ελληνική κοινωνία αλλά και της χθεσινής υπερψήφισης του προϋπολογισμού που τα υλοποιεί καταλαβαίνουν το στημένο παιχνίδι που παίζεται. Αρχίζουν να καταλαβαίνουν την ίδια τους την αυτοπαγίδευση και να νιώθουν ότι όλα βαδίζουν σε ένα τεντωμένο σκοινί που ταλαντώνεται επικίνδυνα και όσο και αν οι ίδιοι είναι επιδέξιοι και ακροβατούν πάνω του υπάρχει πια ολοφάνερη η πιθανότητα το σχοινί να σπάσει και να βρεθούν στο κενό. Αν το σχοινί σπάσει τότε όλοι γνωρίζουν ότι τα πράγματα θα έχουν πάρει τον δρόμο χωρίς επιστροφή. Δε θα μπορούν πια να «διαμαρτύρονται» καθαρά φιλολογικά και όχι αγωνιστικά και ούτε θα μπορούν να περιμένουν από τους άλλους για να τους σώσουν.
Καλό είναι να καταλάβουν όλοι προτού να είναι αργά ότι κανένας πια δε μπορεί να μένει αμέτοχος σε ότι συμβαίνει γύρω του. Όλοι ανεξαιρέτως πρέπει να καταλάβουν ότι για να είναι κυρίαρχος ο λαός πρέπει να είναι και υπεύθυνος ο ίδιος άρα και υποχρεωμένος να λάβει επιτέλους μέρος στις εξελίξεις και όχι να παραμένει απαθής και φοβισμένος. Ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ στην πρώτη σελίδα του βιβλίου του «Για ποιον χτυπά η καμπάνα» χρησιμοποιεί ένα απόσπασμα έργου του 1624 του Άγγλου ποιητή Τζον Νταν: «Κανένας άνθρωπος δεν είναι νησί, ακέριος μοναχός του. Κάθε άνθρωπος είναι ένα κομμάτι ηπείρου, ένα μέρος στεριάς. Αν η θάλασσα ξεπλύνει ένα σβόλο χώμα, η Ευρώπη γίνεται μικρότερη. Όπως κι αν ξεπλύνει ένα ακρωτήρι ή ένα σπίτι φίλων σου ή δικό σου. Κάθε ανθρώπου ο θάνατος λιγοστεύει εμένα τον ίδιο, γιατί είμαι ένα με την Ανθρωπότητα. Κι έτσι ποτέ σου μη στέλνεις να ρωτήσεις για ποιον χτυπά η καμπάνα. Χτυπάει για σένα».
 

Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2012

ΟΙ ΠΡΙΓΚΙΠΕΣ

Του Ανδρέα Πετρουλάκη
 
Αν ψάξει κανείς να βρει τις δύο πιο προνομιούχες ομάδες εργαζομένων του δημόσιου τομέα, πλην ΔΕΚΟ, σε όλην τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης εύκολα καταλήγει ότι είναι οι δικαστικοί και οι υπάλληλοι της Βουλής. Δηλαδή οι δύο μοναδικές ομάδες που μπόρεσαν να αντιδράσουν αποτελεσματικά στα μέτρα. Οι μεν βγάζοντας ανισυνταγματικές τις διατάξεις του πολυνομοσχεδίου που αφορούν τις περικοπές στους μισθούς τους, οι δε εκβιάζοντας τη Βουλή με απεργία την ώρα της συζήτησης, χωρίς προσωπικό ασφαλείας και άρα με διακοπή της συνεδρίασης. Προνομιούχοι στην ευμάρεια, προνομιούχοι και στη λιτότητα.
Οι δικαστικοί ασφαλώς δικαιούνται υψηλών μισθών λόγω σπουδών, κοπιώδους εργασίας εκτός ωραρίου και καθηκόντων υψηλής ευθύνης. Αλλά οι μισθοί τους προφανώς συναρτώνται με τις υπόλοιπες αμοιβές των δημοσίων υπαλλήλων και οι περικοπές σε ένα κράτος δικαίου πρέπει να είναι αναλογικές, πόσω μάλλον που επί χρόνια οι δικαστικοί επεδίκαζαν στους εαυτούς του αυξήσεις και αναδρομικά, κάποιες φορές τερατώδεις. Όταν ένιωσαν να απειλούνται, αυτοί οι εκλεκτοί της Μεταπολίτευσης, ξεκίνησαν παράνομες λευκές απεργίες, επιδεινώνοντας ακόμα περισσότερο την καθυστέρηση στην απόδοση της δικαιοσύνης και ταλαιπωρώντας παραπάνω τους πολίτες. Και μετά ήρθε και η δικαίωσή τους από τους εαυτούς τους στον Άρειο Πάγο. Μόνο η δική τους φυσικά.
Οι υπάλληλοι της Βουλής είναι βεβαίως πιο προκλητικές περιπτώσεις. Δεν έχουν ούτε τα προσόντα, ούτε τις υποχρεώσεις των δικαστικών. Σχεδόν όλοι έχουν προσληφθεί με ρουσφετολογικούς διορισμούς και προκλητικές μονιμοποιήσεις, τα δε προνόμιά τους σε σχέση με τους υπόλοιπους εργαζόμενους του κράτους κρατάνε νούμερο επιθεώρησης. Χτες είχαν και το μαχαίρι και το πεπόνι - απεργία χωρίς προσωπικό ασφαλείας, η τροπολογία δεν πέρασε.
Την ίδια ώρα την Βουλή φύλαγαν άθλια αμειβόμενοι αστυνομικοί που με το νομοσχέδιο γινόντουσαν ακόμα φτωχότεροι. Τι θα γινόταν αν έκαναν λευκή απεργία και άφηναν τους διαδηλωτές να μπούν μέσα στη Βουλή; Τα σύνορα της χώρας τα φύλαγαν αξιωματικοί που το γλίσχρο εισόδημά τους γινόταν ακόμα μικρότερο. Γιατί δεν σκέφτηκαν να κάνουν λευκή απεργία; Τους πολίτες, άγρυπνοι φρουροί, προστάτευαν χαμηλόμισθοι πυροσβέστες που ξενυχτούσαν χωρίς επιπλέον αμοιβή- αντίθετα, το βράδυ αυτό έχαναν κι άλλα χρήματα. Τι απόφαση θα έπαιρναν τα δικαστήρια αν έκαναν κι αυτοί λευκή απεργία;
Στη διάρκεια της ίδια νύχτας έχαναν κι άλλο ένα κομμάτι από τον χαμηλό μισθό τους οδηγοί του ΕΚΑΒ, νοσηλευτές, τραυματιοφορείς, τεχνολόγοι νοσοκομείων, γιατροί του ΕΣΥ, νυχτοφύλακες, νυχτερινές βάρδιες δημοσίων υπηρεσιών, ένας μεγάλος αριθμός εργαζομένων του κράτους που είχαν πολύ περισσότερους λόγους να αντιδρούν από τους δικαστικούς και τους υπαλλήλους της Βουλής. Οι περισσότερες από αυτές τις κατηγορίες απεργούσαν χτές. Αλίμονο, λογικό και αναμενόμενο. Τα εισοδήματά τους για πολλοστή φορά δεχόντουσαν βάναυση περικοπή. Καμία άλλη ομάδα όμως δεν αποφάσισε παράνομες κινητοποιήσεις. Άλλωστε οι δικαστές θα τις έβγαζαν παράνομες και καταχρηστικές. Καμία δεν σκέφτηκε να απεργήσει χωρίς να μεριμνήσει για προσωπικό ασφαλείας.
Θέλω να πω ότι είναι αυτονόητο το δικαίωμα των εργαζομένων να αντιδρούν όταν αισθάνονται ότι θίγονται τα συμφέροντά τους. Αρκεί αυτό να γίνεται εντός του πλαισίου του νόμου και εντός του κοινωνικού συμβολαίου. Πολλοί από αυτούς έχουν κάθε λόγο να επικαλούνται επιχειρήματα ανάλογα των δικαστικών. Οι γιατροί του ΕΣΥ δεν έχουν χαμηλότερης ευθύνης καθήκοντα. Οι πανεπιστημιακοί δεν έχουν λιγότερα προσόντα. Όλοι ανεξαιρέτως θίγονται περισσότερο από τους δικαστικούς αλλά κινητοποιούνται σε συνάρτηση και συντονισμό με την υπόλοιπη κοινωνία. Οι δύο κατηγορίες εργαζομένων που αναφέρω μοιάζουν να κινούνται σε ένα σύμπαν διαφορετικό από το δικό μας. Σαν να μην καταλαβαίνουν πόσο πολύ έχουν ευνοηθεί τα προηγούμενα χρόνια σε σχέση με τους υπόλοιπους, σαν να νιώθουν τώρα ότι αυτό που συμβαίνει γύρω τους αφορά όλους τους άλλους εκτός από τους ίδιους.
 

Τετάρτη 7 Νοεμβρίου 2012

ΚΑΘΕ ΤΟΙΧΟΣ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΠΟΡΤΑ ΕΞΟΔΟΥ...

