Κυριακή 24 Ιουνίου 2012

ΠΡΟΣΕΧΩΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

Του Ιωάννη Παπαναγιώτου
  
Πότε θα γίνει η επανάσταση του αυτονόητου;
Εγώ δεν ξέρω. Μήπως τυχών γνωρίζεις εσύ;


Είναι η μόνη που μπορεί να μας βγάλει κάπου καλύτερα. Κάθε άλλη θα μας έκανε να υποφέρουμε, εμάς του χορτασμένους εννοώ. Μην ψαρώνετε από τον ρομαντισμό του όρου και της έννοιας. Η επανάσταση δεν είναι παίξε γέλασε.
Οι άνθρωποι που μοιάζουν να έχουν βρει τη χρυσή τομή θα αποτελούν πάντοτε μειοψηφία. Έτσι τουλάχιστον συμβαίνει από την εποχή των δεινοσαύρων. Το ιστορικό δείγμα είναι αρκετά μεγάλο, οπότε μπορούμε να διατυπώνουμε με σχετική ασφάλεια, απόψεις επί του θέματος.
Οι ισορροπημένοι αποφεύγουν τις επαναστάσεις όπως ο δράκουλας το σκόρδο ή η Παπαρήγα τις γόβες στιλέτο. Οι ισορροπημένοι προτιμούν μια βόλτα στη φύση, στη βιβλιοθήκη, ενίοτε και στο νεκροταφείο αλλά όχι στο πεδίο της σύγκρουσης. Ο άνθρωπος που έχει ηρεμία στο κρανίο του, θα εκφράσει την δυσαρέσκειά του πολιτισμένα και θα υπομείνει καρτερικά. Ξέρει ότι τα πράγματα είναι λάθος αλλά παράλληλα γνωρίζει ότι οι κοινωνίες, οι θεσμοί , η φύση, η ζωή, υπακούουν σε έναν δικό τους, διαφορετικό εσωτερικό ρυθμό ο οποίος είναι για αυτόν άγνωστος. Όσο πιο πολύ εκβιάζεις τα πράγματα, τόσο πιο έντονα θα αντιδρά ο περίγυρος. Απλή Φυσική.
Αυτοί που επαναστατούν είναι οι αδικημένοι και το κάνουν γιατί δέχονται την πίεση, ημών των από πάνω. Κατόπιν επαναστατούμε οι ίσοι, λόγω συνωστισμού, για να γίνουμε λίγο πιο ίσοι. Δεν ξέρω αν το έπιασες το υπονοούμενο! Πάντως για να μην κατηγορηθώ για φυτό και βολεμένος, που μόνο αυτό δεν είμαι, δικαιολογώ οποιαδήποτε αντίδραση κάποιου αντικειμενικά καταπιεσμένου.
Αυτός είναι ο μηχανισμός που θέτει σε λειτουργία το άρμα της επανάστασης, το βαθύ και σκοτεινό αίσθημα της αδικίας. Το παράδοξο όμως είναι ότι ο φίλαθλος του Ολυμπιακού, ο κάτοικος του Μονακό, ο χρηματιστής της Wall Street, θα βρουν και αυτοί αφορμές να σου γκρινιάξουν για την άτιμη τη ζωή. Για να μην σου πω ότι ειδικά αυτοί, το έχουν αναγάγει σε τέχνη. Όλοι ανεξαιρέτως, πάντως, παλεύουμε με τα φαντάσματά μας, πάσχουμε από μανία καταδιώξεως, αυτό είναι γεγονός.
Η επανάσταση, αν με ρωτάς, ξεκινά από το εγώ και σπανίως από το εμείς. Οι άνθρωποι είναι συντηρητικοί ως προς τις υποχρεώσεις τους και επαναστάτες ως προς αυτές των άλλων, για αυτό άλλωστε επαναστατούμε πάντα απέναντι στον άλλο και ποτέ στο εγώ μας.
Σπάμε τα αυτοκίνητα, αλλά μόνο όσα δεν είναι δίθυρα, κόκκινα, Opel Ascona, 2000 κυβικών και μοντέλα του 1979, με λασπωτήρα και ηλιοροφή. Δεν ξέρω αν το κατάλαβες αλλά μόνο τις πινακίδες μου δεν σας έδωσα.
-Για το όνομα του θεού, όχι το δικό μου ρε παιδιά, είμαστε ομάδα!
- Εμείς είμαστε όμως από άλλη συνιστώσα, εμείς δεν σπάμε τα Fiat.
Η επανάσταση είναι μια υπέροχη περιπέτεια για όσους μπορούν να κερδίσουν κάτι από αυτή, για αυτό, πριν πέσεις με τα μούτρα, πρέπει να είσαι σίγουρος για το αν έχει ρεαλιστικές πιθανότητες επιτυχίας. Μέχρι να βεβαιωθείς όμως, πορεύσου προσεκτικά. Ο πετυχημένος επαναστάτης είναι ήρωας και γίνεται από αφίσα μέχρι και γραμματόσημο, για τον αποτυχημένο μην ρωτάς καλύτερα. Το λοιπόν, αν θες να είσαι με τους νικητές, καλύτερα να βρίσκεσαι στη σκιά και να είσαι αθόρυβος και αυτό γιατί κανείς ποτέ δεν θα ψάξει να σε βρει εκεί. Όλοι έχουν την εντύπωση πως οι επαναστάτες είναι αυτοί με τις μολότοφ και τα καδρόνια. Λάθος! Αυτοί είναι κάποιοι που μιμούνται κάποιους πραγματικούς επαναστάτες που έπαιξαν όμως σε προηγούμενα επεισόδια. Η κάθε νέα επανάσταση δεν είναι δυνατόν να αναπαράγει με τρόπο γραφικό συμπεριφορές, κουρέματα, ντυσίματα προηγούμενων εκτός και αν αποφασίσουμε πως αυτή είναι η στολή του επαναστάτη, κάτι σαν την στολή του Αρλεκίνου ή της Βασίλισσας του χιονιού.
Οι επαναστάτες δεν είναι αθλητές μεγάλων αποστάσεων. Ζουν την ανατροπή μέσα τους και την εκδηλώνουν ρεαλιστικά, στιγμιαία και καταλυτικά. Ξέρουν πως όσο σιγοβράζουν δεν επαναστατούν, απλά προετοιμάζονται.
Η νεοελληνική επανάσταση πλησιάζει αργά οδηγώντας τρίκυκλο. Την ακούς; Είναι η γαλλική που έφτασε με καθυστέρηση δυο αιώνων. Άργησε γιατί βρήκε κίνηση, γραφειοκρατία, κλειστά νοσοκομεία, σχολειά, μουσεία, αεροδρόμια, μπλόκα στις εθνικές και κυρίως αδιαφορία.
Σε μια επανάσταση, όπως και σε ένα άρθρο, εύκολο είναι να κάνεις την αρχή το δύσκολο όμως είναι να κατασκευάσεις το φινάλε και να υποκλιθείς με στυλ, χωρίς να φας τα μούτρα σου και να πεις: «Αυτό ήταν το πιστεύω μου». Το να ξέρεις από την αρχή που θα καταλήξεις είναι ακόμα πιο μεγάλη μαγκιά, δεν το συζητώ.
Λοιπόν, μια διαπίστωση και μια προτροπή για επιμύθιο.
Η θλιβερή διαπίστωση είναι ότι οι αδικημένοι που επαναστάτησαν, δεν μπόρεσαν ουδέποτε, από όσο ενθυμούμε, να ιδρύσουν μια μη καταπιεστική κοινωνία. Δεν ξέρω βέβαια να σας πω αν όφειλαν να το κάνουν. Το γεγονός όμως, πως κάποιες από τις επαναστάσεις, βελτίωσαν την προγενέστερη κατάσταση, δεν τους το αρνούμαι. Ακόμα και στο αξιολάτρευτο χωριό του Αστερίξ παντως, ο Κακοφωνίξ μια καταπίεση την υφίσταται. Τουλάχιστον, αυτή την εντύπωση μου έδινε η τελευταία σελίδα κάθε τεύχους. Κανείς καλλιτέχνης δεν αξίζει τέτοιας συμπεριφοράς, εμού συμπεριλαμβανομένου.
Όσο για την προτροπή, δεν θα μπορούσε να είναι άλλη από το: «Αδικημένοι όλου του κόσμου κάντε ότι σας κατέβει. Κανείς δεν πρόκειται να σας χαριστεί, όπως και κανείς χορτασμένος δεν μπορεί να σας σταματήσει. Εμού συμπεριλαμβανομένου».

Παρασκευή 22 Ιουνίου 2012

ΜΑΘΕ,ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ, ΓΡΑΜΜΑΤΑ

Της Κατερίνας Αγγελιδάκη

Άλλη μια εκλογική αναμέτρηση έφτασε στο τέλος της. Με αποτελέσματα που δείχνουν εν πολλοίς τον δρόμο που θα ακολουθήσει η χώρα για το επόμενο διάστημα. Κανείς δεν μπορεί να ξέρει για πόσο, όλοι μας ξέρουμε, όμως, ότι μετά τη μακρά και δύσκολη προεκλογική περίοδο κάθε κόμμα ξεχωριστά - μαζί και η αντιπολίτευση - θα κριθεί από την ικανότητά του να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων.
Εγώ όμως κρατάω μικρό καλάθι. Όχι μο­νάχα για το αν θα καταφέρουν τα κόμματα που μετέχουν στην κυβέρνηση να διαπραγ­ματευτούν επί το ανθρωπινότερο τους επαχθέστατους όρους του μνημονίου, αλλά διότι πιστεύω ότι η περίφημη ανάπτυξη που όλοι ευαγγελίζονται, και μέσω της οποίας ενδέχεται να δούμε μια άσπρη μέρα, δεν μπορεί να επιτευχθεί δίχως πολιτισμό και παιδεία. Δυο λέξεις που απουσίασαν σκαν­δαλωδώς και από την πρόσφατη και από την προηγούμενη εκλογική αναμέτρηση, με ευθύνη όλων των πολιτικών κομμάτων, μηδενός εξαιρουμένου.
Ξεκαθαρίζοντας μια παρεξήγηση, λέμε ότι πολιτισμός δεν είναι μονάχα τα θέατρα, οι εκθέσεις, τα μουσεία ή το Φεστιβάλ Αθηνών. Ούτε παιδεία είναι οι εισαγωγικές εξετάσεις στα πανεπιστήμια και η προκα­τασκευασμένη γνώση της κομματικής διά βίου μάθησης. Είναι πρωτίστως το μορφω­τικό επίπεδο ενός λαού, το οποίο καθορίζει το μέλλον του στον σύγχρονο κόσμο. Η πολυαναμενόμενη ανάπτυξη δεν θα έρ­θει ποτέ, όσα κονδύλια κι αν μας στείλουν οι ξένοι. Σε όλους τους οικονομικούς δείκτες των προηγμένων χωρών προστίθεται εδώ και χρόνια ως απαραίτητος όρος η μόρφω­ση, δίχως την οποία οικονομική άνθιση δεν μπορεί να υπάρξει. Δίχως ευρεία παιδεία που συμβάλλει στην κριτική σκέψη, κονδύ­λια στοχευμένα στην έρευνα, δημιουργία και ανταλλαγή τεχνογνωσίας, ενθάρρυνση των καινοτομιών, γνώση των νέων μέσων, η ανάπτυξη θα μείνει ως ένα ακόμα στοίχημα που χάθηκε διότι δεν είχαμε τα φόντα να το κερδίσουμε.
Οι εκπρόσωποι των πολιτικών μας κομ­μάτων απλώς παπαγάλισαν λέξεις χωρίς να κατανοούν το νόημά τους, ως εάν η ανάπτυξη ήταν ένα ακόμα «προϊόν» που θα εισαγάγουμε έτοιμο, σαν να επρόκειτο για αυτοκίνητο, λαπ-τοπ ή γερμανικό… λεμο­νοστύφτη με μάνιουαλ χρήσης!
Και καλά οι παρωχημένοι πολιτικοί των πά­λαι ποτέ κραταιών κομμάτων που μιλούν με βαρύ τον ίσκιο του Μαυρογιαλούρου στην πλάτη τους για την Ελλάδα της επόμενης μέρας. Νέοι άνθρωποι, όμως, σαν τον Αλέξη Τσίπρα, δεν δικαιολογείται να μη λένε λέξη για τη ν παιδεία και τον πολιτισμό ενός λαού, που πρέπει πρωτίστως να σωθεί από τον εαυτό του, προκειμένου να μπορέσει μια μέρα να σωθεί και από τους «σωτήρες» του.

Τετάρτη 20 Ιουνίου 2012

Η ΣΥΝΑΙΝΕΣΗ ΚΑΙ Η ΟΥΤΟΠΙΑ

Του Κωνσταντίνου Τσουκαλά *
 
Όλες οι δημοκρατίες, αρχαίες και σύγχρονες, άμεσες και αντιπροσωπευτικές, στηρίζονται στην ιδέα ενός δεδομένου και περιχαρακωμένου «Eμείς», ενός υποστασιοποιημένου πρώτου πληθυντικού. «Είμαστε», «βουλευόμαστε», «αποφασίζουμε» και «εντελλόμαστε». Η αρχαία πόλη, ο δήμος, η αγορά και, στις μέρες μας, η Πολιτεία, η οργανωμένη, συνεκτική και ελεύθερη κοινωνία, η συλλογική βούληση, το γενικό συμφέρον, το σώμα των πολιτών, ο κυρίαρχος λαός και το ενωμένο έθνος συνοψίζουν και συνθέτουν τη συμβολική αναγκαιότητα αυτής της ενιαίας αποφασίζουσας ολότητας, είτε ομόφωνα και διά βοής είτε ψηφίζοντας ο καθένας χωριστά, οι πολίτες συν-αποφασίζουν αδέσμευτα και απροϋπόθετα για το δέον γενέσθαι. Σε αυτό ακριβώς συνοψίζεται το ιστορικό μεγαλείο της δημοκρατικής ιδέας: όλα είναι πάντα υπό αίρεσιν και υπό συζήτησιν. Η συλλογική αυτοθεσπιστική αυτονομία προτάσσεται οποιασδήποτε άλλης αρχής ή σκοπιμότητας.
Έτσι, τουλάχιστον στους νεότερους χρόνους, οι πρώτοι πληθυντικοί αναδείχθηκαν ως συμβολικά αναγκαίες συνιστώσες τού περί πολιτικής και εξουσίας λόγου. Η δημοκρατία στηρίζεται στην αφετηριακή παραδοχή ότι οι νόμιμες αποφάσεις είναι δεσμευτικές για όλους επειδή ακριβώς είναι προϊόντα συλλογικής απόφασης: οι ατομικές επιλογές και αποφάσεις θα αθροισθούν και θα συντεθούν σε μια «γενική βούληση» η οποία συνοψίζει και συμβολίζει τον «λαό», τη συλλογική οντότητα που ορίζεται ως «Εμείς». Πάνω σε αυτή τη βάση θεμελιώνονται οι προδιαγραφές της δημοκρατικής εξουσίας. Ο συγκροτημένος λαός αναδεικνύεται ως ιερό και αναντικατάστατο συλλογικό Υποκείμενο που αποφαίνεται κυρίαρχα εκφέροντας (σαφείς, ασαφείς ή σιβυλλικές) «ετυμηγορίες» που οφείλουν να γίνονται σεβαστές ανεξάρτητα από το περιεχόμενό τους και εκπέμποντας αμφίσημα μηνύματα που οφείλουν να ερμηνεύονται «αυθεντικά». Γι' αυτόν ακριβώς τον (ταυτολογικό) λόγο, ο λαός μπορεί να εμφανίζεται ως εξ υποθέσεως «σοφός» και να θεωρείται ότι η δημοκρατία «δεν έχει αδιέξοδα».
Οι πλασματικές αυτές κατασκευές είναι αναγκαίες σε όλες τις δημοκρατικές εκλογικεύσεις. Πράγματι, μόνον έτσι είναι δυνατόν να ξεπεραστεί το (άλυτο) πρόβλημα της συντήρησης και αναπαραγωγής μιας αξιωματικής ενότητας εις πείσμα της διχόνοιας και των διαφωνιών. Δημοκρατία δεν είναι δυνατόν να υπάρχει χωρίς μια γενική (ρητή ή σιωπηρή) συναίνεση γύρω από τις προϋποθέσεις για τη συμβολική μετουσίωση της αρχής της πλειοψηφίας σε μια φαντασιακή ομοφωνία. Δίχως μια τέτοια διάχυτη συναίνεση είναι μαθηματικά βέβαιον ότι η ζωογόνος δημοκρατική απροσδιοριστία θα εκφυλισθεί σε μια καταστρεπτική (και αντιδημοκρατική) αναρχία και ανομία, δηλαδή στην έκρηξη.
Έτσι, η απάντηση στα ερωτήματα «τι θέλουμε» και «ποια Ελλάδα θέλουμε» προϋποθέτει ότι θα έχουν ήδη τεθεί, και απαντηθεί, τα ερωτήματα «ποια συναίνεση θέλουμε» και «ποια διακυβεύματα μπορεί και πρέπει να περιλαμβάνει αυτή η γενική συναίνεση». Στις μέρες μας τουλάχιστον, οι απαντήσεις είναι σαφείς. Είναι πλέον καθολικά αποδεκτό ότι η θεμελιώδης δημοκρατική συναίνεση πρέπει να αναφέρεται στη σχολαστική τήρηση των δημοκρατικών διαδικαστικών κανόνων, στην προώθηση και στον εμπλουτισμό των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, στον σεβασμό των αρχών του Κράτους Δικαίου, στην υποταγή των πολιτών στις νόμιμες πολιτικές αποφάσεις και στην αποφυγή της βίας και της ανομίας. Τα πράγματα όμως δεν είναι τόσο απλά. Η «αρνητική» αυτή οριοθέτηση των καταστατικών (συνταγματικών) όρων της σύγχρονης δημοκρατίας δεν μπορεί να συνεπάγεται ότι η συναίνεση μπορεί να εκτείνεται σε ζητήματα συγκυριακής «πολιτικής ουσίας». Πράγματι, η δημοκρατική Πολιτεία είναι πάντα υποχρεωμένη να διαπραγματεύεται με το μέλλον της επιδιώκοντας μιαν ολισθηρή, εύθραυστη και όχι πάντα ισόρροπη σύνθεση ανάμεσα στη συναίνεση και στην αντιπαράθεση, στη σταθερότητα και στην αστάθεια, στη θεσμική ακινησία και στη θεσμική αναθεώρηση και ταλαντευόμενη ανάμεσα στα αντικριστά φαντάσματα του αυτοευνουχισμού και της αποσύνθεσης. Και ως πρόσφατα, λίγο ή πολύ, τα κατάφερνε.
Με την κρίση, ο προβληματισμός μετατοπίζεται προς νέες κατευθύνσεις. Μπροστά στην απειλή της καταστροφής και του χάους, εμφανίζονται νέες μορφές συναινετικών συγκλίσεων. Όπως έχει συμβεί και στο παρελθόν, οι «έκτακτες περιστάσεις» εξωθούν προς πρωτόγνωρες πολιτικές και ιδεολογικές διαπραγματεύσεις και συσπειρώσεις. Έτσι, ακόμη και αν φροντίζουν να υπογραμμίσουν τις διαφωνίες τους, σχεδόν όλες οι πολιτικές παρατάξεις προτάσσουν την ανάγκη άμεσης «αναδιαπραγμάτευσης» των όρων του μνημονίου στο πλαίσιο νεόκοπων μορφών πολιτικής συμβίωσης. Τα αδιέξοδα της νεοφιλελεύθερης πολιτικής και της βιαίας ανακατανομής του πλούτου εις βάρος των εργαζομένων εμφανίζονται πλέον ως κοινός τόπος. Η καταλυτική πραγματικότητα δεν αφήνει λοιπόν πολλά περιθώρια διαφωνιών περί του αμέσως πρακτέου. Ακόμη και αν ιεραρχούν τις προτεραιότητες διαφορετικά, όλοι οι εχέφρονες άνθρωποι συμφωνούν ότι η χώρα δεν μπορεί να διακινδυνεύσει να απομονωθεί από το διεθνές της περιβάλλον και ταυτοχρόνως ότι δεν μπορεί να συνεχίσει προς την κατεύθυνση της προϊούσας κοινωνικής εξαθλίωσης. Σε τελική ανάλυση, η έκτακτη πραγματικότητα ενεργοποιεί έκτακτες συναινέσεις.
Προφανώς, η εξέλιξη αυτή είναι θετική. Αρκεί να παραμένει σαφές ότι οι συγκυριακές αυτές συναινέσεις δεν προδικάζουν μόνιμες πολιτικές συγκλίσεων. Να θυμηθούμε ότι από την εποχή του Κιγκινάτου οι καταστάσεις ανάγκης ενεργοποιούνται από έκτακτες συγκυρίες (πολέμους ή καταστροφές) και αντιμετωπίζονται με στενότατα και προδιαγεγραμμένα χρονικά όρια εν όψει ενός προφανούς και αυστηρά οριοθετημένου «κινδύνου» ο οποίος και ενεργοποιεί την «έκτακτη» ρητορική της συλλογικής σωτηρίας. Στο σημείο αυτό όμως ακριβώς ελλοχεύει ένας άλλος μείζων κίνδυνος. Θα πρέπει να θυμηθούμε ότι όλο και περισσότερο η προβολή «αυτονόητων» κοινών σκοπιμοτήτων και κάθε λογής «εξωπολιτικών» ορθολογισμών απειλεί να υπονομεύσει την ιστορικά αναπαλλοτρίωτη δημοκρατική ιδέα. Δεν είναι τυχαίο ότι, πέρα και ανεξάρτητα από τις έκτακτες συγκυρίες, οι πολίτες καλούνται πλέον να «συναινούν» σε ένα προδιαγεγραμμένο μέλλον επικυρώνοντας τελετουργικά πορείες που επιβάλλονται από «τα πράγματα». Καλούμαστε να «θέλουμε όλοι μαζί το ίδιο», θέτοντας σε παρένθεση όλες τις πολιτικές και ιδεολογικές διαφωνίες μας.
Και έτσι ακριβώς εμφανίζεται προοπτικά το τρομακτικό, ίσως και εφιαλτικό φάντασμα μιας αδιατάρακτης «ριζικής ομοφωνίας», που συνεπάγεται τον επερχόμενο θάνατο της πολιτικής και την πλήρη υποταγή της Πολιτείας στον υποβολιμαίο «ορθολογισμό» των «εξωπολιτικών» κέντρων εξουσίας. Υπό τους όρους αυτούς, το κοινό μέλλον εναποτίθεται στα στιβαρά χέρια των απανταχού ειδημόνων και τεχνοκρατών οι οποίοι είναι μόνοι αρμόδιοι για να ομιλούν. Σε αυτό ακριβώς συνοψίζεται η δομική ορθολογική σωτηριολογία. Δεν είναι τυχαίο ότι στις μέρες μας οι «καταστάσεις ανάγκης» εμφανίζονται ως αορίστου διαρκείας με στόχο να εκβιάζονται μόνιμες συναινέσεις στο όνομα του «αυτονόητου». Με αποτέλεσμα το ερώτημα πότε και υπό ποιες προϋποθέσεις δικαιούμαστε ακόμη να «θέλουμε» και κατ' επέκτασιν να αποφαινόμαστε ελεύθερα να μπορεί να οριοθετείται από εκείνους που αυτοπροσδιορίζονται ως αρμόδιοι να ονομάζουν το νόημα των ιστορικών περιστάσεων. Προοπτικά λοιπόν, υπ' αυτούς τους όρους, θα έλθει ίσως η ώρα όπου «εμείς» δεν θα δικαιούμαστε, δεν θα χρειάζεται και δεν θα μπορούμε να θέλουμε παρά μόνον όταν και στο μέτρο που μας «επιτρέπεται».
Αν λοιπόν οφείλουμε, και μπορούμε ακόμη, να θέλουμε «κάτι» από κοινού, αυτό είναι η συντήρηση όλων των ριζικών ιστορικών διαφωνιών. Προφανώς δε, σε μια χώρα που μαστίζεται από βαθύτατες αντιθέσεις, δεν είναι δυνατόν να θέλουμε όλοι τα ίδια, εκτός βέβαια αν η Πολιτεία προβάλλεται προοπτικά ως χώρα άβουλων, αποστασιοποιημένων και πειθήνιων αμνών. Υπό αυτή την έννοια, δεν είναι σε καμία περίπτωση δυνατόν να θεωρούμε αυτονόητο ότι οφείλουν να αναπαράγονται απρόσκοπτα οι σημερινές κοινωνικές σχέσεις και οι τρέχουσες εξουσιαστικές δομές. Δεν είναι δυνατόν να πιστέψουμε εκείνους που ευαγγελίζονται την «αναγκαία» μακροπρόθεσμη αύξηση της ανισοκατανομής των πόρων και των βιοτικών δυνατοτήτων, εκείνους που επιδιώκουν να υποτάξουν το γίγνεσθαι της χώρας στον ανεξέλεγκτο αγοραίο ορθολογισμό και κυρίως εκείνους που αποδέχονται ότι δεν μπορεί να υπάρχουν άλλες λύσεις. Σε ό,τι τουλάχιστον με αφορά, η μόνη Ελλάδα την οποία μπορώ να οραματίζομαι είναι μια Ελλάδα ανοιχτή στις δημοκρατικές αντιθέσεις, μια Ελλάδα όπου το «άλλο», «εκείνο που δεν υπάρχει ακόμη», μπορεί να προβάλλεται ως όραμα και ελπίδα, μια Ελλάδα όπου το όνειρο της συγκεκριμένης ουτοπίας δεν θα έχει στερέψει ήδη μέσα στην πηγή του.
 
Ο κ. Κωνσταντίνος Τσουκαλάς είναι καθηγητής Κοινωνιολογίας.
 