Του Νίκου Γ. Ξυδάκη
 
«Ενας σοφός της Ανατολής παρακαλούσε κάθε φορά τη θεότητα στην προσευχή του να τον απαλλάξει από το να ζήσει σε μια ενδιαφέρουσα εποχή. Επειδή εμείς δεν είμαστε σοφοί, η θεότητα δεν μας απάλλαξε κι έτσι ζουμε σε μια ενδιαφέρουσα εποχή. Εν πάση περιπτώσει, η εποχή μας δεν αφήνει περιθώριο να αδιαφορήσουμε γι’ αυτήν». Εγραφε ο Καμύ.
Η εποχή μας είναι ενδιαφέρουσα, τόσο που μας γεμίζει φόβο, μας ωθεί με σφοδρότητα στη νοσταλγία του παρελθόντος, της αδιάφορης, αμέριμνης εποχής. Η ζωή κυλάει σαν βράχος πάνω μας, βαριά, αργή, συνθλίβουσα. Αγνώριστη, φέρουσα καταπλήξεις και πλήγματα, καταθλίβουσα. Και όσο κι αν μελαγχολείς, αυτή κυλάει, ποτάμι ορμητικό φουσκωμένο κι εσύ κλαράκι· μόνο αν αφεθείς έχεις ελπίδα να γλιτώσεις. Ανασύρεις από τα προ κρίσεως χρόνια, μια μελαγχολική στάση, καθώς αργόσβηνε μια εποχή, ήταν 2005:
«Είσαι ένα κλαράκι, μπορεί κομψό, κι ανθεκτικό ίσως, μα κλαράκι – και αρμενίζεις ανεξέλεγκτα στα νερά του ποταμού. Οσο πιο νέος, τόσο πιο χαρίεν το κλαράκι, τόσο πιο παιγνιώδες το αρμένισμα, οι πτώσεις στον καταρράκτη, οι προσκρούσεις στις όχθες. Οσο μεγαλώνεις, οι πτώσεις πονάνε, δυσκολεύεσαι να κρατήσεις το κεφάλι έξω απ’ το νερό, η ανάσα λιγοστεύει. Το ποτάμι, θολό. Το ποτάμι, ο χρόνος. Σε διαπερνά το πέρας, αισθάνεσαι ότι η ροή κάπου τελειώνει για σένα, σε περιμένει η εκβολή, στο σχεδόν ορατό βάθος περιμένει η θάλασσα.»
Είμαστε σε θάλασσα τώρα, φουρτουνιασμένη. Ολες οι καταιγίδες, σαν μία, δέρνουν το γυμνό κλαράκι. Πίσω από το αμήχανο μουρμουρητό του 2005, ακούω απόηχους προπατόρων, τον Διονύση Σαββόπουλο και πίσω κι απ’ αυτόν, τον Μανόλη Αναγνωστάκη και τον Αρη Αλεξάνδρου:
 
«Η ζωή αλλάζει δίχως να κοιτάζει / τη δική σου μελαγχολία / κι έρχεται η στιγμή για ν’ αποφασίσεις / με ποιους θα πας και ποιους θ’ αφήσεις» (Δ. Σ., «Οι παλιοί μας φίλοι»).
 
«Το θέμα είναι τώρα τι λες / Καλά φάγαμε καλά ήπιαμε / Καλά τη φέραμε τη ζωή μας ώς εδώ / Μικροζημιές και μικροκέρδη συμψηφίζοντας // Το θέμα είναι τώρα τι λες» (Μ. Α., «Ο στόχος»).
 
«Θα σκοντάφτεις και θα πέφτεις εδώ μες στα χαλάσματα / χαράζοντας γραμμές / εδώ θα επιμένεις δίχως βία / χωρίς ποτέ να καταφύγεις στη βολική απόγνωση / ποτέ στην περιφρόνηση» (Α. Α., «Θα επιμένεις»).
 