Τρίτη 19 Ιουνίου 2012

ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΕΣ ΕΠΙΘΕΣΕΙΣ

Tου Παντελη Μπουκαλα

Κατά τον τρόπο του πανηγυρίζει ο καθένας και κατά τον πολιτισμό του. Η Χρυσή Αυγή, που έχει πολλούς λόγους να αισθάνεται νικήτρια των εκλογών και κανέναν λόγο να εμποδίσει την αδρεναλίνη της να εκδηλωθεί ελεύθερα, καθυστέρησε ελάχιστα λεπτά για να προσβάλει τον εθνικό ύμνο τραγουδώντας τον σαν αιμοχαρές εμβατήριο κι ύστερα επιδόθηκε πανηγυρίζοντας στο αγαπημένο της παιχνίδι: Στη βία. Στο κυνήγι. Στο κυνήγι των μη Ελλήνων από τη μια, στο κυνήγι των ανθελλήνων ή μισελλήνων Ελλήνων από την άλλη, των μη ελληνότατων τέλος πάντων. Μετά τη νίκη επί της Ρωσίας, χτύπησαν αλλοδαπούς στην Ομόνοια. «Για πλάκα». Προχθές βράδυ, καβάλα στις μηχανές τους έκαναν την πρώτη εορταστική επίθεσή τους στο εκλογικό περίπτερο του ΣΥΡΙΖΑ στον Πειραιά. Κι ύστερα, άλλα λουλούδια της επιτέθηκαν σε μετανάστη στον σταθμό της Αττικής. Αλλά αυτό δεν είναι διασκέδαση. Αυτό είναι δουλειά...
Είναι δουλειά δηλαδή της Χ.Α. να καθαρίζει τους σταθμούς, αλλά και τα βαγόνια του ηλεκτρικού και τα λεωφορεία από τους σκουρόχρωμους. Οποιο παλικάρι της το επιθυμεί παίρνει την παρέα του, μπαίνουν στο αστικό, το σταματάνε επιτόπου και απαιτούν από Πακιστανούς, Αφγανούς και όποιους άλλους μη λευκού δέρματος να κατέβουν αμέσως και σιωπηρώς. Μετά το πρώτο χοντρό ξεκαθάρισμα, απαιτούν από τους εναπομείναντες επιβάτες να βγάλουν την ταυτότητά τους και να τη δείξουν στους «εγέρθητος», που παίρνουν την άδεια από τη σημαία (την ελληνική, ποια άλλη) να παριστάνουν τους ελεγκτές. Ο στόχος είναι να μην ξεφύγουν λευκόχρωμοι και ξανθοί μετανάστες· νόμιμοι - ξενόμιμοι, ουδόλως τους νοιάζει, αφού κατ’ αυτούς όλοι είναι βαριά παράνομοι.
Τι κάνει ο οδηγός; Τι κάνουν οι «κανονικοί», οι «δικαιούχοι» επιβάτες, οι Ελληνες; Δεν είναι λίγοι, δυστυχώς, όσοι συμφωνούν με τους εκκαθαριστές και εγκρίνουν τον τσαμπουκά τους διά νευμάτων ή και διά χειροκροτημάτων. Αλλά και όσοι θέλουν να διαμαρτυρηθούν, να φωνάξουν πως αυτό είναι αγριότητα και φασισμός, συνήθως σκύβουν το κεφάλι καταπίνοντας τον θυμό και την ντροπή τους και κάνουν πως διαβάζουν τη φρι εφημερίδα τους ή το περιοδικό τους. Γιατί ο φόβος έχει μπει ήδη στα σωθικά. Ο φόβος των εκκαθαριστών. Τώρα μάλιστα, με επιβεβαιωμένο το ποσοστό τους (και με διπλά επιβεβαιωμένη την ψήφο προτιμήσεως μεγάλης μερίδας των αστυνομικών), ο φόβος ροκανίζει βαθύτερα.
Μετά τις εκλογές του Μαΐου βιαστήκαμε να υποθέσουμε, μάλλον αυτοπαρηγορούμενοι, ότι πολλοί από όσους προικοδότησαν με την ψήφο τους τη Χ.Α. δεν γνώριζαν επαρκώς το οπλοστάσιο των αντιλήψεών της (ούτε το μητρώο των στελεχών της) και την επέλεξαν από κάποια αντισυστημική οργή και μόνο. Τώρα, ουδείς δικαιούται να επικαλείται την άγνοια. Ακόμα και όσοι την πρωτοψήφισαν χωρίς να συμμερίζονται τις απόψεις της, τις είχαν μάθει πια. Επί της ουσίας λοιπόν τις ενστερνίστηκαν. Σαν έτοιμοι από καιρό...

Κυριακή 17 Ιουνίου 2012

ΜΠΡΟΣΤΑ!


Η Ψυχές των Γερόντων (Κ. Π. Καβάφης)

Μες στα παληά τα σώματά των τα φθαρμένα
κάθονται των γερόντων η ψυχές.
Τι θλιβερές που είναι η πτωχές
και πώς βαρυούνται την ζωή την άθλια που τραβούνε.
Πώς τρέμουν μην την χάσουνε και πώς την αγαπούνε
η σαστισμένες κι αντιφατικές
ψυχές, που κάθονται —κωμικοτραγικές—
μες στα παληά των τα πετσιά τ’ αφανισμένα.

(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)


Σήμερα θέλω να πάω μπροστά. Κι αύριο. Με κάθε τρόπο μπροστά. Δεν μπορούν να με κρατήσουν μέσα στο παλιό πετσί τους οι κάθε είδους καταθέσεις. Δεν κατέχω από τέτοια.
Ν’ αυγατίσω τις στιγμές μου θέλω. Την ευτυχία. Να τη χορτάσω θέλω τη ζωή μου. Να μην τρέμω μήπως τη χάσω επειδή δε θα παραβρεθώ στο ραντεβού με τα ταμεία των τραπεζών.
Να ζήσω σαν Άνθρωπος θέλω. Δε θα επιτρέψω τον ευτελισμό μου, από τα παλιά σώματα, με τα φθαρμένα μυαλά. Τα κάγκελά μου είν’ αυτά.
Σήμερα, αύριο, κάθε μέρα θα παλεύω να τα σπάσω. Με κάθε τρόπο. Από φόβο, μη βαρεθώ κάποτε την άθλια ζωή μου, μετρώντας κέρδη από επενδύσεις.
Να πεθάνω ζώντας θέλω κι όχι να ζω πεθαίνοντας λίγο – λίγο κάθε μέρα.

Σάββατο 16 Ιουνίου 2012

ΕΚΛΟΓΕΣ ΕΠΑΝΑΒΕΒΑΙΩΣΗΣ

Του Γιώργου Δελαστίκ

Χαρακτήρα παράδοξο έχουν οι αυριανές εκλογές. Καλούνται εν πρώτοις να επιβεβαιώσουν και να οριστικοποιήσουν την εκ βάθρων κατεδάφιση του μεταπολιτευτικού σκηνικού, την οποία προκάλεσαν τα αποτελέσματα των εκλογών της 6ης Μαΐου. Εκείνες οι κοσμογονικές ανακατατάξεις αποτύπωσαν τις συνέπειες που είχαν στους συσχετισμούς των πολιτικών δυνάμεων τα ολέθρια για την ελληνική κοινωνία Μνημόνια που μας επέβαλαν η ΕΕ και το ΔΝΤ. Οι εκλογές της 17ης Ιουνίου θα αποδείξουν εμπράκτως αν οι μεταβολές στη δύναμη των πολιτικών κομμάτων συνιστούν μονιμότερες τάσεις ή αν υπήρξαν απλώς κάποιο στιγμιαίο περιστατικό χωρίς περαιτέρω συνέχεια. Εκλογές επαναβεβαίωσης, λοιπόν, είναι πρωτίστως οι αυριανές εκλογές και όχι λύσης του προβλήματος διακυβέρνησης, όσο παράξενο και αν ακούγεται αυτό.
Μοναδικός πόλος του συστήματος - και μάλιστα άκρως αποδυναμωμένος- στο πολιτικό σκηνικό απέμεινε για την ώρα η ΝΔ, όπως αναμένεται να επιβεβαιώσουν οι εκλογές. Με ένα... «ψυχοβγαλτικό» ανεπαρκές ποσοστό γύρω στο 30% φιλοδοξεί να αναδειχθεί η ΝΔ πρώτο κόμμα και να σχηματίσει κυβέρνηση συνεργασίας.
Ο πρωθυπουργικός θώκος είναι η μοναδική «ιδεολογική» θέση και αδιαπραγμάτευτο αίτημα του Αντώνη Σαμαρά. Φρίκη και πανικό αισθάνεται όταν ακούει προτάσεις περί σχηματισμού «οικουμενικής» κυβέρνησης, στην οποία δεν θα είναι ο ίδιος πρωθυπουργός, σαν αυτή που έκανε την Τρίτη ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης! «Γιατί ψηφίζει -και μάλιστα για δεύτερη φορά- ο ελληνικός λαός; Για να βγει κάποιος πρωθυπουργός ο οποίος ούτε καν κατέβηκε στις εκλογές; Το θέμα για εμένα είναι ξεκάθαρο!», δήλωσε ο Αντ. Σαμαράς, καθιστώντας σαφές στους πάντες ότι η μοναδική αδιαπραγμάτευτη θέση του είναι η πρωθυπουργοποίησή του.
Η έκλειψη του ΠΑΣΟΚ από το πολιτικό σκηνικό είναι το δεύτερο γεγονός που αναμένεται να οριστικοποιηθεί στις κάλπες. Το κάποτε κραταιό κόμμα δεν αποκλείεται καθόλου να διολισθήσει έως και σε μονοψήφιο ποσοστό! Η διάλυσή του είναι αναπότρεπτη. Θα αντικατασταθεί από άλλο κόμμα, με άλλο όνομα, με άλλη ηγετική ομάδα. Άλλωστε, ο Ευάγγελος Βενιζέλος, ο οποίος έδωσε απελπιστικά μόνος του αυτή την εκλογική μάχη, έχει ήδη καταργήσει όλα τα όργανα του κόμματος από την επομένη των εκλογών της 6ης Μαΐου, για να μην τον ανατρέψουν, οπότε όλα σχεδόν τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ είναι πολιτικοί του αντίπαλοι.
Ύστατη ελπίδα του Ευ. Βενιζέλου να συγκρατήσει κάποιον κόσμο είναι η άνευ όρων συμμετοχή του ως «τσόντας» σε κυβέρνηση Σαμαρά, ώστε μέσω του δέλεαρ των υλικών απολαβών της εξουσίας να προσελκύσει ενδιαφερόμενους. Το γεγονός ότι στις προ μηνός εκλογές θεωρήθηκε «τελειωμένο» το ΠΑΣΟΚ παρόλο που υστερούσε μόνο 5,5 εκατοστιαίες μονάδες από τη ΝΔ ενώ τώρα μπορεί να υστερεί και... 20 (!) μονάδες, δεν αφήνει περιθώρια ψευδαισθήσεων.
Η ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ σε κόμμα ουσιαστικά ισοδύναμο με τη ΝΔ και σε αυτές τις εκλογές και μάλιστα με ποσοστό που θα κυμαίνεται γύρω στο 30%, αν όντως επιβεβαιωθεί στις κάλπες, θα συνιστά γεγονός μείζονος πολιτικής σημασίας. Θα σηματοδοτεί δομική αστάθεια για τα συμφέροντα του συστήματος για όσο διάστημα κυριαρχεί ως αντιπαραθετικό δίπολο εξουσίας το σχήμα ΝΔ - ΣΥΡΙΖΑ.
Η ριζική ανατροπή στον εσωτερικό συσχετισμό δυνάμεων της Αριστεράς μεταξύ ΚΚΕ και ΣΥΡΙΖΑ, όπου για πρώτη φορά ύστερα από 40 και πλέον χρόνια από τη διάσπαση του 1968 το Κομμουνιστικό Κόμμα έχασε πανηγυρικά την ηγεμονία από το ρεύμα που εκπροσωπεί ιστορικά ο ΣΥΡΙΖΑ, αναμένεται να προσλάβει συντριπτικές εις βάρος του ΚΚΕ διαστάσεις στις εκλογές αυτές.
Η συσπείρωση στη ΔΗΜΑΡ των πάλαι ποτέ «εκσυγχρονιστών» του ΠΑΣΟΚ της εποχής Σημίτη έχει προσδώσει στον σχηματισμό αυτό αξιοσημείωτη δημοσκοπική αντοχή. Αν την επιβεβαιώσουν και οι κάλπες, τότε η ΔΗΜΑΡ ενδέχεται να αναδειχθεί σε ένα μεταβατικό κόμμα που θα παίξει μεγάλο ρόλο στην ανασυγκρότηση του χώρου της Κεντροαριστεράς.
Κυβέρνηση θα σχηματιστεί οπωσδήποτε την ερχόμενη εβδομάδα. Θα είναι, όμως οπωσδήποτε, βραχύβια και μεταβατική, αφού το αναδυόμενο νέο πολιτικό σκηνικό δεν έχει ακόμη διαμορφωθεί.