Κρατάω αυτό: «Χωρίς ποτέ να καταφύγεις στη βολική απόγνωση / ποτέ στην περιφρόνηση». Ταιριάζει στη δική μας περίσταση· να μη γείρεις ούτε στη μια ούτε στην άλλη βολική εκδοχή, να μην παραδοθείς στις ευκολίες της θρηνωδίας ή του μίσους.
Δεν ακούς τέτοια στις τηλεοράσεις και στα Ιντερνετ, ούτε στους δρόμους. Ο δημόσιος χώρος πλημμυρίζει απόγνωση και περιφρόνηση, θλίψη, βαναυσότητα. Κεντάνε το πετσί μας. Παρ’ όλ’ αυτά, η ζωή δεν είναι μόνο αυτά, η ζωή ανθεί στα κρίσιμα διάκενα, ακόμη και τώρα. Ανατρέχω στον παντοτινά προσφιλή Αλμπέρ Καμύ, τον συντοπίτη μας της Μεσογείου, με την αγράμματη μάνα που τον έφτασε στο Νομπέλ. Πριν από περίπου μισόν αιώνα, το 1957, παραλαμβάνει το μεγάλο βραβείο και λέει στους συγκαιρινούς του, τους ανθρώπους που έζησαν ολοκληρωτισμούς, γενοκτονίες και πολέμους:
«Μπορούμε πάντα να αντιτάξουμε στην παρούσα κατάσταση τον θρήνο των ανθρωπιστών, να γίνουμε αυτό που ο Στέφαν Τροφίμοβιτς στους “Δαιμονισμένους” θέλει πάση θυσία να γίνει: η ενσάρκωση της μομφής. Μπορούμε να φτάσουμε, επίσης, σε εξάρσεις κοινωνικής θλίψης, όπως ο εν λόγω ήρωας. Αλλά η θλίψη αυτή δεν θα αλλάξει καθόλου την πραγματικότητα».
Ανάμεσα στη μομφή και τη θλίψη, λοιπόν, στο μίσος και στην αυτοκατάργηση. Τι αντιπροτείνει ο Καμύ;
«Κάθε τοίχος είναι μία πόρτα εξόδου, λέει σωστά ο Εμερσον. Ας μην ψάχνουμε αλλού την πόρτα εξόδου παρά στον τοίχο όπου είμαστε στριμωγμένοι. Αντιθέτως, ας αναζητήσουμε την ανάπαυλα εκεί όπου βρίσκεται, δηλαδή στο κέντρο της μάχης. Γιατί, κατ’ εμέ εκεί βρίσκεται. Οπως έχει ήδη ειπωθεί, οι μεγάλες ιδέες έρχονται αθόρυβα στον κόσμο σαν πάτημα περιστεράς. Αν τείνουμε ευήκοον ους, ίσως αφουγκραστούμε, λοιπόν, σαν απαλό θρόισμα φτερών εν τω μέσω της βοής αυτοκρατοριών και εθνών, τον τερπνό σαματά της ζωής και της ελπίδας. Αλλοι θα πουν ότι αυτή την ελπίδα τη φέρνει ένας λαός· άλλοι, ένας άνθρωπος. Πιστεύω, αντιθέτως, ότι αυτή η ελπίδα υποκινείται, αναπτερώνεται και συντηρείται από χιλιάδες μοναχικούς, η δράση και το έργο των οποίων αναιρούν καθημερινά τα σύνορα και τα πιο χονδροειδή προσχήματα της Ιστορίας, ώστε να λάμψει φευγαλέα η αενάως απειλούμενη αλήθεια που ο καθένας τρέφει, μες στις πίκρες και τις χαρές του, για το καλό όλων».
 