Παρασκευή 15 Ιουνίου 2012

Η ΑΥΤΟΚΑΤΑΣΡΤΟΦΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΒΙΑΣ

Της Αλεξίας Λιακουνάκου*

Η βία είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο που δυστυχώς είναι πανταχού παρόν. Εμφανίζεται, με διαφορετικές μορφές, παντού. Μεταμφιεσμένη ή χωρίς μάσκα, κρυφή ή φανερή, δολοπλόκα ή απονήρευτη, εν βρασμώ και εν ψυχρώ, ατομική ή συλλογική, ενήλικη και ανήλικη, με λόγια και με πράξεις. Είναι ένα δεδομένο ανθρώπινο στοιχείο.   
Υπάρχουν όμως αυτά τα σημεία, τα σκοτεινά σημεία της Ιστορίας, που η βία αποκτά τέτοια ισχύ που θερίζει τα πάντα. Δεν αναφέρομαι μόνο στις γενοκτονίες - το έσχατο παράδειγμα συλλογικής και οργανωμένης βίας - αλλά και μικρότερες «πανούκλες» που ξεπηδούν εν καιρώ αναταράξεων και έχουν τη δύναμη να δηλητηριάσουν πιο ύπουλα, πιο σιγά, αλλά εξίσου έντονα.   
Βρισκόμαστε σε μια τέτοια κρίσιμη καμπή στην ιστορία μας. Είμαστε θεατές (και εμπλεκόμενοι, κάποιοι, είτε ως θύματα είτε ως θήτες) σε μια ιστορική στιγμή που εξετάζει το τι τελικά είμαστε. Χρόνια ηδονιζόμαστε με την ιδέα ότι, ενώ οικονομικά και εμπορικά δεν είμαστε πρωτοπόροι, έχουμε πάμπολλες αρετές: «φιλοξενία», τιμιότητα, αγάπη στον συνάνθρωπο, προοδευτικότητα, ανεκτικότητα, σεβασμό στην οικογένεια και το «καλό». Και τώρα που ήρθε η ώρα να εξεταστούμε στις αρετές αυτές, αποδεικνύουμε το σκοτεινό μας πρόσωπο.   
Να θυμίσω στον αγχωμένο, πεινασμένο, φοβισμένο λαό μας ότι, ιστορικά μιλώντας, η οικονομία και η ευημερία κάνει κύκλους. Τίποτα δεν παραμένει στάσιμο. Η Ελλάδα έχει γνωρίσει και άλλες - χειρότερες - στιγμές που δεν θέλει να θυμάται. Οι πόλεμοι που θέρισαν την Ευρώπη τον εικοστό αιώνα, αναρωτιέμαι, δεν μας έμαθαν τίποτα; Οι μέρες της γερμανοιταλικής πολιορκίας; Ο εμφύλιος; Ο λιμός της Αθήνας το '41;   
Συγκρίνουμε τους εαυτούς μας όχι με μια γενικότερη, μεγαλύτερη Ελληνική πραγματικότητα με ιστορική συνέχεια, αλλά με μια στιγμή. Τη στιγμή που είχαμε χρήματα να κάνουμε το κέφι μας (εις βάρος ενός πιο σημαντικού αγαθού που λέγεται σύνεση, τιμιότητα, συλλογικότητα, παιδία, υγεία, κοινωνία).   
Η φτώχεια έρχεται και φεύγει. Η βία όμως παραμένει. Χαράζει βαθιές πληγές στην κοινωνία και μπορεί να καταστήσει το έσχατο στάδιο πριν την αποσύνθεση. Το μίσος, ο εξευτελισμός και η ταπείνωση δεν είναι σαν την οικονομία που έχει σκαμπανευάσματα. Έχει δική του ζωή και δε σταματά εκεί που η οικονομία ανακάμπτει. Έχει τη δύναμη να διογκωθεί και να καταπιεί ό,τι καλό και όμορφο υπάρχει στο διάβα της, και εν ριπεί οφθαλμού να ισοπεδώσει τις αξίες που χρόνια χτίζονταν στην μεταπολεμική Ελλάδα.   
Η βία είναι μεγαλύτερη και καταστροφικότερη της ανεργίας και τα προσωπικά προβλήματα του καθενός, διότι δεν επιφέρει καμία ουσιαστική λύση. Είναι ευκολότερη από την προσπάθεια για αναπροσαρμογή, και περισσότερο εκφράζει αδυναμία παρά δύναμη. Το μίσος, σαν ανθρώπινο συναίσθημα, έχει την τάση να «θολώνει» και να βρίσκει διεξόδους καταστροφής εκεί που θα μπορούσε να δημιουργήσει. Έτσι, αντί να γίνει κινητήριος δύναμη που θα γεννήσει κάτι καλύτερο, επιφέρει ένα βίαιο κρεσέντο κατά το οποίο ο δημιουργός έχει την ψευδή αίσθηση ότι λύνει ένα πρόβλημα χωρίς να καταλαβαίνει ότι γεννά ένα καινούριο πρόβλημα. Για το λόγο αυτό η βία είναι αυτοκαταστροφική.   
Κάποιοι - πολύ λανθασμένα - υποστηρίζουν ότι είναι οι σωματοφύλακες της εθνικής ενότητας και της ταυτότητάς μας, θεωρώντας έτσι ότι προστατεύουν τη χώρα και τους ανθρώπους της. Ίσως το μπερδεμένο και φοβισμένο τους μυαλό θεωρεί ότι είναι επαναστάτες ενάντια μιας νέας επέλασης βαρβάρων από την Ανατολή. Στα μάτια ενός μετανάστη βλέπουν - ίσως - τον Ξέρξη ή τον Αλί Πασά. Και χτυπώντας αυτό το ξένο πρόσωπο που τους απειλεί, θεωρούν ότι δίνουν μια οριστική λύση στο «πρόβλημά μας», χωρίς να σκέφτονται ότι πιθανότατα το πρόβλημα δεν βρίσκεται εκεί, αλλά βαθύτερα.   
Πρέπει να υπενθυμίζουμε στους εαυτούς μας ότι δεν ζούμε σε μια χώρα με πέντε ή έξι μετανάστες. Υπάρχουν κοινότητες, οικογένειες, κοινωνικά σύνολα χτισμένα από μετανάστες, και πολλοί πρώην μετανάστες είναι νυν παραγωγικοί και ενσωμετωμένοι Έλληνες. Το να θέλουμε να μην βλέπουμε αυτή την αλήθεια, ότι δηλαδή η Ελλάδα ανήκει στον παγκόσμιο χάρτη και δεν είναι ένα μοναχικό, μεμονωμένο νησάκι, είναι άρνηση και τύφλωση.   
Είναι λογικό όταν καθημερινά ακούμε για κρούσματα βίας, κλοπές, μαχαιρώματα και φόνους να επηρεαζόμαστε. Τα ΜΜΕ παίζουν το διπλό ρόλο -του πληροφοριοδότη και του δαίμονα- και γι'αυτό καλό θα ήταν να απορροφούμε τις πληροφορίες που λουζόμαστε με κάποια εγκράτεια και να φιλτράρουμε τα όσα βλέπουμε. Η Ελλάδα, όπως το κάθε πράγμα σε αυτή τη γη, αλλάζει. Η αλλαγή είναι ένα αέναο και μόνιμο χαρακτηριστικό κομμάτι της ανθρώπινης ζωής, και δεν μπορούμε να εθελοτυφλούμε ως προς αυτό. Στην προκειμένη περίπτωση κιόλας, αυτή της κρίσης, θα έπρεπε να μας ανακουφίζει, διότι μόνο με αλλαγή και χρόνο μπορεί να επέλθει ένα πιο ελπιδοφόρο μέλλον.   
Εστιάζουμε, αισθάνομαι, στην οικονομία και δεν αντιλαμβανόμαστε τον κίνδυνο που κρύβει η μονομερής απασχόλησή μας με την οικονομική ευμάρεια. Το κοινωνικό μας πρόβλημα αυτή τη στιγμή - άμεσα συνδεδεμένο με την οικονομία βέβαια- είναι μεγαλύτερο από το οικονομικό μας χρέος. Και απαιτεί, σε αντίθεση με την πολιτική και την οικονομία, τη δική μας προσοχή, διότι η Ευρώπη, το ΔΝΤ και όλοι όσοι εμπλέκονται στις οικονομικές μας αποφάσεις δεν θα ασχοληθούν ποτέ με την αντιμετώπιση προβλημάτων στις κοινωνικές δομές μας, στην παιδεία μας, στους ναρκομανείς, στους άστεγους, στις κλοπές, στις αυτοκτονίες, στους θανάτους και στην ανεξέλεγκτη βία μας. Απλά θα παραμείνουν θεατές μιας χώρας που καταρρέει περισσότερο μέρα με τη μέρα. Εμείς είμαστε αυτοί που θα πρέπει να ξαναχτίσουμε μια χώρα λειτουργική, και αυτό δεν θα γίνει με τον θυμό, ούτε με τη βία.

* Η Αλεξία Λιακουνάκου είναι Κοινωνική Ανθρωπολόγος

Πέμπτη 14 Ιουνίου 2012

ΓΙΑ ΤΟ ΑΥΡΙΟ



Ζούμε το χειρότερο, αυτό μην το ξεχνάς. Κάθε μέρα που περνά γινόμαστε μάρτυρες αφόρητης κατάθλιψης, κάθε μέρα αποχαιρετάμε κι έναν Έλληνα που δεν αντέχει να ζήσει το παρακάτω, κάθε λεπτό αγωνιούμε για τους οικείους μας αν θα είναι υγιείς, κάθε στιγμή παρακολουθούμε τις ειδήσεις σαν να διαβάζουμε μια λίστα που θα έχει το δικό μας όνομα ως μελλοντικού καταδικασμένου, κάθε μέρα ζούμε το αφόρητο. Όλα μας φαίνονται ένας ανήφορος που δεν σταματά πουθενά. Κι όμως, επιβιώνουμε μέσα σε αυτό που μέχρι πριν δύο χρόνια το απευχόμασταν. Ο καθένας από μονάχος του βλέπει τον τοίχο να ορθώνεται μπροστά του και είναι εκατομμύρια οι στιγμές που δεν έχεις τα κουράγια πλέον να σκαρφαλώσεις ούτε ένα χιλιοστό πάνω από το έδαφος. Είναι στιγμές που θέλεις το έδαφος να καταρρεύσει , να τελειώνει αυτή η ιστορία, αυτός ο εφιάλτης που σε έβαλαν να διανύσεις.
Σε γεμίζουν με ελπίδες όντα που διαχειρίζονται την ζωή σου αλλά και τον δρόμο που θα πάρει ο εφιάλτης σου και είναι τόσο μεγάλη η καταπόνησή σου που θέλεις να πιστέψεις ότι κάποιος από αυτούς θα σε βγάλει από το τέλμα. Είναι φυσικό να θέλεις να πιστέψεις κάπου γιατί το ξέρουμε όλοι μας πια ότι οι ανθρώπινες αντοχές είναι τεράστιες και εσύ δεν θέλεις να δεις που φθάνουν οι δικές σου. Δεν θέλεις να δεις τι μπορεί να αντέξουν ακόμα τα μάτια σου και η καρδιά σου. Ζήσε λοιπόν και την διορισμένη ελπίδα. Είναι και αυτό κομμάτι του παζλ. Είναι και αυτό ένα μέρος του σήριαλ που πρέπει να δούμε, θέλουμε δεν θέλουμε. Αλλά να μην ξεχνάς ότι ζεις το χειρότερο. Και το ζεις μόνο εσύ και κανένας σωτήρας σου. Κάθε μέρα που ξυπνάς να γνωρίζεις ότι ο ανήφορος είναι δικός σου και μόνο δικός σου. Η πολιτική ποτέ δεν είχε ανήφορο. Μόνο ευθείες και όταν ξεπηδούσε κάποια λακκούβα αμέσως έφτιαχνε παράδρομους για να συνεχίσει την πορεία της. Έτσι κάνει και τώρα που εσύ είσαι η λακκούβα της. Δεν θα σκοντάψει πάνω σου, θα σε προσπεράσει αδιαφορώντας αν εσύ έζησες το χειρότερο.
Αύριο λοιπόν, που θα ξυπνήσεις και πάλι μέσα στο χειρότερο να μην ξεχάσεις αυτά που έζησες μέχρι σήμερα. Να μην ξεχάσεις τους Έλληνες που δεν άντεξαν να δουν το παρακάτω, τους μελλοθάνατους που τους κόβουν μέρες από τις ήδη κομμένες μέρες τους, τους ασθενείς που μετράνε τα φάρμακα αγωνιώντας τι θα γίνει όταν τελειώσει και αυτή η καρτέλα, τα παιδιά που τα συμβουλεύουμε να μην κάνουν μεγάλα όνειρα γιατί εμείς σταθήκαμε πολύ μικροί για τα δικά μας, να μην ξεχάσεις τον εαυτό σου όταν γονάτισες από απελπισία, να μην ξεχάσεις τα ουρλιαχτά απόγνωσης συμπατριωτών σου, να μην ξεχάσεις ότι η εκ γενετής περηφάνια σου έγινε με μιας προσβολή, να μην ξεχάσεις ότι έζησες το αδιανόητο. Να μην ξεχάσεις ότι επέζησες μέσα σε ένα βομβαρδισμένο τοπίο χωρίς όπλα, χωρίς συμμάχους, χωρίς υποστήριξη. Να μην ξεχάσεις ότι σε ξέχασαν όλοι. Και στο χειρότερο που θα ζήσεις το νου σου μη και ξεχάσεις ότι είσαι Έλληνας.

ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΕΡΑΤΕΑ ΣΤΗ ΒΑΙΜΑΡΗ

Του Μιχάλη Τσιντσίνη

Έχει δίκιο η Ρένα Δούρου. «Αυτό που συνέβη δεν ήταν μια τυχαία έκρηξη». Οι εκρήξεις είχαν ακουστεί εδώ και καιρό. Οι φωτιές και οι γροθιές είχαν βρει ανοχή. Είχαν βρει ιδεολογική θαλπωρή.
Η έκρηξη είχε ετοιμαστεί πριν από την κρίση. Από τότε που κάποιοι διαχώριζαν τις δολοφονίες σε κοινές και «πολιτικές». Από τον Δεκέμβρη του 2008 που οι μολότοφ εξιδανικεύτηκαν ως «εξέγερση». Τότε που με κηρύγματα από τα τηλεπαράθυρα, με τραγούδια και ημερολόγια, η βία φετιχοποιήθηκε στο πολιτικό υποσυνείδητο των σημερινών εικοσάρηδων.
Η έκρηξη ετοιμαζόταν κάθε φορά που μια ντουντούκα διαλαλούσε ότι «ο νόμος θα μείνει στα χαρτιά». Κάθε φορά που οι νόμοι του Κοινοβουλίου εξέπνεαν στο πεζοδρόμιο. Κάθε φορά που κάποιο «δίκιο» – με τσαμπουκά, μπλόκα και καταλήψεις – εξουδετέρωνε το δίκαιο.
Την έκρηξη την είχαμε ξαναδεί. Την είδαμε στις τάφρους και τις οδομαχίες της Κερατέας. Την είδαμε όταν η Πολιτεία συνθηκολόγησε υπό το κράτος των μολότοφ. Αυτή την αρχαϊκή σύγκρουση τη βλέπουμε τώρα να χαιρετίζεται ως «πρώιμο αντιμνημονιακό μοντέλο» και να εξυμνείται ως «γαλατικό χωριό».
Έχει δίκιο η Ρένα Δούρου. Η αντιδημοκρατική βία της οποίας και η ίδια έπεσε θύμα δεν προέκυψε μέσα σε μια μέρα. Καλλιεργήθηκε από τη ρητορική του μίσους. Από τη συκοφάντηση και την έμπρακτη υπονόμευση των θεσμών. Από την πολιτική δικαιολόγηση του χουλιγκανισμού.
Ο κασιδιάρικος φασισμός δεν δυσκολεύτηκε πολύ. Βρήκε τη δημοκρατία «χούντα», και την κυβέρνηση «κατοχική». Βρήκε τη Βουλή «μπουρδέλο» και την πόρτα ανοιχτή.

Τετάρτη 13 Ιουνίου 2012

«Ιt’s the economy, stupids»...

Της Ζέζας Ζήκου

Βοηθήστε τους τραπεζίτες, είναι ο γνωστός λαϊκίστικος ζήλος των πολιτικών της Ευρώπης και όχι μόνο. Αλλά αρκετοί διασκεδάζουν όταν παρακολουθούν τους πολλούς που αρέσκονται να βλέπουν τους τραπεζίτες να πέφτουν σε ανυποληψία. Όμως, οι Βρυξέλλες και το Βερολίνο προσπαθούν, με αφορμή να διασώσουν την Ισπανία, να ξαναγράψουν τους κανόνες που πρέπει να ακολουθήσει ο τραπεζικός κόσμος της Ευρωζώνης, προς όφελός τους φυσικά. Βεβαίως, το έργο παίχτηκε με επιτυχία στη Wall Street πριν από τέσσερα χρόνια.
Οργίλος ο διάσημος νομπελίστας Πολ Κρούγκμαν επισημαίνει ότι όλη αυτή η ιστορία έχει αρχίσει να μοιάζει με ρουτίνα: για άλλη μια φορά η οικονομία βυθίζεται, η ανεργία εκτοξεύεται στα ύψη, οι τράπεζες έχουν προβλήματα, οι κυβερνήσεις σπεύδουν για σωτηρία - αλλά, με κάποιο τρόπο, σώζονται μόνον οι τράπεζες, όχι οι άνεργοι.
Για να είμαστε σαφείς, οι ισπανικές τράπεζες όντως χρειάζονταν σωτηρία. Η Ισπανία είχε πράγματι παγιδευθεί μέσα σε ένα φαύλο κύκλο - σε μια γνωστή διαδικασία, στην οποία η ανησυχία για τη ρευστότητα των τραπεζών εξαναγκάζει τις τράπεζες να εκποιήσουν περιουσιακά στοιχεία, κάτι το οποίο μειώνει τις τιμές αυτών των περιουσιακών στοιχείων, το οποίο κάνει τον κόσμο να ανησυχεί ακόμη περισσότερο για τη ρευστότητα. Δεν ήταν αναγκαστικά λάθος αυτό το τελευταίο πακέτο σωτηρίας (αν και πολλά εξαρτώνται από τις λεπτομέρειες). Αλλά το εντυπωσιακό είναι ότι την ώρα που οι Ευρωπαίοι ηγέτες, τονίζει ο Κρούγκμαν, συμφωνούσαν γι’ αυτή τη σωτηρία, έστελναν ισχυρά μηνύματα ότι δεν έχουν καμία πρόθεση να αλλάξουν την πολιτική, που έχει αφήσει το εν τέταρτο των Ισπανών εργαζομένων -και έναν στους δύο νέους- ανέργους.
Η ανεργία στην Ευρωζώνη καλπάζει και όλα δείχνουν ότι η Ευρώπη μπαίνει σε μια νέα ύφεση και ο πληθωρισμός μειώνεται. Σύμφωνα με όλους τους συνήθεις κανόνες της νομισματικής πολιτικής, η κατάσταση θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί με επιθετική μείωση επιτοκίων. Αλλά η ΕΚΤ δεν κάνει τίποτα, καταγγέλλει ο Αμερικανός νομπελίστας.
Και αυτό δεν λαμβάνει καν υπόψη τον αυξανόμενο κίνδυνο μιας διάλυσης της Ευρωζώνης. Επί χρόνια, λένε στην Ισπανία και σε άλλα ευρωπαϊκά έθνη με προβλήματα, ότι μπορούν να ανακάμψουν μόνο μέσω ενός συνδυασμού δημοσιονομικής λιτότητας και «εσωτερικής υποτίμησης», που σημαίνει βασικά μείωση μισθών. Συμφωνούμε απόλυτα, καθώς η πολιτική αυτή μας έχει συντρίψει.
Αν τα συνδυάσετε όλα αυτά, θα έχετε την εικόνα μιας ευρωπαϊκής πολιτικής ελίτ που είναι πάντα έτοιμη να σπεύσει σε δράση για να υπερασπιστεί τις τράπεζες, αλλά κατά τα άλλα εντελώς απρόθυμη να παραδεχθεί ότι η πολιτική της δεν σώζει τους ανθρώπους, που υποτίθεται ότι υπηρετεί η οικονομία. Είναι επίσης μια νοοτροπία που θεωρεί ότι ο οικονομικός πόνος λυτρώνει κατά κάποιον τρόπο, νοοτροπία που ένας Βρετανός δημοσιογράφος ονόμασε «σαδομονεταρισμό».
Βαρύγδουπες αλλά ορθές οι διαπιστώσεις. Εντάξει...
«It’s the economy, stupids» / «είναι η οικονομία, ανόητοι»... θα προσθέσει η στήλη.
Επίσης οι δύο κορυφαίοι οικονομολόγοι Φέργκιουσον και Ρουμπινί καταγγέλλουν ότι ειδικά η Γερμανία δεν διδάσκεται από την Ιστορία. Κολλημένοι στον φανταστικό κίνδυνο ενδεχόμενου πληθωρισμού, οι Γερμανοί σήμερα αποδίδουν περισσότερη σημασία στο 1923 (χρονιά του υπερπληθωρισμού) παρά στο 1933 (θάνατος της δημοκρατίας). Καλά θα έκαναν να θυμηθούν ότι μία ευρωπαϊκή τραπεζική κρίση δύο χρόνια πριν από το 1933 συνέβαλε καθοριστικά στην κατάρρευση της δημοκρατίας - και όχι μόνο στη δική τους χώρα, αλλά σχεδόν σε όλη την ευρωπαϊκή ήπειρο.
Τι συνέβη τότε; Μετά την τραπεζική κρίση ακολούθησε το «μορατόριουμ Χούβερ»: Η αποπληρωμή του πολεμικού χρέους του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και των πολεμικών αποζημιώσεων διεκόπη. Έπειτα απ’ αυτό, σχεδόν όλες οι χρεωμένες χώρες δεν τακτοποίησαν κανένα ή μόνο ένα μέρος του εξωτερικού τους χρέους, και πρώτη απ’ όλες η Γερμανία. Το 1932 ο αριθμός των ανέργων στην Ευρώπη έφτασε σε ένα επώδυνα πολύ υψηλό επίπεδο: Τον Ιούλιο του 1932, το 49% των μελών των γερμανικών συνδικάτων ήταν χωρίς δουλειά. Οι πολιτικές συνέπειες είναι γνωστές. Αλλά οι εθνικοσοσιαλιστές ήταν απλώς το χειρότερο από μια ολόκληρη σειρά εξτρεμιστικών κινημάτων, τα οποία επωφελήθηκαν πολιτικά από την κρίση.
Όπως επισημαίνουν σε κοινή τους συνέντευξη στο Der Spiegel «Βρισκόμαστε στο παρά ένα στην Ευρώπη; Η γερμανική κοινή γνώμη φαίνεται να μην καταλαβαίνει τη σοβαρότητα της κατάστασης».

Τρίτη 12 Ιουνίου 2012

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ, ΟΥΔΕΤΕΡΟΙ ΑΡΙΘΜΟΙ

Του Παναγιώτη Νούτσου *

Λειτουργεί η Εθνική και αντίστοιχα η Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία. Σύμφωνα με τη δεύτερη, το 27% του πληθυσμού της χώρας μας τοποθετείται «κάτω από το όριο της φτώχειας» (με στοιχεία του έτους 2010), ενώ σύμφωνα με την πρώτη η «καταγεγραμμένη» ανεργία από 14% έφτασε το 21% τον Νοέμβριο του 2011. Και όλα αυτά πριν αρχίσει να εφαρμόζεται το νέο «μνημόνιο». Το ερώτημα όμως που διατυπώνεται κάθε φορά είναι διπλό: Η «φτώχεια» πώς καθορίζεται και συναφώς πώς αντιμετωπίζεται;
Ο πιο εύκολος τρόπος, αυτόν δηλαδή που έχουν εισαγάγει οι κρατικές γραφειοκρατίες και οι «ουδέτεροι» διεθνείς οργανισμοί παρακολούθησης της οικονομίας του πλανήτη μας, είναι να καθορίζεται κάποιο «όριο». Και τούτο να φαίνεται ότι λαμβάνει υπόψη τον βαθμό ικανοποίησης των «βασικών» αναγκών του ανθρώπινου όντος, με συμφωνημένο «όριο επιβίωσης» τα λιγοστά δολάρια. Ετσι λοιπόν αριθμητικά επιμετρείται σε συγκριτικό πίνακα, εθνικό και κατ' επέκταση ατομικό, το «κατά κεφαλήν εισόδημα».
Τη φτώχεια όμως, σε κάθε περίπτωση, τη συνέχουν οι συνθήκες εκμετάλλευσης και κυριαρχίας της υφιστάμενης κοινωνίας. Ετσι προκύπτει η φτώχεια ως αποτέλεσμα της οικονομικής, πολιτικής και πολιτιστικής σύστασης των ταξικών διαιρέσεων. Αυτονόητα δεν συνιστά την «περιθωριοποίηση» κάποιων «κοινωνικά αποκλεισμένων» αλλά εγγενές δομικό στοιχείο των κοινωνικών σχηματισμών που γνωρίζουμε.
Από την πλευρά μάλιστα των υποκειμένων, κάποτε, στο πλαίσιο αυτής της κυριαρχίας, εσωτερικεύονται οι καταστάσεις φτώχειας με ένα αίσθημα «αυτοενοχοποίησης» λόγω της «ανομίας» των συμπεριφορών τους απέναντι στην «ομαλή» λειτουργία της κοινωνίας που τα «περιθωριοποιεί».
Με ανάλογο τρόπο μπορεί να συζητηθεί η «ακρίβεια» ως η συνεχώς μεγαλύτερη απόσταση της τιμής των προϊόντων και των αγαθών από την εκάστοτε προηγούμενη τιμή τους; Αρκεί τάχα να συνδυάζουμε αυτό το γεγονός με τη μηδενική ή την ελάχιστη αύξηση των μισθών και των εισοδημάτων; Οχι, αν δεν συνυπολογισθεί ταυτόχρονα η αύξηση των κερδών με την ιδιοποίηση του υπερπροϊόντος και την αδυναμία του κράτους να επανακαθορίζει τις σχέσεις κεφαλαίου και εργασίας.
Στον πλανήτη μας είναι αναγνωρίσιμοι όσοι διατείνονται ότι η φτώχεια προκύπτει ως «παθολογία» ενός «υγιώς» κατά τα άλλα υπάρχοντος κοινωνικού σχηματισμού. Ή έστω όσοι κάνουν την παραχώρηση να μιλούν για «απόβλητα» που η αναδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων εκτοξεύει στο «περιθώριο». Υπόκειται βέβαια η απόπειρα αντιμετώπισης του «φαινομένου» της φτώχειας ερήμην της δομής των ταξικών κοινωνικών σχηματισμών και συνακόλουθα με την απαλλαγή της ευθύνης από τη γένεση και την εξάπλωσή του. Υπάρχουν συνάνθρωποι που τους δακτυλοδεικτούν, πρωταίτιους και συναίτιους; Ή, ακόμη περισσότερο, που έχουν αναγάγει τη «non-pauvreté» σε δικαίωμα; Με ενδιάμεση κατάκτηση το «βασικό εισόδημα» μέσα από την αναδιανομή των πόρων ενός κράτους.
 
Ο κ. Παναγιώτης Νούτσος είναι καθηγητής της Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων
 

Δευτέρα 11 Ιουνίου 2012

ΣΤΟΓΚΡΕΜΟ ΜΕ ΑΕΡΟΣΑΚΟ Ή ΓΥΡΙΖΟΥΜΕ ΜΕ ΤΑ ΠΟΔΙΑ;

Ένα παλιό τραγούδι του Χατζηδάκι έλεγε:

 
"Σε κάθε δρόμο πάντα υπάρχει ένας γκρεμός
Αρκεί στην ώρα να τον δεις και να ξεφύγεις"
 
 
 
 
Η χώρα μας έχει φτάσει στο γκρεμό του δρόμου που διάλεξε (ή της διάλεξαν) και ή θα πάει ένα βήμα "μπροστά" και θα γκρεμοτσακιστεί ή θα πάρει την απόφαση να ξεφύγει απ' αυτόν τον βέβαιο γκρεμό και να αλλάξει περπατησιά με την ελπίδα ότι απ' τον επόμενο γκρεμό θα μπορέσει να ξεφύγει πιο γρήγορα και πιο εύκολα.
Αυτή τη στιγμη κρεμόμαστε στο χείλος του γκρεμού κι οι μπροστινές ρόδες είναι ήδη στον αέρα.
Αν βάλουμε μπρος, τότε θα πέσουμε στα σίγουρα, είτε πρώτη βάλουμε είτε όπισθεν.
Και δε μας σώζει ούτε ο... μνημονιακός αερόσακος!
Τι να σου κάνει ένας αερόσακος άλλωστε, αν πέσουμε από τόσα μέτρα γκρεμό;
Η αλλη επιλογή είναι να κάνουμε προσεκτικές κινήσεις, να βγει ο οδηγός εξω για να πάει το βάρος προς τα πίσω καθίσματα (λαός), να ισορροπήσουμε έστω και στο όριο και να βγούμε σιγά-σιγά όλοι να σπρώξουμε με τα χέρια μας προς τα πίσω για να τραβήξουμε το αμάξι απ' το χείλος του γκρεμού.
Υπάρχει η πιθανότητα να τα καταφέρουμε και να τραβήξουμε τα αμάξι απ' το χείλος του γκρεμού, να ξαναμπούμε μέσα και να συνεχίσουμε το δρόμο μας γι' αλλού.
Αν δεν τα καταφέρουμε να το σπρώξουμε προς τα πίσω, τότε υπάρχει και η πιθανότητα να μας πέσει το αμάξι στο γκρεμό. Αλλά εμείς θα ζούμε. Εδώ θα είμαστε για να ξαναπάρουμε αυτοκίνητο σιγά-σιγά.
Ως τότε μπορεί να πηγαίνουμε με τα πόδια, αλλά θα ζούμε!
Κανείς δεν πέθανε επειδή πήγαινε με τα πόδια.
Εντάξει, μπορεί να μην εχουμε τη δυνατότητα να διανύσουμε γρήγορα μεγάλες αποστάσεις ή να κουβαλήσουμε μεγάλα φορτία, αλλά σιγά-σιγά θα πάρουμε μια βέσπα, ένα παπάκι, μια χιλιάρα μηχανή και θα ξαναφτάσουμε στο αυτοκίνητο πιο ομαλά και πιο σίγουρα.
Όταν πραγματικά θα μπορούμε να έχουμε αυτοκίνητο.
Η άλλη επιλογή είναι να παραμείνουμε στο αμάξι στο χείλος του γκρεμού, να βάλει μπρος τη μηχανή ο οδηγός και να ελπίσουμε στις δυνατότητες των αερόσακων του αυτοκινήτου.
Διαλέγουμε και παίρνουμε.
Τώρα η μηχανή είναι σβηστή και όλοι περιμένουμε την απόφαση των πίσω καθισμάτων (λαός).
Κι όπως έλεγε και το τραγούδι του Χατζηδάκι:

Ένας γκρεμός μες στη ζωή μας είν' ο χωρισμός
της ευτυχίας κόβει απότομα τη στράτα
βρες άλλο δρόμο όσο ακόμα είν' ο καιρός
και με τον άνθρωπο που πόνεσες περπάτα.


Πηγή

Κυριακή 10 Ιουνίου 2012

ΓΙΑΤΙ Η ΕΛΛΑΔΑ;

Του Μάριο Βάργκα Λιόσα

Η Ελλάδα δεν μπορεί να πάψει να αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της Ευρώπης, χωρίς η τελευταία να μετατραπεί σε μια γκροτέσκα καρικατούρα του εαυτού της, καταδικασμένη στην πιο παταγώδη αποτυχία. Η Ελλάδα είναι το σύμβολο της Ευρώπης.
Σε εκείνο το δείπνο, πριν από μερικά χρόνια, κάθισα δίπλα σε μια ηλικιωμένη κυρία που κάλυπτε τα μάτια της με μεγάλα σκούρα γυαλιά. Ήταν συμπαθητική, κομψή, μιλούσε εξαίσια γαλλικά και, παρόλο που κατέβαλλε μεγάλες προσπάθειες για να το κρύψει, σε ό,τι έλεγε και σκεφτόταν έλαμπε ένας τεράστιος πολιτισμός. Μόνο στα μισά του δείπνου αντιλήφθηκα, από την ιδιαίτερη προσοχή με την οποία χειριζόταν τα μαχαιροπήρουνα, πως ήταν τυφλή ή, τουλάχιστον, ότι η όρασή της ήταν πολύ περιορισμένη. Μόνο όταν χωρίσαμε μετά το δείπνο, ανακάλυψα ότι η Ζακλίν ντε Ρομιγί ήταν μια μεγάλη ελληνίστρια, καθηγήτρια Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας στην École Normale και στη Σορβόννη, η πρώτη γυναίκα καθηγήτρια του Κολεγίου της Γαλλίας και μία από τις λίγες εκπροσώπους του γυναικείου φύλου στη Γαλλική Ακαδημία.
Το πρώτο βιβλίο της που διάβασα, το Γιατί η Ελλάδα;, με εντυπωσίασε όσο και η ίδια. Παρά το γεγονός ότι αυτά που γράφει έχουν συμβεί πριν από είκοσι πέντε αιώνες, είναι εξαιρετικά επίκαιρα και η ανάγνωσή τους θα έπρεπε να είναι υποχρεωτική για τους Ευρωπαίους τούτες τις μέρες που, τρομοκρατημένοι από αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα, το ιλιγγιώδες χρέος της, την πολιτική αναρχία, τη φοβερή φτώχεια και την άνοδο του φασιστικού και κομμουνιστικού εξτρεμισμού στις τελευταίες εκλογές, πιστεύουν ότι η έξοδος της χώρας από το ενιαίο νόμισμα, και ακόμη και από την Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι αναπόφευκτη έως και αναγκαία.
Το βιβλίο εξηγεί πώς η νεαρή Ζακλίν διάβασε στα σχολικά της χρόνια Θουκυδίδη και πώς η εντύπωση που της προκάλεσε ο ένας από τους δύο πατέρες της Ιστορίας (μαζί με τον Ηρόδοτο) κατεύθυνε την κλίση της στη μελέτη της κλασικής Ελλάδας, στην οποία θα αφιέρωνε τη ζωή της. Το δοκίμιο κάνει έναν απολογισμό, με τρόπο σαφή, ψυχαγωγικό και βαθύ –σπάνιος συνδυασμός για ειδικό– εκείνου του θαυμαστού 5ου αιώνα προ Κοινής Εποχής στον οποίο ιστορία, φιλοσοφία, τραγωδία, πολιτική, ρητορική, ιατρική, γλυπτική έφτασαν στο απόγειό τους στην Ελλάδα, και έθεσαν τα θεμέλια γι’ αυτό που τελικά θα ονομαζόταν δυτικός πολιτισμός.
Ο Όμηρος και ο Ησίοδος είναι σημαντικά προγενέστεροι του 5ου αιώνα, φυσικά, ενώ υπάρχουν καλλιτέχνες, διανοητές και κωμωδιογράφοι και μετά την εν λόγω ιστορική περίοδο. Το βιβλίο δεν διστάζει να υποχωρεί ή να προχωρεί στον χρόνο, ώστε να τους εντάξει όλους στην ελληνική κληρονομιά, παρόλο που το μεγαλύτερο μέρος αυτού που αποκαλεί «μια ξενάγηση μέσα από τα κείμενα» επικεντρώνεται σε εκείνο το μικρό χρονικό διάστημα των 100 χρόνων, όπου στον περιορισμένο χώρο του ελληνικού κόσμου υπάρχει μια ορμητική έκρηξη, μια φρενήρης δημιουργικότητα σε όλους τους τομείς του πνεύματος, με ιδέες, αισθητικά πρότυπα, πνευματικά μοντέλα, εφευρέσεις και ανακαλύψεις, χάρη στις οποίες ο πολιτισμός του λόγου θα έπαιρνε μια κρίσιμη απόσταση από όλους τους άλλους πολιτισμούς του παρελθόντος και της εποχής του, και, χωρίς να το επιδιώκει ή να το γνωρίζει, θα άλλαζε για πάντα την παγκόσμια ιστορία.  
Η Ζακλίν ντε Ρομιγί καταδεικνύει ότι στην Ελλάδα γεννήθηκαν, ή απέκτησαν μια πραγματική υπόσταση και έναν δυναμισμό που ποτέ πριν δεν είχαν υπάρξει στην κοινωνική ζωή κανενός λαού, οι καθοριστικοί παράγοντες της ανθρώπινης προόδου, όπως η δημοκρατία, η ελευθερία, το δίκαιο, η τέχνη και ο λόγος χωρίς τα δεσμά της θρησκείας, οι έννοιες της ισότητας, της υπεροχής του ατόμου, του πολίτη, και ένας μοναδικός, νέος τρόπος σύνδεσης του ανθρώπου με τη μετά θάνατον ζωή και τους θεούς, και, φυσικά, οι ιδέες της ομορφιάς και της ασχήμιας, του καλού και του κακού, της ευτυχίας και της δυστυχίας που, αν και με τις αναπόφευκτες αποχρώσεις και προσαρμογές που έχει επιβάλει η ιστορία, παραμένουν εν ισχύι.
Προκαλεί τον θαυμασμό το ότι ένας λαός τόσο μικρός και τόσο ελάχιστα συνεκτικός πολιτικά, φτιαγμένος από λίγες πόλεις και αποικίες απλωμένες σε όλη την Ευρώπη και τη Μικρά Ασία, οι οποίες διατηρούσαν μεγάλο βαθμό ανεξαρτησίας μεταξύ τους, ένας λαός ενστικτωδώς απρόθυμος να δημιουργήσει μια αυτοκρατορία, να ασκήσει αυτοκρατορική εξουσία και να υποστεί την κυριαρχία ενός τυράννου (όπως έκαναν όλοι οι άλλοι) ήταν σε θέση να αφήσει στην ιστορία της ανθρωπότητας ένα ίχνος τόσο βαθύ, τόσο παρόν τόσους πολλούς αιώνες αργότερα, όταν σχεδόν όλες οι άλλες μεγάλες αυτοκρατορίες ή πολιτισμοί –οι Πέρσες και οι Αιγύπτιοι, για παράδειγμα– αποτελούν σήμερα ως επί το πλείστον, χωρίς να ξεχνάμε κανένα από τα θαύματά τους, μουσειακά κομμάτια.
Δεν ήταν ατύχημα ούτε έργο της τύχης, υπήρχαν λόγοι γι' αυτό και στο βιβλίο της Ζακλίν ντε Ρομιγί παρελαύνουν μπροστά στα μάτια μας με το ίδιο παράστημα, την ομορφιά και την κομψότητα που με μάγεψαν εκείνο το βράδυ στη συνομιλία μας. Οι σωκρατικοί και πλατωνικοί διάλογοι, εκτός του ότι ήταν ένας τρόπος φιλοσοφικής διδασκαλίας, μας εξηγεί η συγγραφέας, έμαθαν στους ανθρώπους ότι η συνομιλία, η συζήτηση σε ομάδες, είναι ένας πιο πολιτισμένος και ηθικός τρόπος συνύπαρξης απ’ ό,τι οι διαταγές ή η υπακοή, είναι μια μορφή επικοινωνίας που αναγνωρίζει ή καθιερώνει εξαρχής μια βασική ισοτιμία, μία αμοιβαιότητα δικαιωμάτων μεταξύ των συνομιλητών. Έτσι αναδύθηκε η ελευθερία, έπαψε ο άνθρωπος να είναι ζώο, γεννήθηκε αληθινά η ανθρωπιά του ανθρώπου.
Αυτή η παρουσίαση στο Γιατί η Ελλάδα; δεν εμφανίζεται ως μια αφηρημένη συζήτηση, αλλά μέσα από σχόλια και λογοτεχνικά αποσπάσματα, γιατί, όπως η συγγραφέας ποτέ δεν κουράζεται να επαναλαμβάνει, ό,τι αποτελεί έναν πολιτισμό εκπροσωπείται κατ' ουσίαν στα λογοτεχνικά του έργα, και η πραγματική κριτική είναι αυτή που ερευνά την ποίηση, την πεζογραφία, το θέατρο, το δοκίμιο που παράγει μια κοινωνία καθώς αναζητά τις κρυμμένες αλήθειες που τροφοδοτούν τη φαντασία της και διαπερνούν τις περιπέτειες και τους ήρωες στους οποίους οι καλλιτέχνες έδωσαν ζωή για να κατευνάσουν τη δίψα των ανθρώπων της για το απόλυτο, τη δίψα τους να ζήσουν άλλες ζωές.
«Χωρίς να το ξέρουμε, αναπνέουμε τον αέρα της Ελλάδας κάθε στιγμή», γράφει σε μια από τις σελίδες του. Ένα από τα μεγάλα παράδοξα είναι ότι οι Έλληνες, οι οποίοι ποτέ δεν κατέκτησαν κανέναν λαό και πολέμησαν μόνο για την υπεράσπιση της ελευθερίας τους, αργότερα κυριάρχησαν διακριτικά σε όλο τον κόσμο, αρχίζοντας από τη Ρώμη, της οποίας οι λεγεώνες πίστεψαν ότι κατέλαβαν άκοπα την Ελλάδα, όταν στην πραγματικότητα θα ήταν οι ηττημένοι που θα κατόρθωναν να διεισδύσουν στον νου, στο πνεύμα και ακόμη και στη γλώσσα του κατακτητή. (Το δοκίμιο αποκαλύπτει ότι επί πολλά χρόνια εθεωρείτο εκλεπτυσμένο για τις ρωμαϊκές οικογένειες των συγχρόνων του Κικέρωνα και του Βιργιλίου να μιλούν ελληνικά.)
Είναι αλήθεια ότι η Ελλάδα του σήμερα είναι πολύ διαφορετική από εκείνη που έκτισε τον Παρθενώνα, από εκείνη στην οποία φιλοτέχνησε τα γλυπτά του ο Φειδίας και αγόρευσε ο Σόλωνας. Στους είκοσι πέντε αιώνες που μεσολάβησαν ο λαός της έχει βιώσει ίσως πιο πολλές συμφορές και καταστροφές από τους περισσότερους άλλους: εξωτερικούς και εμφυλίους πολέμους, κατοχές που επί αιώνες κατέστρεψαν την ελευθερία της, τυραννίες και απομόνωση που αρκετές φορές απείλησαν να τη διαλύσουν. Σήμερα το πρωί διάβασα στην International Herald Tribune μια τρομακτική περιγραφή της κατάστασης της οικονομίας της, για τα τερατώδη προνόμια που απολάμβαναν όλα αυτά τα χρόνια οι εφοπλιστές, ο τραπεζίτες και οι πιο πλούσιοι επιχειρηματίες, απαλλασσόμενοι από την καταβολή φόρων, και για τις περιουσίες που έχουν διαφύγει και εξακολουθούν να διαφεύγουν από τη χώρα προς την Ελβετία και τους ασφαλέστερους φορολογικούς παραδείσους ανά τον κόσμο, ενώ οι Έλληνες εξακολουθούν να γίνονται φτωχότεροι, να βλέπουν τους μισθούς τους να συρρικνώνονται ή να περνούν στην ανεργία, στην επαιτεία και την πείνα.
Στο πλαίσιο αυτό, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι πολλοί Έλληνες ψήφισαν στις πρόσφατες εκλογές ναζί και εξτρεμιστές της αριστεράς, αλλά το ότι εξακολουθούν να υπάρχουν πολλοί Έλληνες που πιστεύουν στη δημοκρατία, και ότι οι δημοσκοπήσεις για τις επόμενες εκλογές δείχνουν πως τα κόμματα της κεντροδεξιάς, του κέντρου και της κεντροαριστεράς που υπερασπίζονται την ευρωπαϊκή επιλογή και αποδέχονται τους όρους που έχουν επιβάλει οι Βρυξέλλες για τη σωτηρία της Ελλάδας, θα μπορούσαν να έχουν την πλειοψηφία και να σχηματίσουν κυβέρνηση.
Η ελπίδα μου είναι ότι αυτό θα συμβεί επειδή, απλά, η Ελλάδα δεν μπορεί να πάψει να αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της Ευρώπης, χωρίς η τελευταία να γίνει μια γκροτέσκα καρικατούρα του εαυτού της, καταδικασμένη στην πιο παταγώδη αποτυχία. Η Ευρώπη γεννήθηκε εκεί, στους πρόποδες της Ακρόπολης, είκοσι πέντε αιώνες πριν, και ό,τι καλύτερο έχει, ό,τι αποδέχεται και θαυμάζει περισσότερο στον εαυτό της, συμπεριλαμβανομένης της χριστιανικής θρησκείας –μία από τις πιο όμορφες σελίδες του δοκιμίου της Ζακλίν ντε Ρομιγί εξηγεί γιατί τα περισσότερα Ευαγγέλια γράφτηκαν στα ελληνικά– καθώς και των δημοκρατικών θεσμών, της ελευθερίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, έχει τις μακρινές ρίζες του σε αυτή τη μικρή γωνιά της γηραιάς ηπείρου, στις ακτές του Αιγαίου, όπου το φως του ήλιου είναι πιο δυνατό και η θάλασσα πιο γαλάζια. Η Ελλάδα είναι το σύμβολο της Ευρώπης και τα σύμβολα δεν μπορούν να καταλυθούν χωρίς αυτό που ενσαρκώνουν να καταρρεύσει και να αποσυντεθεί σε εκείνη τη βάρβαρη σύγχυση του παραλογισμού και της βίας από την οποία μας έβγαλε ο ελληνικός πολιτισμός.