 

Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2012

ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΗ ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗ ΤΕΛΕΙΩΝΕΙ ΚΑΙ ΤΟ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑ ΤΗΣ

Αυτό που ζούμε σήμερα είναι τα αποτελέσματα της εφαρμογής ενός τριανταοκτάχρονου μεταπολιτευτικού πολιτικοκοινωνικού μοντέλου. Οι υπεύθυνοι πολιτικοί ερίζουν γύρω από τις αιτίες των συνεπειών που κτυπούν σαν τυφώνας σήμερα τη χώρα και το λαό και προσπαθούν....να ρίξουν τις ευθύνες οι μεν στους δε,εκτός από αυτούς τους ίδιους. Κανένας κομματάνθρωπος όμως δεν μιλάει για την πραγματική αιτία του προβλήματος. Η πραγματική αιτία δεν είναι οικονομική, ούτε κάν πολιτική. Είναι δυστυχώς πολιτειακή.Το τέλος της εφτάχρονης δικτατορίας σηματοδότησε και το οριστικό τέλος του απαρχαιωμένου θεσμού της βασιλείας για την Ελλάδα. Τη θέση της βασιλευόμενης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας πήρε η προεδρευόμενη κοινοβουλευτική δημοκρατία. Στην πραγματικότητα η μόνη ουσιαστική αλλαγή που έγινε ήταν να αντικατασταθεί ο θεσμός της βασιλείας με τον άνευ ουδεμιάς θεσμικής βαρύτητας θεσμό του Προέδρου της Δημοκρατίας (λόγω του τρόπου εκλογής του και της έλλειψης αρμοδιοτήτων). Το αποτέλεσμα ήταν να γίνει ο απόλυτος εξουσιαστής – πρωθυπουργός της χώρας σε ένα μονοπρόσωπο πολίτευμα, ο εκάστοτε κομματικός αρχηγός του σχετικά πλειοψηφούντος (λόγω εκλογικού νόμου) κόμματος.
Απόλυτος λοιπόν άρχων ένας αναλώσιμος κομματικός αρχηγός (με την έπαρση της ισόβιας επανεκλογής), εκπροσωπώντας ένα κόμμα μειοψηφίας στο λαό. Αποτέλεσμα αυτού ήταν να αποκοπεί η πολιτική από το λαό, να γιγαντωθεί η πολιτικοοικονομική διαπλοκή και να περιέλθει η πολιτική τάξη σε ομηρία κρατικοδίαιτων παρασίτων. Το κράτος και τα κρατικά ταμεία χρησιμοποιούνται ως κομματικά λάφυρα και η κοινωνία σπρώχνεται εντελώς έξω από την πολιτική και τον έλεγχο του πολιτικού συστήματος ιδιωτεύοντας και αντιγράφοντας τη διαφθορά της πολιτικοοικονομικής διαπλοκής. Σήμερα η κοινωνία οδηγείται στην εξαθλίωση προκειμένου να αντληθούν χρήματα από τις περιουσίες των πολιτών για να διασωθούν και να επιβιώσουν τα κρατικοδίαιτα παράσιτα και να ικανοποιηθούν οι έξωθεν προστάτες τους, διατηρώντας στο ακέραιο και την εξουσία τους.
Δεν υπάρχει πλέον θεσμός να αντιδράσει. Θεσμός να μας σώσει. Η κυβέρνηση και η κυβερνητική πλειοψηφία στη Βουλή είναι στρατευμένοι λόχοι κάτω από τις διαταγές του κομματικού αρχηγού. Η Δικαιοσύνη ανακαλύπτει τώρα ότι θυσιάζεται μαζί με τον υπόλοιπο λαό, γιατί τόσα χρόνια δεν όρθωσε το ανάστημα που έπρεπε, αλλά και ούτε μπορούσε επί της ουσίας, λόγω του διορισμού της ηγεσίας της από τον κομματικό αρχηγό. Το Ελεγκτικό Συνέδριο κρίνει τις διατάξεις για το συνταξιοδοτικό αντισυνταγματικές,αλλά ο κομματικός αρχηγός αδιαφορεί. Πριν λίγες ημέρες απορρίφθηκαν από τη Βουλή δύο διατάξεις, αλλά ο κομματικός αρχηγός τις επαναφέρει και απειλεί τους βουλευτές με διαγραφή. Τόσο σοβαρά μέτρα που εξοντώνουν έναν ολόκληρο λαό περνούν στη Βουλή με ένα μόνο άρθρο, γιατί αυτό επέλεξε ο κομματικός αρχηγός. Πουθενά στο Σύνταγμα δεν υπάρχουν ασφαλιστικές δικλείδες που θα περιόριζαν την απολυταρχική εξουσία του κομματικού αρχηγού – πρωθυπουργού. Η προστασία του Συντάγματος αφήνεται με το άρθρο 120 στους πολίτες, αλλά με τέτοιες προϋποθέσεις που ουσιαστικά ακυρώνουν τους ίδιους τους πολίτες.
Η χώρα μας λοιπόν αντιμετωπίζει σοβαρό πολιτειακό πρόβλημα και όσοι δεν θέλουν να το δουν σπρώχνοντας το κεφάλι τους μέσα στις κομματικές άμμους, κάνουν κακό σε ολόκληρο το λαό. Τα δημόσια ταμεία έχουν αδειάσει. Ας "ξελαμπικάρουν" επιτέλους έστω τώρα. Τέλος της μεταπολίτευσης χωρίς να τελειώσει και το πολίτευμά της δεν νοείται.
Αυτό λοιπόν το ολοκληρωτικό πολίτευμα πεθαίνει τώρα μαζί με όλο τον μεταπολιτευτικό πολιτικό εσμό που αυτό γαλούχησε και πλούτισε. Πανικόβλητοι φθαρμένοι πολιτικοί αναζητούν σανίδα σωτηρίας στα χρήματα της τροϊκας και περιφέρονται από κόμμα σε κόμμα ή σχεδιάζουν να ιδρύσουν νέα κόμματα, υποσχόμενοι στα συμφέροντα που τους στήριζαν ότι μπορούν ακόμα να προασπίσουν τα ίδια συμφέροντα. Αλλά είναι ήδη πολύ αργά για πολλούς από αυτούς.
Ήρθε η ώρα να επαναχαράξουμε τις σχέσεις κοινωνίας και πολιτικής. Ήρθε η ώρα να μπει η ίδια η κοινωνία στην πολιτική. Να πάρει η ίδια η κοινωνία τον απόλυτο έλεγχο της εξουσίας.
 

Σάββατο 3 Νοεμβρίου 2012

ΤΟ ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑ ΤΟΥ ΦΟΒΟΥ

Του Μανώλη Δημελλά
 
Έπειτα ακολούθησαν το κοπάδι τα υπόλοιπα μίζερα δίποδα, είδαν πως δεν υπήρχαν άλλες επιλογές, ο ουρανός όλο και έκλεινε, αφήνοντας μικρά ξέφωτα πέρα, μακριά, πάνω από τον ορίζοντα, καταμεσίς στην ολόμαυρη θάλασσα.
Κοίταξα στα μάτια τον διπλανό μου, ένα ξεμαλιασμένο και μισοδιαλυμένο ανθρωποειδή, μετανάστης από μακρινό πλανήτη ή άπλυτος και πεινασμένος γείτονας.
Δεν κατάλαβαινα λέξη από το μισοχαλασμένο επαναλαμβανόμενο μήνυμα που ψέλλιζαν τα σωθικά του.
Συνέχισαμε μαζί καμώνοντας τους γνωστούς, μια διαλυμένη τηλεόραση, μας προσπέρασε βιαστικά. Όλες οι κατάρες έπεφταν πάνω στην τηλεόραση,εκείνο το ανοιχτό κονσερβοκούτι που έπλεκε αγκαθωτά συρματοπλέγματα τις λέξεις, όλο και πιο πολύ, έκανε την πτώση πιθανότητα, δεν ήθελε μαγκιά ή ειδικές ικανότητες, όλα κολλημένα στην λάσπη όπως είναι, γινόταν πιο εύκολα γλοιτσιασμένο κλάμα.
Ήταν μια παλιά συσκευή, που δεν άντεξε το κάψιμο του ψέμματος, τάγκιαζαν τα κυκλώματα της στο ξύδι, ενώ δεν σταματούσαν, ξέρναγαν συνεχώς κύματα.
Συνεχίσαμε το βήμα, άνοιξε πιο γρήγορα τώρα, κατηφόρα, ελάχιστα εμπόδια έκλειναν το δρόμο προς τον πάτο, όσο πιο κάτω τόσο πιο ανοιχτό το πεδίο, τόσο περισσότερα ραδιοκύματα κατέληγαν στα σωθικά και μας χάριζαν μια ευχάριστη ηδονή καταστροφής.
Θα φτάναμε στην τέλος μα ένας μικρός περαστικός φοίνικας, εκείνο το παράξενο πουλί που έπαψε από αιώνες να πετά, έπεσε λιποθύμησε, με τσαλακωμένα τα χρυσά φτερά του, ακριβώς μπροστά μας, μάλλον από ανία, δεν έχει τι να κάνει,σκέφτηκα, μα μας πρόλαβε:
<   -Έχετε λίγο χρόνο να σας κάμω την ιστορία μου;
Πρίν προλάβουμε να απαντήσουμε, όχι θα λέγαμε, φυσικά όχι, ποιός τρελός θα ασχολιόταν τέτοιες περίφημα μαύρες μέρες, με ανύπαρκα πτηνά, άρχισε στριγγλίζοντας, βγάζοντας κίτρινους αφρούς από την μύτη, κοκκίνιζαν και τα ψιλά σαν χάντρες μάτια του, ξεκίνησε, τρώγοντας μερικά σύμφωνα, την ιστορία του:
     -Ήμουν ψηλά, είχα αρχίσει να πετώ, μάθαινα, όταν κατάλαβα πως δεν είχα φτερά και ήταν όλα ένα παραμύθι του μυαλού, όλα ήταν κατασκευάσμενα και τώρα, μόλις που τα κατάφερα,προσγειώθηκα στην ραδιενεργή ανοησία της επιφάνειας, εδώ, στον αφιλόξενο πλανήτη μας.
Θέλω να σας προλάβω η λύση δεν είναι στην θάλασσα, δεν είναι διέξοδος το νερό, τώρα που τα κάναμε όλα μούσκεμα σκοπός είναι να στεγνώσουμε, όχι να περιμένουμε εξαγνισμούς από το μούλιασμα.
Αν πάμε προς τα μέσα,προς το κέντρο, κάτω από την επιφάνεια, σίγουρα θα κρυφτούμε, θα θάψούμε τους φόβους μας, θα ακουστεί ο αντίλαλος μας δυνατά μέσα στα αυτιά μας.Έτσι θα ζήσουμε το πρόβλημα και που ξέρεις ίσως να κάνουμε και τον καρκίνο κολλητό φίλο.
Η συσκευή τηλεόρασης άρχισε να προβάλει είδωλα, εκνευρισμένη όπως ήταν έχασε τον έλεγχο, έπαιζε συχνότητες από το μακρινό παρελθόν, μας φόβισε με σκιές που κουνούσαν δάχτυλα φορόντας μακριές κουκούλες, κάπου είδαμε όλοι τους πατεράδες μας.
Το ανθρωποειδές κοιτούσε αριστερά και δεξιά, ξεκουρδισμένο όπως ήταν κλώτσησε,αποτυχημένα, στο αέρα, κάνοντας τον φοίνικα να χασκογελάει, κανείς δεν ήθελε να συγκρουστεί με τους πρώτους πρώτους φόβους του, κανείς δεν ήθελε να αποφύγει το μοιραίο που τον πλημμύριζε παράξενη γαλήνη.
Γύρισα τον μεταφραστή που είχα κρεμασμένο στο στέρνο μου, μίλησα, μπορούσα να μιλήσω στην γλώσσα του κωφάλλαλου κοντοπίθαρου πτηνού που δεν μπορούσε να πετάξει.
   -Θέλουμε τους φόβους μας, μια ζωή δώσαμε για να έχουμε φόβους, κάτι να αγκαλιάζουμε την νύχτα και να τρέμουμε, κάτι να μην μας αφήνει ρούπι από τις πιο απόκρυφες εικόνες του ανύπαρκτου υποσυνείδητου μας.
Ακολούθα λοιπόν, ίσα,ευθεία για την θάλασσα, εκεί, βλέπεις, κοίτα μπριλομάτικο πουλί, εκεί κάτω, που το κύμα πνίγει τους μεγάλους βράχους;
Εκεί θα πάμε, μέσα του, θα μπούμε, έχουμε ανάγκη από αυτό το ξέπλυμα. Α, το πιο καλό είναι πως δεν ξέρουμε ούτε μπάνιο, ούτε να κολυμπάμε μάθαμε ποτέ, έτσι σίγουρα θα πνιγούμε,γλύτωνοντας μια και καλή τον υπόλοιπο κόσμο από τα μεγαλεία, τα αγάλματα του τρόμου μας.
Αέρας πέρασε, τρύπησε τα τσίγκινα σωθικά μας, δεν ήταν άνεμος, ευχαριστημένος ο φύλακας άγγελος μας, ο φόβος, έδωσε μια υγρή νότα, μια γλυψιά,ένα τρυφερό φιλί στο έσω σύστημα μας. Προχωρήσαμε αγνοόντας τα άφτερα πετούμενα, έχουμε άλλο προορισμό εμείς, άλλη καριέρα σιγοχτίζουμε, δεν θα μας την γκρεμίσουν έτσι άδοξα κατώτεροι Θεοί.
 