Μετάφραση από τα Ισπανικά Μαργαρίτα Μπονάτσου

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην ισπανική εφημερίδα El Pais την περασμένη Κυριακή 3 Ιουνίου

Σάββατο 9 Ιουνίου 2012

Ο ΚΟΠΕΤΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Του Δημήτρη Πλιάτσικα

‘’Όποιος δεν φοβάται τη μορφή του τέρατος, πάει να πει ότι του μοιάζει’’. Η ρήση του Μάνου Χατζιδάκη αποτέλεσε ίσως τον πρόδρομο των σημερινών πολιτικών γεγονότων που βιώνει η Ελλάδα. Ο ίδιος αναφέρει, ‘’ η πιθανή προέκταση του αξιώματος είναι να συνηθίσουμε τη φρίκη, να μας τρομάζει η ομορφιά’’.Η υποταγή και ο εθισμός σε μια τέτοια συνύπαρξη ή συνδιαλλαγή δεν προκαλεί τον κίνδυνο της αφομοίωσης ή της λήθης, του πώς πρέπει, του πώς οφείλουμε να σκαφτόμαστε και να μιλάμε;
Αναμφισβήτητα, αρχίσαμε να το ανεχόμαστε. Και η ανοχή πολλαπλασιάζει τα ζώα στη δημόσια ζωή, τα ισχυροποιεί και τα βοηθά να συνθέσουμε με ακρίβεια τη μορφή του τέρατος που προΐσταται, ελέγχει και μας κυβερνά.
Αλησμόνητα, θα χαραχτεί στη μνήμη όλων μας το συμβάν που έλαβε χώρα σήμερα στην πρωινή εκπομπή του Γ.Παπαδάκη. ¨Ένας εκλεγμένος βουλευτής της Χρυσής Αυγής αφού ρίξει νερό σε μία βουλευτή αντίπαλης πολιτικής παράταξης χτυπάει μια τρίτη βουλευτή μιας ακόμη αντίθετης παράταξης από τη δική του. Αναρωτιέμαι πώς ορίζεται η πράξη αυτή….. Δυσκολεύομαι να ορίσω… νομίζω οι λέξεις είναι πολύ φτωχές για να δώσω έναν ολοκληρωμένο ορισμό.
Το μόνο σίγουρο είναι πως η πράξη αυτή και άλλες παρόμοιες είναι τουλάχιστον καταδικαστέες και αποτελούν θρήνο για τη γενέθλια χώρα της Δημοκρατίας. Η εικόνα ενός άνδρα ο οποίος έχει σωματικά μυϊκή υπεροχή να τολμάει να σηκώνει το χέρι και δει δημοσίως σε μια γυναίκα είναι τουλάχιστον κραυγαλέα και αποτρόπαιη.
Ο εκάστοτε αντιμαχόμενος διάλογος ακόμη και οι έντονοι διαξιφισμοί που γίνονται μεταξύ πολιτικών καθημερινά στα τηλεοπτικά παράθυρα πρέπει να διεξάγονται επι ίσοις όροις. Λεκτικά ο καθένας μπορεί να επιτίθεται αλλά στη σωματική βία ο άνδρας λόγω της φύσης του υπερτερεί κατά πολύ. Οπότε είναι τουλάχιστον αδιανόητο να συμβαίνει.
Κατανοώ τη δυσαρέσκεια , την απογοήτευση, τον θυμό την οργή όλων των Ελλήνων. Η χώρα μας έχει φτάσει σε ένα τέλμα και τα προβλήματα της τείνουν να οξύνονται καθιστώντας το μέλλον ιδιαίτερα δυσοίωνο.
Το κίβδηλο πολιτικό σύστημα σαφέστατα αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο για τη σημερινή εικόνα που παρουσιάζει η χώρα μας. Η τιμωρία όμως των εκάστοτε <<κενών >> πολιτικών δεν άργησε να έρθει. Η τιμωρία όμως δεν θα έρθει με τον εκφοβισμό και το γρονθοκόπημα, τα οποία φαίνεται να είναι τα χαρακτηριστικότερα γνωρίσματα του κόμματος της Χρυσής Αυγής.
Το γεγονός ότι το συγκεκριμένο κόμμα ψηφίστηκε από τον ελληνικό λαό δεν αμφισβητείται από κανέναν. Θα πρέπει όμως όλοι να αναρωτηθούμε γιατί; Οι λόγοι ίσως να ποικίλουν. Σίγουρα όμως θα πρέπει να ξαναδούμε όλοι τη Χρυσή Αυγή με περισσότερη Φειδώ, πριν ξανά ασκήσουμε το εκλογικό μας δικαίωμα.
Γιατί σίγουρα, όταν χτύπησαν τον λαθρομετανάστη δεν είπα τίποτα, ενδόμυχα ίσως να μου άρεσε κιόλας, όταν χτύπησαν το δημοσιογράφο είπα καλά του καναν , όταν χτύπησαν τον πολιτικό πανηγύριζα, όταν χτύπησαν εμένα;
Κλείνοντας θα ήθελα απευθυνόμενος σε όλους να αναρωτηθώ αν μας προκαλούν τρόμο όλα αυτά. Γιατί αν δεν μας τρομάζει το πρόσωπο του τέρατος, πρέπει να φοβόμαστε γιατί αυτό σημαίνει ότι αρχίζουμε να του μοιάζουμε.