Πέμπτη 1 Νοεμβρίου 2012

ΔΥΟ ΛΙΣΤΕΣ, ΜΙΑ ΑΡΧΗ

Του Γιάννη Βαρουφάκη
 
Όταν το κράτος, επί υπουργίας Χρυσοχοΐδη, άρχισε να δημοσιοποιεί ονόματα και φωτογραφίες εκδιδόμενων μεταναστριών που είχε αποδειχτεί ότι φέρουν τον ιό του HIV, θεώρησα πως επρόκειτο για πράξη ειδεχθή.
Μάλιστα, κατέβαλα κάθε προσπάθεια να πολεμήσω με όλες μου τις δυνάμεις τη δημοσιοποίηση εκείνης της λίστας (με καταγγελία του γεγονότος στα διεθνή ΜΜΕ). Το επιχείρημα ότι η εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος επικρατεί επί του δικαιώματος των συγκεκριμένων γυναικών στον μη διασυρμό μέσω Διαδικτύου με έφερε στα πρόθυρα της απόγνωσης.
Από την άλλη μεριά, όταν το «Hot Doc» του Κώστα Βαξεβάνη δημοσιοποίησε τη λίστα Λαγκάρντ, επικαλούμενο την εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος(το οποίο, σύμφωνα με το περιοδικό, επικρατεί επί του δικαιώματος των συμπολιτών μας που περιλαμβάνονται στη λίστα αυτή), χειροκρότησα κι έσπευσα να δηλώσω τη συμπαράστασή μου στον δημοσιογράφο αμέσως μετά τη διώξή του. Το ερώτημα λοιπόν τίθεται: πώς στη μία περίπτωση (εκείνη της λίστας Λαγκάρντ) κρίνω ότι το δημόσιο συμφέρον (που απαιτεί δημοσιοποίηση) κυριαρχεί επί του δικαιώματος μιας λίστας ατόμων να μη δημοσιοποιούνται προσωπικά τους δεδομένα, ενώ στην άλλη περίπτωση (εκείνη των ιερόδουλων φορέων του AIDS) κρίνω ότι ισχύει το ακριβώς αντίθετο; Είμαι ανακόλουθος και ασυνεπής; Ή μήπως διαφέρει ουσιαστικά η μία περίπτωση από την άλλη; Για να γράφω αυτό το άρθρο, προφανώς και θεωρώ ότι, πράγματι, οι δύο περιπτώσεις, αν και φαινομενικά όμοιες, διαφέρουν όπως η νύχτα με τη μέρα.
Η βασική διαφορά μεταξύ των δύο περιπτώσεων εστιάζεται στον «δρώντα» πίσω από τη δημοσιοποίηση. Στη μία περίπτωση, ο «δρων» είναι το κράτος. Στη δεύτερη, είναι ο Τύπος, η τέταρτη εξουσία. Θα ρωτήσετε: δύο μέτρα και δύο σταθμά; Δικαιούται ο Τύπος να προβαίνει σε πράξεις που είναι απαράδεκτες για το κράτος; Βεβαίως! Δύο εξουσίες (Τύπος και κράτος), δύο διαφορετικές λειτουργίες επί μίας, κοινής όμως αρχής. Της αρχής ότι, στο όνομα μιας φιλελεύθερης κοινωνίας, το κράτος δεν δικαιούται να κάνει κάποια πράγματα, τα οποία ο Τύπος όχι μόνο δικαιούται αλλά επιβάλλεται να πράξει! Ας τα πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή.
Σε μια φιλελεύθερη δημοκρατία είμαστε υποχρεωμένοι να φοβόμαστε την εξουσία του κράτους – να θέτουμε συνεχώς το ερώτημα που προκύπτει από την Πολιτεία του Πλάτωνα και ύστερα: «Ποιος θα μας προστατεύσει από την τεράστια εξουσία των κρατικών λειτουργών, στους οποίους η κοινωνία εμπιστεύεται την προστασία μας;». Ακριβώς λόγω αυτού του σημαντικού φόβου, οι δυτικές κοινωνίες διαχώρισαν τις εξουσίες. Με στόχο τον έλεγχο της εξουσίας των κρατούντων πάνω στις ζωές μας, η εκτελεστική εξουσία, π.χ. ο υπουργός Δικαιοσύνης, δεν δικαιούται να αποφαίνεται επί της ενοχής ή της αθωότητας ενός κατηγορουμένου και, παράλληλα, η δικαστική εξουσία δεν επιτρέπεται να κρίνει αν ένας νόμος που πέρασε η Βουλή πρέπει ή όχι να εφαρμόζεται. Την ίδια στιγμή, οι φιλελεύθερες κοινωνίες κατανοούν βαθιά πως αυτός ο διαχωρισμός των εξουσιών είναι δώρον άδωρον, όταν οι πολίτες παραμένουν νυχτωμένοι για θέματα που τους αφορούν και τα οποία κρίνουν τη λειτουργία του πολιτεύματος και της δημοκρατίας. Εκεί υπεισέρχεται η λειτουργία της ελευθεροτυπίας – ο ρόλος του ανεξάρτητου δημοσιογράφου που καλείται να κρίνει τι δημοσιοποιεί και τι όχι.