Παρασκευή 8 Ιουνίου 2012

ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΟ ΜΠΕΡΝΤΕ

Του Κώστα Γεωργουσόπουλου

Ω έχει πια το παραμύθι όνομα. Ο τύπος του Αγέλαστου ονομάζεται Ελλάδα. Δεν βλέπει πλέον κανείς πουθενά γελαστά πρόσωπα. Τα περισσότερα μορφάζουν, παραμορφωμένα μάλλον, από τις βαριές έγνοιες, την κατάθλιψη και τη γενική ατομική και εθνική απαξίωση περιφέρονται σε δρόμους, με αυτοκίνητα ή σιωπηλά πίνουν έναν πικρό καφέ σε καφενεία και ένα ξεροσφύρι σε ταβερνεία οι λαϊκοί άνθρωποι.
Ένας λαός που δεν γελάει αλλά συνάμα και δεν κλαίει, αλλά σιωπά είναι άκρως επικίνδυνος. Γιατί το γέλιο και το κλάμα εκτονώνουν, ανακουφίζουν, διασκεδάζουν και τη μελαγχολία και την κόπωση και την απογοήτευση και το πένθος.
Προσέξατε πως έχει πλέον εξαφανιστεί η αθηναϊκή ένδοξη επιθεώρηση;
Δεν έχει πλέον αντικείμενο αφού η γελοία πολιτική σκηνή διεκδικεί κάθε μέρα τα βραβεία της.
Πώς ο νέος Χατζηχρήστος, Μουστάκας, Σταυρίδης (που κι αυτοί έλειψαν, πιθανόν λόγω ελλείψεως αντικειμένου) θα μιμηθούν τον αγράμματο πολιτικάντη, τον φαυλεπίφαυλο τραπεζορήτορα, τον παπαρδέλα υποψήφιο, το λαμόγιο κομματάρχη, όταν η τέχνη της σάτιρας έχει ως κύριο μέσο την υπερβολή, την εξόγκωση, την καρικατούρα.
Τώρα η ζωή έφτασε και ξεπέρασε την τέχνη της σάτιρας. Το πρωτότυπο είναι γελοιωδέστερο από το μίμημα, η καρικατούρα κυκλοφορεί στα ψηφοδέλτια και στα έδρανα της Βουλής.
Αλλά οι σκέψεις γίνονται μελαγχολικότερες αν σκεφτεί κανείς πως για να υπάρξουν οι καραγκιόζηδες υπάρχει πάντα ένας καραγκιοζοπαίχτης και ένα κοινό: χαζοχαρούμενο.

Τετάρτη 6 Ιουνίου 2012

ΚΑΦΚΙΚΟ ΣΚΗΝΙΚΟ

Του Κώστα Λεονταρίδη

H είσοδος έχει επώδυνο αντίτιμο. Ωστόσο, η πλατεία είναι κατάμεστη από άτομα κάθε ηλικίας. Κάθονται και στους διαδρόμους, άλλοι στέκονται όρθιοι. Η ατμόσφαιρα βαριά, στα όρια της δύσπνοιας.
Το έργο έγινε διάσημο σε όλο τον κόσμο. Το υπογράφει κάποιος Κάφκα. Διαχρονικός συγγραφέας, λένε, οικουμενικός. Η σκηνοθεσία και τα σκηνικά είναι προϊόν ομαδικής δουλειάς. Ο χώρος της δράσης, εξαιρετικά ευρύχωρος. Στο βάθος, ένα τεράστιο πανό, με κολάζ από γεγονότα και εμβληματικές φιγούρες των αιώνων.
Αρχαίοι, μάχες, θρίαμβοι και σκλαβιές. Φουστανελοφόροι, πολιορκίες, έξοδοι. Βασιλιάδες, συμμαχίες, πόλεμοι στη σειρά, άφθονο αίμα. Εμφύλιες συγκρούσεις. Μια χώρα που μεγαλώνει και ψηλώνει. Μάρμαρα που κακιά σκουριά δεν τα πιάνει.
Στο κέντρο της σκηνής, ένα μεγάλο τραπέζι. Κάθονται άνθρωποι που φωνασκούν, χειρονομούν, δείχνουν να τσακώνονται. Θα υπάρχουν πολλά που τους χωρίζουν.
Ενας άνδρας όρθιος, λιπόσαρκος με μαύρα φλογερά μάτια, φοράει γκρίζο κοστούμι. Αυτοσυστήνεται ως κύριος Κ. Τίποτε άλλο. Είναι ο αφηγητής. Η φωνή του σκληρή, απόμακρη, σε παγώνει. Σχολιάζει λιτά, ωμά, όσα βλέπουμε επί σκηνής.
Ανθρωποι ψάχνουν στα σκουπίδια. Βουτούν μέσα στους κάδους. Δίπλα κρέμονται σακούλες με τρόφιμα. Τρίμματα συμπόνιας. Περνούν μελαψοί μαραθωνοδρόμοι σπρώχνοντας καροτσάκια κατάφορτα από μέταλλα.
Παρακάτω συσσίτια, πλαστικά κεσεδάκια. Μερίδες ημερήσιας ανακούφισης. Εξω από ένα δημοτικό σχολείο, ένα φορτηγάκι. «Βρεφοκομείο Αθηνών». Ηρθε το φαγητό.
Πεζοδρόμια με οσμή απόπατου. Ενα παιδί μόνο από κόκκαλα αδιαφορεί για τους περαστικούς που κρατούν τη μύτη τους. Στρέφει μια σύριγγα στον εαυτό του.
Καλοντυμένος κύριος σταματάει άγνωστό του. Ψιθυρίζει παρακλητικά: «Ο,τι μπορείτε για τα φάρμακα της γυναίκας μου».
Μια ταμπέλα: «Επίδομα ανεργίας». Ουρές από ετερόκλητους ανθρώπους.
Ενας γέροντας αιμόφυρτος στα σκαλιά του σπιτιού του, ερχόταν από την τράπεζα. Τον τσάκισαν. «Ούτε πρόλαβα να τους δω, παιδάκι μου». Κάποιοι άλλοι, χωρίς πρόσωπα, σακάτεψαν ένα μαυρούκο τζαμοκαθαριστή.
Η πιτσαρία της γειτονιάς δέχθηκε επίσκεψη από ένοπλα σαρκοβόρα. Μα πόσοι είναι;
Σε εφορίες και ΔΕΗ αδιαχώρητο. Για διακανονισμούς ή «δηλώνω αδυναμίαν».
Στη σειρά: «Ενοικιάζεται». «Διάλυση λόγω λουκέτου». Ο μυστηριώδης κύριος Κ. έρχεται μπροστά. Εχει τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος. Πίσω του στο τραπέζι ο καβγάς μαίνεται, οι λέξεις αλληλοαλέθονται.
Η φωνή του αφηγητή λυγίζει: «Διαβάζω επιστολή συμπάθειας του από μηχανής θεού για εσάς...».
Η πλατεία αδειάζει υπό συνθήκες ζόφου, συνωστισμού. Διάχυτη μια κατανυκτική συμπόνια του ενός για τον άλλον.

Τρίτη 5 Ιουνίου 2012

Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΒΑΙΜΑΡΗΣ ΚΑΙ ΤΑ ΜΝΗΜΟΝΙΑ...

Της Ζέζας Ζήκου

Η γνωστή τραγική κατάληξη της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, την οποία οι δυνάμεις της Αντάντ μετά το 1918 επέβαλαν (μαζί με τους ταπεινωτικούς όρους των συνθηκών των Βερσαλλιών) στην ηττημένη Γερμανία, δίδαξε στην ανθρωπότητα πολλά πράγματα. Κυρίως, όμως, δίδαξε ότι η κοινωνία βιώνει την έξωθεν επιβολή όρων ως ταπείνωση και ότι η κοινωνική δυσφορία μπορεί να οδηγήσει σε τραγωδία, όταν στην ταπείνωση προστίθεται και αναποτελεσματικότητα, που οδηγεί σε εξαθλίωση (π.χ. από τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης στο οικονομικό κραχ του 1929).
Με το ιστορικό αυτό δίδαγμα, επομένως, άνετα μπορεί κανείς να κατανοήσει τη σημασία της οικονομικής τραγωδίας που επέφεραν στην πατρίδα μας τα Μνημόνια. Σε συνδυασμό με τη βαθιά ύφεση και ανεργία -την οποία ασφαλώς διευρύνει και επιτείνει- καθώς και την τιμωρητική διάθεση διαφόρων ανιστόρητων τεχνοκρατών ή πολιτικών παραγόντων εμπλεκομένων στην εφαρμογή του, ευεξήγητα βιώνεται ως τερατούργημα από την ελληνική κοινωνία.
Βεβαίως, ο αστικός (μου) πολιτισμός επιβάλλει να αποδεχθώ την τήρηση των δεσμεύσεων και την εξυπηρέτηση των υποχρεώσεων. Πράγματι, το περίφημο ρωμαϊκό «οι συμβάσεις είναι τηρητέες» ή «pacta sunt servanda», από το οποίο άντλησαν ο αστικός πολιτισμός και η αστική ηθική, δεν είναι μόνο ένας ηθικός κανόνας. Θεμελιώνοντας το αξιόπιστο των συναλλαγών και των πιστωτικών δραστηριοτήτων, δημιουργεί δανειοληπτική ικανότητα και γίνεται η βάση της ανάπτυξης. Αλλά τα Μνημόνια στερούνται στοιχείων του αστικού πολιτισμού· καθώς έχουν καταστρέψει τις σχέσεις της κοινωνίας μας με τον πυρήνα του αστικού πολιτισμού, την αξιοπιστία.
Ομως, οι Γερμανοί μπορούν να σταθούν μια στιγμή και να σκεφτούν τη δική τους ιστορία. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι Σύμμαχοι θυμήθηκαν τις καταστροφικές συνέπειες των γερμανικών αποζημιώσεων μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ολόκληρο το δημόσιο χρέος των ναζί, που αντιστοιχούσε σε πάνω από το 600% του γερμανικού ΑΕΠ, παραγράφηκε. Το προϋπάρχον απλήρωτο χρέος από την περίοδο της Βαϊμάρης περιορίστηκε σε ένα κλάσμα του αρχικού ποσού. Οι διεκδικήσεις παλαιών χρεών διαχωρίστηκαν αυστηρά από τα ταμεία για τη γερμανική ανοικοδόμηση. Η Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία αποπλήρωσε τελικά το τελευταίο μέρος τους μόλις το 2010.
Η Γερμανία ασφαλώς ζούσε πολύ πάνω από τις δυνατότητές της τη ναζιστική περίοδο, ενώ λεηλάτησε και την υπόλοιπη Ευρώπη. Ομως, οι Αμερικανοί όχι μόνο συμφώνησαν να παραγράψουν παλαιά χρέη, αλλά έδωσαν στους Γερμανούς εκατομμύρια δολάρια με το σχέδιο Μάρσαλ.
Η ίδια η Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία μετά το 1989 δεν καταδίκασε την πρώην Ανατολική Γερμανία σε λιτότητα για να διορθώσει τη σαθρή κομμουνιστική οικονομία της. Αντιθέτως, ο καγκελάριος Χέλμουτ Κολ επέτρεψε στους Ανατολικογερμανούς να ανταλλάξουν τα σχεδόν άνευ αξίας ανατολικογερμανικά μάρκα με γερμανικά στην πληθωριστική ισοτιμία 1 προς 1 και στη συνέχεια διέθεσε το ισόποσο άνω του ενός τρισεκατομμυρίου ευρώ για την ανόρθωση της ανατολικής οικονομίας. Αν οι Σύμμαχοι και αργότερα η κυβέρνηση της ίδιας της Γερμανίας είχαν εφαρμόσει αυτό που κηρύσσουν τώρα οι Γερμανοί, η Γερμανία θα ήταν σήμερα πολύ φτωχότερη.
Η Γερμανία κερδίζει λίγα και η Ευρώπη πρόκειται να χάσει πολλά καταδικάζοντας εμάς τους Ελληνες στη φτώχεια ως τιμωρία για το αμαρτωλό παρελθόν μας. Η φράου Μέρκελ οφείλει, λοιπόν, να μιμηθεί το πνεύμα του μακροοικονομικού ελέους των Συμμάχων μετά το 1945 και τη δυτικογερμανική γενναιοδωρία προς τους Ανατολικογερμανούς εξαδέλφους τους μετά το 1989.
Η Ελλάδα δεν είναι ηττημένη σε κάποιο πόλεμο. Αλλά η μετατροπή της χώρας μας σε άτυπο προτεκτοράτο έχει γελοιοποιήσει κάθε ιδέα θεσμικής ισοτιμίας στην Ευρωζώνη. Η ταπείνωση... είναι η πιο υποτιμημένη δύναμη στην πολιτική. Οι άνθρωποι θα αφομοιώσουν τις δυσκολίες, την πείνα και τον πόνο. Ομως, τα πιο ανθρώπινα αισθήματα της αναζήτησης αξιοπρέπειας και δικαιοσύνης δεν απορρέουν από συγκεκριμένες ιδεολογίες...
Τέλος, αξίζει να επισημανθεί πως η Γερμανία δεν φοβάται ότι θα ζητήσουμε πραγματικά Επανορθώσεις. Επειδή, εμείς πειθήνια δεν το κάνουμε... Εχει άδικο, λοιπόν, η προπαγάνδα της Γερμανίας, από την εποχή του Φαλμεράιερ, να μας παρουσιάζει σαν «εμποράκους Λεβαντίνους» που κάνουν «ντόρο» για να πάρουν δήθεν «κάτι»;
Σήμερα, και στο αμέσως προσεχές μέλλον, η μνήμη της γερμανικής συμπεριφοράς και ευθύνης στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο αναμοχλεύεται στο μυαλό κάθε νοήμονος ανθρώπου (άρα και του δικαστή) εξαιτίας της σύγχρονης μορφής ηγεμονίας που ασκεί η Γερμανία στην Ευρώπη. Το Διεθνές Δικαστήριο, με την καταδικαστική για την Ιταλία πρόσφατη απόφασή του, μάλλον όχι εσκεμμένα φαίνεται ν’ ανοίγει τον δρόμο για συνέχιση των δικαστικών ενεργειών των θυμάτων στις συγκεκριμένες υποθέσεις (αιχμαλωσία Ιταλών πολιτών, σφαγή στο Δίστομο).