Όταν το 1971 o Daniel Ellsberg αποφάσισε να στείλει τα λεγόμενα «Ντοκουμέντα του Πενταγώνου» στους «New York Times», ο αρχισυντάκτης γνώριζε ότι ο Ellsberg είχε φωτοτυπήσει εντελώς παράνομα τις χιλιάδες εκείνες σελίδες και πως η δημοσίευσή τους παραβίαζε τους νόμους του κράτους περί κατασκοπείας και μυστικών κρατικών εγγράφων. Τόσο ο αρχισυντάκτης των «Times» όσο και ο Ellsberg έκριναν ότι άξιζε τον κόπο, από τη μεριά του δημόσιου συμφέροντος, να παραβιάσουν εκείνους τους νόμους και να θέσουν τον εαυτό τους σε κίνδυνο φυλάκισης για την εξυπηρέτηση ενός υψηλότερου αγαθού. Αυτό είναι το δίλημμα του δημοσιογράφου. Δεν τον θέτει υπεράνω του νόμου. Η κοινωνία θα κρίνει αν η επιλογή του να παραβιάσει τον νόμο τελικά ήταν προς το συμφέρον της. Εκείνη θα κρίνει, παράλληλα με τη δικαστική εξουσία, αν η επιλογή μιας δημοσιοποίησης, που εκθέτει προσωπικά δεδομένα κάποιων σε δημόσια θέα (όπως πάντα συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις – π.χ. οι διαρροές των Wikileaks), δικαιολογείται, και θα τον ανταμείψει ανάλογα, είτε με την κατακραυγή είτε με τη δικαίωση. Αντίθετα, το κράτος δεν δικαιούται σε καμία των περιπτώσεων να παραβιάσει τους δικούς του νόμους, να βάλει στην πλάστιγγα τα ατομικά δικαιώματα από τη μία μεριά και το δημόσιο συμφέρον από την άλλη, να αποφανθεί (ως εκτελεστική εξουσία) ότι το νόμιμο δικαίωμα του ενός ακυρώνεται από τα συμφέροντα των πολλών.
Υπό αυτό το πρίσμα, οι δύο περιπτώσεις (λίστα Λαγκάρντ και λίστα φορέων του HIV) είναι πράγματι εντελώς διαφορετικές. Το κράτος δεν είχε το δικαίωμα να δημοσιοποιήσει ούτε τη μία λίστα ούτε την άλλη. Αντίθετα, είχε την υποχρέωση να δράσει, σεβόμενο τα δικαιώματα των εμπλεκόμενων ατόμων, με γνώμονα το δημόσιο συμφέρον. Στην περίπτωση της λίστας Λαγκάρντ, έπρεπε (όπως όλοι μας γνωρίζουμε) να τη χρησιμοποιήσει παρασκηνιακά, πίσω από τα φώτα της δημοσιότητας, αλλά άμεσα και αποτελεσματικά (όπως έκανε το ισπανικό ή το γαλλικό κράτος), για να διασταυρώσει στοιχεία, να κάνει νόμιμους ελέγχους για να δει αν κάποιο από αυτά τα άτομα είχε τη φωλιά του λερωμένη με στοιχεία τα οποία μπορούν νόμιμα να παρουσιαστούν στο δικαστήριο. Στην περίπτωση των ιερόδουλων με HIV, είχε ιερή υποχρέωση να διαφωτίσει τους πελάτες τους ότι η χρήση προφυλακτικών είναι πάντα θέμα ζωής και θανάτου ανεξάρτητα από το εάν ο παροχέας σεξουαλικών υπηρεσιών βρίσκεται ή όχι σε κάποια λίστα και, παράλληλα, να προσφέρει σε αυτές τις γυναίκες περίθαλψη, θαλπωρή, βοήθεια – όχι αστυνομική βία και διαπόμπευση μέσω της διαδικτυακής δημοσιοποίησης των φωτογραφιών τους.
Στρεφόμενος τώρα στους δημοσιογράφους, και στις δύο περιπτώσεις προκύπτει ένα δίλημμα. Έστω ότι έχουν στα χέρια τους και τις δύο λίστες (Λαγκάρντ και φορέων του ιού HIV): τις δημοσιεύουν ή όχι, δεδομένου ότι παραβιάζουν τα προσωπικά δεδομένα και τον νόμο που τα καλύπτει; Εκείνοι πρέπει να κρίνουν αν το γενικό συμφέρον υπερτερεί του δικαιώματος αθώων ανθρώπων (καθώς όλοι είναι αθώοι μέχρι της αποδείξεως του εναντίου στο δικαστήριο) να κρατήσουν τα ονόματά τους μακριά από τη δημοσιότητα, να κρίνουν αν θα βάλουν τον εαυτό τους στο στόχαστρο του εισαγγελέα. Αυτή είναι η δουλειά του δημοσιογράφου. Η δουλειά του ή της δημοσιογράφου σε καμία περίπτωση δεν είναι να αποφανθεί για την αθωότητα ή ενοχή των ατόμων που συμπεριλαμβάνονται στη λίστα. Δουλειά τους είναι να κρίνουν αν αξίζει τον κόπο η παραβίαση του νόμου και της αρχής της ιδιωτικότητας με τη δημοσιοποίηση.
Στη μια περίπτωση, μια υποθετική απόφαση της δημοσιοποίησης από δημοσιογράφους της λίστας των φορέων του HIV θα ήταν ανόητη και γι’ αυτό και αποκρουστική, καθώς, όποιος πιστεύει ότι έτσι εξυπηρετείται το συμφέρον των πελατών των ιερόδουλων, απλώς δεν κατανοεί το συμφέρον τους (και το πόσο σημαντικό είναι να θεωρούν ότι ο ιός ελλοχεύει σε κάθε «συνάντησή» τους, ανεξάρτητα από το εάν η/ο παροχέας βρίσκεται σε κάποια λίστα ή όχι). Στην άλλη περίπτωση, π.χ. εκείνη του Ellsberg, των Wikileaks και τώρα του Κώστα Βαξεβάνη, η δημοσιοποίηση της λίστας αποτελεί συνεισφορά σε έναν δημόσιο διάλογο που, στην πρόσφατη περίπτωση, έχει εγκλωβιστεί στο αδιέξοδο που προκάλεσε η αναλγησία δύο υπουργών Οικονομικών, του ΣΔΟΕ, ολόκληρου του συστήματος που έπρεπε να έχει κινητοποιηθεί και επέλεξε να μην το κάνει.